Η καμπάνα χτυπάει για σένα…
ΜΟΝΟΛΟΓΩΝΤΑΣ
---------------------------------
Από τον Άγγελο Πετρουλάκη
Η καμπάνα
χτυπάει για σένα…
Κάποιες φορές
προχωρώντας στον δρόμο τού χρόνου, τυχαίνει
να περάσω από το σπίτι τής Μνήμης. Πολλά από τα παράθυρά του τα βρίσκω ανοιχτά.
Κοντοστέκομαι και ρίχνω ματιές στα δωμάτιά του. Το πρόσωπο που βλέπω να
κινείται, ή ακίνητο να έχει κάπου στυλωμένο το βλέμμα του, το αναγνωρίζω
εύκολα. Είναι το δικό μου πρόσωπο.
Τις τελευταίες ημέρες περνώ όλο και πιο συχνά από το
σπίτι της μνήμης. Κάθε φορά και με βλέπω αλλιώς. Απόψε με είδα σ’ ένα γραφείο
του αστυνομικού τμήματος Σερβίων Κοζάνης. Βαθμοφόρος της τότε Χωροφυλακής. Χαρτιά
πολλά μπροστά μου, στο πλάι μια κούπα καφές, σταχτοδοχείο γεμάτο αποτσίγαρα,
άλλο σταχτοδοχείο με καμένο καπνό πίπας. Μπροστά από τα χαρτιά, τις πένες, τα
μολύβια, το επιτραπέζιο ημερολόγιο ανοιχτό σε μια ημερομηνία: 20 Ιουλίου 1974.
Το ρολόι στο αριστερό μου χέρι έδειχνε λίγο μετά τις τέσσερις το πρωί.
Είχα ξενυχτίσει γράφοντας. Έπρεπε να συμπληρώσω μια
δικογραφία. Από νωρίς, το προηγούμενο απόγευμα, στην νεοσχηματισθείσα τότε
λίμνη τού Αλιάκμονα είχα βρεθεί δυο πτώματα. Αναγνωρίστηκαν γρήγορα. Ανήκαν σε
δυο εργάτες που δούλευαν στην γέφυρα του Αλιάκμονα και που από άγνωστη αιτία
ανατράπηκε η βάρκα τους, ενώ έκαναν κάποια εργασία σε ένα από τα «πόδια» της
γέφυρας. Αυτό είχε συμβεί δυο μήνες πριν, χωρίς τότε να βρεθούν οι άτυχοι
εργάτες. Βρέθηκαν στο απόγευμα της 19ης Ιουνίου. Η ανοιχτή δικογραφία
έπρεπε να συμπληρωθεί κι εγώ έπρεπε να δουλέψω γι’ αυτό.
Όμως, λίγο μετά τις τέσσερις το πρωί, ο χρόνος
σταμάτησε.
Στο άνοιγμα της πόρτας τού γραφείου εμφανίστηκε ο
διαβιβαστής της υπηρεσίας, κρατώντας ένα χαρτί. «Μόλις ήρθε. Επιστράτευση. Έχουμε
πόλεμο…», μου είπε, δίνοντας το χαρτί.
Πάγωσα. Πόλεμος; Τι ήταν πόλεμος;
Το σήμα έκανε λόγο για την εισβολή στην Κύπρο και
διέταζε το άνοιγμα κάποιων φακέλων, την επίδοση Φύλλων Ατομικών Προσκλήσεων,
που περιείχαν αυτοί, σε πολίτες που επιστρατεύονταν…
Μουδιασμένος άνοιξα την αρχειοθήκη κι έβγαλα κάποιους
φακέλους. Πολύ μεγαλύτερος σε ηλικία από μένα, και πιο ψύχραιμος, ο διαβιβαστής
με ρώτησε: «Να ξυπνήσω τους άντρες;» Απάντησα «ναι» μ’ ένα κούνημα του
κεφαλιού. Τότε, οι άγαμοι χωροφύλακες κοιμούνταν σε θαλάμους των αστυνομικών
τμημάτων.
Τον χρόνο που είχε σταματήσει τον έφεραν πίσω άλλα
σήματα, που έφταναν το ένα πίσω από το άλλο. Κάποιος από τους χωροφύλακες έφερε
ένα μικρό φορητό ραδιόφωνο. Ανάμεσα σε εμβατήρια, οι ανακοινώσεις βροχή.
Αξημέρωτα οι χωροφύλακες έτρεχαν να επιδώσουν ΦΑΠ. Οι πρώτοι πολίτες που
έφταναν, είχαν ακόμα τον ύπνο στα βλέφαρά τους. Στην κωμόπολη υπήρχε μόνο ένας
φούρνος. Ένας χωροφύλακας διατάχθηκε να πάει, να επιτηρεί – έλεγε μια διαταγή.
Δεν κατάλαβα τον λόγο, αλλά η διαταγή εκτελέστηκε.
Η μπόρα ξέσπασε όταν ξημέρωσε για τα καλά.
Αλαφιασμένοι κάτοικοι έφταναν στο αστυνομικό τμήμα, άλλοι γέμιζαν τα λίγα μικρά
παντοπωλεία…
Στα πρόσωπα των περισσότερων η απορία. Σε κάποιων –
λίγων – ο ενθουσιασμός. «Πάμε να πολεμήσουμε…» Ούτε αυτοί ήξεραν από πόλεμο,
ήταν νέοι.
Σε κάποια πρόσωπα έβλεπα τον φόβο. Πιο μεγάλοι σε
ηλικία αυτοί.
Τα μπακάλικα άδειασαν. Τα τσιγάρα στα περίπτερα
τελείωσαν. Ο φούρναρης ζύμωνε και ξαναζύμωνε…
Μεσημεράκι εμφανίστηκαν κάποιοι μεσήλικες. Γιατροί οι
περισσότεροι. Έξω από τα Σέρβια έδρευε μια μονάδα επιστράτευσης υγειονομικού.
Ζητούσαν πληροφορίες. Πώς θα πάνε, αν υπάρχουν ταβέρνες ή εστιατόρια στην
κωμόπολη, πού βρισκόταν το κτήριο του ΟΤΕ, να τηλεφωνήσουν στους δικούς τους...
Ήρθαν και οι πρώτες καταγγελίες. Κάποιοι είχαν
πληρώσει, σε ένα δυο καφενεία τού χωριού, τρεις και περισσότερο φορές πάνω, ένα
αναψυκτικό ή μια μπύρα. Πρώτες συλλήψεις για αισχροκέρδεια…
Το βράδυ έφτασε εφιαλτικό. Άντρας μεταξύ 20 και 40
χρονών δεν κυκλοφορούσε. Φώτα δεν άναψαν. Μπλε κόλλες είχαν καλύψει τα παράθυρα
των σπιτιών. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί έλεγαν άλλα τη μια στιγμή, άλλα την άλλη.
Κάποιοι προσπαθούσαν να πιάσουν ελληνικούς σταθμούς, ή εκπομπές στα ελληνικά,
του εξωτερικού. Πανικός…
Οι μέρες περνούσαν. Η Δημοκρατία αποκαταστάθηκε. Δειλά
δειλά η ζωή ξανάβρισκε τους ρυθμούς της. Αύγουστο μήνα διατάχθηκα να φύγω με
μετάθεση, κάπου στη μεθόριο, στην περιοχή τής Καστοριάς. Μεταξύ αναχώρησης και
παρουσίασης στη νέα υπηρεσία, μεσολαβούσε ένα ολόκληρο 24ωρο. Με αγοραίο (τα
ταξί της υπαίθρου εκείνη την εποχή) έφτασα στην Λάρισα, να δω τους γονείς για
δυο τρεις ώρες.
Προχωρώ σε
άλλο δωμάτιο στο σπίτι της μνήμης.
Στην αυλή τού πατρικού σπιτιού, απέναντι από τον πατέρα. Του διηγούμαι τα όσα
είχα βιώσει τις ημέρες εκείνες. Μ’ ακούει αμίλητος. Ο πατέρας ήταν γεννημένος
το 1920. Σχεδόν μια δεκαετία πολεμούσε. Άκουγε τις σφαίρες να περνούν πλάι από
το κεφάλι του. Σε μια στιγμή παλιότερα μου είχε πει. «Όταν οι σφαίρες σφυρίζουν
πλάι σου, δεν έχεις ούτε χθες, ούτε αύριο…»
Σε κάποια στιγμή θ’ ανάψει τσιγάρο και θα πει:
«Τίποτα δεν ζήσαμε».
«Δηλαδή;»
«Πόλεμος ήταν το ’40, το ’44, το ’47… Για μας, εδώ
στην Ελλάδα. Για τους άλλους που ήταν στην Κύπρο, ναι, ήταν. Πόλεμος χωρίς
αίμα, δεν είναι πόλεμος. Ο πόλεμος έχει μίσος, έχει τάφους».
«Τι είναι;»
«Μια κατάσταση δύσκολη, που απαιτεί ψυχραιμία. Θα
περάσει… Η ζωή θα βρει τον δρόμο της, τους ρυθμούς της…»
Βγαίνω από το
σπίτι της μνήμης. Κουράστηκα να
περπατώ με τις αναμνήσεις. Αναλογίζομαι την φράση τού πρωθυπουργού: «Είμαστε
σε πόλεμο». Συμβολική η έκφραση. Τονίζει την κρισιμότητα των ημερών. Μεταξύ
τού πολέμου και της κρίσης που βιώνουμε, υπάρχουν πολλές διαφορές. Η κυριότερη:
Ο εχθρός. Στον πόλεμο ο εχθρός είναι απέναντι. Στην κρίση αυτή ο εχθρός είναι
μέσα μας: εμείς οι ίδιοι.
Είμαστε δυο τρεις τυχερές, ευτυχισμένες γενιές. Δεν
υποδεχτήκαμε φέρετρα σκεπασμένα με σημαίες. Δεν ζούμε την τρομακτική παγωνιά
τής συσκότισης. Και για όλα τα οικονομικά στραπάτσα που συμβαίνουν, υπάρχει ένα
στοργικό (για πρώτη φορά τόσο) κράτος, που προσπαθεί να επουλώνει τις πληγές.
Υπάρχει ένας πρωθυπουργός που ημέρα την ημέρα κερδίζει την εμπιστοσύνη όλο και
περισσότερων.
Είμαστε μια κοινωνία αλληλέγγυα. Το αποδείξαμε στην
κρίση τού 2015. Και τώρα, αν χρειαστεί, θα το αποδείξουμε. Εριστικές και
μίζερες φωνές θα υπάρχουν, εξαιρέσεις θα υπάρχουν. Σε όλες τις εθνικές κρίσεις
υπήρχαν. Άλλοι συνεργάζονταν με τους κατακτητές, άλλοι κερδοσκοπούσαν, άλλοι
επιβουλεύονταν την ίδια τους την χώρα και ταυτόχρονα αναγορεύονταν σε ήρωες. Σε
όλες τις χώρες συναντούμε αυτά τα φαινόμενα, αυτούς τους ανθρώπους.
Το γελοίο είναι ότι, οι αντιπολιτευόμενοι, για λόγους
σκοπιμότητας, μιλούν για παραλείψεις και ολιγωρίες, ενώ ξέρουν πως αν ήταν
εκείνοι στο τιμόνι τής χώρας θα τα είχαν κάνει «μαντάρα» και καλοτυχίζουν
εαυτόν γιατί δεν κυβερνούν αυτοί και δεν είναι το αγγούρι στον δικό τους πισινό.
Το έχουν αποδείξει σε πολύ πιο ήπιους καιρούς. Θυμάμαι στην πρώτη αντιπαράθεσή
τους με την Εκκλησία, πόσο λίγοι στάθηκαν. Προχθές, ο πρωθυπουργός, δηλώνοντας
πιστός χριστιανός, προχώρησε στην πλέον τολμηρή του απόφαση. Αλλά, ας ξαναγυρίζουμε
στο θέμα μας, στον εσωτερικό εχθρό…
Δεν θέλω να
πιστέψω πως δεν αγαπούσαμε το σπίτι μας,
ότι μας ψυχοπλάκωνε η μοναξιά. Προτιμώ να πιστεύω πως, ταξιδεύοντας στον χρόνο
και στην εξέλιξη, ζήσαμε εποχές οι οποίες ευνοούσαν την εξωστρέφεια, βοηθούσαν
στο να ευδοκιμεί το εύκολο.
Για τις νεαρές ηλικίες το «ίντερνετ» δεν είναι
κατάκτηση της τεχνολογίας, αλλά φυσικό κεκτημένο. Μ’ αυτό γεννήθηκαν και
μεγάλωσαν. Την γλώσσα του ομιλούν. Αντιλαμβάνονται το «google» και την «Wikipedia»
καλύτερα από ό,τι η δική μου ηλικία και τα χειρίζονται πολύ πιο άνετα. Η έννοια
της εγκυκλοπαίδειας, είναι κάτι άγνωστο. Βιβλία αρχαία που σκονίζονται στην
βιβλιοθήκη τού μπαμπά.
Στα πλαίσια του εύκολου, πολλοί κατάργησαν το μπρίκι
στο σπίτι τους. Το «take away» έγινε μέρος τής καθημερινότητας. Και πλέον, μ’ ένα
τηλεφώνημα, το χάρτινο κύπελο με τον καφέ είναι στο σαλόνι ή στο μπαλκόνι.
Άλλαξε και η συνήθεια της γεύσης τους. Ο ελληνικός καφές εκτοπίστηκε από τον
εσπρέσο. Ο στιγμιαίος, ζεστός ή κρύος, από το καπουτσίνο. Κάποτε αρκούσε στον
άνθρωπο (του ’70 και του ’80) ένα καφεδάκι ή ένα φραπέ, τώρα μιλάμε για barista και
την τέχνη τού καφέ. Απλά, άλλες εποχές. Ούτε καλύτερες, ούτε χειρότερες. Ίσως,
βέβαια, καλό είναι ο άνθρωπος να ξέρει να χειρίζεται ένα γκαζάκι και να ψήνει
έναν καφέ, έστω κάπου κάπου…
Στα πλαίσια του εύκολου, το φαγητό σε πακέτο είναι
στην κουζίνα, επίσης με ένα τηλεφώνημα. Το πιο απλό φαγητό, οι πατάτες φούρνου,
για παράδειγμα.
Μια άλλη κοινωνία, λοιπόν, υποδέχεται την κρίση τής
καθημερινότητας. Δεν θέλω ν’ αναλογιστώ τις συνέπειες δυο εβδομάδων χωρίς
ηλεκτρικό ρεύμα. Όμως, γιατί να μην είναι πιθανό να συμβεί;
Ούτε καν θέλω να σκεφτώ έναν βιολογικό πόλεμο…
Περιορίζομαι στο να σκέφτομαι τον μέσα μας εχθρό.
Αυτόν που καλείται να εφαρμόσει κάποιες οδηγίες και αντιδρά, είτε ισχυριζόμενος
πως γνωρίζει καλύτερα, είτε πως δεν μπαίνει σε κλουβί.
Όμως δεν
είναι έτσι. Όχι μόνο γιατί μας το
λέει το επίσημο κράτος, αλλά γιατί μας το λένε εκείνοι που βρίσκονται στην πρώτη
γραμμή τού μετώπου αυτού του «πολέμου». Οι γιατροί τών νοσοκομείων. Οι
νοσηλευτές. Το υπόλοιπο επιστημονικό προσωπικό. Αυτοί που δεν συγκεντρώνουν στοιχεία
και αριθμούς, αλλά που αγγίζουν τους ασθενείς. Που σκύβουν στο χέρι τους και τους
τρυπούν για να πάρουν αίμα. Εκείνοι που σπρώχνουν τα καρότσια και τα κρεβάτια.
Εκείνοι που μπαίνουν να καθαρίσουν πάτωμα και τουαλέτες. Εκείνοι που
πλαισιώνουν τα ασθενοφόρα, οδηγοί, τραυματιοφορείς, γιατροί άμεσης επέμβασης.
Όλοι αυτοί μας λένε πως ίσως η καμπάνα χτυπήσει και
για μας…
Όταν το 1624 ο Άγγλος ιερωμένος / ποιητής έγραφε στα
δοκίμιά του πως «Κανένας άνθρωπος δεν
είναι νησί, ακέριος μοναχός του. Κάθε άνθρωπος είναι ένα κομμάτι ηπείρου, ένα
μέρος στεριάς. Αν η θάλασσα ξεπλύνει ένα σβόλο χώμα, η Ευρώπη γίνεται
μικρότερη. Όπως κι αν ξεπλύνει ένα ακρωτήρι ή ένα σπίτι φίλων σου ή δικό σου.
Κάθε ανθρώπου ο θάνατος λιγοστεύει εμένα τον ίδιο, γιατί είμαι ένα με την
Ανθρωπότητα. Κι έτσι ποτέ σου μη στέλνεις να ρωτήσεις για ποιον χτυπά η καμπάνα. Η καμπάνα χτυπάει για σένα», σίγουρα
δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η φράση «…για ποιον χτυπά η καμπάνα» θα γινόταν
τίτλος διάσημου μυθιστορήματος του Αμερικανού συγγραφέα Έρνεστ Χεμινγουέι, για
την φρίκη τού Ισπανικού Εμφύλιου, αλλά και ούτε πως έκτοτε θα την
χρησιμοποιούσαν και πολλοί άλλοι, όταν θα ήθελαν να επισημάνουν την κοινή μοίρα
τών ανθρώπων.
Σήμερα, η συνέχεια αυτής της φράσης «Η
καμπάνα χτυπάει για σένα», όσο δραματική και αν ακούγεται, είναι μια πραγματικότητα.
Καλούμαστε να την ανατρέψουμε…
Λάρισα, 19/3/2020
Υ.Γ.
------------
Η
φωτογραφία είναι από ανάρτηση στο f/b, ομάδας ιατρικού προσωπικού τού Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου
Λάρισας. Καταθέτω τις ευχαριστίες μου για όσα μας προσφέρουν…
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου