Κομπολόι... Κάνει μακρύ τον βίο!
Από τον Άγγελο Πετρουλάκη
Κομπολόι…
Φετίχ
για πολλούς…
Συλλεκτική
μανία για λίγους…
Απασχόληση
δαχτύλων για τους περισσότερους…
Ίσως
για κάποιους και ‘‘ενθύμιον’’…
Το
σημαντικό στην ύπαρξή του, είναι η άγνοια…
Τουλάχιστον
σ’ εκείνους που το θεωρούν απασχόληση δαχτύλων…
Γιατί
για τους συλλέκτες τα πράγματα αλλάζουν.
Σ’
αυτούς η γνώση συναντά την αναζήτηση.
Ελληνικότατο όνομα, ανατολίτικη καταγωγή
Ετυμολογικά
ως «κομπολόι» το συναντάμε στο Λεξικό του Μπαμπινιώτη να προέρχεται από
το ελληνικό «μεσαιωνικό κομπολόγι», προερχόμενο από το «κομβολόγιον»,
ως σύνθετο εκ των «κόμβος + λόγιον», εκ του «λόγος». Τούτο, γιατί
κατά την άποψή του, η κλωστή ή αλυσίδα στην οποία είναι περασμένες οι χάντρες,
«δένεται στα άκρα της κόμπο».
Όμως,
«κόμπος» στην αρχαία ελληνική (λεξικό Ιωάννου Σταματάκου), σημαίνει ο «θόρυβος,
κρότος, πάταγος, ιδίως ο εκ της συγκρούσεως δύο σωμάτων παραγόμενος».
Η κατάληξη «όι» προφανώς δηλώνει εξακολούθηση του θορύβου. Θαρρώ, πως μάλλον το
δεύτερο είναι ισχυρότερο και ότι η ετυμολογία του αφορά στον κατ’ εξακολούθηση
κρότο – ήχο που προκαλούν συγκρουόμενες οι χάντρες του.
Είναι
δε γεγονός ότι η ιδιαιτερότητα του κάθε κομπολογιού εξαρτάται από τη
διαφορετικότητα των ήχων, που προκαλεί η σύγκρουση των χαντρών του. Και είναι
άλλος ο ήχος της κεχριμπαρένιας χάντρας και άλλος ο ήχος από το γιούσουρι ή ενός
ημιπολύτιμου λίθου.
Όλα
αρχίζουν και τελειώνουν στις χάντρες. Άλλωστε αυτές έρχονται από τα βάθη της
αρχαιότητας ως αντικείμενα εξορκισμού αρχικά, συνοδευόμενες με μύθους για
θεραπευτικές ιδιότητες και στη συνέχεια ως υλικά κατασκευής κοσμημάτων.
Με μητέρα την προσευχή
Στον
Ινδουισμό συναντάμε τη χάντρα ως μέσο προσευχής από τον 8ο π. Χ αιώνα,
ακόμα. Το όνομά τους είναι Mala. Οι οπαδοί του Siva χρησιμοποιούν ως χάντρες
σπόρους από δέντρα, ενώ του Vishnu από ξύλο δέντρου, με τον αριθμό τους να
ποικίλει από 32 ως 108.
Ο
Βουδισμός υιοθετεί τις 108 χάντρες που περασμένες σ’ ένα σχοινί, πλεκόταν
ανάμεσα στα δάχτυλα επαναλαμβάνοντας την προσευχή μέχρι και 2.000 φορές την
ημέρα. Ο αριθμός των 108 χαντρών ανταποκρίνεται στον αριθμό των αμαρτωλών
επιθυμιών ή των εγκεφαλικών καταστάσεων που ένας πιστός πρέπει να ξεπεράσει για
να εισέλθει στον παράδεισο.
Κατά
το πέρασμα του Βουδισμού στην Ιαπωνία, τον 6ο μ. Χ. αιώνα, τα προσευχητάρια
αποκτούν 112 χάντρες, ενώ στο Θιβέτ, που ο Βουδισμός φτάνει τον 8ο
μ. Χ. αιώνα παραμένουν 108, διαιρεμένες από τρεις μεγαλύτερες χάντρες, που
αντιπροσώπευαν το Βούδα, το δόγμα και την κοινότητα.
Μουσουλμάνοι
έμποροι μετέφεραν το βουδιστικό προσευχητάρι στην παράδοση του Ισλάμ, όπου
πλέον οι χάντρες γίνονται 99, διαιρεμένες σε τρία τμήματα των 33.
Μεταναστεύοντας στην Ευρώπη
Μαρτυρίες
αναφέρουν ότι η χρήση του εντοπίζεται περί τον 7ο αιώνα και στους
χριστιανούς της Ευρώπης, ενώ στα μέσα του 16ου αιώνα, ο πάπας Πίος ο
5ος ανακήρυξε τον Άγιο Δομίνικο (1170-1231), ως τον επίσημο εφευρέτη
των προσευχηταριών, δίνοντας το δικαίωμα στους Δομινικανούς μοναχούς να
φτιάχνουν μόνο αυτοί τα επίσημα προσευχητάρια, που πια αποτελούνται από 150
χάντρες, οι οποίες και ονομάζονται ψαλτήρια. Άλλο, όμως, το καθολικό ψαλτήρι
και άλλο το ελληνικό κομπολόι.
Για την προέλευση του ελληνικού
κομπολογιού, μάλλον επικρατεί σύγχυση. Πιθανότερη είναι αυτή της μίμησης και
του ανέξοδου τρόπου προμήθειας, αφού οι Τούρκοι πετούσαν το κομπολόι τους όταν
έσπαζε μια χάντρα κεχριμπαριού. Πάντως ένα είναι δεδομένο: Πως δεν αποτέλεσε
μέσο προσευχής, αφού τον σκοπό αυτό εξυπηρέτησαν τα κομποσκοίνια της μοναστικής
παράδοσης, που δεν έχουν καμιά σχέση με το κομπολόι, τόσο ως κατασκευή, όσο και
ως υλικό.
Το κομπολόι της μαγκιάς και του υπόκοσμου
Είναι
γεγονός ότι πολλά ιστορικά στοιχεία για την πορεία του στην ελληνική κοινωνία
δεν υπάρχουν. Το σίγουρο είναι ότι αρχικά χρησιμοποιήθηκε από τους κοτζαμπάσηδες
και όσους είχαν την οικονομική ευχέρεια να το αποκτήσουν.
Όμως
στις αρχές του 20ου αιώνα το συναντάμε και ως σύμβολο μαγκιάς στους
περιθωριακούς. Χαρακτηριστικό το χασάπικο «Η Λιλή η σκανταλιάρα» του Π. Τούντα,
του 1936, που τραγουδά ο Κ. Ρούκουνας:
«Δε
με μέλει εμένα αν είσ’ αλάνης…
…………………………………….
Και
δεν φοβάμαι τα μαχαίρια
τα
νταήδικά σου τα μπεγλέρια».
Ο
Ηλίας Πετρόπουλος δίνει γλαφυρές περιγραφές τόσο στο βιβλίο του «Υπόκοσμος και
Καραγκιόζης», με τους Πειραιώτες μάγκες να βάζουν το κομπολόι στη δεξιά
εξωτερική τσέπη του σακακιού, φροντίζοντας να κρέμεται η φούντα του απ’ έξω,
όσο και στο βιβλίο του «Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες», όπου μας πληροφορεί
ότι οι «καπανταήδες» είχαν κομπολόγια με τορνευμένες ξύλινες χάντρες από έβενο,
τριανταφυλλιά, ίνουλα, μπάλσαμο, αλλά και κέρατο, μαύρη πέτρα, κρύσταλλο και
σεντέφι.
Στο
μεγάλο εισαγωγικό του, δε, για τη μνημειώδη έκδοση «Ρεμπέτικα Τραγούδια», ο
Ηλίας Πετρόπουλος, γράφει για το κομπολόι:
«Φαίνεται
πως με το κομπολόι κατορθούται ένα τεμάχισμα του χρόνου, ψιλό και βραδύ, που
κάνει την ζωή να κρατά αιώνια. Οι νεοέλληνες έχουν, ή, δεν έχουν κομπολόι.
Παίζουν κομπολόι οι ρεμπέτες, οι καλόγεροι, οι γνήσιοι. Κομπολόι είχαν οι
άντρες και οι κυρούλες. Το αναφέρουν τα δημοτικά τραγούδια. Το κομπολόι δώσε
μου να πάω στην εκκλησιά μου. Ο Μακρυγιάννης γράφει ότι ερωτήθηκε διατί
νάχει μεγάλο κομπολόι και ποιος καλόγερος του τόδωσε.
»…Είναι καθορισμένες οι χάντρες των
κομπολογιών. Συνήθως είναι 33… Τα μπεγλέρια των μαγκιτών έχουν 7 – 8 χάντρες.
Οι χάντρες του κομπολογιού πέφτουν μια – μια, ίσια, ανάποδα, ζευγαρωτές, όλες
μαζί, νευρικά, αργά, βαριά, πνιχτά, κρουστές, καμπανιστές, με ρυθμό ή χωρίς
ρυθμό, σε απειρία συνδυασμών, όπου ενώ υπάρχει ποικιλία κινήσεων όλο το
παιγνίδι μοιάζει ομοιόμορφο. Οι χάντρες, λένε, σταλάζοντας μουδιάζουν τη σκέψη και την φαντασία ερεθίζουν. Ακόμη,
λένε, πως το κομπολόι στο χέρι κάνει μακρύ τον βίο.
»…
Τέλος, πριν μερικές δεκαετίες, το κομπολόι συνόδευε ως μουσικό όργανο τους
μπαγλαμάδες. Για να γίνει αυτό ο οργανοπαίχτης κρατούσε με το αριστερό του
χέρι, από την φούντα, ένα κομπολόι ανηρτημένο σε μια κουμπότρυπα, ενώ με το
δεξί του έτριβε ρυθμικά τις χάντρες του κομπολογιού μ’ ένα κρασοπότηρο».
Ενδεχομένως
αυτό να περιγράφεται και στο παλιό ρεμπέτικο «Είμαι ζεμπεκλής» του περίφημου
Βολιώτη ρεμπέτη γερο-Μιλάνου, όπου ο μπουζουξής καυχιέται:
«Με
κάλεσαν σε κάποιο σπίτι,
για
να τους παίξω τον Μποχόρη,
βλέπω
και το Μαριανθάκι,
της
χήρας τη μοναχοκόρη.
Το
μπουζούκι μου κουρντίζω,
τα
κομπολόγια μου κρεμάω,
τις
γκόμενες όλες μπανίζω,
κι ένα
μουρμούρικο αρχινάω».
Χέρι – χέρι με το
ρεμπέτικο
Επίσης,
γεγονός είναι ότι το κομπολόι συνδέθηκε στενά με το ρεμπέτικο και το λαϊκό
τραγούδι εκφράζοντας, άλλοτε τον ερωτικό πόνο (όπως στο δημοφιλές ζεϊμπέκικο
«Αντιλαλούνε τα βουνά» του Βασίλη Τσιτσάνη, που τραγούδησε σε δίσκο το 1951 με
την Νίνου και τον Τσουανάκο:
«…Περνούν
οι ώρες θλιβερές
σ’
ένα παλιό ρολόι
κι
εγώ τους αναστεναγμούς
τους
παίζω κομπολόι»
και άλλοτε την
προσπάθεια άμυνας σε τυχόν προσβολή γοήτρου.
Τουτ’
αυτό συνέβη και με το μπεγλέρι, επινόηση για δεξιοτεχνικό παίξιμο λιγότερων -
μέχρι και δυο - χαντρών. Το ζεϊμπέκικο των Βίρβου – Δερβενιώτη «Έχω ένα
μπεγλέρι», που τραγούδησε ο Πρόδρομος Τσαουσάκης (1973), μιλά για δεκάξι χάντρες:
«Έχω
ένα μπεγλέρι με δεκάξι χάντρες
σύντροφο
πιστό μου στις στιγμές τις μαύρες
κι
αν στα βάσανά μου μ’ άφησες κι εσύ
έχω
το μπεγλέρι συντροφιά χρυσή.
Κάθε
χάντρα σα χτυπάω
κι
έναν πόνο μου ξεχνάω».
Στο «Φτωχό κομπολογάκι μου, σε είχα
για μεράκι μου» του Γιώργου Μητσάκη που τραγούδησε ο Στράτος Παγιουμτζής και
κατόπιν πολλοί άλλοι, έρχεται ν’ απαντήσει ο Άκης Πάνου με το «Θα πουλήσω το
ρολόι και θα πάρω κομπολόι, να μετράω τους καημούς και τους αναστεναγμούς», που
τραγούδησε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.
Βέβαια ένα γοργό ζεϊμπέκικο του Μήτσου
Ευσταθίου, αποθέωνε το συναισθηματικό δέσιμο του μάγκα με το κομπολόι του, που
τραγουδά πως «Πούλησα το σακάκι μου και το χρυσό ρολόι και κράτησα για
συντροφιά το μαύρο κομπολόι…», και μας κάνει να υποθέσουμε πως ήταν από
γιούσουρι ή έβενο.
Με διαβατήριο για
την ανώτερη κοινωνία
Όμως,
όπως και το ρεμπέτικο πέρασε στην «καλή κοινωνία» (με την ιστορική διάλεξη του
Χατζιδάκι στα 1949), έτσι και το παρεξηγημένο κομπολόι των αρχών του 20ου
αιώνα, περνά σε χέρια άλλα, γίνεται σύντροφος όχι μόνο των γερόντων, αλλά και
ανθρώπων που ανακαλύπτουν την χαλάρωση, όπως και τη μουσικότητα που βγάζει είτε
η απλή ψηλάφησή του, είτε το παίξιμό του.
Για
κάποιους γίνεται φετίχ, όπως η πίπα ή οι στυλογράφοι πένας, ενώ για κάποιους λίγους,
που έχουν και την οικονομική δυνατότητα, συλλεκτικό αντικείμενο.
Τα
περισσότερα ελληνικά κομπολόγια αποτελούνται από 17 έως 33 χάντρες, με μια
χάντρα να δένεται μακρύτερα από τις υπόλοιπες σε απόσταση 8 – 9 εκατοστών, η λεγόμενη
βεζίρης ή παπάς.
Τα
υλικά ποικίλουν, τόσο για την κατασκευή των χαντρών, όσο και για το μέσο που
τις συνδέει, δηλαδή κορδόνι ή αλυσίδα. Το κορδόνι επιτρέπει σαφώς καλύτερο και
αρμονικότερο κύλισμα της χάντρας και ο ήχος της κρούσης τους εκπέμπεται
καθαρότερος.
«Όσον
αφορά τη διακόσμηση του τελειώματος του κομπολογιού, διαφοροποιείται από την
προτίμηση του κατόχου του, είτε πρόκειται για ασημένη, χρυσή ή μεταξωτή φούντα,
είτε για σταυρό, είτε για κάποιο άλλο διακοσμητικό στοιχείο. Άλλωστε για κάθε
είδος ανθρώπινου χαρακτήρα υπάρχει και μια συγκεκριμένη μορφή κομπολογιού», θα
πει η Κατερίνα Γαζέπη, που εκτός από τα κοσμήματα που σχεδιάζει και
κατασκευάζει, δημιουργεί περίτεχνα και άκρως ενδιαφέροντα κομπολόγια από όλα τα
υλικά.
Το αυτοκρατορικό Κεχριμπάρι
Ο
αυτοκράτορας του κομπολογιού, σε ό,τι αφορά τις χάντρες, θεωρείται το
Κεχριμπάρι, το γνωστό και ως ήλεκτρο, το «λυγγούριον» στην αρχαιότητα. Είναι οργανική
ένωση με άμορφη δομή και γενικό τύπο C10Η16Ο.
Πρόκειται
για απολιθωμένη ρητίνη κωνοφόρων δένδρων, θαμμένη για εκατοντάδες χιλιετίες
κάτω από τη γη, που υπό την επίδραση διαφορετικών συνθηκών πίεσης και
θερμοκρασίας στερεοποιείται. Όσο πιο πολύ έχει μείνει ενταφιασμένο στη γη, τόσο
σκληρότερο είναι. Το ειδικό του βάρος είναι ελάχιστα μεγαλύτερο του νερού, γι’
αυτό και επιπλέει στο θαλασσινό νερό ή σε νερό κορεσμένο με αλάτι.
Το
χρώμα του κυμαίνεται σε όλες τις αποχρώσεις
του καφέ και του κίτρινου, κάποιες φορές παρουσιάζεται και ως κοκκινωπό,
ενώ σπανιότητα πράσινο ή μπλε. Το φυσικό κεχριμπάρι, ανεξαρτήτως χρώματος
μπορεί να σκουρύνει σ’ ένα γλυκό καφέ χρώμα μετά από μακριά έκθεση στον αέρα..
Ποικίλει, δε, από το εντελώς διάφανο ως το σχεδόν αδιάφανο.
Σχεδόν
όλα τα κεχριμπάρια περιέχουν εγκλείσματα. Η κολλώδης ρητίνη των δένδρων καθώς
καταπλακώνεται από το χώμα μαζεύει πάνω της υπολείμματα φυτών, ζωύφια, ακόμα
και μικρά σπονδυλωτά, όπως και διάφορα ορυκτά. Αυτής της μορφής τα κεχριμπάρια
αποτελούν σήμερα σχεδόν μουσειακά κομμάτια. Ο χρωματισμός του ουράνιου τόξου
που παρατηρείται σε κάποια σπάνια κεχριμπάρια, οφείλεται στην εμβολή φυσαλίδων
αέρα.
Το
κεχριμπάρι που βρίσκουμε σήμερα έχει αποκτήσει την ομορφιά του μέσα από ένα
βαθύ ύπνο κάτω από τη γη για 40 – 50
εκατομμύρια χρόνια, γι’ αυτό και απαιτεί το σεβασμό μας.
Η
μαλακότητα, η ευθριψία και η ευπάθειά του απαιτούν ιδιαίτερες φροντίδες, που
ξεκινούν από τον κατασκευαστή, που πρέπει να συνδέσει τις χάντρες του μόνο με
μεταξωτό νήμα και φτάνουν μέχρι τον κάτοχο, που πρέπει να το καθαρίζει μόνο με
χλιαρό νερό (ποτέ ζεστό) και μαλακό φανελένιο πανί, ενώ στη συνέχεια να το
τρίψει με αγνό ελαιόλαδο και να αφαιρέσει το λάδι με μαλακό πανί, ξαναδίνοντάς
την λάμψη του.
Σήμερα
οι κυριότεροι τόποι αναζήτησής του βρίσκονται στις ακτές της Βαλτικής, την
Πολωνία, τη Ρουμανία, την Ιταλία, τη Βιρμανία και τη Δομινικανή Δημοκρατία.
Το κορυφαίο Kahraman
Περίφημο
θεωρείται το κεχριμπάρι της Υεμένης, το γνωστό ως Καχραμάν, που πλέον έχει
σταματήσει η εξόρυξή του. Η ηλικία του φτάνει τα 50 εκατομμύρια χρόνια.
Θεωρείται ο αφρός του κεχριμπαριού, εξαιρετικής ποιότητας, αλλά ιδιαίτερα εύθραυστο,
για το λόγο αυτό, οι λίγοι τυχεροί που μπορούν να το έχουν, μια και είναι
πανάκριβο, αφήνουν τις χάντρες να πέφτουν απαλά η μια στην άλλη, απολαμβάνοντας
τη γοητεία του ήχου της κρούσης τους.
Οι θησαυροί της Βαλτικής
Νεαρότερα
τα κεχριμπάρια που εξορύσσονται από τις ακτές της Βαλτικής, αριθμούν περί τα 40
εκατομμύρια χρόνια ενταφιασμού στη γη, αλλά είναι λιγότερο εύθραυστα από το
Καχμαράν. Το ονομαστότερο όλων είναι το κιτρινόλευκο, που το χαρακτηρίζουν ως
Βασιλικό. Οι χρωματισμοί των άλλων ποικίλουν: κροκί, κίτρινο, μελί, καστανό,
καφέ, αλλά και κόκκινο, και μαύρο.
Το κατά συνθήκην πρεσαριστό
Την
έλλειψη του φυσικού κεχριμπαριού, αλλά και το πανάκριβο της αξίας του, ήρθαν οι
χημικοί και η τεχνολογία να καλύψουν με το πρεσαριστό κεχριμπάρι, που είναι
προϊόν παραγωγής εργαστηρίων τα οποία παράγουν από τις σκόνες των ρινισμάτων
των κεχριμπαριών και χημικές ρητίνες, μείγματα, εξαιρετικής ποιότητας συχνά, με
τα οποία κατασκευάζουν τις πρεσαρισμένες χάντρες, οι οποίες σαφώς και
πλεονεκτούν στην αντοχή, αλλά δεν παύουν να είναι προϊόν χημικής κατεργασίας.
Υπάρχουν και περιπτώσεις που η απάτη έχει τον πρώτο λόγο σ’ αυτήν την
κατηγορία, γιατί δεν είναι λίγα τα εργαστήρια που ανακατεύουν στο μείγμα
ζωΰφια, μέλη εντόμων, ή τρίματα φυτικών ουσιών, προκειμένου να επιτυγχάνουν την
πλήρη μίμηση ενός φυσικού κεχριμπαριού.
Το διάσημο Faturan
Η
διαδεδομένη χρήση του κομπολογιού κατά τους 18ο και 19ο
αιώνες, οδήγησε στην ανάγκη να δημιουργηθεί ένας πιο εξελιγμένος τύπος
κομπολογιού, με προδιαγραφές υψηλής ποιότητας, αλλά και αντοχής, που δεν
διαθέτει το κεχριμπάρι. Το άριστο αποτέλεσμα ανήκει στο διακεκριμένο χημικό και
διάσημο κατασκευαστή χαντρών, Αιγύπτιο Faturan, που έκτοτε αυτός
ο τύπος του κομπολογιού φέρει το όνομά του.
Ο
Faturan μετά από προσπάθειες χρόνιας μελέτης και πειραμάτων πέτυχε να
δημιουργήσει ένα αριστούργημα.: Χάντρες χειροποίητες με μεγάλη περιεκτικότητα
σε κεχριμπάρι, γιούσουρι, κολοφώνιο, βακελίτη και φυτικά υλικά. Ο δε
χρωματισμός των χαντρών και οι ιριδισμοί τους έχουν επιτευχθεί με την πρόσμιξη
διαφόρων τύπων κρασιού με τα υπόλοιπα υλικά κατασκευής. Πρόκειται για χάντρες
με ξεχωριστή βελούδινη υφή και διαυγή ήχο. Οι πιο σπάνιες απ’ αυτές είναι σε
χρώμα μαύρο, καφέ, πράσινο ή βαθύ κόκκινο. Πολύ σπάνια βρίσκουμε δίχρωμες και
τρίχρωμες.
Η
κατασκευή αυτών των χαντρών άρχισε στα τέλη του 18ου αιώνα και σταμάτησε
το 1930. Τα κομπολόγια απ’ αυτές τις χάντρες έγιναν αγαπητά και κόσμησαν χέρια
διάσημων ανθρώπων. Λόγω του ότι η χειροποίητη παραγωγή τους υπήρξε μικρή και η
υψηλή τους ποιότητα τα έκανε περιζήτητα, τα κομπολόγια αυτά χαρακτηρίζονται
σήμερα από τα πλέον σπάνια.
Βέβαια,
μεταγενέστεροι κατασκευαστές χαντρών υιοθέτησαν την τεχνοτροπία Faturan,
δημιουργώντας ικανοποιητικά αποτελέσματα, χωρίς όμως να κατορθώσουν να
ξεπεράσουν τις αυθεντικές χάντρες Faturan.
Το υπέροχο Sudurus
Όπως
προλέχθηκε, το αραβικό κεχριμπάρι είναι μεν το πολυτιμότερο, αλλά και το πλέον
δύσχρηστο εξ αιτίας της ευθριψίας του. Για το λόγο αυτό ο ευρύτερος αραβικός
κόσμος αναζήτησε νέα υλικά για την κατασκευή των κομπολογιών του, που είναι
αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτιστικής τους έκφρασης.
Στα
τέλη του 17ου αιώνα έκαναν την εμφάνισή τους χάντρες για κομπολόγια,
κατασκευασμένες στο χέρι, από τη Συρία και το Ιράκ, οι λεγόμενες Sudurus. Είναι
κατασκευασμένες με προσμίξεις υλικών από κεχριμπάρι, λιβάνι, κολοφώνιο, βακελίτη
και διάφορα άλλα φυτικά υλικά. Το χρώμα τους είναι κίτρινο ή ώχρα και κάποιες
φορές έχουν πάνω τους ζωγραφισμένα σύμβολα, πιθανότατα θρησκευτικά. Είναι ζεστές
στην αφή και απαλές στον ήχο. Οι χάντρες Sudurus αποδείχθηκαν πολύ
ανθεκτικές, αξιόπιστες και κατάφεραν να κερδίσουν μια ξεχωριστή θέση στην
ιστορία των κομπολογιών.
Τα τόσα άλλα εκλεκτά κομπολόγια
Ειπώθηκε ήδη από
την αρχή πως κομπολόι δε σημαίνει κεχριμπάρι υποχρεωτικά. Σημαίνει χάντρες που
πέφτουν μια - μια ή ζευγαρωτά ή παίζονται με διάφορους τρόπους για να βγάλουν
το δικό τους ήχο.
Η Κατερίνα Γαζέπη
που κατασκευάζει τα δικά της κομπολόγια, μας λέει:
«Οι χάντρες
ανέκαθεν δημιουργούνταν από διάφορα υλικά που εν αφθονία παρέχει η φύση. Είναι
τα πολύτιμα ασπόνδυλα ζώα της θάλασσας, τα κοράλλια, που είναι αδιαφανή κι
έχουν ακανόνιστο σχήμα κλαδιού δέντρου και το χρώμα τους κυμαίνεται από το λευκό
μέχρι το βαθύ κόκκινο, αλλά το συναντάμε και καφέ, καστανό και μαύρο, οι
ημιπολύτιμοι λίθοι, τα κόκαλα κάποιων ζώων, τα κέρατά τους, το ελεφαντόδοντο,
το απολιθωμένο κοχύλι, το φίλντισι (σεντέφι), το μηλοκόραλλο, κάποιοι κορμοί
δέντρων με ιδιαίτερη σκληρότητα ή άρωμα, όπως ο έβενος, το μοσχοκάρυδο, που η
επαφή του με τα χέρια αναδύει το εκπληκτικό του άρωμα, αλλά και το κεραμικό κ.
ά. Σημασία πια έχει το πώς θα χαραχτεί διακοσμητικά η χάντρα και ποιο σχήμα θα
της δώσει ο καλλιτέχνης που θ’ αναλάβει να κάνει το ιδιαίτερο και προσωπικό κομπολόι
για τον άντρα ή τη γυναίκα».
Ας δούμε κάποια
απ’ αυτά, που στα χέρια των κατασκευαστών γίνονται θαυμάσια κομπολόγια,
ιδιαίτερης αξίας, που συχνά αγγίζουν και την έννοια του κοσμήματος.
Το καλότυχο Γιούσουρι
Το
γιούσουρι είναι είδος κοραλλιού. Το ονομάζουν μαύρο κοράλλι και μοιάζει με
σκληρό ξύλο σαν έβενος. Πολλοί του αποδίδουν μαγικές ιδιότητες, όπως τη δύναμη
να διώχνει το κακό μάτι, αλλά και να φέρνει καλή τύχη. Ένας θαλασσινός θρύλος
των ψαράδων μιλά για το ξύπνημα του γιούσουρι, γι’ αυτό και όταν το συλλέγουν
πρέπει να το κόψουν ακαριαία και μόνο όταν κοιμάται, διαφορετικά, προβάλλοντας
άμυνα, σκληραίνει και δεν κόβεται.
Οι
καφεκόκκινες ανταύγειες σε πολλά σημεία της χάντρας μοιάζουν μ’ αυτές του
λουστραρισμένου ξύλου καρυδιάς. Πολλές, δε, φορές οι χάντρες από γιούσουρι
διακοσμούνται με φίλντισι ή κεχριμπάρι, αλλά και με κεντήματα από ασήμι ή
χρυσό.
Το γιούσουρι, όσο λείο και αν είναι,
όταν ζεσταθεί από τη χρήση του χεριού αναδύει ένα άρωμα θαλασσινού ιωδίου,
διαστέλλεται και μερικές φορές αγριεύει η επιφάνειά του. Γι’ αυτό λένε πως το
γιούσουρι παραμένει ζωντανό έπ’ άπειρον.
Οι πέτρες της τύχης και της ίασης
Ιδιαίτερη κατηγορία κομπολογιών
αποτελούν αυτά που δημιουργούνται με τους ημιπολύτιμους λίθους, οι οποίοι και
αποτελούν μέρος του πολιτιστικού παρελθόντος πολλών λαών, η παράδοση των οποίων
τους αποδίδει όχι μόνο ιδιότητες καλής τύχης, αλλά και θεραπευτικές, γι αυτό
και έχουμε πλήθος ευρημάτων που αφορούν
όχι μόνο κοσμήματα, αλλά και φυλαχτά.
Ο κάθε ημιπολύτιμος λίθος έχει τα
δικά του χαρακτηριστικά σύμφωνα με την ομάδα στην οποία ανήκει, το χρώμα, τη
σκληρότητα και το χημικό τύπο του. Το σχήμα της χάντρας που χρησιμοποιείται για
την κατασκευή των κομπολογιών είναι συνήθως σφαιρικό ή ωοειδές.
Ο όνυχας (με γνώρισμά του τις
παράλληλες λωρίδες χρώματος, που συνδέεται με την πίστη πως προστατεύει από το
κακό μάτι), ο αιματίτης, το μάτι της τίγρης, ο αχάτης (με κύριο χαρακτηριστικό
του τα ομόκεντρα νερά του), ο καφέ ή μπλε χρυσόλιθος, ο χαολίτης, ο ίασπις (αδιαφανής,
με χρώμα που κυμαίνεται από το κιτρινωπό, καστανό ως το κόκκινο και τον
συνοδεύουν πολλές αρχαίες δοξασίες για ιδιαίτερες ιδιότητες), ο σοδαλίτης, η
κορνεόλη, το λαζούριο (το γνωστό ως Lapis Lazuli με το εντονότατο μπλε χρώμα, που περιέχει
είτε λευκές φλέβες ασβεστίτη, είτε τις χρυσίζουσες φλέβες πυρίτη, που είναι και
ακριβότερο), ο κρύσταλλος, η
αβεντουρίνη, ο οψιδιανός, ο αμέθυστος (με κύριο χαρακτηριστικό του το μοναδικό
μοβ χρώμα του και τη λαϊκή δοξασία της αρχαιότητας πως όποιος έπινε κρασί από
κύπελλο αμέθυστου δεν απειλούνταν από τη μέθη) κ. ά., ημιπολύτιμοι λίθοι
αποτελούν μια θαυμάσια πρόταση για ένα ιδιαίτερο κομπολόι, σαφώς
οικονομικότερο, αλλά με το δικό του ήχο και χάρη…
Κομπολόι να ’ναι και
απ’ ό,τι να ’ναι;
Η
αλήθεια είναι ότι η βιομηχανία πάντα έρχεται αρωγός στην επιθυμία για ελαχιστοποίηση
του κόστους, συνεπικουρούσης και της άγνοιας. Έτσι, λοιπόν, προκειμένου η τιμή
να μη γίνεται εμπόδιο σ’ αυτό που ονομάζουμε κομπολόι, παρήγαγε τα συνθετικά
κομπολόγια με τη βοήθεια χημικών ρητινών. Σαφώς και δεν είναι κακό ή
υποτιμητικό το να κρατά και να παίζει κάποιος ένα τέτοιο κομπολόι (άλλωστε η
συντριπτική πλειοψηφία αυτά εννοεί ως κομπολόγια), είναι όμως άσχημο κάποιοι
κακοί έμποροι να πλασάρουν τις ρητίνες για δήθεν πρεσαριστά κεχριμπάρια ή και
γνήσια.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου