Η πίπα και η ιστορία της
Κείμενο: Άγγελος Πετρουλάκης
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος
Ευθυμιόπουλος
Το κάπνισμα βλάπτει τη υγεία…
Κανείς δεν το αμφισβητεί αυτό.
Μόνο που κάποιοι υποστηρίζουν
πως το κάπνισμα με πίπα,
το κοινώς γνωστό τσιμπούκι,
ωφελεί στη γαλήνη…
Γιατί όντως απαιτεί μια διαδικασία
που αν μη τι άλλο, για τους εραστές της,
αποτελεί ιδιαίτερη απόλαυση…
Αναζητώντας την καταγωγή της
Η
αρχή της ιστορίας της πίπας χάνεται μέσα στο πέρασμα των χιλιετιών. Οι Κέλτες
κάπνιζαν αρωματικά βότανα σε σιδερένιες πίπες, ενώ και στα ερείπια της Πομπηίας
υπάρχει σχετική νωπογραφία.
Το
σίγουρο είναι ότι οι γηγενείς της Αμερικής, ίσως και περισσότερο από χίλια
χρόνια πριν την ανακάλυψη της ηπείρου από τον ευρωπαίο Κολόμβο, κάπνιζαν μεταξύ
άλλων φυτών και το «Tabacum Nicotiana», δηλαδή τον καπνό, το δε κάπνισμα για τους ιθαγενείς αποτελούσε
ιεροτελεστία.
Στην
Ευρώπη, ενώ αρχικά ως υλικό κατασκευής χρησιμοποιούταν ο πηλός, από τα μέσα του
18ου αιώνα εμφανίστηκαν πίπες από ασήμι και πορσελάνη, συνήθως
μεγάλου μεγέθους, αλλά πραγματικά καλλιτεχνήματα. Στη συνέχεια έχουμε την
εκμετάλλευση του νεφρίτη και του οστρακίτη, αλλά και την εμφάνιση της σκαλιστής
ή ανάγλυφης πίπας με παραστάσεις προσωπικοτήτων, όπως του Ναπολέοντα, του
Κρόμγουελ κ. ά.
Το ρείκι γράφει τη δική του ιστορία
Η
μεγάλη εξέλιξη της πίπας έρχεται τυχαία, στην Κορσική, στα 1821, όταν κάποιος
γάλλος επισκέπτης ζητά από έναν ντόπιο να του δημιουργήσει μια πίπα από ξύλο
ρεικιών, προς αντικατάσταση της σπασμένης από οστρακίτη πίπας του. Η έκπληξή
του, από το αποτέλεσμα ήταν τόσο θετικά μεγάλη, ώστε παράγγειλε αμέσως ένα
φορτίο από ρείκια για να το στείλει στο St. Claude, ένα
ορεινό χωριό της Γαλλίας, όπου οι ντόπιοι ήταν κατά παράδοση φημισμένοι
σκαλιστές ξύλου. Πολλοί απ’ αυτούς μετά το 1860 μετανάστευσαν στο Λονδίνο και
δημιούργησαν βιοτεχνίες για πίπες από ρείκια.
Το
ρείκι «Errika Arborea» δεν έχει σχέση με τη θαμνώδη τριανταφυλλιά, που κάποιοι πιστεύουν,
αλλά αφορά ένα θάμνο που φύεται κυρίως γύρω από τη Μεσόγειο και μια πραγματική
πίπα από ρείκι είναι φτιαγμένη από την πάρα πολύ σκληρή και ξερή ρίζα του, που
μπορεί να είναι και άνω των 250 ετών. Μετά τη συλλογή τους οι ρίζες
καθαρίζονται και ελέγχονται για ελαττώματα ή ραγίσματα και αποθηκεύονται για
αρκετό διάστημα. Μετά κόβονται σε κύβους, βράζονται για να καταστραφεί κάθε
ίχνος παρασιτικής παρουσίας, αποξηραίνονται και παίρνουν το δρόμο για την
παραγωγή.
Η
παραγωγή μιας πίπας αποτελεί πολύπλοκη διαδικασία τόσο για την κατασκευή του
μπολ, όσο και του λαιμού. Για επιστόμιο χρησιμοποιείται συνήθως ο Βουλκανίτης,
είδος σκληρού πλαστικού κατασκευασμένου από μίγμα καουτσούκ και θείου.
Διαλέγοντας την κατάλληλη πίπα μας
Ανάμεσα
σ’ εκατοντάδες διαφορετικά μοντέλα, που συχνά οι διαφορές τους είναι ασήμαντες,
ένας είναι ο κανόνας για την καταλληλότερη πίπα: Να είναι άνετη στο δικό του
στόμα, άνεση που καθορίζεται τόσο από το σχήμα, όσο και από το βάρος της.
Μιλώντας
με το Γιάννη Δημητρόπουλο, που χρόνια τώρα διατηρεί μεγάλο αριθμό και ποικιλία
σε πίπες στο κατάστημά του (Κύπρου και Μεγ. Αλεξάνδρου, γωνία), παίρνουμε απάντηση
στο ερώτημα περί της ιδανικής πίπας, πως είναι αυτή που συνδυάζει ένα μπολ από
ικανοποιητικής ποιότητας ξύλου, λογικό βάρος και σχήμα που μπορεί ν’ ανεχθεί ο
καπνιστής.
Τον
ρωτάμε για το αν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στις ακριβές και φτηνές πίπες και είναι
κατηγορηματική η απάντησή του: «Ένας επαΐων θα έλεγε πως είναι τεράστια. Όμως
για έναν αρχάριο είναι απαραίτητη η φτηνή πίπα, για να προχωρήσει σταδιακά στις
αρτιότερες όπου βέβαια το σημαντικό ρόλο παίζει η σπανιότητα του καλού υλικού.
Άψογη θεωρείται εκείνη η πίπα που το ξύλο της είναι απόλυτα συμπαγές, με καθαρά
νερά, χωρίς ρωγμές, χοντρούς ρόζους ή τρύπες από ζωύφια. Και μια πίπα με άψογο
ξύλο και σωστή χρήση έχει μπροστά της περισσότερο από μισό αιώνα ζωής. Και όσο
παλιώνει μια πίπα, τόσο καλύτερα καπνίζει…»
Τα τέσσερα χαρακτηριστικά
Μιλώντας
για την ποιότητα μιας πίπας θα πρέπει να αναφερθούμε σε τέσσερα βασικά
χαρακτηριστικά: Στο μπολ, στο φινίρισμα, στο λαιμό και το επιστόμιο.
Το
μπολ θα πρέπει να έχει κάθετα τοιχώματα για την ολοκληρωμένη καύση του καπνού.
Είναι δε βασικό η κορυφή του να είναι πλατύτερη από τον πάτο του. Άψογο
θεωρείται εκείνο που έχει όλα τα χαρακτηριστικά της ποιότητας του ξύλου που
προαναφέραμε.
Το
φινίρισμα του ρεικιού προσφέρεται σε μια ανεξάντλητη ποικιλία χρωμάτων και βερνικιών.
Μια λεία επιφάνεια προσφέρει φινέτσα, αλλά σίγουρα ένα ανάγλυφο ή αμμοβολημένο
μπολ δύσκολα γρατζουνίζεται. Με τη διαδικασία της αμμοβολής, τα μαλακά μέρη του
μπολ απομακρύνονται και οι οπαδοί αυτού του είδους λένε ότι η εξωτερική
επιφάνεια αυξάνεται, με αποτέλεσμα και να κρυώνει πιο γρήγορα και να μη γλιστρά
εύκολα μέσα στο χέρι.
Το
μήκος του λαιμού μιας πίπας είναι τόσο σημαντικό, όσο και το βάρος του μπολ.
Μια μακρύλαιμη πίπα, ειδικότερα αν έχει και μεγάλο μπολ, γίνεται κουραστική για
το στόμα και τα δόντια. «Θα πρέπει να υπάρχει αναλογία ανάμεσα στο μήκος του
λαιμού και το μέγεθος του μπολ», λέει ο Γιάννης Δημητρόπουλος.
Όσο
για το επιστόμιο, αυτό εξαρτάται από το αν ο καπνιστής το δαγκώνει ή όχι, γιατί
στην πρώτη περίπτωση όσο πιο λεπτό είναι το επιστόμιο τόσο πιο εύκολο είναι να
σπάσει.
Και
από καπνό τι κάνουμε;
Η
ευχαρίστηση και η απόλαυση που προσφέρει ένας καπνός έγκειται στη σύνθεση του
χαρμανιού και σαφώς στο ποια γεύση επιδιώκει να έχει ο καπνιστής. Γεγονός είναι
ότι ο ελαφρύς και ψιλοκομμένος καπνός καίγεται γρήγορα και αποδίδει περισσότερη
θερμότητα στο μπολ. Αντίθετα όσο πιο βαρύς, υγρός και χοντροκομμένος είναι ο
καπνός, τόσο πιο αργά καίγεται και απαιτεί ιδιαίτερη δεξιοτεχνία για να
κρατηθεί αναμμένος. Επίσης είναι γεγονός ότι οι ολλανδικοί και γενικά οι
σκανδιναβικοί καπνοί είναι ιδιαίτερα εύγεστοι και ευχάριστα αρωματισμένοι,
έχοντας το πλεονέκτημα ότι μένουν εύκολα αναμμένοι.
«Όμως
το σημαντικότερο για τον καπνό είναι η συντήρησή του και η διατήρηση σε άριστη
κατάσταση, που έχει σχέση με την υγρασία του», τονίζει ο Γιάννης Δημητρόπουλος.
Στο δρόμο της απόλαυσης
Όσο
καλή και να είναι η πίπα και όσο άριστος και να είναι ο καπνός, δεν μπορούμε να
μιλάμε για απόλαυση αν δεν γεμιστεί κατάλληλα το μπολ. Αυτό σημαίνει πως πρέπει
να είναι ομοιόμορφο τοποθετημένος μέσα στο μπολ, ούτε πολύ αραιά, ούτε πολύ
σφιχτά.
Πρώτη
κίνηση είναι ο έλεγχος της καθαριότητας του μπολ και στη συνέχεια βάζουμε
αρκετά αραιά την πρώτη ποσότητα στο βάθος του μπολ. Συνεχίζοντας προσέχουμε το
γέμισμα να είναι μεν συμπαγές, αλλά αρκετά ελαστικό, έτσι ώστε να παίρνει το
απαραίτητο οξυγόνο και να έχουμε ομοιόμορφη καύση. Όταν γεμίζει το μπολ, τότε
πιέζουμε ελαφρά την επιφάνεια του καπνού και πριν τον ανάψουμε ρουφάμε μια δυο
φορές για να διαπιστώσουμε αν το τράβηγμα είναι καθαρό και καλό.
Είναι
σημαντικό ν’ ανάψει η επιφάνεια της κορυφής ομοιόμορφα και αφού απομακρύνουμε
την πρώτη στάχτη με το σκαλιστήρι να πιέσουμε ελαφρά την καύτρα του καπνού. Αν
χρειαστεί να την ανάψουμε ξανά, απομακρύνουμε και πάλι τη στάχτη και πιέζουμε
τον καπνό πολύ ελαφρά.
Κάθε αρχή και δύσκολη…
Την
καινούργια πίπα ούτε τη γεμίζουμε εντελώς με το πρώτο άναμμα, ούτε την
καπνίζουμε δυο ή περισσότερες φορές την ίδια μέρα. Σταδιακά προχωράμε σε
περισσότερο γέμισμα και σε περισσότερα ανάμματα, μέχρι να δημιουργηθεί το
προστατευτικό στρώμα του κάρβουνου που θα μεσολαβεί μεταξύ του αναμμένου καπνού
και του ξύλου.
Κάποιοι
μιλούν για καθαρισμό της πίπας ή βούτηγμά της σε κονιάκ ή άλλα ποτά. «Αυτά
ισχύουν μόνο όταν κάποιος θέλει να καταστρέψει με φαντασία την πίπα του», μας λέει ο Γιάννης Δημητρόπουλος, ο οποίος
μας πληροφορεί πως μετά από το κάπνισμα μιας μέρας, καλό είναι η «πίπα να
ξεκουραστεί για μια εβδομάδα. Αυτό σημαίνει πως ένας συστηματικός καπνιστής
πρέπει να έχει το ελάχιστο μια πίπα για κάθε μέρα της εβδομάδας, άρα επτά,
ξεκινώντας βέβαια σταδιακά τις αγορές του». Όμως, για ένα συστηματικό ή έστω
κάπως παθιασμένο με την πίπα, δεν αρκεί μια για κάθε μέρα, αφού ένα καλό άναμμα
και κάπνισμα απαιτεί τουλάχιστον ένα δίωρο ‘‘ανάπαυσης’’ της πίπας, που
σημαίνει και ανάλογο αριθμό.
Σχέσεις απόλυτα προσωπικές…
Ίσως
η κυριότερη απ’ όλες τις διαδικασίες να είναι το καθάρισμα της πίπας, που
βεβαίως ποτέ δεν το κάνουμε αν είναι ζεστή. Με το ειδικό μαχαιράκι που
διαθέτουν τα ‘‘σκαλιστήρια’’ θα καθαρίσουμε το μπολ από τα υπολείμματα του
καπνού, χρησιμοποιώντας για το τίναγμά του τα ειδικά σταχτοδοχεία που διαθέτουν
φελλό, πάνω στον οποίο χτυπάμε το μπολ χωρίς κίνδυνο να το τραυματίσουμε.
Ανοίγουμε την πίπα, καθαρίζουμε με μαντηλάκια ή στεγνή απαλή χαρτοπετσέτα το
σημείο της ένωσης του λαιμού και με ειδικά συρματάκια καθαρίζουμε το επιστόμιο
από τα κατάλοιπα που έχει αφήσει ο καπνός. Αλλάζουμε το φίλτρο και καθαρίζουμε
και την υγροπαγίδα, αν διαθέτει η πίπα μας. Ειδική προσοχή χρειάζεται στην
αφαίρεση του κάρβουνου, έτσι ώστε να παραμένει πάντα ένα λεπτότατο στρώμα.
Η
σχέση του καπνιστή με τις πίπες του είναι αυστηρά προσωπική και το δέσιμό του
με κάθε μια απ’ αυτές ιδιαίτερο. Το ίδιο ισχύει και για τους καπνούς που θέλει
ν’ απολαύσει, τα χαρμάνια που θέλει να χρησιμοποιεί, ή την ειδική γεύση ενός
καπνού που θα συνοδέψει το ποτό του…
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου