Breaking News

Ο Χρήστος Παπανικολάου συνομιλεί με την αιωνιότητα



Ο Χρήστος Παπανικολάου δεν χρειάζεται συστάσεις.
Οι φίλοι του γνωρίζουν ποιος είναι.
Εδώ και δεκαεπτά χρόνια
καταθέτει τον εικαστικό του λόγο στα Τίρανα,
στο πλευρό του Αναστάσιου,
 ενός ιεράρχη με τεράστιο και μοναδικό έργο
τόσο για την Ορθοδοξία, όσο και για τον Άνθρωπο…

-------------------------------------
Από τον Άγγελο Πετρουλάκη
-------------------------------------




Σαν βγεις στον πηγαιμό…

«Σαν βγεις στον πηγαιμό» για τα Τίρανα, το πρώτο που πρέπει να κάνεις είναι να σεβαστείς τον τόπο. Εδώ τα χώματα μυρίζουν ακόμα πολύ - πολύ ιδρώτα, μεγάλη στέρηση, απίθανη αντοχή και καρτερία, είναι και νοτισμένα από αίμα ανθρώπων που σφάχτηκαν και λεηλατήθηκαν μέσα από κακόγουστες φάρσες της ιστορίας.
«Σαν βγεις στον πηγαιμό» για τα Τίρανα θα συναντήσεις την Κορυτσά, το Ελμπασάν…
«Σαν βγεις στον πηγαιμό» για τα Τίρανα θα συναντήσεις τον Αώο, το Αργυρόκαστρο, τους Άγιους Σαράντα, τη Χειμάρα. Θα συναντήσεις το Δυρράχιο, την Κρούγια. Θα συναντήσεις το πείσμα των ανθρώπων να ζήσουν, να ριζώσουν σαν τα δέντρα και να καρπίζουν∙ να βρουν μια ιστορία
Μια δυνατή, επίμονη βροχή μάς περίμενε μετά την Κρυσταλλοπηγή και μας συνόδευσε μέχρι τα Τίρανα.
Αριστερά μας η Κορυτσά, κατοικημένη από τους Χάονες και τους Μολοσσούς σ’ εποχές που χάνονται στο μακρινό παρελθόν τής ύστερης Εποχής τού Ορείχαλκου. Ο Καθεδρικός ναός τής Αναστάσεως του Κυρίου στην καρδιά τής πόλης εκφράζει το κάλεσμα της Ορθοδοξίας, που βρήκε τον ιδανικό εκφραστή της στο πρόσωπο του μακαριότατου Αναστάσιου, Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας από τις 24 Ιουνίου 1992.
 
Κορυτσά, 26-1-2013: Άγγελος Πετρουλάκης, Κώστας Φουντάς, Χρήστος Παπανικολάου
Κορυτσά και Μοσχόπολη. Δυο πόλεις μ’ έντονες ελληνικές μνήμες. Η δεύτερη μάλιστα με ιδιαίτερη παρουσία στα χρόνια τής οθωμανικής περιόδου, αφού υπήρξε ιδιαίτερο κέντρο συσπείρωσης του Ελληνισμού με τεράστια συμβολή στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό.
Σήμερα μικρό χωριό (Βοσκοπόγιε), η Μοσχόπολη, μας θυμίζει πως υπήρξε πατρίδα τού εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Σίνα,  επίσης πατρίδα τού δικού μας (Αμπελακιώτη) Γεωργίου Σβαρτς, αλλά και τόπος καταγωγής τού ηρωικού συνταγματάρχη Κωνσταντίνου Σμολένσκη, που  διακρίθηκε στον άτυχο πόλεμο του 1897, από τη Μελούνα μέχρι τα Φάρσαλα και το Βελεστίνο. Η ζωή στη Μοσχόπολη σταμάτησε  το 1788 όταν τα στρατεύματα του Αλή Πασά την κατέστρεψαν εξ αιτίας τής συμμετοχής της στην προετοιμασία τών Ορλωφικών.
Η Κορυτσά (Κόρτσε), πολιτεία σύγχρονη, πληγώνει την ιστορία. Εδώ οι μνήμες στάζουν αίμα και ματαιωμένα όνειρα.  Οι Ελληνικές δυνάμεις κατέλαβαν και απελευθέρωσαν την Κορυτσά κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, στις 6 Δεκεμβρίου 1912. Από εκεί και πέρα αρχίζουν τα παζάρια στην ιστορία, αφού οι παίκτες της διεθνούς σκακιέρας αποφασίζουν να ιδρύσουν Αλβανικό κράτος (1913). Τον Οκτώβριο του 1914 η πόλη περιέρχεται στην Ελληνική διοίκηση. Κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού (1916) περιήλθε στον έλεγχο του Κινήματος Εθνικής Αμύνης τού Ελευθέριου Βενιζέλου. Στη συνέχεια ανακηρύχθηκε Αυτόνομη Αλβανική Δημοκρατία, υπό τη στρατιωτική προστασία τού Γαλλικού στρατού. Κατά τον Ελληνο-ιταλικό Πόλεμο απελευθερώθηκε και πάλι από τα ελληνικά στρατεύματα, τα οποία απώθησαν τους Ιταλούς, που την είχαν καταλάβει το 1939.
Μετά την Κορυτσά το Πόγραδετς και η λίμνη Αχρίδα. Η αστυνομική παρουσία στον δρόμο πυκνή. Φώτα αναμμένα κατά τη διάρκεια της ημέρας, ζώνες, τήρηση του ορίου ταχύτητας. Και η βροχή να δυναμώνει…
Ελμπασάν, μια πόλη που προσπαθεί να γίνει σύγχρονη. Τα ίχνη τής ιστορίας μάς οδηγούν στο κάστρο που έχτισε ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ το 1466 για ν’ αντιμετωπίσει τον Σκεντέρμπεη.
Τα Τίρανα μάς υποδέχονται επίσης με βροχή. Οικιστικά συγκροτήματα, εμπορικά κέντρα, πολυώροφα ξενοδοχεία. Ένας οργασμός κατασκευών κι ένα μπλοκάρισμα που σ’ αποτελειώνει μετά από οκτώ ώρες ταξιδιού. Ευτυχώς στην είσοδο των Τιράνων μάς περιμένει ο καλός φίλος. Και όλα αλλάζουν…
Ο φίλος έχει αρχίσει να γκριζάρει. Το βλέμμα του, όμως, πιο λαμπερό από ποτέ…


Γραμμική φωτοσκίαση σε μονοχρωμία…

Τον είχα γνωρίσει σχεδόν παιδί. Βάδιζε την Ανθίμου Γαζή, κάθε πρωί, μ’ έναν κουβά γεμάτο χρώματα και πινέλα. Διαισθανόμουν πως ήταν ο νέος ζωγράφος που είχε εκθέσει στο ισόγειο του Δημαρχείου. Δεν τον θυμόμουν καλά. Κι ένα πρωί σταμάτησα το αυτοκίνητο και του έκλεισα τον δρόμο.
«Ποιος είσαι και πού πας;», τον ρώτησα με θράσος.
Γέλασε. Μου συστήθηκε. Και πήγαμε μαζί στα Εκπαιδευτήρια της Μαίρης Ράπτου. Και είδα το απίστευτο. «Γραμμική φωτοσκίαση σε μονοχρωμία», μου είπε. Κι εγώ έγραψα: «Είναι προορισμένος να συνομιλήσει με την αιωνιότητα!»
Πολλοί με ειρωνεύθηκαν τέλος του μήνα που κυκλοφόρησαν οι «Θεσσαλικές Επιλογές».
«Σιγά τη φίρμα…»
Όχι ζωγράφοι. Άλλοι, που καμώνονταν πως ήξεραν από Τέχνη. Ήταν μια εποχή που η πόλη μας είχε και γκαλερί και εικαστική κίνηση. Εδώ και είκοσι πέντε χρόνια περίπου. Προσπαθούν ν’ αμυνθώ. Ο ίδιος δεν είχε ανάγκη υπεράσπισης. Σιωπηλός και χαμογελαστός προχωρούσε. Κατέθετε τον δικό του λόγο. Στο πανεπιστημιακό, σε άλλα μεγάλα νοσοκομεία της Αθήνας, στην Έξοδο, σε σταθμούς μετρό.

Από τις εικαστικές επεμβάσεις στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λάρισας
 Κάθε φορά η ίδια ιστορία. Εγώ έγραφα γι’ αυτόν και οι απ’ έξω σχολίαζαν ειρωνικά: «Σιγά τη φίρμα». Ύστερα, σε κάποιες εκδηλώσεις, τον αγκάλιαζαν.
Έτσι γίνεται πάντα.
Ένα ταξίδι στο Άγιον Όρος, Δεκέμβρης του 1996, μας σημάδεψε. Εκείνον, τον άλλον μεγάλο Λαρισαίο της μουσικής, τον Γιάννο Αιόλου και τον Πέτρο. Συζητήσεις στο ακροθαλάσσι του Βατοπεδίου, στην αυλή της Μεγίστης Λαύρας…
Και σιωπές.


Στον Αλβανίας Αναστάσιο…

Και μετά ήρθε ο Αλβανίας Αναστάσιος. Ένας ιεράρχης ασύλληπτων ψυχικών δυνάμεων και αντοχών. Είχε αφήσει μια πορεία ιδιαίτερα λαμπρή για ν’ αναστήσει την Ορθοδοξία στην Αλβανία.
Δεκαετίες ολόκληρες το καθεστώς του Χότζα ξήλωνε ό,τι είχε σχέση με τη θρησκεία, ιδιαίτερα με την Ορθοδοξία. Κατεδάφιζε εκκλησίες, φυλάκιζε χριστιανούς. Ο Αναστάσιος ξεκινά από το μηδέν. Έχει μπροστά του μόνο ερείπια, έχει μπροστά του πεντάφτωχους, απελπισμένους, φοβισμένους, κατατρεγμένους. Όσοι έχουν γεννηθεί μετά το 1944 δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξη της θρησκείας. Στον μόνο θεό που καλούνται να πιστέψουν είναι ο Χότζα και ο κομμουνισμός του.
Ο Αναστάσιος έχει γράψει ήδη την ιστορία του στην Αφρική. Δεν είναι μόνο Ποιμένας, είναι και Ηγέτης. Χαλκέντερος, οραματιστής, ταπεινός.
Η αναστήλωση και ανοικοδόμηση των ναών έχει ανάγκη αγιογράφησης. Οι ιερές εικόνες αφηγούνται την εσωτερική συγκρότηση του χριστιανού. Κι εδώ τα βήματά του συναντιόνται με τα βήματα του φίλου.
Ο Αλβανίας Αναστάσιος καλεί κοντά του τον Χρήστο Παπανικολάου. Ο φίλος Χρήστος ιδρύει τη σχολή αγιογραφίας. Βρίσκει τη θέση του δίπλα στον ιεράρχη και κάνει πολλά. Αφιερώνει κάθε στοιχείο της ζωής του στη μεγάλη υπόθεση της Ορθοδοξίας. Ανοιχτός σ’ όλους δημιουργεί φίλους που τον λατρεύουν. Συντρέχει κάθε Έλληνα που φτάνει στα Τίρανα και έχει ανάγκη συνδρομής.
Ο Αναστάσιος δημιουργεί, εκτός από ναούς, εργαστήρια και σχολές πανεπιστημιακού επιπέδου. Ο Χρήστος είναι εκεί. Παντού χρήσιμος, σε όλα πολύτιμη η συνεισφορά του. Είναι ο άνθρωπος που θα τρέχει για όλα, ο άνθρωπος που θα οραματίζεται και θα προχωρά γόνιμα σε κάθε τομέα. Από το επιπλοποιείο μέχρι το τυπογραφείο, επιβλέποντας και καθοδηγώντας.
Στην καρδιά των Τιράνων έρχεται η στιγμή που ο Αναστάσιος θα βάλει η μεγάλη σφραγίδα του. Επιχειρεί την ανέγερση του Καθεδρικού ναού της Αναστάσεως. Στο υπόγειό του δημιουργεί μια από τις μεγαλύτερες συνεδριακές αίθουσες της Ευρώπης, που μπορεί να φιλοξενήσει μέχρι και θεατρικές, μουσικές και άλλες εκδηλώσεις. 

Στον προαύλιο χώρο τού ναού ανεγείρεται το Βαφτιστήριο. Είναι το Παρεκκλήσι που εντός του ο Χρήστος Παπανικολάου θ’ αναμετρηθεί με την αιωνιότητα. Είναι η πρόκληση για ένα έργο ζωής, αυτό που μας είχε υποσχεθεί όταν ζωγράφιζε τους αγγέλους στην Έξοδο.



Στο Παρεκκλήσι…

Όπως είχα μπει κάποτε στα Εκπαιδευτήρια της Ράπτου και είχα δει ανάμεσα από τις σκαλωσιές τα ημιτελή πρόσωπα των αγίων, και είχα σταθεί άφωνος μπροστά στην πνευματικότητα που εξέπεμπαν, έτσι και στο Παρεκκλήσι του καθεδρικού ναού της Αναστάσεως, είχα σταθεί άφωνος πριν χρόνια όταν αντίκρισα τη γέννηση του θαύματος. Η ‘‘μνήμη’’ των ψηφιακών φωτογραφιών με βοηθά να θυμηθώ την ημερομηνία εκείνης της πρώτης επαφής: 26-1-2013.
Ένα ταξίδι με τον φίλο νευροχειρουργό Κώστα Φουντά.
Ο Χρήστος αδημονούσε να με πάει στον ναό και στην αίθουσα συνεδρίων. Τα πόδια μου, όμως, αδυνατούσαν να βγουν από το παρεκκλήσι. Τα μάτια μου είχαν αιχμαλωτιστεί από τις χιλιάδες, τα εκατομμύρια τών γραμμών. Μέσα απ’ αυτές ενσαρκώνονταν πρόσωπα, ανάβλυζε η μεταφυσική μιας θρησκείας που άπλωνε το χέρι της στον άνθρωπο και τον καλούσε στον Θεό τής αγάπης.
Υπνωτισμένος τον ακολούθησα στον ναό. Από εκεί στη μοναδική αίθουσα συνεδρίων - εκδηλώσεων. Στις αίθουσες που την πλαισίωναν…

«Πάμε στο Παρεκκλήσι, ξανά…», τον παρακάλεσα. Και πήγαμε. Είχε νυχτώσει για καλά. «Έχεις αντιληφθεί ότι χτυπάς την πόρτα τής αιωνιότητας;», τον ρώτησα στο μισοσκόταδο. Χαμογέλασε… «Πάμε να σας δείξω τα Τίρανα τη νύχτα», απάντησε.
Έναν χρόνο μετά τον επισκέφθηκα πάλι∙ 22 Μαρτίου του 2014. Μαζί και οι φίλοι Πόπη Κουρσούμη και Νίκος Κουϊκούμης. 


Είδα το θαύμα να ολοκληρώνεται. «Αργεί ακόμα…», μου είπε.
Αναλογίστηκα πόσες ώρες είχε περάσει πάνω στις σκαλωσιές. Πόσες φορές τον συνάντησε το ξημέρωμα ξαπλωμένον στις τάβλες της σκαλωσιάς ή διπλωμένον στα δυο, με μάτια κόκκινα από την αϋπνία. «Τουλάχιστον να έχει τη χαρά ο Αναστάσιος να το εγκαινιάσει γρήγορα…», ευχήθηκα. Την επομένη μοιράστηκα τη σκέψη μου με τον Μακαριότατο. Χαμογέλασε. «Ο φίλος σου ευχήθηκε κάτι που εγώ το σκέφτομαι καθημερινά», γύρισε και του είπε. Χαμογέλασε και ο Χρήστος. Όλοι μας ξέραμε πως η σχέση του Χρήστου με τον χρόνο ήταν πάντα σε μια άλλη διάσταση, άγνωστη ακόμα και σ’ εκείνον…
Σ’ εκείνο το ταξίδι επισκεφθήκαμε και τη «Ναζαρέτ», άλλο δημιούργημα του Αναστάσιου. Κι εκεί η σφραγίδα τού Χρήστου. Ακόμα και στα πρόσωπα των ανθρώπων που τον αγκάλιαζαν με λατρεία.


Το μπλε, αρχή του κόσμου…

Η βροχή είχε κόψει σαν φτάσαμε στον καθεδρικό ναό. Πρώτα φάνηκαν τα τέσσερα ουρανομήκη κεριά του καμπαναριού με φωτισμένες τις φλόγες τους. Ύστερα ο ναός. Το μπλε που άλλαζε τη νύχτα των Τιράνων…

Μου έδωσε το κλειδί. «Άνοιξε εσύ…», μου είπε, δείχνοντάς μου την πόρτα του Παρεκκλησιού. Ο ίδιος έμεινε δυο-τρία βήματα πίσω. Δίστασα…
Διαισθανόμουν πως οι στιγμές θα ήταν μοναδικές. Στα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει από την τελευταία επίσκεψη είχα δει φωτογραφίες από την πορεία της δουλειάς του. Ήξερα και την τεχνική της. Κι ένιωθα πως πίσω από την πόρτα είχαν δημιουργηθεί κορυφαία έργα.
Άφωνος…
Η αποκάλυψη και η συγκλονιστική επαφή με το ανείπωτο. Στην κόγχη του Ιερού Βήματος η Γέννηση. Η Μητέρα που αγκαλιάζει την ελπίδα τού κόσμου, η μητέρα που είναι οι μητέρες όλου τού κόσμου, λευκές, μαύρες, κίτρινες, κόκκινες… Αδυνατώ να πάρω τα μάτια μου από πάνω της∙ στα μάτια της συναντώ τα μάτια τής δικής μου μητέρας, το χάδι το ανεπανάληπτο πριν κλείσει για πάντα τα μάτια της ψιθυρίζοντας «να προσέχεις…»
 
13-6-2012 (Πρώιμο στάδιο)
Ψηλά, πάνω από τη Μητέρα τριάντα επτά άγγελοι, τριάντα επτά πρόσωπα αγγέλων, όλα διαφορετικά μεταξύ τους∙ πρόσωπα που συναντάς στον δρόμο, πρόσωπα οικεία που έχεις σφίξει το χέρι τους, που μαζί τους είπες πως είναι όμορφη η ζωή. Δεξιά και αριστερά της Γέννησης, οι μάγοι να φτάνουν και να φεύγουν.
Στον αριστερό τοίχο η Βάφτιση, στον δεξιό η Μεταμόρφωση. Κορυφαίες στιγμές στη ζωή τού Ιησού επί της γης. Τα χρώματα σαγηνεύουν, οι μορφές ηρεμούν.
Αργά-αργά στρεφόμαστε πίσω. Στον νοητό νάρθηκα. Εκεί η εικονογραφία κάνει άλμα. Για πρώτη φορά στο εκκλησιαστικό γίγνεσθαι ιστορείται η μεγάλη περιπέτεια της Ορθοδοξίας σήμερα.
Η Ορθοδοξία στην Αλβανία. Χαμηλά ό,τι συνάντησε ο Αναστάσιος μετά από τέσσερις και πλέον δεκαετίες αθεΐας στην Αλβανία τού Χότζα. Μισός περίπου αιώνας διωγμών και εξοντώσεων. Ερείπια παντού. Οι γκρεμισμένες εκκλησίες, οι κατατρεγμένοι Χριστιανοί. Κορυτσά, Αυλώνα, Αργυρόκαστρο, Άγιοι Σαράντα, Χειμάρα…
Ο Αναστάσιος αναστηλώνει, ο Αναστάσιος χτίζει, ο Αναστάσιος καλεί στη μεγάλη οικογένεια της αγάπης Έλληνες και Αλβανούς, κηρύσσοντας, βαφτίζοντας, εμπνέοντας πίστη και ελπίδα.
Ο Αναστάσιος και η τεράστια αγκαλιά του για τους ανέστιους, τους πρόσφυγες, τους πεινασμένους, τους άρρωστους…
Και μετά η Κλίμακα. Ο άνθρωπος που ανεβαίνει. Αιώνες και αιώνες ανθρώπινου στοχασμού. Εκεί οι μεγάλες μορφές τής ανθρωπότητας. Οι Έλληνες φιλόσοφοι, οι απολογητές τού Χριστιανισμού, της Ειρήνης, της Αγάπης, των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων. Και ο Γκάντι εκεί…
Σε μια σύγχρονη Καπέλα Σιξτίνα ο Λαρισαίος Μιχαήλ Άγγελος πρωτοπορεί και ανατρέπει. Αποδεικνύει ότι η Εκκλησία τού Χριστού μπορεί να είναι ζωντανή, μπορεί να είναι παρούσα, μπορεί να είναι ικανή να θεραπεύσει τις πληγές τού κόσμου και να διδάξει την υπέρβαση, οδηγώντας τον άνθρωπο στις υψηλότερες σφαίρες τής διανόησης. Σε μια χώρα με τέσσερις, τουλάχιστον, θρησκείες, την Ορθοδοξία, τον Ρωμαιοκαθολισμό, τον Ισλαμισμό και τους Μπεταχτσήδες, ο Χρήστος Παπανικολάου ιστορεί το κορυφαίο μήνυμα της αγάπης, το μόνο που μπορεί να σώσει τον Άνθρωπο.
Τον παρακολουθώ καθώς μου μιλά για το μεγαλείο ψυχής τού Ιεράρχη, για τη δύναμη της θέλησής του και για τις στοχεύσεις του στο άμεσο μέλλον. Για τις ισορροπίες που επιβάλλεται να υπάρχουν σε μια κοινωνία που ευνοεί τις κάθε είδους επιρροές. Ξέρω πως δεν θέλει να μου μιλήσει περισσότερο για το έργο του, μόνο και μόνο για ν’ αποφύγει την ερώτηση: Και μετά απ’ αυτό, τι; 
Με τον Ευάγγελο Κούρτη

Ήδη, με το Παρεκκλήσι μπήκε σ’ αυτό που η Ουνέσκο ονομάζει παγκόσμια καλλιτεχνική κληρονομιά. Το ξέρει, του το έχουν πει κορυφαίοι τεχνοκριτικοί από τη διεθνή κοινότητα. Προσωπικότητες απ’ όλον τον κόσμο που έχουν επισκεφθεί τον Αρχιεπίσκοπο έχουν μείνει άφωνοι μπροστά στο Παρεκκλήσι.
Εγώ όμως μένω άφωνος, ακόμα μια φορά, όταν σηκώνω το βλέμμα μου και αναζητώ στον τρούλο τον Παντοκράτορα. Στη θέση του βλέπω το υγρό στοιχείο, πάνω από το οποίο κατά τη Γένεση «επεφέρετο» το πνεύμα του Θεού, τη δημιουργία του νερού, των θαλασσών, των ποταμών, το υγρό στοιχείο που περιβάλλει τη γη, που γεννά ζωή. Ο Θεός είναι παντού, ο Θεός είναι ζωή, είναι τα στοιχεία που δημιουργούν τη ζωή.
Μονοχρωμίες τού κυανού που τα μάτια δεν αντέχουν το βάρος και την έντασή τους. Αυθόρμητα ψιθυρίζω το «Θεέ μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε...» της Μαρίας Νεφέλης τού Ελύτη και ο Χρήστος χαμογελώντας, συμπληρώνει: «Ακριβώς».
Επιστρέφοντας στη Λάρισα θυμήθηκα κάτι που είχε γράψει για το μπλε ο Πικάσσο. Το εντόπισα στο βιβλίο «Σκέψεις για την Τέχνη» (εκδόσεις PRINTA): «Μπλε! Είσαι ό,τι καλύτερο υπάρχει στον κόσμο… το χρώμα των χρωμάτων… το πιο μπλε απ’ όλα τα μπλε…»
Πράγματι, ό,τι κορυφαίο πήρα φεύγοντας από το Παρεκκλήσι ήταν εκείνο το μπλε, αρχή του κόσμου, αρχή των πάντων, κάτω απ’ το οποίο παίρνουν σχήμα μορφές και σύμβολα.
Δύσκολο να μην βγεις δακρυσμένος από το ναΐδριο. Ξέρω πως δεν μπορώ να βρω λέξεις αχρησιμοποίητες για να δηλώσω τον θαυμασμό μου για όσα είδα και την αγάπη μου για τον φίλο. Το μόνο που μπορώ είναι να τον σφίξω στην αγκαλιά μου, να τον ασπασθώ. Άλλωστε ό,τι είδα το έκανα δικό μου με τα μάτια της καρδιάς. Τεχνοκριτικός δεν είμαι. Η σχέση μου με την αισθητική είναι βιωματική, του ανθρώπου που αισθάνεται, όχι που γνωρίζει…


Στη σκαλωσιά…

Σιωπηλοί βαδίζουμε προς τον ναό. Είναι η τρίτη φορά που τον επισκέπτομαι. Ανεβαίνουμε τη σκάλα τού γυναικωνίτη. Ο Χρήστος ανάβει τα φώτα. Απέναντί μας η σκαλωσιά. Έκθαμβοι αντικρίζουμε τη γέννηση του άλλου θαύματος. Η αγιογράφηση των κιόνων έχει ξεκινήσει από τα τόξα που πατάει ο τρούλος. Ανάμεσα από τα σίδερα και τα μαδέρια εμφανίζονται τα πρόσωπα και τα σώματα των αγίων, σε μεγαλύτερη κλίμακα από το φυσικό.
Ο φίλος Ευάγγελος Κούρτης και ο φίλος Αλέξανδρος, που έχει πρόσφατα βαφτιστεί, ρωτούν και ξαναρωτούν πασχίζοντας να λύσουν τις απορίες τους. Και πώς να μην ρωτάς όταν βρίσκεσαι μπροστά σ’ αυτό το γεγονός; Εδώ όλα κινούνται στη σφαίρα τού υπερφυσικού. Άλλωστε και ο ίδιος ο ναός σε υποβάλλει.
Ο Χρήστος μάς οδηγεί στο έργο. «Από εδώ ανεβαίνω», λέει δείχνοντας μια δίμετρη τάβλα που πατάει στο τοιχίο του γυναικωνίτη και σ’ έναν οριζόντιο μεταλλικό σωλήνα της σκαλωσιάς. «Ανεβαίνουμε…», με προτρέπει. Τον ακολουθώ. Μαδέρια, τάβλες, μεταλλικοί σωλήνες που τρεμοπαίζουν. Κοιτάζω κάτω. Το χάος. 

Ο Χρήστος προπορεύεται. Πατάω όπου πατάει, πιάνομαι απ’ όπου πιάνεται. Ο Ευάγγελος και ο Αλέξανδρος μας παρακολουθούν. Τα σώματά τους μικραίνουν. Ανεβαίνοντας βλέπω τα πρώτα σώματα των αγίων, τα πρόσωπά τους. Λίγο ακόμα και φτάνουμε στο τελευταίο μαδέρι, στο ψηλότερο σημείο. 

«Εδώ είμαστε στα είκοσι πέντε μέτρα από το δάπεδο του ναού», μου λέει και σταματάμε. Εκατομμύρια πινελιές συνθέτουν το πρόσωπο του Χριστού. Μέσα από φωτοσκιάσεις εμφανίζεται η γαλήνη. Κοιτάζω χαμηλά. Τα καθίσματα του ναού φαίνονται λίγο μεγαλύτερα από σπιρτόκουτα.
Σταματώ στο πρόσωπο του Πέτρου. Τα μάτια του εκπέμπουν πίστη, πάθος, φως. Αρνήθηκε τρις, μετάνιωσε κι έκλαψε. Πάνω στην Πέτρα του χτίστηκε η Εκκλησία. Σ’ αυτά τα μάτια βλέπω τα μάτια τού δικού μου Πέτρου κι ο Χρήστος το ξέρει αυτό. Αν ζούσε θα τον έσφιγγε κι αυτός στην αγκαλιά του.

Δεν φοβάμαι το ύψος, αγκαλιάζω τον φίλο και κλαίω στα ξαφνικά. «Αγόρι μου… Εδώ συνομιλείς και πάλι με την αιωνιότητα. Μαζί με τους αγίους, θα μνημονεύουν κι εσένα», ομολογώ.
Αγγίζω τα πρόσωπα των αγίων, αγγίζω τα σώματά τους. «Σ’ ευχαριστώ για τη χαρά που μου έδωσες να λέω πως άγγιξα αυτά τα πρόσωπα. Είθε να έχω την τύχη να ζήσω για να δω ολοκληρωμένο το έργο…», του λέω και δεν ξέρω αν μπορώ να πω κάτι άλλο.

Ξέρω όμως ότι είδα τη γέννηση ενός έργου που θα συζητηθεί και που θα μείνει με τη σφραγίδα τής αιωνιότητας. Στα χρόνια που θ’ ακολουθήσουν η αγιογράφηση του Καθεδρικού ναού τής Αναστάσεως του Κυρίου στα Τίρανα θ’ αποτελεί ιστορικό γεγονός.
Δεν μπορώ να φανταστώ την τελική του μορφή, ούτε πως θα είναι ο ναός μετά την ολοκλήρωση της αγιογράφησής του. Οι επιφάνειες είναι τεράστιες.
Μεσάνυχτα αποχωρούμε από τον ναό. Η επαύριο μάς επιφυλάσσει νέες εμπειρίες. Ο φίλος Χρήστος θα μου ζητήσει να του υποσχεθώ πως δεν θα γράψω λέξη για όσα είδα, ούτε μια γραμμή γι’ αυτόν. Του το υπόσχομαι, αν και ξέρω ότι δεν θα τηρήσω αυτή την υπόσχεση. Γιατί ο δικός μου Χρήστος είναι πάνω από υποσχέσεις. Είναι αυτό που κάπου στο 1994 είχα γράψει…




Δεν υπάρχουν σχόλια