ΜΟΝΟΛΟΓΩΝΤΑΣ
------------------------
Από τον Άγγελο Πετρουλάκη
Κρυώνει και
σήμερα η Μαρία…
(Για ποια Χριστούγεννα μιλάμε;)
Όμορφη,
γλυκιά βραδιά. Και αποφάσισα μια
μικρή βόλτα στους δρόμους της πόλης. Σ’ αυτούς τους στολισμένους πεζόδρομους,
με την εορταστική ατμόσφαιρα, τους εντυπωσιακούς φωτισμούς, που αλλάζουν τη
διάθεσή μας, θυμίζοντάς μας πως έχουμε Χριστούγεννα.
Θυμήθηκα την παιδική μου ηλικία. Όχι, δεν έζησα τα
«πέτρινα χρόνια». Γεννήθηκα το 1952 και όταν άρχισα ν’ αντιλαμβάνομαι κάπως τον
κόσμο θα ήμουν πεντάχρονος. Δεν υπήρχε πόλεμος. Υπήρχε φτώχια, βεβαίως, αλλά
ανεκτή. Υπήρχαν λάσπες στους δρόμους, μπαλωμένα ρούχα, σολιασμένα παπούτσια,
τριμμένα πανωφόρια, αλλά στους δρόμους δεν υπήρχαν πτώματα. Και υπήρχε ελπίδα…
Τα Χριστούγεννα έρχονταν πιο αθόρυβα. Σε κάποια
παράθυρα έβλεπες κάποιο στολισμένο δεντράκι. Στις γειτονιές πλανιόταν το άρωμα
του βούτυρου από κουραμπιέδες που έψηναν νοικοκυρές. Ελαφρύ, μεθυστικό,
ευγενικό όταν το βούτυρο ήταν αγνό, πρόβιο. «Φέτας» το λέγαμε, γιατί υπήρχε και
το λιωμένο, πιο ακριβό, για λιγότερους. Βέβαια, υπήρχαν και πιο βαριές
μυρωδιές. Εκείνες που έβγαζε το λίπος, λίπα την έλεγαν οι νοικοκυρές, από
σπίτια πιο φτωχά, που δεν έφταναν τα χρήματά τους για μια καλύτερη ποιότητα.
Πλανιόταν, επίσης, και το άρωμα της κανέλας, από τα
μελομακάρονα. Και κάποιες τσιρίδες από χοιρινά που σφάζονταν στις αυλές τών
σπιτιών. Και η τσίκνα από τις τσιγαρίδες.
Όμως εκείνο που προϊδέαζε τον ερχομό τών
Χριστουγέννων, καιρό πριν, ήταν η νηστεία, που βέβαια «κατέλυε» το ψάρι. Αλλά πού
να βρεθεί ψάρι στη δεκαετία του πενήντα; Αυτήν την πολυτέλεια την είχαν μόνο
πλουσιόσπιτα.
Όχι, δεν
νοσταλγώ εκείνη την εποχή. Έστω κι αν
ακόμα με συγκινούν τα κάλαντα. Δεν θέλω εκείνη την φτώχεια, εκείνες τις
στερήσεις, τα ρούχα που άφηναν το κρύο να περνά πανεύκολα, το κουβάλημα των
ξύλων για τη σόμπα, το καθημερινό καθάρισμα της στάχτης. Αλλά…
Η Γέννηση. Χρήστος Παπανικολάου.
Μονοχρωμία σε γραμμική φωτοσκίαση.
Κόγχη Ιερού Βήματος στο Παρεκκλήσι του Καθεδρικού Ναού τής Αναστάσεως, στα Τίρανα.
|
Περπατώ στους
δρόμους, τους γιορτινά φωτισμένους.
Μια γεύση πίκρας στα χείλη μου. Δεν είναι πως δεν εντοπίζω πουθενά τη Βηθλεέμ
και το μήνυμά της. Ούτως ή άλλως αυτό το μικρό χωριό τής Παλαιστίνης υπάρχει
ακόμα μόνο στα Ευαγγέλια. Στις πόλεις μας υπάρχουν απομιμήσεις τής Φάτνης, με
κούκλες που αναπαριστούν τη Μαρία, τον Ιωσήφ, τον Χριστό. Ποιον συγκινούν αυτές οι Φάτνες; Τα παιδιά; Εκείνους που
αυτοφωτογραφίζονται; Εκείνους που περνούν αδιάφοροι; Τους εργάτες τού δήμου που
τις έστησαν;
Ανταγωνισμοί
για τους πιο εντυπωσιακούς φωτισμούς, για το ψηλότερο χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Λες και αυτά θα φέρουν την ειρήνη στον κόσμο. Λες και η Μαρία θα γεννήσει πιο
ανώδυνα τον Χριστό, σε πιο ζεστό κατάλυμα και όχι σε ένα σπήλαιο. Λες και το
μήνυμα της Αγάπης θα διαδοθεί και θα εδραιωθεί καλύτερα, γονιμότερα.
Οι εντυπωσιακότεροι φωτισμοί μας κάνουν καλύτερους
Χριστιανούς!!! Μας κάνουν πιο φιλέσπλαχνους!!!
Θέλω να γελάσω, αλλά δεν μπορώ. Υποκριτές, θεατρίνοι,
θεομπαίχτες. Μην βάζετε στο στόμα σας τον Χριστό. Μην τον επικαλείστε. Βρείτε
άλλες αφορμές να δείξετε την ευαισθησία σας. Θέλει πολύ ταπείνωση η προσέγγιση των μηνυμάτων που εκφράζει η Γέννησή
Του.
Οι τοπικοί άρχοντες καμαρώνουν. Προσφέρουν θέαμα.
Λαμπρότητα. Βγάζουν τη Γέννηση από την σκοτεινιά τής παγωμένης Βηθλεέμ και την
κάνουν θέαμα. Ακολουθεί η τηλεόραση. Με τα μπουζουκοτράγουδα. Σηκώνει λαϊκά
άσματα η Γέννηση στις μέρες. Και ημίγυμνες κοπέλες ντυμένες Αη Βασίληδες. Τι
ωραία βυζάκια και κωλαράκια με κόκκινα σκουφάκια και μποτάκια για το χιόνι…
Όπου να ’ναι θα ξεβρακώσουν και την Παναγία. Να μην
μείνει έξω από την ατμόσφαιρα των ημερών, με κυρίαρχους τους δημάρχους και τους
πολιτικούς, να μας θυμίζουν ότι οι ημέρες είναι άγιες…
Δεν θέλω να βρίσω δημόσια.
Και η
Εκκλησία; Δίκοπο μαχαίρι η απάντηση.
Ούτως ή άλλως είναι η κατ’ εξοχήν αρμόδια για τα Χριστούγεννα. Και η μόνη που
αγνοείται από τις κοσμικές… δυνάμεις. Παντελώς…
Απεμπόλησε τον ρόλο της;
Μάλλον όχι. Ίσως να μην τον διεκδίκησε όπως έπρεπε σε
μια εποχή που δεν έχει καμιά σχέση με τις παλαιότερες. Ίσως να έμεινε πίσω,
πολύ πίσω από τις συνθήκες που σταδιακά άλλαξαν τη ζωή τών κοινωνιών. Το πιο
σίγουρο είναι αυτό, αλλά και άλλα.
Εδώ η συζήτηση είναι ανεξάντλητη και οι διαπιστώσεις
ολόπικρες. Γιατί η Εκκλησία ως σύστημα
δεν υπερασπίστηκε την ιδέα τών Χριστουγέννων, έμεινε περίκλειστη σ’ έναν
πεθαμένο βυζαντινισμό. Ως μονάδες, οι εκφραστές της, αποτελούν άλλο
κεφάλαιο.
Υπάρχει ο ιερέας πρότυπο, ο αφιερωμένος και σεμνός
ποιμένας, αυτός που προσφέρει τη γαλήνη, την ελπίδα. Ο αλτρουιστής. Αυτός που
κρατά ζωντανό τον Χριστό και όταν σηκώνει το βλέμμα του ψηλά, όντως νιώθει το
άγγιγμα του Θεού. Όταν αντικρίζει τον συνάνθρωπο, αναζητά τις πληγές του. Να
τις χαϊδέψει, να τις γιατρέψει, όπως μπορεί. Δεν τον συγκινούν οι στολισμοί,
τον συγκινούν οι φτωχοί της γειτονιάς, οι άστεγοι, οι βασανισμένοι.
Γι’ αυτόν
ελάχιστος λόγος γίνεται, ή και καθόλου. Δεν πουλάει ως είδηση. Δεν αποτελεί
παράγοντα μιας πόλης. Η γνωριμία μαζί
του δεν δίνει δημοσιότητα. Κανένας δήμαρχος, ή στρατιωτικός, ή επιχειρηματίας
δεν καίγεται να φωτογραφηθεί μαζί του. Δεν προσφέρει δημοσιότητα το ότι
μοιράζει δέκα πιάτα φαγητό, που οι ενορίτισσές του μαγείρεψαν για ισάριθμους
ανήμπορους. Σιγά το πράγμα…
Και υπάρχει και ο άλλος… Εκείνος που είναι και
παράγοντας, είναι δημόσιο πρόσωπο, είναι αυτός που εκπέμπει φως και εκφράζει
εξουσία. Η διαφορά είναι τεράστια, χαοτική. Θα μπορούσε να μην ήταν. Να
λειτουργούσε ως αγνός ποιμενάρχης. Να επέλεγε τους συνομιλητές του. Υπάρχουν οι
ακέραιοι, υπάρχουν οι απόλυτα τίμιοι, υπάρχουν οι αδιάφθοροι, οι μη
διαπλεκόμενοι. Σε κάθε τόπο.
Κουνά αρνητικά και απογοητευμένη το κεφάλι της η
κοινωνία όταν βλέπει δίπλα στον ιερέα τους πόρνους και τους διαπλεκόμενους με
τις γραβάτες και τα χαμόγελα δουλοφροσύνης. Αναρωτιέται: Γιατί;
Η κοινωνία
αναζητά ιεράρχες όπως ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και θέλει να τους λατρέψει. Θέλει
να έχει πρότυπα. Μπορεί να την
εντυπωσιάζουν οι στολισμοί, αλλά ξέρει πως τη γαλήνη θα τη βρει μόνο στην
Εκκλησία. Ο σπόρος τής παράδοσης είναι ακόμα ισχυρός στον Έλληνα. Όπως, επίσης,
και ο σπόρος τής αμφισβήτησης. Οι
αγραυλούντες είναι πολλοί (για να θυμηθούμε και τον Μαλεβίτση) και πολλοί εκείνοι που τα θέλουν αλλιώς τα Χριστούγεννα,
που κλείνουν αηδιασμένοι την τηλεόραση, που σαρκάζουν με τις επισκέψεις τών
«επισήμων» και των «παραγόντων» τους ιεράρχες, για να «πάρουν την ευχή» τους.
Ξέρω πως πολλοί, διαβάζοντας αυτές τις γραμμές, θα οργιστούν. Όμως, θέλουν δεν
θέλουν, αυτή είναι η αλήθεια. Ταπείνωση δεν νιώθουν μέσα τους. Το μήνυμα των
Χριστουγέννων δεν τους συγκλονίζει. Το ποιοι θα τους δουν, τους ενδιαφέρει.
Κάποτε, ο Αλέξανδρος
Τσιριντάνης (τόσο παρεξηγημένος) στο έργο του «Για μια πορεία με επίγνωση» έγραφε για τις ευκαιρίες που έχασε η
Εκκλησία να μπει στην ουσία του χριστιανισμού. Εγώ, όμως, λέω πως ευκαιρίες
υπάρχουν πάντα, όσο υπάρχει ανθρώπινος πόνος και υπάρχουν ακόμα περισσότερος
σήμερα, που ζούμε μια εποχή ρευστή όσο ποτέ, με τους «ισμούς» να γκρεμίζονται
και τα παιδιά να ταυτίζουν τη ζωή τους με ένα κινητό τηλέφωνο και μέσα στην
παγερή σιωπή τού διαδικτύου.
Σήμερα, οι «Διάλογοι
σε μοναστήρι» του Κωνσταντίνου
Τσάτσου είναι πιο επίκαιροι από κάθε άλλη εποχή. Ο σκεπτικισμός του Κώστα Τσιρόπουλου επίσης. Τα Χριστούγεννα με τα
φώτα τους και τις φανφάρες αποκαλύπτουν τη γυμνότητά μας. Θα ήταν ιδανικά αν
συνόδευαν άλλες πράξεις, αν συνέβαλαν στο πνεύμα τής γιορτής και όχι στην
έκφραση μιας αισθητικής εντυπωσιασμού.
Η Γέννηση (λεπτομέρεια). Χρήστος Παπανικολάου.
Μονοχρωμία σε γραμμική φωτοσκίαση.
Κόγχη Ιερού Βήματος στο Παρεκκλήσι τού Καθεδρικού Ναού τής Αναστάσεως, στα Τίρανα. |
Ξαναγυρίζω
στην παιδική ηλικία. Σ’ εκείνον τον
παπά που μας έστελνε, μετά το Κατηχητικό, να πάμε σε κάποια σπίτια τής
γειτονιάς, κρυφά μόλις έπεφτε το σκοτάδι, για ν’ αφήσουμε έξω από την πόρτα μια
τσάντα με κρέας, μακαρόνια, καφέ, ζάχαρη και άλλα τρόφιμα.
Τον ξανασυνάντησα εκείνο τον παπά, μεγαλύτερος πια
(1974), στα χωριά τού Βοΐου, σκελετωμένο, αλλά χαμογελαστό. Έγινε παπάς
άμισθος, αφού συνταξιοδοτήθηκε ως ταχυδρόμος και είχε πέντε χωριά στην ευθύνη
του, που πήγαινε με το τρακτέρ του, μέσα από δασικά μονοπάτια. Κι εκείνος κρυφά
μοίραζε ό,τι μπορούσε να μαζέψει από τους πιο εύπορους. Δεν θυμάμαι το όνομά
του. Θυμάμαι, όμως, τα λαμπερά του
μάτια, κάθε φορά που μου απαριθμούσε πόσες τσάντες συγκέντρωσε για τους
ανήμπορους γέροντες των χωριών.
Ξαναγυρίζω στην παιδική ηλικία. Στα ξύλινα παιγνίδια,
που έπιανα κουβέντα μαζί τους, στους ύμνους τών Χριστουγέννων που τους ψιθύριζα
με κατάνυξη, στα παγωμένα πρωινά που αξημέρωτα πήγαινα στην εκκλησία με τους
γονείς. Θαρρώ πως έχουν περισσότερη ζεστασιά από τα τωρινά Χριστούγεννα, που τα
παιδιά ξυπνούν σ’ ένα ζεστό δωμάτιο και αμέσως πιάνουν το κινητό τηλέφωνο στα
χέρια τους και βυθίζονται στη σιωπή τού διαδικτύου.
Ξέρω πως
ανήκω σε μιαν άλλη εποχή. Ίσως και ν’ αποτελώ μουσειακό είδος. Αντιλαμβάνομαι πως οι αλλαγές σε όλα τα επίπεδα
τρέχουν με ασύλληπτες ταχύτητες, αλλά
πιστεύω πως η ανάγκη που έχει ο άνθρωπος για αγάπη δεν έχει αλλάξει.
Και, ναι. Δεν με συγκινούν οι στολισμοί. Ένα ψέμα τούς
θεωρώ. Μια απάτη. Μια κούφια συνήθεια στον τροχό τού εντυπωσιασμού.
Η Βηθλεέμ είναι αλλού. Η Φάτνη είναι αλλού. Ο Χριστός
γεννιέται αλλού…
Η Μαρία
κρυώνει ακόμα περισσότερο…
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου