Πηγαίνω αλλού…
ΜΟΝΟΛΟΓΩΝΤΑΣ
---------------------------------------
Από τον Άγγελο Πετρουλάκη
---------------------------------------
Όχι, δεν θ’ ασχοληθώ σήμερα με τον βόθρο της πολιτικής
σκηνής. Σιχάθηκα τον πρωθυπουργό, αηδίασα με τους υπουργούς του, μου προκάλεσε
εμετό το πρόσωπο του Παπαντωνίου, ένιωσα ντροπή για τους
ανφεντικογράφους-δημοσιογράφους, λέρωσα τα μάτια μου παρακολουθώντας
τηλεοπτικές εκπομπές.
Σήμερα
πηγαίνω αλλού…
Στα βουνά τής Ηπείρου, τα αιματοποτισμένα.
Εκεί που ο Ποιητής Τον είδε να
«… κείτεται
πάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη
Μ’ ένα
σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά
Μ’ ένα
κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί…»*
Πηγαίνω
αλλού σήμερα…
Στα βουνά της Μουργκάνας, εκεί που ο Ποιητής, νύχτα,
άκουγε εκείνες τις «φωνές μέσα στα
σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι. ‘‘Όι
όι, μάνα μου, ‘όι όι, μάνα μου’’, και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό
μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ’λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του
θανάτου»**
Πηγαίνω αλλού
σήμερα…
Στην κατοικία τού Ιωάννη Μεταξά, τρεις τη νύχτα που θα
ξημέρωνε 28 Οκτωβρίου, όταν αγουροξυπνημένος κι έκπληκτος από την επίσκεψη του
Ιταλού Πρέσβη στην Αθήνα Εμμανουέλε Γκράτσι, φορώντας «μία σκούρα μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα
μετριότατο βαμβακερό νυχτικό» και κρατώντας στο χέρι το «τελεσίγραφο», με
το οποίο ο Μουσολίνι απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από
την Ελληνοαλβανική μεθόριο προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει στρατηγικά
σημεία τής χώρας, απέρριψε χωρίς δισταγμό την ιταμότατη ιταλική αξίωση, με την
ιστορική φράση, στα γαλλικά: «Alors. C’est la guerre» – «Πολύ καλά, λοιπόν. Έχομεν πόλεμον».***
«Του απήντησα
– λέει ο Γκράτσι - ότι αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί. Μου απήντησε ΟΧΙ. Του πρόσθεσα
ότι αν ο στρατηγός Παπάγος…, ο Μεταξάς με διέκοψε και μου είπε: ΟΧΙ! Έφυγα
υποκλινόμενος με τον βαθύτερο σεβασμό, προ του γέροντος αυτού, που προτίμησε
την θυσία αντί της υποδουλώσεως»****.
Πηγαίνω αλλού
σήμερα…
Στις καταγραφές τού Γιώργου Σεφέρη, στο προσωπικό του ημερολόγιο («Μέρες Γ΄), που σαν
χθες (24 Οκτωβρίου), το 1963, αξιώθηκε με το πρώτο Νόμπελ τής χώρας:
«Δευτέρα, 28.
Κοιμήθηκα δυο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μια φωνή
μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: ‘‘Έχουμε πόλεμο’’. Τίποτα άλλο, ο κόσμος είχε
αλλάξει. Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω από τον Υμηττό, ήταν άλλη
αυγή: άγνωστη…
»Ντύθηκα κι
έφυγα αμέσως. Στο Υπουργείο Τύπου δυο-τρεις υπάλληλοι. Ο Γκράτσι είχε δει τον
Μεταξά στις τρεις. Του έδωσε μια νότα και του είπε πως στις 6 τα ιταλικά
στρατεύματα θα προχωρήσουν. Ο πρόεδρος του αποκρίθηκε πως αυτό ισοδυναμεί με
κήρυξη πολέμου, και όταν έφυγε κάλεσε τον πρέσβη τής Αγγλίας…
»…Το
υπουργικό συμβούλιο κράτησε λίγο. Ο Μεταξάς πήγε αμέσως στο γραφείο του κι
έγραψε το διάγγελμα στο λαό…
»…Έγραψα μαζί
με τον Νικολούδη το διάγγελμα του βασιλιά. Καμιά δακτυλογράφος ακόμη. Πήγα
σπίτι μια στιγμή και το χτύπησα στη γραφομηχανή μου…
»…Τώρα όλοι
ήταν μαζεμένοι στα υπόγεια της ‘‘Μεγάλης Βρετανίας’’. Ο βασιλιάς με ύφος νέου
αξιωματικού, υπόγραψε το διάγγελμά του και φύγαμε…
»…έδωσα το
πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν μας και κατέβηκα στους δρόμους για να ιδώ τα
πρόσωπα. Το πλήθος έσπαζε τα τζάμια τών γραφείων τής ‘‘Άλα Λιτόρια’’…»
Πηγαίνω αλλού
σήμερα…
Όχι, δεν θέλω άλλες ακαθαρσίες τύπου Παπαντωνίου (και
πολλών άλλων), που κατάκλεψε το αίμα των ηρώων του 1940. Θα καταφύγω στο εξαίρετο βιβλίο τού Παναγιώτη Κανελλόπουλου «Τα
χρόνια του Μεγάλου Πολέμου, 1939-1944»…
Όχι, δεν θέλω τα εμετικά μαχαιρώματα Κοτζιά –
Καμμένου. Θα καταφύγω στην εμβληματική
μορφή τού Άγγελου Τερζάκη, και στο μνημειώδες έργο του «Ελληνική Εποποιία,
1940-1941».
Θα πάω μαζί του στα υψώματα της Γραμπάλας, στο
Καλπάκι, στην Ασσόνισα, εκεί που άφησαν τα κόκκαλά τους αξιωματικοί και
φαντάροι τής VIII Μεραρχίας, εκεί που ο
στρατηγός Κατσιμήτρος αποφάσισε την άμυνα «μέχρι ενός»…
Και θέλω ν’ ανάψω «μια
λαμπάδα, όσο το μπόι μου» στη μνήμη
εκείνων των Ελλήνων, που η θυσία τους με κράτησε όρθιο σ’ αυτόν τον πανέμορφο
βράχο που λέγεται Ελλάδα.
------------------------------------------------
* Οδυσσέας Ελύτης: «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον
χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» (Ίκαρος).
** Οδυσσέας Ελύτης: «Το Άξιον Εστί» (Ίκαρος).
*** Μαρίνα Πετράκη: «Ο Ιωάννης πίσω από τον Μεταξά»
(Καθημερινή).
**** Εμμανουέλε Γκράτσι: «Η αρχή του τέλους, η
επιχείρηση κατά της Ελλάδος» (Εστία).
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου