Breaking News

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ


--------------------------------------
Από τον Άγγελο Πετρουλάκη
---------------------------------------

 Τατσόπουλος Πέτρος: «Η κυρία που λυπάται»
Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ



Όταν πήρα στα χέρια μου το βιβλίο τού Πέτρου, πριν ακόμα το ανοίξω, ήξερα ότι δεν θα ήταν ένα βιβλίο για τη Σμύρνη, ή τη Μικρασιατική Καταστροφή, ή για αδέλφια που χάνονται στον Εμφύλιο, ή για αγαπημένους που ο πόλεμος τους χωρίζει για να ξανασυναντηθούν τριάντα χρόνια μετά. Ήξερα πως δεν θα ήταν ένα βιβλίο – όπως ιδιαίτερα ειρωνικά αναφέρει και ο Πέτρος στις πρώτες σελίδες – που, ως σέικερ, θ’ ανακάτευε τις τρεις λέξεις – συνθήματα, «αγάπη, θέληση, ευτυχία», που χαρακτηρίζουν τις δήθεν εκδοτικές επιτυχίες των τελευταίων χρόνων, δηλαδή βιβλία που παράγει μια βιοτεχνία μυθιστορημάτων, που έχει στόχο τον ανυποψίαστο αναγνώστη.
Μετά από είκοσι εννιά χρόνια γνωριμίας με το έργο τού Πέτρου Τατσόπουλου, ήξερα, τουλάχιστον, τι ΔΕΝ θα είναι «Η κυρία που λυπάται».
Βεβαίως δεν ήξερα τι θα είναι.
Άρχισα να το υποψιάζομαι από τις πρώτες σελίδες, ή να νομίζω πως το υποψιάζομαι.
Ο κόσμος τής τηλεόρασης εμφανίστηκε στα μάτια μου με όλη τη ματαιοδοξία του και μου θύμισε πως πολλά χρόνια πριν, το 1994, με το μυθιστόρημά του «Η πρώτη εμφάνιση» ο Πέτρος Τατσόπουλος έριχνε φως σε πτυχές τού χώρου τού κινηματογράφου και του θεάτρου, ενώ δέκα χρόνια μετά, το 2004, με το «Τιμής ένεκεν»  εστίαζε στον χώρο των Γραμμάτων, καυτηριάζοντας τα λογοτεχνικά ήθη, και ισορροπώντας μεταξύ σκώμματος και μελαγχολίας.
Με το «Η κυρία που λυπάται» ήρθε η σειρά τής τηλεόρασης. Κλειδί για ν’ ανοίξει την πόρτα της, η επινόηση ενός ψυχολόγου - συγγραφέα, που του δίνει το όνομα Ισίδωρος Ζουγανέλης.
Η ιδιαίτερη γραφή του, που αγγίζει τον ωμό ρεαλισμό – αλλά χαριτωμένα, θα έλεγα – έχει, λοιπόν, για κύριο άξονα μια καρικατούρα ψυχολόγου, ο οποίος βρίσκεται στη δύση τής τηλεοπτικής του καριέρας, κάτι που δίνει τη δυνατότητα στον συγγραφέα να κινηθεί στον υπόγειο κόσμο των τηλεοπτικών πλατό, των τηλεστάρ και όλων των συναφών στοιχείων, που τροφοδοτούν με το τίποτα την καθημερινότητα πολλών τηλεθεατών.
Ο Πέτρος Τατσόπουλος επανήλθε μ’ ένα μυθιστόρημα που απαιτεί από τον αναγνώστη να ψάχνει πίσω από τις λέξεις του, κάτω από την επιφάνεια. Με το δικό του ύφος, που κινείται από την ειρωνεία στον σαρκασμό και από το χιούμορ στον αυτοσαρκασμό, φωτογραφίζει μια πραγματικότητα που υπάρχει στον εφησυχασμό μας, αλλά και που συχνά δυναστεύει, εθελούσια πάντα, την καθημερινότητα πολλών ανθρώπων, και που βρίσκουν νόημα για την ανιαρή ζωή τους στη Μεγάλη… Αδελφή, που δεν είναι άλλη από την τηλεόραση.

Ο Ισίδωρος Ζουγανέλης δεν είναι η ξανθιά τηλεστάρ, έχει ωστόσο το δικό του κοινό. Εκείνες κι εκείνους που ψάχνουν απάντηση στα ψυχολογικά τους αδιέξοδα, τηλεφωνώντας σε μια εκπομπή, που προσφέρει λύσεις – πακέτο και εισπράττει άφθονη τηλεθέαση.
Ωστόσο ο Πέτρος Τατσόπουλος δεν κάνει δημοσιογραφική έρευνα. Χτίζει – ή μάλλον έχτισε – μυθιστόρημα, ένα μυθιστόρημα που λειτουργεί ως καθρέφτης και ως μεγεθυντικός φακός μιας κοινωνικής πραγματικότητας.
Το γλωσσικό εργαλείο που χρησιμοποιεί, ίσως σε άλλες εποχές να δίχαζε τους αναγνώστες. Σήμερα, όμως, που η ίδια η τηλεόραση, εισβάλοντας καθημερινά στο καθιστικό τού σπιτιού μας, μας μεταφέρει διαλόγους στη Βουλή ή στα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης ιδιαίτερα υβριστικούς και απαξιωτικούς, μάλλον αθώο το βρίσκω, παρά προκλητικό.
Ο ίδιος, βεβαίως, έχοντας θητεύσει στη Βουλή, θα έχει σφαιρικότερη άποψη. Άλλωστε, ένας από τους παράγοντες της μυθοπλασίας, ο πανίσχυρος καναλάρχης κοιτάζει λαίμαργα προς το Κοινοβούλιο και λίγο πιο ψηλά.
Μόλις αποκάλυψα ένα ακόμα πρόσωπο του μυθιστορήματος, που κινεί από το παρασκήνιο τα νήματα της ιστορίας και που τον αναγνωρίζουμε συνθέτοντας κάποια στοιχεία από τα πρόσωπα που κυριαρχούν στον δημόσιο βίο τής χώρας. Έχει χρήμα, έχει γυναίκα σεξοβόμβα, έχει πολιτικές φιλοδοξίες, είχε κατασκευαστικές εταιρείες, ήταν άριστος κολυμβητής στις θάλασσες της διαπλοκής.
Με το «έχει γυναίκα σεξοβόμβα», αποκάλυψα και τον τρίτο άξονα του μυθιστορήματος, το πρόσωπο που ξεπλένει το βρόμικο παρελθόν του και εξαγοράζει την κοινωνική του ταυτότητα με φιλανθρωπίες. Είναι «Η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή» που θέλει να διεκδικήσει ένα άλλο πρόσωπο, αυτό της Μητέρας Τερέζα, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Τατσόπουλος. Και αυτήν την αναγνωρίζουμε αν ρίξουμε μια προσεκτική ματιά γύρω μας. Και καθώς θα αναγνωρίζουμε τον εργολάβο – καναλάρχη – επίδοξο πολιτικό και τη συμβία του, σύγχρονη Μητέρα Τερέζα, θα δώσουμε την απάντηση σ’ ένα ιδιαίτερο ερώτημα: Τι είναι, ή τι μπορεί να είναι η πεζογραφία, σήμερα…
Αλλά, το θέμα της «Κυρίας που λυπάται» δεν είναι η τηλεόραση, μόνο, αν και κινείται με φόντο τον κόσμο της και οι άξονες της μυθοπλασίας έχουν άμεση σχέση μ’ αυτήν.
Είναι και ο χώρος τής φιλανθρωπίας, ή της δήθεν φιλανθρωπίας, όπως θα λέγαμε και για πολλούς άλλους δημόσιους χώρους, σήμερα. Ο χώρος τής δήθεν Τέχνης, ο χώρος τού δήθεν Πολιτισμού και πάει λέγοντας.
Αυτούς τους δήθεν, ο πάντα ανατρεπτικός Τατσόπουλος, τους ξέρει καλά και επισημαίνει με τον θανατηφόρο σαρκασμό του πως τους λείπουν τρία χαρακτηριστικά γνωρίσματα: η ειλικρίνεια, η εμπιστοσύνη και η εχεμύθεια.
 Δίπλα και γύρω απ’ τα τρία πρόσωπα που ήδη ανέφερα, κινούνται κάποια άλλα, απαραίτητα στο χτίσιμο της τελικής μυθοπλασίας, η οποία στοχεύει, πρώτιστα, στην αποκάλυψη του κοινωνικού εκφυλισμού με μια ιδιαίτερα παιγνιώδη διάθεση. Μυστικοσύμβουλοι, κακοποιοί (οι «σατανιστές» που ξυπνούν εφιαλτικές μνήμες 25ετίας), οι οποίοι αναβαθμίζονται στην κοινωνική κολυμβήθρα, εξυπηρετώντας σκοπιμότητες άλλων, ιερωμένοι…
Με τους τελευταίους συμπληρώνεται ο πίνακας. Το αισχρό ιερατείο ή για τα ακριβολογούμε, όταν το ιερατείο εκφυλίζεται, γιατί αναζητά δρόμους άλλους απ’ αυτούς που ευαγγελίζεται.
Πρόθεσή μου δεν είναι να παρουσιάσω μια περίληψη του μυθιστορήματος, αλλά να εμφανίσω κάποια κλειδιά για την εξερεύνησή του από τον αναγνώστη.
Εκείνο που θα τολμήσω – ως επίλογο – να επισημάνω είναι, πως κατά την άποψή μου, δεν συνδυάζει μόνο στοιχεία από το σύγχρονο ψυχολογικό θρίλερ και την αχαλίνωτη μαύρη κωμωδία, με τον αισθησιασμό και το μυστήριο ενός παραδοσιακού μυθιστορήματος παραφιλολογίας προς λαϊκή κατανάλωση, όπως αναφέρει στο πισώφυλλο του βιβλίου ο εκδότης. Κατά την άποψή μου πρόκειται για ένα τραγικό μυθιστόρημα που ενδύεται τον μανδύα τής μαύρης κωμωδίας, γιατί δεν θέλει να τεμαχίσει ωμά έναν κόσμο που αρνείται πεισματικά ν’ αναγνωρίσει το είδωλό του στον καθρέφτη.

Ανάμεσα σ’ όλα αυτά και το ίχνος τής παιδικής ηλικίας, αυτό που το συναντάμε και στα μυθιστορήματά του «Η καλοσύνη των ξένων», και στο «Γκαγκάριν», και που ο ίδιος δεν δίστασε να το αποκαλύψει σε συνεντεύξεις του. Παιδί αγνώστου πατρός και μητέρας που το γέννησε παρά τον φόβο τής κατακραυγής της από την κοινωνία του ’60. Προσχηματικά; Ενδεχομένως όχι. Το σίγουρο είναι πως διαθέτει το θάρρος και τη δύναμη του αυτοσαρκασμού, αλλά και τη μαεστρία να περιγράψει μια ολόκληρη εποχή μέσα από τα τραγούδια και τον κινηματογράφο της.
Λίγο πριν ολοκληρώσει τη μυθοπλασία του, ο συγγραφέας, και αφού έμπρακτα μας βεβαιώνει πως για να προσεγγίσεις την αλήθεια πρέπει να οπλιστείς με τόλμη και να την απαλλάξεις από κάθε τι ψεύτικο, που έχει επικαθίσει πάνω της, εισάγει στη σκέψη μου ένα ερωτηματικό: Ποιο ήταν το κίνητρο για την επινόηση της μυθοπλασίας; Επειδή στα βιβλία του ο Τατσόπουλος προκαλεί τον αναγνώστη να δίνει ο ίδιος απαντήσεις, τολμώ να υποθέσω πως πίσω απ’ όλα, κάτω απ’ όλα, ίσως υπάρχει ο διακαής πόθος τής γυναίκας να γίνει μητέρα, έστω και με τους πλέον ανορθόδοξους τρόπους.
Το «Η κυρία που λυπάται», πέρα από το επιφανειακό χιούμορ του, είναι ένα σκληρό βιβλίο, ένα βιβλίο που αποκαλύπτει στον έμπειρο αναγνώστη (και θιασώτη τού Τατσόπουλου), πολλά άλλα. Τον κοινωνικό εκφυλισμό, πρώτιστα.
Αλλά είναι και ένα βιβλίο με λεπτές πολιτικές αποχρώσεις. «Δεν υπάρχει πιο παραγωγικό εργαστήρι ορθού λόγου από μια καλή θεωρία συνωμοσίας», γράφει ο Τατσόπουλος.
Να μια φράση που μπορεί να στήσει ένα ολόκληρο εργαστήρι συζήτησης, με τον διανοούμενο πολιτικό Πέτρο Τατσόπουλο, που πάντα ξέρει πώς να ξεσηκώνει τρικυμίες στο πολιτικό σκηνικό, γιατί αποδεδειγμένα ο ίδιος, ενώ παράγει ορθό λόγο, δεν βρίσκεται πίσω από καμιά θεωρία συνωμοσίας και το έχει αποδείξει αυτό.










Δεν υπάρχουν σχόλια