Breaking News

Η Άννα και η Άννα…



 Μονολογώντας… αλλιώς
  Από τον Άγγελο Πετρουλάκη
 
Η Άννα Σ. του Γεωργίου και της Μαρίας, γεννήθηκε το 1959 σ’ ένα χωριό του Κισσάβου. Ο πατέρας της πέθανε πέντε χρόνια μετά. Μια κρίση σκωληκοειδίτιδας και αυτό ήταν. Μέχρι να τον φέρουν στη Λάρισα είχε πεθάνει. Δεν ήταν απλή υπόθεση ένα ταξίδι από τα ορεινά της Αγιάς στη Λάρισα, τότε. Όπως δεν ήταν απλή η εξέλιξη της πολιτικής ιστορίας, που σίγουρα δεν έφτανε στο ορεινό χωριό του Κισσάβου.

Το 1964, που έμεινε ορφανή η Άννα, ήταν η χρονιά που θριάμβευσε ο Γεώργιος Παπανδρέου, με την Ένωση Κέντρου να κερδίζει τις βουλευτικές εκλογές (16 Φεβρουαρίου), λαμβάνοντας το 52,72% των ψήφων και 171 έδρες.
Ήταν η χρονιά που πέθανε ο τότε βασιλιάς Παύλος (6 Μαρτίου) και στον θρόνο ανέβηκε ο διάδοχος Κωνσταντίνος Β', που λίγους μήνες μετά νυμφεύεται τη Δανή πριγκίπισσα Άννα-Μαρία (18 Σεπτεμβρίου).
Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς όλοι συζητούν για την εκλογή τής Κορίνας Τσοπέη ως Μις Υφήλιος, στο Μαϊάμι (3 Αυγούστου), ενώ το φθινόπωρο η χώρα βυθίζεται στο πένθος, γιατί κατά τον εορτασμό της 22ης επετείου της ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοποτάμου (29 Νοεμβρίου) μια έκρηξη παλιάς νάρκης προκαλεί 13 νεκρούς και 51 τραυματίες.
Ήταν η χρονιά που ο αγωνιστής κατά του απαρτχάιντ Νέλσον Μαντέλα καταδικάζεται σε ισόβια κάθειρξη για σαμποτάζ στη Νότια Αφρική (12 Ιουνίου).
Την ίδια χρονιά, αν η μητέρα της Άννας ήξερε να διαβάζει εφημερίδες, θα μάθαινε ότι ουσιαστικά τότε ξεκινούσε ο πόλεμος του Βιετνάμ, με το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών να παραχωρεί στον πρόεδρο των Η.Π.Α., Λίντον Τζόνσον, ευρείες εξουσίες πολέμου για να αντιμετωπιστούν οι επιθέσεις του Βορείου Βιετνάμ εναντίον των αμερικανικών δυνάμεων.
Θα μάθαινε επίσης πως το Νόμπελ Ειρήνης απονεμήθηκε στον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ για τους αγώνες του κατά της φυλετικής ανισότητας χωρίς τη χρήση βίας, ενώ το Νόμπελ Λογοτεχνίας δίνεται στον Ζαν-Πωλ Σαρτρ, που το αρνήθηκε. Είναι η χρονιά που Νικίτα Χρουστσόφ καθαιρείται από ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης (14 Οκτωβρίου). Διάδοχοί του: Ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ και ο Αλεξέι Κοσίγκιν.

Όμως, η μητέρα τής Άννας, εκείνη τη χρονιά ξεκινούσε τον δικό της αγώνα: Έπρεπε να κρατήσει στη ζωή δυο κορίτσια και δυο αγόρια. Δουλειά στα χωράφια και στα ζωντανά, από το ξημέρωμα μέχρι που έφευγε ο ήλιος, δουλειά στο σπίτι μετά. Κάθε παιδί βοηθούσε όπως και όσο μπορούσε.
Η Άννα, από το δημοτικό ακόμα, απέκτησε καλή σχέση με τα πρόβατα. Άφηνε την πάνινη τσάντα με τα βιβλία της στα σκαλιά του σπιτοκάλυβου κι έτρεχε στο μαντρί, να βοηθήσει τη μητέρα της. Διάβασμα; Ό,τι προλάβαινε το βράδυ, πριν φάει ένα πιάτο τραχανά, ή φακές.
Η Άννα, μετά το δημοτικό ήρθε στη Λάρισα, σε μια μακρινή θεία, σαν υπηρέτρια. Στο Γυμνάσιο ήθελε να πάει∙ της άρεσαν τα γράμματα, αλλά υπηρέτρια της έγραφε η τύχη.
Μέχρι που έγινε δέκα οχτώ. Τότε ξεκίνησε να ζει μόνη της, νοικιάζοντας μια καμαρούλα και ξεκινώντας με σκάλες και άλλες καθαριότητες σε μια κλινική της πόλης. Τότε κόλλησε το πρώτο της ένσημο, που συνοδεύτηκε και από κάποια χαϊδολογήματα από έναν - δυο ηλικιωμένους γιατρούς. Άγουρα βυζάκια, σφιχτό κωλαράκι, αλλά και πολλά ‘‘όχι’’ από πλευράς της. 

Το 1959, στην Κοζάνη γεννήθηκε μια άλλη Άννα. Το επώνυμό της ήταν Διαμαντοπούλου. Άννα Διαμαντοπούλου. Από φτωχούς γονείς, όπως με πληροφορεί ένα άρθρο του Βήματος, που ψάρεψε η μηχανή αναζήτησης στο Google. Δεν βρίσκω πληροφορίες στο πώς βρέθηκε να τελειώνει το Λύκειο στη Θεσσαλονίκη, παρά μόνο ότι η ίδια συχνά δηλώνει ότι γεννήθηκε σε ορυχείο.
Δεν χρειάστηκε να πάει υπηρέτρια από τα 12 της. Δεν την εμπόδισε κανείς να πάει στο Γυμνάσιο. Άριστη μαθήτρια, φοιτήτρια στη συνέχεια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, αποφοιτώντας από τη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών. Καμιά σχέση με ό,τι έζησε ως καθαρίστρια και ως εργάτρια, η άλλη Άννα.

Στα είκοσί της η Άννα Σ. έγινε εργάτρια σε κλωστοϋφαντουργία. Και καλύτερο μεροκάματο και τέρμα οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις. Μπορεί να ήταν αγράμματοι οι επιστάτες, αλλά ήξεραν από σεβασμό.
Οκτάωρη ορθοστασία και άλλες τέσσερις ως έξι ώρες υπερωρία. Η μάνα της αρρώστησε και την πήρε μαζί της στην καμαρούλα. Τ’ αδέλφια της έφυγαν μετανάστες.
Τον Ανδρέα Παπανδρέου τον γνώριζε από τις εφημερίδες και τις αφίσες κάπου το 1979. Είχε βραχνιάσει το 1981 να φωνάζει «Αλλαγή», να τον επευφημεί σε μια προεκλογική συγκέντρωση. Και το χέρι της την πονούσε μια βδομάδα από την πράσινη σημαιούλα που κουνούσε πέρα δώθε πέντε ώρες.
Στις εκλογές που έφεραν το ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην εξουσία η Άννα ήταν 22 χρονών και η πιο ευσυνείδητη εργάτρια. Ούτε που πήρε είδηση πως κάποιοι θυρωροί έγιναν σε μια νύχτα γενικοί γραμματείς υπουργείων.
Ένας γείτονάς της, αποτυχημένος ποδοσφαιριστής της Γ΄ Κατηγορίας εξ’ αιτίας της έφεσής του στις καταχρήσεις, εμφανίστηκε στη γειτονιά με μαύρο κοστούμι, γραβάτα και μεγάλο μαύρο αυτοκίνητο. Η Άννα έμαθε πως τον πήρε οδηγό ο τάδε βουλευτής, που γρήγορα έγινε υφυπουργός και ακόμα πιο γρήγορα υπουργός.
Η δική μας Άννα, μάθαινε όλο και καλύτερα τη δουλειά στο εργοστάσιο κι άκουγε περισσότερα μπράβο απ’ το αφεντικό της.
Ένας άλλος γείτονάς της, νυκτοφύλακας στο ΧΕΝΙΑ, έγινε διευθυντής του, φωνάζοντας: «Ποτέ πια Δεξιά».


Και η άλλη Άννα φώναζε : «Ποτέ πια Δεξιά». Στο αμφιθέατρο του πανεπιστημίου όμως. Κι εντυπωσίαζε τους ακροατές συμφοιτητές και συμφοιτήτριες με τη μαχητικότητα και την αφοπλιστική υποστήριξη των θέσεών της για τα δικαιώματα των φοιτητών, της γυναίκας, των εργατών. Εντυπωσίαζε και τα κομματικά στελέχη, που έβλεπαν στο πρόσωπό της μια φυσιογνωμία διαφορετική με ιδιαίτερο πολιτικό εκτόπισμα.
Ο λόγος αυτής της Άννας, για το νέο που έφερνε η Αλλαγή και τα σοσιαλιστικά ιδεώδη ήταν χειμαρρώδης. Και έπιανε. Ήταν άλλωστε η εποχή που οι γυναικείες μορφές άνθιζαν η μια πίσω από την άλλη στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. Η Μελίνα κρατούσε τα σκήπτρα και μάγευε τους πάντες, εντός κι εκτός της χώρας.
Το 1981 τη βρίσκει να επαγγελματοποιείται, σύμφωνα με το βιογραφικό της, ως πολιτικός μηχανικός στο χώρο των μελετών και της κατασκευής, στην Κοζάνη.
Τίποτα το κακό. Απλά, άλλη η τύχη της μιας Άννας, άλλη της άλλης. Άλλο να σου δίνει η ζωή τη δυνατότητα ν’ ανοίξεις την πόρτα του πανεπιστημίου, άλλο να σου κλείνει όλες τις πόρτες κατάμουτρα, εκτός από εκείνες της υπηρέτριας και της βιομηχανικής εργάτριας.


Βιομηχανική εργάτρια, η άλλη Άννα. Σκυμμένη σε μια επαγγελματική ραπτομηχανή γάζωνε, από το πρωί στις έξι ως το βράδυ στις οκτώ, πουκάμισα. Το μόνο που ήθελε ήταν να παίρνει στο ακέραιο τις υπερωρίες της και να τις βάζει στην τράπεζα, χωρίς να της επιδαψιλεύει τον πισινό της, το αφεντικό της.
Την Άννα τη γοήτευε η λέξη ‘‘Αριστερά’’. Τη ‘‘Δεξιά’’ την είχε ταυτισμένη με τον τετράπαχο πρόεδρο της κοινότητας του χωριού της, που μύριζε σκόρδο και κοίταζε λιγούρικα της μάνα της, αλλά και με τους δυο ηλικιωμένους γιατρούς στην κλινική που της έπιαναν τον κώλο και τη γυρόφερναν για ένα στα όρθια κι ας είχαν τρεις φορές τα χρόνια της. Τους έβλεπε παρέα με βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, τους άκουγε να βρίζουν τον Ανδρέα. Τι άλλο ήθελε για να ταυτίσει τη ‘‘Δεξιά’’ με το βρόμικο κεφάλαιο και το κατεστημένο;
Ο Ανδρέας, όμως…
Με ζιβάγκο και ανοιχτά τα χέρια καλούσε το λαό της Ελλάδας να διώξει το Ν.Α.Τ.Ο., να γκρεμίσει τους κεφαλαιοκράτες…
Ο Ανδρέας…
Τον έβλεπε στην τηλεόραση να φωνάζει πως η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες, πως η ‘‘Δεξιά’’ μπαίνει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Τι όμορφα συνθήματα. Πόσο ξεσηκωτικά!

1985: Η Άννα γνωρίζει στο εργοστάσιο τον Σταμάτη. Εργάτης κι αυτός. Κι εκείνου η ζωή, οκτάωρο και τέσσερις ώρες υπερωρία. Μαζί έτρεχαν στις προεκλογικές συγκεντρώσεις, φωνάζοντας: ‘‘Ο λαός δε ξεχνά τι σημαίνει δεξιά’’. Τρία χρόνια μεγαλύτερός της. Αγαπήθηκαν, παντρεύτηκαν. Νοίκιασαν ένα σπιτάκι στα Ταμπάκικα. ‘‘Καμαρούλα μια σταλιά’’ που λέει και το τραγούδι. Πήραν και την άρρωστη μάνα τής Άννας μαζί. Στα 26 της αυτά.

1985: Η άλλη Άννα, η Διαμαντοπούλου, που είχε γνωρίσει τον Ανδρέα Παπανδρέου από πιο κοντά, από πολύ κοντά, ως στέλεχος του κόμματος, διορίζεται νομάρχης Καστοριάς, Στα 26 της κι αυτή.

1988 και η Άννα με τον Σταμάτη αγόρασαν οικόπεδο εκτός σχεδίου στου Αβέρωφ. Με τις αιματηρές τους οικονομίες έκτισαν αυθαίρετο 90 τ.μ., όπως όλοι οι γείτονες στη συνοικία. Άλλωστε το κράτος δικαίου είχε φροντίσει ό,τι ήταν μετά τις σιδηροδρομικές γραμμές να είναι εκτός σχεδίου. Για τους δημοτικούς άρχοντες της Λάρισας η πόλη σταματούσε στις σιδηροδρομικές γραμμές. Το «Τράβελ Στοπ» που πήγαιναν κι έτρωγαν, κι έκαναν επίδειξη τις γούνες οι γυναίκες τους, θεωρούταν εξοχή.

Την ίδια εποχή, η άλλη Άννα, η Διαμαντοπούλου, αναλαμβάνει διάφορα σημαντικά πόστα. Γενική Γραμματέας Κατάρτισης και αργότερα Νεότητας, και Πρόεδρος του ΕΟΜΜΕΧ, πόστο που διατήρησε μέχρι το 1993 οπότε και ανέλαβε Γενική Γραμματέας Βιομηχανίας.
Ούτε γάμο με βιομηχανικό εργάτη, ούτε σπίτι εκτός σχεδίου. Ούτε φλεβίτιδες από τα τριάντα.
Τα χρόνια περνούν και η Άννα Διαμαντοπούλου εμπλέκεται όλο και περισσότερο στην πολιτική σκηνή, στηρίζοντας τον εκσυγχρονιστή Κώστα Σημίτη.
Το 1996 εκλέχθηκε βουλευτής Κοζάνης. Ορίστηκε Υφυπουργός Ανάπτυξης με ευθύνη για τις ιδιωτικοποιήσεις και τη βιομηχανική αναδιάρθρωση. Έμεινε στη θέση αυτή μέχρι την επιλογή της ως Επιτρόπου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή (1999).
Το 2004 επανεκλέγεται βουλευτής με το ΠΑΣΟΚ, που χάνει από τη Ν.Δ. Το 2007 ήταν υπεύθυνη του πολιτικού προγράμματος του ΠΑΣΟΚ και μέχρι τον Οκτώβριο του 2009 ήταν η πολιτική υπεύθυνη του ΠΑΣΟΚ για την Παιδεία και βουλευτής Α΄ Αθήνας.


Η ‘‘δική’’ μας Άννα, δηλαδή η γαζώτρια, ένιωθε μια ιδιαίτερη έλξη για την άλλη Άννα. Τη γοήτευε το σοβαρό ύφος, ο ακριβής λόγος της, η αυστηρότητα με την οποία αντιμετώπιζε τα γεγονότα.
Ήθελε, εκείνη να ήταν ο αρχηγός τού ΠΑ.ΣΟ.Κ. και όχι ο Γιώργος Παπανδρέου, που ‘‘παιντί’’ τον ανέβαζε, ‘‘παιντί’’ τον κατέβαζε. Σ’ εκείνη είχε εμπιστοσύνη.
Αν και τον Κώστα Καραμανλή δεν τον πήγαινε με τίποτα, μια σκέψη της πέρασε απ’ το μυαλό, που είχε σχέση με τα τόσα και τόσα επιδοτούμενα προγράμματα για την επιχειρηματικότητα και τα τόσα δάνεια που έδιναν απλόχερα οι τράπεζες.
Να σταματούσε τη δουλειά – μεροδούλι ήταν αυτό – να έκανε μια δική της. Στο ισόγειο του σπιτιού που είχαν χτίσει και ήταν απέναντι απ’ τη συνοικιακή πλατεία, να άνοιγε ένα μαγαζάκι. Καφέ, τυρόπιτες, σάντουιτς το πρωί, τσιπουράκι το μεσημέρι, σουβλάκια και γύρο το βράδυ. Λιγότερη κούραση θα είχε. Αρκετά τα είκοσι επτά χρόνια στη βιοτεχνία. Νισάφι…
Φθινόπωρο του 2006 το μαγαζάκι της Άννας ήταν έτοιμο. Από την πρώτη μέρα η δουλειά της χαμογέλασε. Η συνοικία ήταν γεμάτη οικοδομές. Τι μονοκατοικίες, τι συγκροτήματα με αυτόνομες κατοικίες…
Ένα πίσω απ’ το άλλο σταματούσαν τα ‘‘εργολαβικά’’ και τα φορτηγά. Χαμός τα τσίπουρα, το μεσημέρι. Αλλά το βράδυ ήταν η αποθέωση. Στην ουρά για γύρο και σουβλάκια τα παιδιά της γειτονιάς.

Διαφορετικές ήταν οι δόξες που απολάμβανε το ίδιο διάστημα η Άννα Διαμαντοπούλου. Στις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009 επανεκλέχθηκε βουλευτής Α΄ Αθήνας και στις 7 Οκτωβρίου ορκίστηκε Υπουργός Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων στην κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, θέση που διατήρησε και στην κυβέρνηση Λουκά Παπαδήμου το 2011. Στη συνέχεια ανέλαβε το υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας.
Στις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου του 2012 και βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου του 2012 απέτυχε να εκλεγεί βουλευτής.
Ο ήλιος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. είχε δύσει για τα καλά. Μαζί μ’ αυτόν είχαν δύσει και πολλά από τ’ αστέρια του. Όχι βέβαια πως έμειναν άνεργα, να προσπαθούν να σταθούν όρθια στην καταστροφή.
Λίγο πολύ όλοι οι πρώην βολεύτηκαν. Μπορεί να μην ήταν σε βουλευτικά όργανα, όλο και κάπου ήταν πρόεδροι, σύμβουλοι και τα συναφή…


Με την άλλη Άννα, όμως, τα πράγματα ήταν αλλιώς. Τον πρώτο σεισμό τον ένιωσε το 2010. Ένα πρωί οι οικοδόμοι που δούλευαν στην απέναντι οικοδομή δεν πήγαν για δουλειά. Σταδιακά και οι άλλες οικοδομές, στη γειτονιά εγκαταλείφθηκαν. Οι πενήντα πρωινοί καφέδες έγιναν επτά.
2017 και η Άννα κατεβάζει ρολά. Τουλάχιστον να πάρει τη σύνταξή της. Πότε; Τι σχέση έχει αν τα ένσημά της φτάνουν και περισσεύουν; Αφού οι κρατούντες άλλα αποφασίζουν. Οι ειδήσεις που παρακολουθεί ολημερίς, σαν άνεργη πια, της προκαλούν πανικό. Ωστόσο τις παρακολουθεί, μήπως και ακούσει κάτι αισιόδοξο.
Όμως ακούει την Άννα Διαμαντοπούλου να μιλά για το ασφαλιστικό και τους συνταξιούχους. Αναρωτιέται: «Αυτή δεν ήταν τόσα χρόνια στα πράγματα; Εγώ είμαι εκείνη που καταστρέφω τη χώρα;»
Δακρύζει η Άννα και φτύνει δίπλα της, ας σκύβει αμέσως μετά και καθαρίζει το πλακάκι. «Α… Να χαθείς κι εσύ σοσιαλίστρια…», μουρμουρίζει.
Ύστερα, σαν να είχε απέναντί της όλους όσοι αποφάσισαν και αποφασίζουν για την τύχη της, λέει αηδιασμένη: «Να χαθείτε καργιόληδες. Αν είχατε δουλέψει πέντε χρόνια σε φάμπρικα, ούτε που θα σας περνούσε από το μυαλό να κόψετε ένα ευρώ σύνταξης… Κηφηναριά του κερατά, διαβολοσυνέταιροι…»

 (Δημοσιεύθηκε στη Larissa net στις 7-4-2017)





Δεν υπάρχουν σχόλια