Breaking News

Ο Μονταλμπάνο ζει και μετά τον δημιουργό του...


ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
--------------------------------------
Από τον Άγγελο Πετρουλάκη
---------------------------------------


«…ηττημένη ή νικηφόρα,
δεν υπάρχει σημαία που να μην ξεθωριάζει στον ήλιο»

Αντρέα Καμιλλέρι:

«Η μέθοδος Καταλανόττι»
&
«Γράμμα στη Ματίλντα»

Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ



Ξεκίνησε να κυκλοφορεί τα βιβλία του στα 54 του χρόνια. Έγραφε μέχρι πρόσφατα (πέθανε τον Ιούλιο 2019), παρά τα 94 χρόνια του, τυφλός, αλλά εργασιομανής, και μανιώδης καπνιστής.
Στα σαράντα χρόνια τής συγγραφικής παραγωγής του, έγραψε περισσότερα από εκατό βιβλία, τα περισσότερα από τα οποία είναι αστυνομικά μυθιστορήματα.
Στην Ελλάδα, σχεδόν το σύνολο τού έργου του, έχει κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, σε σχήμα βιβλίου τσέπης.
Μια καταγραφή, όχι πλήρης: «Η άλλη άκρη του νήματος», «Η αναφορά τού Μάουρο», «Θάνατος στα ανοιχτά», «Ο ζυθοποιός του Πρέστον», «Ο χορός των παρεξηγήσεων», «Η φωλιά της οχιάς», «Πυραμίδα από λάσπη», «Ακτίνα φωτός», «Μια φωνή τη νύχτα», «Το παιχνίδι με τους καθρέφτες», «Τρεις υποθέσεις για τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο», «Το χαμόγελο της Αντζέλικα», «Το κυνήγι του θησαυρού», «Τριάντα ημέρες με τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο», «O χορός του γλάρου», «Προσωρινή διακοπή», «Η ηλικία της αβεβαιότητας», «Ίχνη στην άμμο», «Το ματωμένο χωράφι», «Οι έρευνες του αστυνόμου Κολλούρα», «Τα φτερά της πεταλούδας», «Το χρώμα του ήλιου», «Ήλιος του Αυγούστου», «Πανσιόν Εύα», «Χάρτινο φεγγάρι», «Η άλωση του Μακαλλέ», «Η υπομονή της αράχνης», «Ο ζυθοποιός του Πρέστον», «Υποχρεωτική πορεία», «Εκδρομή στο Τίνταρι», «Τα πορτοκάλια του Μονταλμπάνο», «Το άρωμα της νύχτας», «Η φωνή του βιολιού», «Ο κλέφτης της μεσημβρίας», «Σκύλος από τερακότα», «Το σχήμα του νερού», «Η μύτη».
Και τώρα, το «Η μέθοδος Καταλανόττι», αλλά και το «Γράμμα στη Ματίλντα». Το πρώτο είναι αστυνομικό μυθιστόρημα, με έντονο το ερωτικό στοιχείο, κάτι που το διαφοροποιεί από τα προηγούμενα του Καμιλλέρι με πρωταγωνιστή τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο.
Το δεύτερο είναι μια επιστολή – παρακαταθήκη προς την δισέγγονή του, γραμμένη δυο χρόνια πριν πεθάνει, που εν μέρει είναι μια σύντομη αυτοβιογραφία του, και εν μέρει επιστέγασμα απόψεών του για την ζωή, την πολιτική, αλλά και το μέλλον τής Ευρώπης. Κλείνει με μια υπέροχη, σοφή σκέψη – προτροπή:
«Το τελευταίο πράγμα που έχω μάθει είναι ότι πρέπει οπωσδήποτε να έχεις άποψη, μπορείς να την ονομάσεις και ιδανικό, και να στηρίζεσαι γερά πάνω της αλλά χωρίς φανατισμό, θ’ ακούς πάντα τις διαφορετικές ιδέες των άλλων και θα υποστηρίζεις με πάθος τις δικές σου. Εξηγώντας τες και, γιατί όχι, αλλάζοντάς τες ενίοτε.
»Να θυμάσαι ότι, ηττημένη ή νικηφόρα, δεν υπάρχει σημαία που να μην ξεθωριάζει στον ήλιο».


Ο Αντρέα Καμιλλέρι είναι ο ιταλικός αντίλογος στην σύγχρονη αστυνομική λογοτεχνία τών Σκανδιναβών. Ένας αντίλογος ιδιαίτερα σοβαρός και σεβαστός, με εκλεπτυσμένη γραφή, μακριά από την βία και το αίμα που χαρακτηρίζει τους περισσότερους σύγχρονους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας.
Ο Αντρέα Καμιλλέρι δίδαξε ότι μπορεί να γράφει, κάποιος, αστυνομικό μυθιστόρημα πλούσιο σε χιούμορ, με νότες ευγενικής ειρωνείας, χωρίς να μυθοπλάθει υπεράνθρωπους ήρωες, αλλά και χωρίς να εξυμνεί πάθη και αδυναμίες.
Δίδαξε, ακόμα, πως ο αστυνομικός δεν αρκεί να είναι μόνο ευφυής. Θα πρέπει να έχει και ηθικές αρχές, υψηλή αίσθηση ευθύνης και καθήκοντος, να σέβεται την αποστολή του και να υπερασπίζεται με κάθε τίμημα τον νόμο, υπηρετώντας το αίσθημα δικαίου με κάθε προσωπική θυσία.
Επίσης, δίδαξε, πώς ένας συγγραφέας μπορεί να γράφει λογοτεχνία, γενικά, με γνώμονα τη λιτότητα, αποφεύγοντας την φλυαρία, χωρίς να ταλαιπωρεί τον αναγνώστη με δαιδαλώδεις μυθοπλασίες και χωρίς να μετατρέπει το τίποτα σε δήθεν σημαντικό.

Ο κεντρικός ήρωας των αστυνομικών μυθιστορημάτων του, δεν θέλει να είναι στο ελάχιστο ‘‘ήρωας’’. Είναι καλλιεργημένος, χωρίς να το επιδεικνύει, είναι ανθρωπιστής, χωρίς να το κραυγάζει, είναι έξυπνος, χωρίς να το διατυμπανίζει.
Οι αδυναμίες του, είναι αδυναμίες κοινών ανθρώπων: Του αρέσουν τα φαγητά τής ντόπιας κουζίνας (Σικελία). Η δε Στεφανία Κάμπο έχει γράψει ένα… νοστιμότατο βιβλίο με τις συνταγές τού Μονταλμπάνο και τίτλο «Τα μυστικά της κουζίνας του Μονταλμπάνο» (εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ). Τρώει μόνιμα στην ίδια ταβέρνα (στου Έντσο), ή τα φαγητά που του ετοιμάζει η γυναίκα η οποία φροντίζει το σπίτι του, αλλά θέλει να τρώει στην ώρα του, παραβιάζοντας σχεδόν πάντα το μέτρο στην ποσότητα, σαν κλασικός καλοφαγάς.
Επίσης, δυσανασχετεί μόνιμα, για κάποια καλούπια, που θέλει να του επιβάλει η σχεδόν ισόβια αρραβωνιαστικιά του, η Λίβια, αστυνομικός κι αυτή, αλλά σε άλλη πόλη τής Ιταλίας. Κάτω, όμως, από τις μόνιμες δυσανασχετήσεις του κρύβεται ο σεβασμός και η τρυφερότητα. Συνήθως, στις μεταξύ τους αψιμαχίες, η Λιβία είναι η νικήτρια. Στο «Η μέθοδος Καταλανόττι» έρχεται η ανατροπή. Μια νεαρή συνάδελφός του, η Αντόνια, προκαλεί τόσες σεισμικές δονήσεις, που αφυπνίζεται ο μαραμένος ερωτισμός του και…
Το όνομα αυτού, λοιπόν, Σάλβο Μονταλμπάνο. Η πόλη που ζει είναι η Βιγκάτα τής Σικελίας, φανταστική ως προς το όνομα, αλλά αντικατοπτρίζει μια τυπική πόλη τής Σικελίας.
Οι στενοί συνεργάτες του (Αουτζέλλο και Φάτσιο) τον αγαπούν και τον θαυμάζουν. Ακόμα περισσότερο τον θαυμάζει ο τηλεφωνητής τής υπηρεσίας του, ο καλοκάγαθος Καταρέλλα, που αν και δεν διακρίνεται για την ευφυία του, είναι πιστός του μέχρι θανάτου.
Άλλα πρόσωπα που χρησιμοποιεί ο Καμιλλέρι, είναι ο ιδιαίτερα σχολαστικός και ευσυνείδητος ιατροδικαστής τής πόλης (Πασκουάνο), που δεν θέλει να του χαλούν το ημερήσιο πρόγραμμα, ένας επιπόλαιος και κομπορρήμονας εισαγγελέας (Τομμαζέο), και ο αλαζόνας γενικός διοικητής τής Αστυνομίας. Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, οι δυο τελευταίοι δεν εμφανίζονται.

Το φάσμα από το οποίο αντλεί τα θέματά του, ο Καμιλλέρι, είναι ευρύτατο. Από την απλή ληστεία, την πλαστογραφία και το λαθρεμπόριο, μέχρι τις ανθρωποκτονίες με κίνητρα οικονομικά, ερωτικής αντιζηλίας, κοινωνικά και ό,τι άλλο μπορεί να δοκιμάζει μια κοινωνία. Παράπλευρα, όμως, δημιουργεί διάφορους χώρους, που αντικατοπτρίζουν πτυχές τής καθημερινότητας.
Στο «Η μέθοδος Καταλανόττι», που έχει γραφτεί κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, η κοινωνική κριτική που ασκεί είναι έντονη. Εστιάζει στους άνεργους νέους που είδαν τα όνειρά τους να εξανεμίζονται και πλέον βιώνουν την αβεβαιότητα.
Τα όνειρα για μια καριέρα στο θέατρο εκμεταλλεύεται και ο Καταλανόττι, το πτώμα τού οποίου βρίσκεται… δυο φορές, κάτι το οποίο περιπλέκει τον γρίφο τού θανάτου του. Όπως τον περιπλέκουν και οι ενασχολήσεις τού θύματος, στον χώρο τών οποίων ο Μονταλμπάνο και οι συνεργάτες του, θ’ αναζητήσουν τα κίνητρα.
Αυτήν την φορά στους συνεργάτες του, όμως, προστίθεται ένα νέο πρόσωπο, η Αντόνια Νικολέττι, νέα αστυνομικός που τοποθετείται ως προϊστάμενος του γραφείου τής Σήμανσης. Είναι αυτή που θ’ «αναγκάσει» τον Μονταλμπάνο να ξανακοιταχτεί στον καθρέφτη, να δει τον εαυτό του σε σχέση με τον χρόνο, αλλά και να αναλογιστεί το είδος τής σχέσης του με την Λίβια:
«Μόλις μπήκε στο σπίτι, άνοιξε την μπαλκονόπορτα, βγήκε στη βεράντα και στάθηκε γοητευμένος ν’ απολαύσει το υπέροχο ηλιοβασίλεμα.
»Η θάλασσα ήταν σαν πίνακας του Πιέρο Γκουτσόνε. Μαγεμένος κάθισε. Ο κόκκινος δίσκος βυθιζόταν αργά αργά στη θάλασσα. Μόνο όταν χάθηκε τελείως, σκέφτηκε τη Λίβια. Μήπως και η ιστορία τους είχε σιγά σιγά ξεθυμάνει και έδυε σαν τον ήλιο; Είχε ξανασυμβεί, τότε που ήταν ερωτευμένος με τη Μάριαν και είχε αποφασίσει να τελειώσει τη σχέση του με τη Λίβια, συνέβη όμως ο τραγικός θάνατος του Φρανσουά. Τώρα τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Η Αντόνια δεν αντικαθιστούσε τη σχέση του με τη Λίβια που έδυε, η Αντόνια ήταν ο ήλιος που ανέτελλε. Η κοπέλα τον έκανε να νιώθει ακόμη ζωντανός ή μάλλον να ξανανιώθει ζωντανός, ίσως για τελευταία φορά στη ζωή του…
»Γιατί η σχέση του με τη Λίβια είχε φτάσει σε αυτό το σημείο; Η απόσταση που κάποτε δυνάμωνε τον έρωτά τους, η έλλειψη που κάποτε γινόταν συνεχής παρουσία, τώρα ήταν απλώς απόσταση, απουσία. Κανένας δεν έκανε ένα βήμα, μια προσπάθεια να γεμίσει την απουσία. Η Λίβια συνέχιζε να ζει τη ζωή της στη Τζένοβα και είχε πάρει ένα σκυλάκι για να καλύψει τη μοναξιά της. Ο ίδιος συνέχισε τη δουλειά του στη Βιγκάτα, πιστεύοντας ότι ζούσε καλά έτσι, μια ζωή που έβαινε προς τη δύση της σιγά σιγά. Έστω μπροστά στη θάλασσα. Η ζωή όμως έχει μεγαλύτερη φαντασία από τη δική μας. Ήθελε να ζήσει όσο μπορούσε περισσότερο μέσα σε αυτή τη φαντασία, ίσως για πάντα…»
Όμως για την Αντόνια δεν ισχύουν τα ίδια. Είναι νεότατη, θέλει να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο για τις επιλογές στη ζωή της. Ο Καμιλλέρι εισέρχεται και στην δική της ψυχοσύνθεση με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία και λεπτότητα.
«…Αναρωτιέμαι γιατί σκέφτηκες ότι μια νέα γυναίκα, συμπαθητική, με καλές επαγγελματικές προοπτικές, το μόνο που θέλει είναι να δεσμευτεί;
[…]
»Δεν έχει περάσει από το μυαλό σου η σκέψη ότι είναι επιλογή μου να είμαι μόνη; Και όχι γιατί μισώ τους άντρες ή είμαι λεσβία, ούτε γιατί ο πατέρας μου ήταν βίαιος, ή γιατί είμαι γεροντοκόρη στην ψυχή, ή γιατί μ’ έχουν απογοητεύσει οι άντρες, αλλά απλώς γιατί νιώθω καλά έτσι; Είμαι καλά χωρίς να έχω υποχρεώσεις απέναντι σε άλλους, έναν σύζυγο, ένα παιδί. Είμαι καλά με τον εαυτό μου…»

Οι έρευνες για τον θάνατο του ιδιόρρυθμου Καταλανόττι φέρνουν τον Μονταλμπάνο μπροστά σε πρωτόγνωρους χαρακτήρες. Άνθρωποι που αναζητούν τον εαυτό τους μέσα σε θεατρικούς ήρωες, άνθρωποι που ταυτίζονται με την αναζήτηση ενός άλλου εαυτού. Κόσμος που ερμηνεύεται δύσκολα και η διερεύνησή του είναι μια τρομακτική τομή στην επιφάνεια της κοινωνικότητας.
Είναι γεγονός, πως ο Καμιλλέρι, αν και σε προχωρημένη ηλικία, κατορθώνει να στήσει ένα μυθιστόρημα όχι μόνο ερευνητικής ευφυίας, αλλά έναν βαθύ ψυχολογικό χάρτη, με έντονη την κατανόηση του Άλλου. Παράλληλα ιχνογραφεί και το κοινωνικό πλαίσιο που διαμόρφωσε η απρόβλεπτη οικονομική κρίση, με την επαναδραστηριοποίηση του κράτους τών βίαιων καταστολών. Καθώς ο αστυνόμος Μονταλμπάνο γίνεται μάρτυρας του τραυματισμού ενός διαδηλωτή από τους καραμπινιέρους, αναρωτιέται και για τον δικό του ρόλο στο πλέγμα τής κρατικής υπόστασης:
«Πήγε στο γραφείο του. Κλείστηκε μέσα. Ένιωθε αηδία για τον ίδιο και για την δουλειά που έκανε. Αηδία για τους καραμπινιέρους, για τους νόμους, για την κυβέρνηση. Αηδία για τον κόσμο, για το σύμπαν.
»Τι κόσμος ήταν αυτός που στερούσε από τους ανθρώπους το δικαίωμα στην εργασία και τους αφαιρούσε τη δυνατότητα να κερδίσουν τίμια το ψωμί τους;
»Και η απάντηση του κράτους, όταν αυτοί οι δυστυχισμένοι τολμούσαν να διαμαρτυρηθούν, ήταν χτυπήματα με κλομπ, δακρυγόνα, συλλήψεις, κρατήσεις;
»Πόσα χρόνια υπηρετούσε αυτό το κράτος;
»Είχε δουλέψει τίμια και με σεβασμό προς τους άλλους;
»Όχι πάντα, αλλά πολύ συχνά.
»Φαίνεται ότι η πλειονότητα των συναδέλφων του είχαν διαφορετική άποψη για το τι σήμαινε να υπηρετείς το κράτος.
»Δεν είχε οδό διαφυγής…»

Για τον επινοημένο του, επιθεωρητή Μονταλμπάνο, ο ίδιος ο Καμιλλέρι γράφει στο «Γράμμα στη Ματίλντα»:
«Καθώς σου γράφω, ο εκδότης Σελλέριο μου ανακοίνωσε ότι έχει πουλήσει δεκαοκτώ εκατομμύρια αντίτυπα των μυθιστορημάτων μου, μόνο στην Ιταλία. Η μεταφορά στην τηλεόραση των υποθέσεων του αστυνόμου Μονταλμπάνο, πάντα την ίδια περίοδο, ξεπέρασε στην Ιταλία το ένα δισεκατομμύριο και διακόσια εκατομμύρια τηλεθεατές. Ο Μονταλμπάνο μεταδόθηκε σε εξήντα τρεις χώρες και τα μυθιστορήματα μεταφράστηκαν σε τριάντα εφτά γλώσσες.
[…]
»…έγινα διάσημος συγγραφέας, θέλω όμως να σου εξομολογηθώ ότι δεν κατάφερα ποτέ να εξηγήσω αυτή τη μεγάλη επιτυχία. Έγραφα πάντα ό,τι ένιωθα χωρίς να επηρεάζομαι από τις απαιτήσεις των αναγνωστών…»


Δεν είμαι βέβαιος πως είναι το καλύτερο μυθιστόρημα του Καμιλλέρι, που έχω διαβάσει. Όλα του με έχουν συναρπάσει. Και αποτελούν ένα από τα ράφια της βιβλιοθήκης μου, που τα έχω εξαιρέσει από δανεισμούς. Όμως, σίγουρα είναι το πιο ανθρώπινο, το πιο τρυφερό, το πιο συγκινητικό.

Λάρισα, 1 / 8 / 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια