«Τα ψηλά βουνά», το Θεσσαλικό Θέατρο και ο Κώστας Τσιάνος
Με την ευκαιρία μιας
παράστασης
Από τον Άγγελο Πετρουλάκη
Είναι μια ακόμα ευχάριστη έκπληξη του Κώστα
Τσιάνου. Μέσα στην κατάθλιψη των ημερών, μέσα στην τεράστια προπαγάνδα για τον
παράδεισο που βιώνουμε, αποκλεισμένοι από αγανακτισμένους αγρότες και
βομβαρδιζόμενοι από μύρια άλλα δεινά, ήρθαν τα «Ψηλά βουνά» ενός ξεχασμένου
λογοτέχνη, του Ζαχαρία Παπαντωνίου, να σκορπίσουν την αισιοδοξία και την δροσιά
μέσα από το Θέατρο του Μύλου.
Ήταν το 1918 όταν ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου γράφει
«Τα ψηλά βουνά». Εποχή ταραγμένη. Το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, η
εκστρατεία στην Μ. Ασία, ο Βενιζέλος, ο Δημοτικισμός.
Στον χώρο της λογοτεχνίας ο Παλαμάς με την
ποιητική του επανάσταση, ο Χατζόπουλος με την ποιητική μελαγχολία του έρωτα, ο
Ξενόπουλος με το νέο μυθιστόρημα και τον στέρεο θεατρικό λόγο, ο Νιρβάνας με το
αναβαθμισμένο χρονογράφημα, ο Γρυπάρης με τις μεταφράσεις του Αισχύλου και του
Σοφοκλή, αλλά και του Πλάτωνα, ο Εφταλιώτης με τις μεταφράσεις του, επίσης, ο
Ψυχάρης με τον αγώνα του για την Δημοτική, που είχε ξεκινήσει χρόνια πριν με το
«Ταξίδι» του, ο Στέφανος Γρανίτσας με «Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του
λόγγου» και άλλοι άξιοι εργάτες της διανόησης και της λογοτεχνίας.
Έχουν προηγηθεί τα «Ευαγγελικά» και τα «Ορεστειακά»
που αιματοβάφουν το γλωσσικό κίνημα.
Ακόμα δεν είχαν εμφανιστεί τα 4 Χ 4 για να
οργώνουν τα δύσβατα, ούτε το Κολωνάκι έτρεχε στα βουνά και τα λαγκάδια για να
ανακαλύψει το χωριάτικο και το παραδοσιακό. Ο Όλυμπος ήταν ελάχιστα γνωστός
στους Αθηναίους νέο-αστούς και ο Βασίλης Γαβριηλίδης έγραφε «Εις τα "Ψηλά Βουνά" έχομεν
μίαν δημοκρατίαν χωρίς ελέω Θεού βασιλείς, χωρίς ελέω πουγγιού δυνάστας,
τραπεζίτας, τοκογλύφους, χρηματιστάς. Το κοινό συμφέρον ο στυλοβάτης. […] Τα
"Ψηλά Βουνά" αποτελούν την μεγάλην εκπαιδευτικήν μας επανάστασιν. Δεν
είναι μόνο παιδαγωγικόν βιβλίον αλλά και λογογραφικόν αριστούργημα».
Όμως,
«Τα ψηλά βουνά» του 1918 επιτελούσαν κι εξέφραζαν άλλα, σε σχέση μ’ αυτά που
επιτελούν «Τα ψηλά βουνά» στο Θέατρο του Μύλου. Τότε ήταν μια φωτισμένη
απόπειρα πατριδογνωσίας, αλλά και εισαγωγής της νέας γλώσσας (δημοτικής) στην
εκπαίδευση με την πιο λαμπρή και αγνή εκδοχής της, χωρίς τις ακρότητες της
‘‘εμφυλιοδιαμάχης’’.
Για
τούτο και ο Παύλος Νιρβάνας έγραφε: «Με τα "Ψηλά Βουνά" εισέρχεται εις το
δημοτικόν σχολείον η Ελλάς […] με τον κόσμο των πλασμάτων της και με τον κόσμο
των πνευμάτων της. Πόση ζωή, πόση ποίησις, πόση χάρη κατοικεί εκεί μέσα! Δεν
ηξεύρω τι περισσότερον και τι ωραιότερον θα ημπορούσε να επιθυμούσε κανείς ως
αναγνωστικόν βιβλίον».
Τώρα
τι είναι;
Η
απάντηση σαφώς και είναι υποκειμενική.
Τώρα
που μάθαμε καλά τα ψηλά βουνά μας, από τα Λευκά Όρη της Κρήτης μέχρι τον
Όλυμπο, από τον Αίνο της Κεφαλλονιάς
μέχρι την Στάμνα της Ροδόπης, τώρα έχουμε ανάγκη από ενέσεις γάργαρου γέλιου,
αυθόρμητης χαράς, αυθεντικής θεατρικής παιδείας.
Τώρα
που ξέρουμε σε ποιο βουνοχώρι θα φάμε την νοστιμότερη τυρόπιτα ή το
γευστικότερο λουκάνικο, αλλά και σε ποιον χειμωνιάτικο προορισμό θα μας δούνε
περισσότεροι, έχουμε την ανάγκη για ένα χαμογελαστό βράδυ στην αγκαλιά του
Μύλου, όπου έχει στήσει το δικό μου βασίλειο ο Κώστας Τσιάνος.
Κι
ευτυχώς!!!
Πελώρια
πλέον η μορφή του Κώστα Τσιάνου για την πόλη μας. Πια, κάνει θέατρο για την
ψυχή του όπως έγραψε κάποτε ο Κουν. Παίρνει τις αφηγήσεις για την Μικρασιατική
καταστροφή και τις κάνει θέατρο, παίρνει τον Ζαχαρία Παπαντωνίου και Τα ψηλά
βουνά του και τα κάνει θέατρο. Φυτεύει λουλούδια ζωής και μας καλεί ν’ αφήσουμε
την μιζέρια της καθημερινότητας, να στρέψουμε τα μάτια μας πίσω, να δούμε πώς
μεγάλωσε αυτή η Ελλάδα, πώς μορφώθηκε, πώς έγινε το τσομπανόπουλο Δάσκαλος, πώς
ημέρεψαν οι θρύλοι και εξευγενιστήκαν τα στοιχειά.
Μαζί
με τον Κώστα Τσιάνο οι άλλοι του Θεσσαλικού. Τους παρατηρούσα χθες έναν - έναν.
Πόσα χρόνια; Πόσα έργα; Πόσες περιοδείες; Πόσα σκηνικά; Κάποιοι γκρίζαραν. Τους
θυμάμαι νέους. Τον Μάκη Παπατριανταφύλλου, τον Νίκο Γεωργάκη, τον Χρήστο
Καράκη, τους άλλους. Τα χρόνια έφευγαν κι αυτοί εδώ. Και τώρα εδώ. Μια ιδιότυπη
αυλή, με μια προσφορά συγκινητική. Οι θύμησες χάνονται σε χρόνια περασμένα.
Κάποτε έγραφα για τα 10χρονα του Θεσσαλικού. Μετά για τα 20χρονα… Κάποτε έγραφα
για τον νεαρό φωτογράφο, έναν Βασίλη Αγγλόπουλο, που έτρεχε πίσω από πρόβες και
από πρεμιέρες. Και ο Βασίλη εδώ, παρών, μια ζωντανή φωτογραφική ιστορία του
Θεάτρου μας. Παρών και ο Δημήτρης Καρβούνης, άλλη ζωντανή ιστορία της πόλης.
Πόσες συνεργασίες, πόσες μουσικές;
Σ’
αυτούς τους δύσκολους καιρούς όλοι τους πια κάνουν Θέατρο για την ψυχή και για
την τιμή τους. Κάνουν Θέατρο για μια πόλη που δικαιούται πολλά, που αγαπιέται
πολύ. Αυτό το Θέατρο σε μια από τις πιο χαρούμενες στιγμές του θα το γνωρίσουν
και οι μικροί μαθητές της πόλης, τώρα, όπως έναν αιώνα πριν κάποιοι άλλοι
μαθητές γνώριζαν Τα ψηλά βουνά μέσα από το καθημερινό αναγνωστικό τους. Μια
άλλην Παιδεία, μιαν άλλην αγωγή ψυχής.
Εύγε
Κώστα Τσιάνο…
Εύγε
για όλους εσάς που είστε δίπλα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου