Breaking News

Το καλοκαίρι είναι εδώ…


 ------------------------------------
Από τον Άγγελο Πετρουλάκη
------------------------------------
Δημοσιεύθηκε στην έντυπη Larissa net, την Παρασκευή 27-7-2018


«Στην Ελλάδα αισθάνεται κανείς την επιθυμία
να κολυμπήσει στον ουρανό, να ελευθερωθεί από τα ρούχα του,
να τρέξει και μ’ έναν πήδο να βυθιστεί στο γαλάζιο.
Επιθυμεί να αιωρείται όπως οι άγγελοι…»
                                                                         Henry Miller
                                                                       (Ο Κολοσσός του Μαρουσιού)

Το καλοκαίρι είναι εδώ, πλέον. Με τον εκτυφλωτικό του ήλιο, τις ολόγλυκες βραδιές του, με τις επιθυμίες για φυγές, με τις νοσταλγίες κάποιων άλλων καλοκαιριών και με προγραμματισμούς για μέρες ξεγνοιασιάς που ακούν στο μαγικό όνομα «Διακοπές».
Για τους περισσότερους οι φυγές έχουν ήδη αρχίσει με την, κατά κυριολεξία, απόδραση των Σαββατοκύριακων σε κοντινές ακτές. Δεν μένουν παρά να κυλήσουν λίγες μέρες ακόμα για τη μεγάλη φυγή, για το στρίμωγμα στα νησιά και στα παραλιακά αναψυκτήρια, στα ενοικιαζόμενα των ακτών και στα νυχτερινά υπαίθρια μπαρ.
Θα μπορούσε να ήταν αλλιώς;
Το ζητούμενο είναι η φυγή για τη φυγή, ή η φυγή για ανάπαυλα; Το ζητούμενο είναι η ξεγνοιασιά, ή οι κατά συνήθεια διακοπές που ενδεχομένως αυξήσουν το άγχος εξ αιτίας μιας ταλαιπωρίας;

Το ζητούμενο του καθενός είναι βεβαίως απόλυτα προσωπική υπόθεση. Όμως εκείνο που ίσως προέχει είναι το ν’ αναζητήσουμε στους τόπους τής όποιας καταφυγής μας ό,τι υπάρχει κάτω απ’ τις επιφάνειες, κάτω απ’ αυτό που μπορεί ως εικόνα να φτάνει στα μάτια μας. Είναι ουσιαστικό το ν’ αναζητάς τις μυστικές συντεταγμένες τού τόπου, να έρχεσαι σ’ επαφή με το παρελθόν του και να βιώνεις το ανθρώπινο περιβάλλον.
Απαιτεί, βεβαίως, άσκηση αυτό, και ίσως, και λιγότερη ακροθαλασσιά ή λιγότερα μπαράκια. Μπορεί ν’ απαιτεί και μια κάποια απομόνωση, που ωστόσο είναι απόλυτα γόνιμη για τους ανθρώπους τών πολύβουων πόλεων.
Μέσα στη γλυκιά απομόνωση και ηρεμία μπορείς να βιώσεις στο απόλυτο την αρμονία τής ελληνικής φύσης, τις ερωτοτροπίες τού φλοίσβου και της αλισάχνης με την ακρογιαλιά και τα βράχια, τον γλυκασμό τής νύχτας, καθώς ναρκώνει και ονειροποιεί τις αισθήσεις των ανθρώπων, το συγκλονιστικό τής γύμνιας τού πετρόβουνου με τις φραγκοσυκιές και το τρομαγμένο τρέξιμο της σαύρας, το μυστηριακό τών βαθύσκιωτων δασών με το κελάρυσμα των δροσερών πηγών και τα κυματιστά ξέφωτα.
Όμως δεν μπορείς να βιώσεις το υπερβατικό τού ελληνικού καλοκαιριού αν δεν το αποκαθάρεις με πείσμα, ίσως και με τη συγχωρητέα, σε κάποιο βαθμό, παράδοξη ελληνική οίηση, από κάθε τι που το επικαλύπτει, και δε φτάσεις εκεί όπου υπάρχει μόνο η φύση και ο μύθος, η φύση και η ιστορία, η φύση και τα παιδιά, που ακόμα ανεπιτήδευτα πορεύονται την περιπέτεια της ζωής. Ακόμα, δεν μπορείς να το αντιληφθείς αποκομμένο από κάποιες μουσικές, έστω αυτές του ανέμου, ή της ερωτευμένης κιθάρας που ανάμεσα σ’ ένα ντο και σ’ ένα μι ψιθυρίζει πονεμένες λέξεις, που πάει να πει, δοξαστικές τής ίδιας τής ζωής.
Μπορούμε να δούμε και με άλλα μάτια το ελληνικό καλοκαίρι μας. Να πάμε στην αγκαλιά της Ελληνίδας φύσης με άλλες προθέσεις. Να δώσουμε την ευκαιρία, σ’ αυτό που είμαστε, να βιώσει αυτό μέσα στο οποίο είμαστε, υπάρχουμε, ελπίζουμε…

Το καλοκαίρι και οι φυγές μας σ’ ένα «ελπίζουμε». Οι μαζικές φυγές προς τη θάλασσα, που την ανακαλύπτουμε ξανά μετά από μήνες. Οι μαζικές φυγές προς τις ακτές, που μας ανακαλύπτουν και πάλι. Σχέσεις αμοιβαιότητας μεταξύ της ανάγκης να βρεθούμε κοντά στη φύση και της φύσης που απαιτεί την κατανόηση και τον σεβασμό μας. Πώς να ισορροπήσουμε σ’ ένα κοινωνικό δεδομένο που ορίζεται από τόσες αντιθέσεις και συχνά λειτουργεί με τις παραμέτρους της ψυχολογίας της μάζας;
Και η θάλασσα, ο μεγάλος μαγνήτης. Ούτως ή άλλως, οι υψηλές θερμοκρασίες την κάνουν περισσότερο προσιτή απ’ όποια άλλη εποχή. Και βέβαια και η διάθεση του καθενός να την προσεγγίσει και ν’ ανακαλύψει σ’ αυτήν τους δρόμους των ταξιδευτών ή τις αναπολήσεις αυτών που έχουν και λόγο και αιτία να μένουν σιωπηλοί σ’ ένα ακροθαλάσσι.
«Ναι, την αγαπούσα τη θάλασσα! Την έβλεπα ν’ απλώνεται απ’ τ’ ακρωτήρι ως πέρα μακριά, να χάνεται στα ουρανοθέμελα σαν ζαφειρένια πλάκα στρωτή, βουβή και πάσχιζα να μάθω το μυστικό της. Την έβλεπα, οργισμένη άλλοτε, να δέρνει με αφρούς τ’ ακρογιάλι, να καβαλικεύει τα χάλαρα, να σκαλώνει στις σπηλιές, να βροντά και να ηχάει, λες και ζητούσε να φτάσει στην καρδιά της Γης για να σβήσει τις φωτιές της. Κι έτρεχα μεθυσμένος να παίξω μαζί της, να τη θυμώσω, να την αναγκάσω να με κυνηγήσει, να νιώσω τον αφρό της απάνω μου, όπως πειράζουμε αλυσοδεμένα τ’ αγρίμια», γράφει ο Ανδρέας Καρκαβίτσας στο διήγημά του ‘‘Η θάλασσα’’ («Λόγια της πλώρης»).
Η θάλασσα και η σαγήνη της. Με τις απροσδιόριστες αποχρώσεις του μπλε, που ξεκινούν απ’ το απαλό λευκογάλαζο και φτάνουν ίσαμε το μαυρομέλανο, έχοντας στην παλέτα της κι όλους τους τόνους τού γκρίζου, μαζί με όλη τη σιωπή τού βυθού, αλλά και τα τραγούδια που γράφηκαν για χάρη της.
«Θάλασσα πλατειά, σ’ αγαπώ γιατί μου μοιάζεις,
θάλασσα βαθιά, μια στιγμή δεν ησυχάζεις…»
της τραγουδά η Αλίκη, ενώ η Άλκηστις την προκαλεί ρωτώντας την:
 «Πες μου θάλασσα πόσα μυστικά σου από τον κόσμο κρύβεις
και μες της σιωπής τα βαθιά, χρόνια τα κλείνεις;»
Η θάλασσα και ο έρωτας, το σμίξιμό της με τα βράχια, οι γλυπτικές διαμορφώσεις της πέτρας, τα βότσαλα τα κατάλευκα, τα κουβαδάκια των πιτσιρικιών στην άμμο, τα κοχύλια και τα όστρακα που γίνονται τα δικά της ανεκτίμητα κοσμήματα για να στολίζουν ηλιοκαμένα στέρνα…

Η θάλασσα και ο κόσμος της, οι λευκές γραμμές που αφήνουν τα καράβια της, τα πανιά που φουσκώνουν και οι καρίνες που σχίζουν με δύναμη τα νερά, οι επιστροφές στην παιδική ηλικία, κάποια αποκόμματα από εισιτήρια που θα φυλαχτούν ποιος ξέρει για πόσα χρόνια και κάποια αγγίγματα, που ίσως να μην ξεχαστούν τους χειμώνες που θ’ ακολουθήσουν.
Η θάλασσα και τα όνειρα ενός ολόκληρου χειμώνα να περπατούν ξυπόλητα στην ακτογραμμή που σβήνει το κύμα και ν’ ακολουθούν το πέταγμα των γλάρων, οι σιωπές που ταξιδεύουν σε βραχοσπηλιές και κολυμπούν σε φεγγαρόστρατες και η μνήμη, που θέλει ν’ αποταμιεύσει χρώματα και κυματισμούς, υποσχέσεις που ίσως δεν τηρηθούν, αλλά και τη δροσιά τής αύρας, που μπορεί ν’ αναζωογονεί τις έγκοπες διαθέσεις όλων, όσοι μέσα στα τσιμεντένια κλουβιά μας κλείνουμε τα μάτια για να ταξιδέψουμε στο ατέλειωτο μπλε… 

Το ελληνικό καλοκαίρι μας, λοιπόν…
                             Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
                             υπάρχει μια δίψα υπάρχει μια αγάπη
                             υπάρχει μια έκσταση,
                             όλα σκληρά σαν τα κοχύλια
                             μπορείς να τα κρατήσεις στην παλάμη σου.
Η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη («Σχέδια για ένα καλοκαίρι») με αναγκάζει, κοντά τριάντα χρόνια τώρα, να υποδέχομαι το ελληνικό καλοκαίρι με το ίδιο βιβλίο, «Το ελληνικό καλοκαίρι» του μεγάλου φίλου τής Ελλάδας μας, του Γάλλου ελληνιστή Jacques Lacarrière (εκδόσεις Χατζηνικολή), επιδιώκοντας να έχω - έστω από έναν Γάλλο - την πλέον αυθεντική γεύση τού ελληνικού καλοκαιριού, πριν τα μάτια μου γεμίσουν από επιγραφές τύπου ‘‘Banana Bar’’ και τ’ αφτιά μου με ‘‘μπιτάκια’’, και πριν με δυναστεύσουν τα πολλά ακόμα κακόγουστα, που κάποιες φορές μετατρέπουν το ελληνικό καλοκαίρι σε αντιαισθητικό τσίρκο.
Με τις περιγραφές και τις σκέψεις του Jacques Lacarrière, αλλά και με τον Σεφέρη και τον Ελύτη, το Ελληνικό Καλοκαίρι παίρνει τον δρόμο τής αλήθειας, συλλαβίζοντας μέσα στο απαλό ελληνικό φως τη φράση τού Ηράκλειτου: «Αρμονίη κόσμου παλίτροπος». Γιατί αν κάτι αποθεώνεται από την Ελληνίδα φύση αυτό είναι η αρμονία, ό,τι δηλαδή μπορεί να συνθέσει η «Ελληνική Γραμμή» και το «Ελληνικό Φως», για να θυμηθούμε και τον ωραίο Έλληνα Περικλή Γιαννόπουλο, αλλά και τον φιλόσοφο της φωτογραφίας Νίκο Δήμου.

Πεζή γνώρισε ο Lacarrière την περισσότερη Ελλάδα και μάλιστα στην τριακονταετία ’50 - ’80, κι ας τον έκαιγε ο ήλιος του καλοκαιριού κι ας μην έβρισκε ‘‘πολιτισμένα’’ καταλύματα για να ξαποστάσει. Αλλά και πολλοί ακόμα μεγάλοι φίλοι της Ελλάδας μας, όπως ο φημισμένος Ιταλός συγγραφέας - αρχαιολόγος Μάσιμο Μανφρέντι, που κάποτε μου εξομολογήθηκε πως στη δεκαετία του ’60 διέσχισε πεζή το θεσσαλικό κάμπο τρεις φορές.
Βεβαίως είναι υποχρεωτική η αναφορά και στον μεγάλο Έλληνα (όχι Άγγλο, όπως ήταν η καταγωγή του) Πάτρικ Λη Φέρμορ («Ρούμελη», «Μάνη»), που μας έδειξε μιαν άλλη Ελλάδα, αυτήν που τόσο αγάπησαν ο Όλιβερ Τάπλιν («Το ελληνικό πυρ»- Καστανιώτης), η Ζακλίν ντε Ρομιγί («Η ηπιότητα στην αρχαία ελληνική σκέψη - Νέα Σύνορα Α. Α. Λιβάνη», «Από το φλάουτο στην Απολλώνια λύρα - Άστυ», «Αρχαία ελληνική τραγωδία – Καρδαμίτσας», «Συναντήσεις με την αρχαία Ελλάδα – Άστυ», «Γιατί η Ελλάδα; - Άστυ», «Παιχνίδι φωτός στην Ελλάδα – Άστυ» και άλλα), οι Ντάριο και Λία Ντελ Κόρνο Στη γη του μύθου - Ταξιδεύοντας στην Ελλάδα με θεούς, ήρωες και ποιητές» - Λιβάνης), ο Αντρέ Μπονάρ («Ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός» - ΘΕΜΕΛΙΟ), ο Γκι Ρασέ («Προσκυνητής στην Αρχαία Ελλάδα» – ΠΑΤΑΚΗΣ), ο Τζορτζ Τόμσον («Το αειθαλές δέντρο - Διαλέξεις για τον ελληνικό Πολιτισμό» - ΚΕΔΡΟΣ), ο Άρνολντ Τόιμπυ («Οι Έλληνες και οι κληρονομιές τους» - ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΑΣ), ο Ζαν-Πιερ Βερνάν («Μύθος και σκέψη στην Αρχαία Ελλάδα», «Μήτις – Πολύτροπη νόηση» – ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, «Ο Έλληνας Άνθρωπος» – ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ)  και άλλοι πολλοί «Έλληνες» με αλλοδαπή καταγωγή.

Εμείς, και με τόσα μέσα στη διάθεσή μας, ακόμα να τη γνωρίσουμε την Ελλάδα μας. Σπάνιες οι στιγμές που μείναμε μόνοι σ’ ένα ακροθαλάσσι, αναμετρώντας τον τόπο ή φλυαρώντας με τα κοχύλια και τα βότσαλα. Ανύπαρκτες οι στιγμές που κοιμηθήκαμε στο χώμα πλάι στα πόδια των τρομερών ακροπόλεων ή εκεί που η ιστορία βεβαιώνει πως οι παλαιότεροι είχαν στήσει ιερά τού Ασκληπιού. Ελάχιστες οι στιγμές που αρμενίσαμε με στοχασμό, και αίσθημα, παράκτια ή μεσοπέλαγα στις θάλασσές μας, ακούγοντας «ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας», που έγραψε και ο Ελύτης («Προσανατολισμοί – Η Μαρίνα των βράχων»).
Όμως, χωρίς αυτές τις γνώσεις κι αυτές τις γεύσεις, το ελληνικό καλοκαίρι παραμένει υπόθεση άγνωστη, δεν σου αποκαλύπτεται η «ηλικία της θάλασσας» (Ελύτης – «Ηλικία τής γλαυκής θύμησης») , ούτε έχεις μάτια να δεις τους «ζωγραφιστούς βοριάδες μες στα στήθια» (Ελύτης – «Προσανατολισμοί») των ναυτών. Το καλοκαίρι μένει αίνιγμα άλυτο, τυπική ευκαιρία για ξεγυμνώματα και ξεφαντώματα, μαύρα γυαλιά και αντηλιακές κρέμες, ούζα και τζατζίκι, κομπασμός, αλλά και μιζέρια.
Να δούμε με άλλα μάτια το ελληνικό καλοκαίρι μας. Να πάμε στην αγκαλιά της Ελληνίδας φύσης με άλλες προθέσεις. Να δώσουμε την ευκαιρία σ’ αυτό που είμαστε να βιώσει αυτό μέσα στο οποίο είμαστε, υπάρχουμε, ελπίζουμε…

Δεν υπάρχουν σχόλια