Breaking News

Ντομάτα με γεύση… ντομάτας


ΜΟΝΟΛΟΓΩΝΤΑΣ
------------------------------------
Από τον Άγγελο Πετρουλάκη
------------------------------------
  
«Ακούνητος, ακούω θορύβους: τζιτζίκια, γρύλλοι,
ταξιαρχίες έντομα σαλεύουνε
γύρω σαν τα κλαδιά που τρίζουνε στη φωτιά.
Ακούνητος, ρουφώ τις μυρωδιές:
ρετσίνι, μυρσίνη, θυμάρι, ρίγανη, φασκομηλιά και αγριοδυόσμος.
Και η γη, η γεύση της…»
Ζακ Λακαριέ: «Το Ελληνικό Καλοκαίρι»

Νιώθω, αίφνης, απροστάτευτος. Μια διαφορετική καταιγίδα με κυκλώνει. Αρωμάτων καταιγίδα. Υποθέτω, θα είναι, γιατί πριν λίγο σταμάτησε η βροχή, μια ήρεμη, απαλή βροχή, που άφησε πίσω της διάφανο τον ουρανό και τον ήλιο ντυμένον στα ολόλαμπρα.
Γρήγορα συνειδητοποιώ πως είναι η μυρωδιά τής γης, της μάνας γης, και στον νου μου έρχεται ο Άγγελος Σικελιανός, που κοιμόταν ολόκληρες νύχτες πάνω στο χώμα και που περπάταγε ξυπόλητος για να παίρνει τη φωνή τής γης βαθιά μέσα του.
«Ξύπνησαν απ’ τη βροχή οι μυρωδιές τής γης», ψιθυρίζω στον άλλον μου εαυτό, φοβούμενος μην κάποιος ακούσει που μιλάω μόνος μου, και με περάσει για παρανοϊκό. Και νιώθω ευτυχής που ζω σ’ αυτόν τον τόπο, περίκλειστος από τη γαλήνη τού τοπίου, που συνομιλεί με το διάφανο μπλε τής θάλασσας και το οργιώδες πράσινο του Μαυροβουνίου και του Κισσάβου.

Αλλά η επέλαση των αρωμάτων συνεχίζεται. Ο πρωινός περίπατος μ’ έχει φέρει ως τον «Μπαξέ της Μελίτας», αγαπημένο προορισμό κάθε φορά που επιθυμώ για φαγητό λαχανικά τού καλοκαιριού. Αναζητώ τον Παναγιώτη, τον μπαξεβάνη, περιβολάρη άξιο. Δεν βρίσκεται στον πάγκο του και προχωρώ λίγα μέτρα προς το βάθος της αυλής. Και να, πιο έντονες οι μυρωδιές, τ’ αρώματα. Μπροστά μου ανοίγονται πέντε έξι σειρές ντοματιές. Μια μαγική εικόνα με το πράσινο να διακόπτεται από ολοστρόγγυλες κατακόκκινες ντομάτες, αλλά και άλλες, πράσινες ακόμα.
Απλώνω το χέρι και κόβω μια μικρούλα, λαχταριστή. Τη φέρνω στο στόμα και βυθίζω τα δόντια στη σάρκα της. Μια γεύση ουράνια πλημμυρίζει τον ουρανίσκο και, καθώς θυμάμαι τον Χρόνη Μίσσιο και το μυθιστόρημά του «Ντομάτα με γεύση μπανάνας», ευλογώ τη στιγμή που στο στόμα μου έχω ντομάτα με τη γεύση… ντομάτας, σπάνια γεύση στον καιρό μας.


Ο Παναγιώτης εμφανίζεται μέσα από δέντρα χαμηλοϋψή. Δέντρα που από τα κλαδιά τους κρέμονται ροδάκινα, χνουδωτά, ώριμα τα περισσότερα. «Δοκίμασε» με προτρέπει, απλώνοντάς μου ένα. Θεϊκή η γεύση του. Ωριμασμένο πάνω στο δέντρο βγάζει όλα του τα αρώματα. «Μήπως το ‘‘ώριμο’’ και το ‘‘ωραίο’’ έχουν την ίδια ρίζα;», αναρωτιέμαι. Από την ‘‘ώρα’’ και τα δυο, δηλαδή αυτό που θα λέγαμε ‘‘στην ώρα του’’, στην κατάλληλη στιγμή. Ναι, αυτά τα ροδάκινα που περιμένουν υπομονετικά το χέρι τού Παναγιώτη είναι στην προσήκουσα ώρα τής απόλαυσής τους, ωραία, ώριμα, εξαίσια…

Προχωράμε μαζί. Στα αριστερά οι φασολιές, στα δεξιά οι πιπεριές. Προκλητικές οι πρώτες, με τα τρυφερότατα φασολάκια να προκαλούν για ένα λαδερό γλύκισμα, που άλλο δεν θα θέλει παρά ένα κομματάκι γνήσια φέτα ελληνική και μια γωνίτσα αφράτο ψωμί, να βουτήξει το λαδάκι. Έτσι γιατρεύεται η ψυχή καλοκαιριάτικα…
Οι πιπεριές ζωηρόχρωμες, αν και γένους θηλυκού κι αυτές, αρέσκονται στις παρά φύσιν ενώσεις και με ντομάτες ώριμες, ολοστρόγγυλες, κουφώνονται για να δεχτούν στην κοιλίτσα τους ρυζάκι κι έτοιμα τα γεμιστά μας, όχι αυτά της υπουργίνας, αλλά της Ελληνίδας νοικοκυράς, που ξέρει να ταΐζει την οικογένειά της με νοστιμιές. Δεν είναι βέβαια και λίγες εκείνες οι μαγείρισσες, που ανάμεσά τους, στο ευλογημένο ταψί, κουφώνουν και βάζουν δυο τρία κολοκύθια και δυο τρεις μαυροφορεμένες μελιτζάνες, για να πάνε τη νοστιμιά δυο σκαλιά παραπάνω και να κάνουν τα γεμιστά ένα φαγητό στο οποίο η πανδαισία των γεύσεων βγάζει τη γλώσσα στο νέκταρ και την αμβροσία των Ολύμπιων θεών.

Πιο πέρα, τις βρίσκω κι αυτές. Μωβ προς το μαύρο, αλλά και λευκές μελιτζάνες, ανάμεσά τους κι αυτές που φέρνουν προς τις «Τσακώνικες», που μου θυμίζουν εκείνο το παραδοσιακό, από τον Αρχάγγελο της Ρόδου, που πλημμυρίζει πόθο και καημό:
«Πέρδικα τις ακρογιαλιάς και ψάρι της θαλάσσης
Τα μελιτζανιά να μην τα βάλεις πιά.
Τον έρωντα που πιάσαμε καλά να τον βαστάξεις.
Τα μελιτζανιά να μην τα βάλεις πιά.
Τ' αηδόνια της ανατολής και τα πουλιά της δύσης.
Τα μελιτζανιά να μην τα βάλεις πιά.
Όλα γλυκά θα κελαηδούν όταν θα μου μιλήσεις.
Τα μελιτζανιά να μην τα βάλεις πιά».

Έχω πει πολλές φορές σε παρέες πως θέλει υψηλές γαστρονομικές απαιτήσεις αυτό το ζαρζαβατικό, που θέλει το λάδι άφθονο και αγνό. Προκλητικό σε όλες του τις εκδοχές: σαν μουσακάς, σαν ιμάμ μπαϊλντί («ο ιμάμης λιποθύμησε»), σαν παπουτσάκια, σαν σαλάτα με τη μελιτζάνα ψητή και τη σάρκα της εμπλουτισμένη με μυρωδικά, σκορδάκι και λίγη φέτα τριμμένη...
«Δεν έχει μόνο εκδοχές σαν φαγητό, έχει και σαν τραγούδι», μουρμουρίζω στον Παναγιώτη, που με κοιτά απορημένος να σιγοτραγουδώ ρεμπέτικα πρωί – πρωί:
«Εμένα μου το είπανε, να στο πω, να μη στο πω,
άνθρωποι μερακλήδες, τα μελιτζανιά να μην τα βάλεις πια
άνθρωποι μερακλήδες, πάλι τα ’βαλες και μας βαλάντωσες...»


Προχωράμε πλάι – πλάι στο βάθος του περιβολιού. Να και οι αχλαδιές, άλλο δώρο του ελληνικού θεού. Το χέρι μου απλώνω σε μια κοντούλα, που πάει να κιτρινίσει. Πάλι το ‘‘ώριμος’’ εδώ. Δαγκώνω. Ένα μέλι πλημμυρίζει τα χείλη, τη γλώσσα, τον ουρανίσκο. Δεν βρίσκεις εύκολα τούτο το αχλάδι, από το δέντρο στο στόμα, από τον θεό στον άνθρωπο.
Τώρα, που παιδεύω τούτες τις λέξεις, θυμάμαι τον «Κολοσσό του Μαρουσιού» και τον κατεβάζω από το ράφι του. Ανατρέχω σ’ ένα απόσπασμα που έχω υπογραμμισμένο. Γράφει ο Χένρι Μίλλερ: «Η Ελλάδα είναι αυτό που όλος ο κόσμος ξέρει, κι ας μην την έχει δει, κι ας είναι παιδί, ηλίθιος ή αγέννητος ακόμα. Είναι αυτό που πρόσμενες να ήταν η γη, με λίγο πιο πολλή καλοτυχιά. Είναι το πρώτο σκαλοπάτι της αθωότητας. Μένει όπως γεννήθηκε, γυμνή και ξέσκεπη. Δεν είναι μήτε μυστηριακή, μήτε αδιαπέραστη, ούτε σε τρομάζει, ούτε είναι δύσπιστη, ούτε έχει αξιώσεις. Είναι φτιαγμένη από χώμα, φωτιά και νερό. Κατά τις εποχές, αλλάζει με αρμονικούς κυματιστούς ρυθμούς. Ανασαίνει, σε προκαλεί, σου απαντάει…»


Εκεί, στον «Μπαξέ της Μελίτας» ανακάλυψα πως στον πυρήνα τής σαγήνης δεν βρίσκεται τόσο η μυρωδιά που βγαίνει αγνή από λαχανικά και φρούτα, ευωδιά αρχέτυπη, όσο το πείσμα που γεννά η αγάπη για τη γη.
«Εγώ πιτσαδόρος είμαι – λέει ο Παναγιώτης – και πιτσαδόρος δουλεύω εδώ, τα βράδια. Αλλά αγαπώ τη γη μου, όπως την αγαπά και η γυναίκα μου. Έτσι αξιοποιήσαμε αυτό το κομμάτι τής γης, καλλιεργώντας ζαρζαβατικά και φυτεύοντας ακόμα περισσότερα δέντρα. Η γυναίκα μου αξιοποιεί όσο μπορεί τα προϊόντα τού τόπου. Κάνει γλυκά του κουταλιού, μαρμελάδες, παστώνει γαύρο. Ό,τι μπορεί και ό,τι προλαβαίνει, απ’ τις δουλειές τού σπιτιού και τη φροντίδα των παιδιών. Στον μπαξέ μας δώσαμε το όνομα του πρώτου παιδιού μας, της κόρης μας Μελίτας. Γιατί, απ’ αυτόν θέλουμε να ζήσουμε, να στήσουμε την οικογένειά μας, να θρέψουμε τα παιδιά μας. Είναι ένα στοίχημα αυτό, ένα πείσμα. Θα το κερδίσουμε. Γιατί, η γη, όταν την αγαπάς, στο ανταποδίδει. Παρά τις όποιες αντιξοότητες, μια κι έχεις να κάνεις με τον καιρό, τις παγωνιές, τις ζέστες, τις βροχές, τα χαλάζια, που δεν είναι στο χέρι σου να τα αντιμετωπίσεις, η γη θα σου χαμογελάσει, θα σου χαρίσει τ’ αγαθά της, αρκεί να τη σεβαστείς και να σεβαστείς κι αυτούς που θα έρθουν σαν πελάτες, εκτιμώντας τους θησαυρούς της…»
Σφίγγω το ροζιασμένο χέρι τού Παναγιώτη και επιστρέφω στον πρωινό περίπατο γεμάτος από μιαν άλλου είδους χαρά. Θα φτάσω μέχρι το λιμανάκι, εκεί που οι ψαράδες θα καθαρίζουν τις βάρκες τους, μια και η δική τους ‘‘σοδειά’’ πουλιέται νωρίς το πρωί, με το ξημέρωμα. Άλλη Παρασκευή, θα γράψω γι’ αυτούς, που με συγκινούν το ίδιο, εδώ στον αγαπημένο Αγιόκαμπο…


Δεν υπάρχουν σχόλια