Breaking News

Συνέντευξη

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗ LARISSANET

Άγγελος Πετρουλάκης: «Μισό αιώνα, παλεύω με τις λέξεις…»

Ο Άγγελος Πετρουλάκης μιλάει στη larissanet για τις δικές του απόπειρες
Του Λευτέρη Παπαστεργίου 

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου, παραμονή της εθνικής μας επετείου. Στη Φαρσάλων μποτιλιάρισμα από αμάξια που προσπαθούν να νικήσουν τη φθινοπωρινή ψύχρα και τον χρόνο. Στο ράδιο παίζει το «Μπλάιμπ Τροι café». Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας… «θα δούμε άραγε ξανά μαζί ποτέ/ το χιόνι του Δεκέμβρη/ απόγευμα να πέφτει…».
Σε λίγο φτάνω στο «Να με Θυμάσαι», το γνωστό εστιατόριο της Λάρισας, εκεί όπου ο Άγγελος Πετρουλάκης, συνηθίζει να περιδιαβαίνει ανάμεσα στα τραπέζια, χαρίζοντας χαμόγελο και σοφία. Του έχω ζητήσει να κάνουμε την κουβέντα μας στον προσωπικό του χώρο, κάτι που αποδέχεται με χαρά. Μου ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του, και καθόμαστε στη γωνιά του, εκεί που συνηθίζει να παλεύει με τις λέξεις, ματώνοντας νυχθημερόν για να νικήσει και να χάσει. Το γνωστό παιχνίδι των ανθρώπων που έχτισαν τη ζωή τους μέσα στα κιτρινισμένα φύλλα των βιβλίων. Των ανθρώπων που βλέπουν την γραφή, ως επάγγελμα πρωτίστως και μετά ως ανάγκη. Ή μήπως είναι το ίδιο;

Εγώ δεν είμαι της σχολής «της έμπνευσης». Είμαι της χειρωνακτικής σχολής. Αυτός που γράφει πρέπει να χτυπάει κάρτα. Να παλεύει μόνος του, κλεισμένος στο γραφείο του, ανάμεσα στα κιτρινισμένα φύλλα και στα βιβλία του, με τις λέξεις…»

Η μικρή αυτή γωνιά, πλημμυρισμένη από βιβλία, στυλογράφους πένας, πίνακες ζωγραφικής, σημειωματάρια με χειροποίητα φύλλα και πολύ καπνό, καθότι φανατικός καπνιστής ο ίδιος, αποδεικνύεται ικανή να μεταφέρει ένα πρώτο στίγμα, ακόμα και για κάποιον που θα τύχει να καθίσει δίπλα στον Άγγελο, χωρίς να γνωρίζει τη διαδρομή του. Αυτήν ακριβώς τη διαδρομή του, στον στίβο των λέξεων, ήρθα για να προσπαθήσω να βάλω σε μια σειρά, αποτυπώνοντάς την στο χαρτί. Δύσκολη δουλειά με βάρος. Όχι μόνο εξαιτίας της ιστορίας του Πετρουλάκη στον χώρο των γραμμάτων της πόλης, αλλά, πολύ περισσότερο, γιατί ο Άγγελος είναι φίλος και δάσκαλος. Μπορεί όμως να αισθάνεσαι φίλο σου έναν άνθρωπο τον οποίο δεν γνωρίζεις για δεκαετίες; Τι ρόλο παίζει ο χρόνος; Το σκέφτομαι, παρατηρώντας, με τις άκρες του ματιού μου, κάποιες παλιές εκδόσεις Ρώσων συγγραφέων, και επιλέγω να ξεκινήσω την κουβέντα μας από αυτό ακριβώς: τι είναι φίλος τελικά;
«Φίλος; Δεν ξέρω. Ακόμα ψάχνω για την απάντηση. Ξέρεις, υπάρχουν κάποιες στιγμές που μπορείς να ακουμπήσεις την ψυχή σου σε κάποιον… Κάποιες στιγμές… Ποιος όμως είναι ο ορισμός; Δεν ξέρω. Είναι πολλά πράγματα που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στον ορισμός τους: φίλος, συμπόνοια, έρωτας… Κοίτα, η λέξη «φίλος» συχνά εκπορνεύεται. Πως γίνεται, για παράδειγμα, κάποιος να δηλώνει φιλόζωος, αλλά να μην είναι φιλάνθρωπος; Το συνθετικό «φίλος» πολλές φορές έρχεται να προσδώσει στην πραγματικότητα υστεροβουλία ή άλλα χαρακτηριστικά, όλα ανθρώπινα, όλα τρωτά».
Επιλέγω να μην κάνω χρήση της αναφοράς του στη λέξη «έρωτας», γιατί είμαι σίγουρος πως θα μας πάρει χάραμα. Θέλω να πιάσω το νήμα από την αρχή. Γυρνώντας πίσω, πολλά χρόνια πίσω, στα σιτοχώραφα της Χαραυγής, εκεί που με το μάτι σου μπορούσες να δεις μέχρι και τον σταθμό των τραίνων. Πότε ξεκίνησες να γράφεις;
«Δεν θυμάμαι ακριβώς. Θυμάμαι όμως πολύ καλά, πως τέτοιες μέρες, σαν σήμερα παραμονή 28ης Οκτωβρίου, τρίτη Γυμνασίου, ανέβηκα τα σκαλιά της εφημερίδας «Ελευθερία», κρατώντας στα χέρια μου ένα διήγημα. Θυμάμαι και τον τίτλο του: “Ο θάνατος του Μανδράκου”. Εκεί βρήκα τον Βάσο Καλογιάννη, ο οποίος αφού με κοίταξε και με ρώτησε τι θέλω, μου είπε τελικά «άστο εδώ παιδί μου το κείμενό σου», και πράγματι το άφησα ανάμεσα σε μια στοίβα άλλων χαρτιών. Είναι Φθινόπωρο του 1967 και μετά από λίγες μέρες, είδα το κείμενό μου δημοσιευμένο στην εφημερίδα. Τότε η Ελευθερία είχε δυο φιλολογικές σελίδες, οι οποίες φιλοξένησαν και το διήγημά μου. Κάπως έτσι, φαίνεται, απέκτησα θράσος και κάθε εβδομάδα έγραφα και ένα διήγημα…
Δυο άνθρωποι έπαιξαν πρωταρχικό ρόλο στην πορεία μου, στον χώρο της γνώσης και των γραμμάτων, σε μια εποχή εντελώς διαφορετική από όλα όσα ζει σήμερα ένας νέος άνθρωπος. Ο Δημήτρης Κουνελάκης ήταν αυτός που με έφερε κοντά στον κόσμο της ποίησης. Μια Κυριακή, την Άνοιξη του 1968, με πάει στα Τρίκαλα και με γνωρίζει στον Μάριο Βαγιάνο, τον άνθρωπο που αφιέρωσε τη ζωή του στον Καβάφη. Εκεί, ξεκλειδώνεται για μένα, ένας νέος, γοητευτικός κόσμος. Ένας κόσμος στον οποίο οι λέξεις δεν βγάζουν το συνηθισμένο νόημα, αλλά αποκτούν άλλη βαρύτητα, δίνουν άλλες εικόνες. Ο δεύτερος άνθρωπος που βοήθησε το μυαλό μου ήταν ο Βασίλης Λιαπής, καθηγητής, καλή του ώρα.
Το 1968 ο Κουνελάκης εκδίδει τους «Προσανατολισμούς», το πρώτο λογοτεχνικό περιοδικό της Λάρισας. Με ρωτάει με τι είδος θα συμμετάσχω και του απαντώ «με ποίηση…».
Τον διακόπτω. Για ποιον γράφουμε; Για μας ή για τους άλλους;
«Η πρωταρχική ανάγκη είναι του γραφιά. Από κει και πέρα όμως το γραπτό, όταν φύγει από σένα, είναι κι αυτό ένα προϊόν, το οποίο πάει σε πολλούς. Γίνεται δικό τους. Γράφουμε λοιπόν και για μας και για τους άλλους…».

«Τι σημαίνει συγγραφέας; Ποιος σε αναγόρευσε συγγραφέα; Ποιος σε αναγόρευσε ποιητή; Ο Σεφέρης κι ο Καβάφης δεν το δήλωσαν ποτέ. Είναι ηλίθιοι να πιστεύουν πως έγιναν ποιητές ή συγγραφείς επειδή αναλώνονται στα μπαρ και κάνουν λάικ στο Facebook. Αντί να μονάσουν στο γραφείο και στις σελίδες των βιβλίων αναλώθηκαν σε παρέες. Είναι ηλίθιοι λοιπόν!»

Να σε ξαναγυρίσω σε εκείνα τα χρόνια; Πως ήταν η εποχή για έναν νέο που ήθελε να διαβάσει και να γράψει;
«(Γελάει) Μιλάμε για μια εποχή όπου στη Λάρισα δεν υπήρχαν βιβλιοπωλεία. Υπήρχαν μόνο χαρτοβιβλιοπωλεία. Βιβλία μαζεμένα βρίσκαμε μόνο στο παζάρι! Πως λοιπόν θα μπορούσε κάποιος να έχει πρόσβαση στον Εμπειρίκο ή στον Εγγονόπουλο; Ο Γιώργος Κατσίγρας τότε θα είχε σίγουρα στη βιβλιοθήκη του όλους τους σπουδαίος πεζογράφους ή ποιητές, αλλά εμείς δεν μπορούσαμε να έχουμε τέτοια πρόσβαση. Σ’ αυτό με καθοδήγησε και πάλι ο Κουνελάκης… Ζούσαμε σε μια εποχή που δεν ξέραμε από πού γεννάνε οι γυναίκες. Η δεκαετία του ’60 ήταν για μας μια εποχή ανακάλυψης συνεχώς νέων θαυμάτων…».    
Ποιο βιβλίο λοιπόν ή ποια επαφή σου με κάποιον συγγραφέα δημιούργησε το θαύμα μέσα στον δικό σου εσωτερικό κόσμο;
«Οι Προσανατολισμοί του Ελύτη. Δημιουργούν μέσα μου έκρηξη. «Έχουν μια γεύση τρικυμίας τα χείλη σου…». Και η «Αναφορά στον Γκρέκο» του Καζαντζάκη. Διαβάζω τον στίχο του Εγγονόπουλου «Τι γυρεύεις εσύ, ένας Υδραίος στη Λάρισα» και αναποδογυρίζει ο κόσμος μου. Η μάχη με τις λέξεις μεγεθύνεται…
Και πως συνεχίζεις;
Το 1971 περνάω στη Σχολή Υπαξιωματικών της Χωροφυλακής. «Το καλοκαίρι του 1971 στα Σέρβια της Κοζάνης υπηρετώ ως Υπενωμοτάρχης, κάτω από τις διαταγές ενός Μοίραρχου που πίστευε ότι είναι και η απόλυτη εξουσία. Στις βαλίτσες μου είχα πάρει σχεδόν όλα τα βιβλία που αγόραζα ως μαθητής. Από Σεφέρη μέχρι Μπρεχτ, από Ελύτη μέχρι Καντ, από Καζαντζάκη μέχρι Ντοστογιέφσκι. Στις ατελείωτες ώρες των χειμωνιάτικων βραδιών, χανόμουν στις σελίδες τους, χωρίς ν’ αντιλαμβάνομαι ότι την ίδια στιγμή προκαλούσα την οργή τόσο του διοικητή, όσο και κάποιων συναδέλφων, μια και όλοι τους υποψιάζονταν πως για να διαβάζω ήμουν κομμουνιστής. Έτσι ήμουν κάτω από μια συνεχή παρακολούθηση η οποία δεν υπήρξε άκαρπη. Βεβαίως δεν κατόρθωσαν να εξακριβώσουν επαφές μου με κομμουνιστές, γιατί δεν είχα, ανακάλυψαν όμως ότι είχα επαφές με διάφορες κοπέλες, πράγμα που σήμαινε… έγκλημα για την υπηρεσία εκείνη την εποχή. Αποτέλεσμα: Το καλοκαίρι του 1974 μια μετάθεση για λόγους πειθαρχίας σε δυσμενούς διαβιώσεως υπηρεσία, στο Βόιο, στο Σκαλοχώρι της Καστοριάς…». Στο Σκαλοχώρι των εξήντα κατοίκων, όπου ο χειμώνας άρχιζε στα μέσα του Οκτώβρη και τελείωνε στο τέλος του Μάη, όπου για μεταφορικό μέσο χρησιμοποιούσε, όπως λέει, άλογο που νοίκιασε με το μήνα, είχε το απόλυτο προνόμιο να καλλιεργεί έναν μικρό κήπο και ατελείωτες ώρες για διάβασμα. «Μπορεί κάποιες φορές να χρειαζόμουν και τέσσερις ώρες να φτάσω στην Καστοριά, αλλά πάντα επέστρεφα με κούτες από βιβλία. Τις νύχτες, που δεν περνούσαν ανάμεσα σε οπλοβαστούς και σε τρομακτικές σιωπές, η Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, αλλά και οι συγγραφείς του Μεσοπολέμου ήταν οι καλύτερες συντροφιές μου. Εκεί τα βιβλία αποκτούσαν άλλη αξία, η φωνή τους είχε άλλο χρώμα, απομακρύνοντας τη μοναξιά που μόνιμα χτυπούσε την πόρτα μου.. Δυο ολόκληρα χρόνια, 8 Αυγούστου του 1974 μέχρι 8 Αυγούστου του 1976 ήταν επίσης αρκετά για να εισχωρήσει σ’ έναν χώρο ιδιαίτερα πικρό για τη χώρα: Στα δύσκολα χρόνια του Εμφύλιου. Εκατοντάδες οι αιτήσεις για επαναπατρισμούς, εκατοντάδες οι «ατομικοί φάκελοι» με την ένδειξη «Κομμουνιστοσυμμορίτης». «Πεδίο μίσους λαμπρό και ατελείωτο», θα πει. «Μια άλλη Ελλάδα εκεί. Με τις αλήθειες να είναι πάντα μισές. Χωρίς απαντήσεις σε δραματικά ερωτηματικά. Πώς να εξηγηθούν τα ανεξήγητα; Κομμουνιστοσυμμορίτες τα 10χρονα παιδιά; Ή χαρακτηρισμένοι κομμουνιστές γιατί το τρακτέρ που αγόρασαν ήταν κόκκινο; Ένα πρωί είχα καλέσει κάποιον χωρικό να υπογράψει μια δήλωση ότι αναλάμβανε τη φιλοξενία συγγενή του που ζητούσε επαναπατρισμό από την Τασκένδη. Δεν ήξερε γράμματα να συμπληρώσει τη δήλωση. Τη συμπλήρωσα εγώ. Του την έδωσα να την υπογράψει. Έστω μια μονογραφή, μια μουτζούρα. Δεν ήξερε ούτε αυτό. Τότε θυμήθηκα πως στο φάκελό του είχε δεκάδες σημειώματα από τους παλιότερους αστυνόμους ότι διάβαζε κομμουνιστικές εφημερίδες. Απόρησα και τον ρώτησα πώς διάβαζε εφημερίδες χωρίς να ξέρει γράμματα; Γέλασε πικρά. Δε διάβαζε εφημερίδες, απλά είχε τσακωθεί με δυο – τρεις αστυνόμους που κυνηγούσαν λαγούς νύχτα με τα φώτα του τρακτέρ. Δεν μπορούσα να το πιστέψω…Δεν είναι τυχαίο που αυτή η χώρα σέρνει αγιάτρευτες πληγές…»
Πότε εκδίδεις το πρώτο σου βιβλίο;  
Το 1980. Υπογράφω το συμβόλαιό μου, δυο μέρες μετά τη γέννηση της κόρης μου. Με τα λεφτά αυτά την παίρνω από το μαιευτήριο. Ερχόμενος στη Λάρισα αναλαμβάνω το καθημερινό χρονογράφημα στην Ελευθερία. Πρώτη σελίδα στην αρχή και μετά τρίτη. Πάντα με τον ίδιο τίτλο: Μονολογώντας…, όπως και τώρα στη larissanet… To 1986 αναλαμβάνω, μετά από πρόταση του Τάκη Δημητρακόπουλου να βγάλω τις Θεσσαλικές Επιλογές. Κυκλοφορεί στις 28 Οκτωβρίου και ταυτίστηκε με μένα…
Πόσα βιβλία έχεις εκδώσει μέχρι σήμερα;
Δεκαέξι.
Ξέρω πως αυτό τον καιρό γράφεις…
Κάθε μέρα γράφω. Αυτό τον καιρό παλεύω με ένα μυθιστόρημα. Αν είμαι καλά βιολογικά μπορεί και να τελειώσει σε έναν χρόνο. Κανείς δεν ξέρει. Κανείς δεν ξέρει που μπορεί να τον οδηγήσει ένα γραπτό. Μπορεί και πουθενά… Ξέρεις, εγώ δεν είμαι της σχολής «της έμπνευσης». Είμαι της χειρωνακτικής σχολής. Αυτός που γράφει πρέπει να χτυπάει κάρτα. Να παλεύει μόνος του, κλεισμένος στο γραφείο του, ανάμεσα στα κιτρινισμένα φύλλα και στα βιβλία του, με τις λέξεις.
Τώρα όμως γράφουν όλοι…
Η πληγή σήμερα δεν είναι ότι γράφουν πολλοί. Αυτό ίσως είναι και ευτυχία. Η πληγή είναι ότι αγοράζουν τα βιβλία μόνοι τους. Για προβολή. Για να δηλώσουν ποιητές και συγγραφείς. Για να τα δωρίσουν στην γκόμενα ή στον γκόμενο… Η μεγάλη δοκιμασία είναι το ράφι του βιβλιοπωλείου. Τα βιβλία δεν δίνονται από χέρι σε χέρι. Εκεί είναι ο στίβος. Μπορείς δηλαδή να δηλώσεις ποδοσφαιριστής αν δεν μπεις να παίξεις στο γήπεδο; Μπορείς να δηλώσεις φούρναρης αν δεν ψήσεις ψωμί στο φούρνο;
Ανεβάζει τον τόνο της φωνής του, έτοιμος να εκραγεί…
Τι σημαίνει συγγραφέας; Ποιος σε αναγόρευσε συγγραφέα; Ποιος σε αναγόρευσε ποιητή; Ο Σεφέρης κι ο Καβάφης δεν το δήλωσαν ποτέ. Είναι ηλίθιοι να πιστεύουν πως έγιναν ποιητές ή συγγραφείς επειδή αναλώνονται στα μπαρ και κάνουν λάικ στο facebook. Αντί να μονάσουν στο γραφείο και στις σελίδες των βιβλίων αναλώθηκαν σε παρέες. Είναι ηλίθιοι λοιπόν!
Γελάω και ηρεμεί. Από τον υπολογιστή του γραφείου του παίζει κλασσική μουσική, «χαλί» στην κουβέντα μας. Τον ρωτάω για τη μουσική, με σκοπό να τον καταπραΰνω κι άλλο.
«Η μουσική είναι μια ερωμένη που δεν σε εγκαταλείπει ποτέ. Εσύ μπορεί να την αφήσεις. Εκείνη όχι…»
Εσύ τελικά τι είσαι;
Απόπειρες κάνω. Απόπειρες με τις λέξεις. Δεν ξέρω τι είναι ποίηση. Δεν ξέρω τι είναι έρωτας. Δεν ξέρω τι είναι φίλος, όπως σου είπα και στην αρχή…
Σηκώνομαι και τον καλώ δίπλα μου για να ξεπιαστούμε. Τα σημειωματάριό μου έχει γεμίσει λέξεις. Λέξεις που βγαίνουν από το στόμα ενός ανθρώπου που γράφει για τη ζωή, ζώντας την. «Πλέον αναμετριέμαι με την φθορά μου…» μου λέει, κοιτώντας μια παλιά του φωτογραφία. Ρουφάω εικόνες και γράμματα, τόσο αρμονικά συνδυασμένες σα να διαβάζω ένα ξεχωριστό μυθιστόρημα που γράφεται μπροστά μου. Η ώρα έχει περάσει. Αφήνω τον Άγγελο εκεί που τον συνάντησα. Στο εστιατόριο που τόσο αγαπάει. Μπαίνω στο αμάξι. Η ίδια διαδρομή από την ανάποδη. Τώρα, δεν βιάζεται κανένας…

H διαδρομή, οι εκδόσεις…

Το φθινόπωρο του 1971, στις εκδηλώσεις που διοργανώνονται για τα 150 χρόνια από την επανάσταση του 1821, κερδίζει Α΄ Πανελλήνιο Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, στην ποίηση.
Το 1981 κυκλοφόρησαν από τις «Εκδόσεις Δεδεμάδη» εφτά τόμοι με διηγήματα και νουβέλες του, που είχαν βασιστεί στα εγκληματολογικά αρχεία και χρονικά της Ελληνικής Χωροφυλακής της 25ετίας 1955-1980 με το γενικό τίτλο «Εγκλήματα στην Ελλάδα». Τα «Εγκλήματα στην Ελλάδα» είναι τα πρώτα που εισάγουν στην αστυνομική λογοτεχνία υποθέσεις που άπτονται των εγκληματολογικών χρονικών και παρουσιάζουν ρεαλιστικά την πορεία για την εξιχνίασή τους.
Έχει εκδώσει επίσης:
«ΛΟΓΟΣ πρώτος» – ποίηση (1981)
«ΛΟΓΟΣ δεύτερος» – ποίηση (1984)
«ΛΟΓΟΣ τρίτος» – ποίηση (1999)
«ΛΟΓΟΣ και αιτία για ένα ταξίδι» – ποίηση (2001)
«ΛΟΓΟΣ και αιτία για μια σιωπή» – ποίηση (2001)
«ΛΟΓΟΣ και αιτία για μια θύμηση» – ποίηση (2011)

«Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα» – μυθιστόρημα – Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ (2002)
«Κρυφοί έρωτες» – μυθιστόρημα – Εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ (2004)
«Ζωές στο κόκκινο» – μυθιστόρημα – Εκδόσεις ΓΡΑΦΗΜΑ.

Δεν υπάρχουν σχόλια