Breaking News

Το μισό του ενός στο μισό του άλλου...




              Κρυφοί έρωτες (απόσπασμα) - Σύγχρονοι Ορίζοντες

Στο σπίτι θα μπει μ’ ένα εμφανές τρέμουλο στα χείλη και θα μείνει ακίνητη στη μέση του μεγάλου χώρου με την παράξενη διαρρύθμιση κι επίπλωση. 
Προχωρά αργά μπροστά από τους πίνακες, τα ράφια με τα βιβλία, τους δίσκους και τα CD. Μπαίνει στο συνεχόμενο χώρο με το τεράστιο κρεβάτι, τους άλλους πίνακες, τα άλλα ράφια με τα βιβλία και τα πολλά-πολλά καράβια από σάπια ξύλα και σκουριασμένα σίδερα. 
Θα σταθεί μπροστά σε δυο ασπρόμαυρες φωτογραφίες, πορτρέτα γυναικών. «Οι γυναίκες της ζωής σου;», θα ρωτήσει.
Ο άντρας, πλάι της, θα χαμογελάσει αχνά.
«Η ζωή μου... αποσπασματικά. Η Βασιλική και η Ματίνα... Όχι πως υπήρξαν μόνο αυτές, αλλά αυτές, με το δικό τους τρόπο η κάθε μια, έδωσαν άλλη υπόσταση σε κάποιες περιόδους του παρελθόντος. Γι΄ αυτό και υπάρχουν...»
«Αν επιστρέψουν;»
«Δε θα επιστρέψουν... Η Βασιλική γιατί προχώρησε στη σιγουριά μιας καλά οργανωμένης οικογένειας με αρραγή κοινωνική ταυτότητα και δεδομένα μη αναστρέψιμα... Η Ματίνα γιατί έχτισε την ψυχούλα της με μιαν άλλη ευαισθησία που ξεπερνά το χωρόχρονο που γνωρίζουμε...»
«Πόσο τις αγάπησες;»
«Άγνωστο... Ή μάλλον τις αγάπησα με διαφορετική ένταση. Η Βασιλική έφυγε αφήνοντας πίσω της μιαν απόγνωση, που πια έγινε ήρεμη λύπη. Η Ματίνα δραπέτευσε ξέροντας πως η ελευθερία υπήρχε αλλού κι όχι πλάι μου... Έγινε ευχάριστη θύμηση...»
«Και μετά;»
«Το μετά είναι απροσδιόριστος χρόνος... Ένα συνεχές παρόν, που μέχρι να το συνειδητοποιήσεις κυλά στο παρελθόν... Συχνά έχω την αίσθηση πως δεν υπάρχει παρόν, αλλά μόνο παρελθόν και μέλλον... Αν και κάποιες φορές σκέφτομαι πως ούτε μέλλον υπάρχει, αφού για να υπάρξει κάτι πρέπει να έχει βιωθεί και μόνο ό,τι υπάρχει στο παρελθόν έχει βιωθεί...
»Το μέλλον -λέω- μπορεί να είναι κατάσταση αναμενόμενη, όχι όμως και υπάρχουσα...»
Πρόσωπο με πρόσωπο.
Ανάμεσά τους αυτός ο ζεστός άνεμος που γαληνεύει τις αισθήσεις.
Χωρίς καμιά ένταση, χωρίς κανένα ρίγος.
Με μια γαλήνη απέραντη.
Τα χέρια θ’ αγκαλιάζουν τα σώματα, τα χείλη θα βρουν τα άλλα χείλη. Οι γλώσσες θ’ ακουμπήσουν τρυφερά η μια στην άλλη.
Τα ρούχα που πέφτουν αργά στο πάτωμα αφήνουν γυμνά τα σώματα.
Χαϊδεύει με τις άκρες των δαχτύλων της τις γκριζαρισμένες τρίχες του στήθους του.
Εκείνος, τους λείους ώμους της.
Περνά τα δάχτυλά του στα μαλλιά της.
Φιλά τη βάση του λαιμού της. Φιλά τα στήθη της... περιμετρικά. Φιλά τις ρώγες της.
Γονατίζουν μπροστά στο τζάκι.
Δάχτυλα που προχωρούν αναγνωριστικά εξερευνώντας τοπία άγνωστα. Σαν τον επισκέπτη που ξαναγυρίζει σε τόπο γνώριμο από παλιά και ανακαλύπτει άλλον τόπο. Ή σαν τον ταξιδιώτη που ξέρει πως έχει ξανακάνει πριν χρόνια την ίδια διαδρομή, αλλά ήταν τόσο γρήγορο το πέρασμα και τόσες οι αλλαγές του τοπίου ώστε τα πάντα του  αποκαλύπτονται πρωτόγνωρα.
Οι αισθήσεις ενεργοποιούν τη μνήμη. Θέλουν να την αφυπνίσουν. Προσπαθούν να την πείσουν ότι αυτές οι σάρκινες επιφάνειες έχουν ξανασυναντηθεί και έχουν περάσει η μια μέσα στην άλλη.
Εκείνος ενεργοποιεί αγγίγματα που δεν είναι βέβαιος πως ήταν εκείνα που αφύπνιζαν τις δικές της αισθήσεις ή κάποιας άλλης, που όπως κι αυτή πέρασε γρήγορα απ’ τη ζωή του.
Εκείνη δε μένει στο παρελθόν. Δεν την ενδιαφέρουν εκείνες οι μνήμες. Είναι άλλη, μια άλλη γυναίκα, μια άλλη ιστορία, που δε θέλει να έχει σχέση με το χθες. Το παρελθόν μπορεί να της ανήκει, αλλά δεν είναι αυτό που καθορίζει τη ζωή της.
Εκείνος προχωρά διστακτικά. Σε κάθε άγγιγμα ψάχνει ν’ ανακαλύψει την αντίδραση. Το σώμα του γίνεται ολόκληρο μια ανησυχία, ένας εμφανέστατος δισταγμός.
Εκείνη αδιαφορεί για όλα. Ξεδιπλώνει επιθυμίες και διεκδικεί την ηδονή από τον άντρα. Όλα τα κύτταρα του σώματός της ανοίγουν διάπλατα για να περάσουν ανάμεσά τους οι εντάσεις του έρωτα.
Βλέπει το σώμα του σαν λεωφόρο και θέλει να τρέξει πάνω του με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Το στόμα της αναζητεί το φύλο του και η γλώσσα της εξερευνεί κάθε νεύρο που ξεχωρίζει κάτω από την επιδερμίδα. Του προσφέρει το δικό της και κινείται με δύναμη πάνω του. Τον οδηγεί σε κάθε είσοδο του κορμιού της, τον ξεναγεί σε κάθε έξαρση, αλλά και σε κάθε κοιλότητα.
Τα ήρεμα αγγίγματα δίνουν τη θέση τους σ΄ ένα διαρκώς αυξανόμενο πάθος. Οι κυματισμοί των σωμάτων γίνονται τρικυμιώδεις. Οι ήρεμες ανάσες, λαχάνιασμα και οι ψίθυροι βογκητά.
Τα σώματα γυαλίζουν από τον ιδρώτα.
Τα σώματα παραφρονούν.
Τα σώματα κλαίνε λυγμικά.
Μιλούν την ίδια διάλεκτο.
Τρέχουν με την ίδια ταχύτητα.
Και καταρρέουν μαζί.
Ξέπνοα.
Το μισό του ενός στο μισό του άλλου. Τα υπόλοιπα δυο μισά διάσπαρτα.
Ώρα μετά τα δάχτυλά τους θα πλεχτούν.
Θα σώματα θα πάρουν θέση πλάι στο άλλο και τα χείλη θα μισανοίξουν για να αγγίξουν κάποιες σταλαγματιές ιδρώτα που υπάρχουν κάτω από τα βλέφαρα, στο σαγόνι, στο πίσω μέρος των αυτιών.
Εκείνος θα συρθεί αργά ως το στερεοφωνικό συγκρότημα και θα βάλει ένα απ’ τα αγαπημένα του CD. Η συγκλονιστική μουσική από το «Ταξίδι στα Κύθηρα» της Ελένης Καραΐνδρου γεμίζει το χώρο.
Γυρίζει κοντά της και της μιλά για την κούραση που νιώθει τελευταία, για τα όσα πια δεν τον αγγίζουν, για το ενδεχόμενο να περιορίσει τις δραστηριότητές του. Της λέει πως νιώθει σαν κάποιον, που ενώ τρέχει, αντιλαμβάνεται ξαφνικά ότι δεν ξέρει το υπόλοιπο της διαδρομής και πού βρίσκεται το τέλος της. Της δείχνει την στοίβα με τις εφημερίδες πάνω στο γραφείο του και της εξομολογείται τον προβληματισμό του για το τι αποτελεί και τι αντιπροσωπεύει αυτός σ’ όλη αυτή τη διαδικασία της ζωής.
Τον ακούει σιωπηλή με το βλέμμα της καρφωμένο στις φλόγες των ξύλων που καίγονται στο τζάκι.
Μικρές πύρινες γλώσσες, όμοιες μ’ αυτές που πυρπολούσαν πριν λίγο το σώμα της.
Τον ακούει να της λέει πως τα χρόνια δεν πέρασαν χωρίς κόστος από πάνω του, όπως άλλωστε στον καθένα. Και πως μετανιώνει γιατί δεν είπε ποτέ σε γυναίκα: θέλω να φτάσουμε στο γάμο. Δεν ήταν ο γάμος ούτε καν θολό τοπίο στα μάτια του, ούτε η ελάχιστη απ’ τις προοπτικές του.
Τον καλεί πλάι της.
Ζητά να τη χαϊδεύει, ενώ της μιλά.

Δεν υπάρχουν σχόλια