Δεν ήξερα πόσο θ' αργούσαν οι άνοιξες - ΛΟΓΟΣ τρίτος - Α23.
Δεν ήξερα πόσο θ’ αργούσαν οι άνοιξες,
πόσο αργό θα είταν το βήμα του ήλιου
και περίμενα...
Σκυμμένος στα κάγκελα,
κοιτώντας τα φώτα της πολιτείας
περίμενα...
Περίμενα
δαγκώνοντας τη γλώσσα μέχρι που να ματώσει,
τραγουδώντας πως όπου νά ’ναι θά ’ρθεις,
να κοκκινίσουν τα χείλη σου,
να σβήσεις τα κρύα φώτα
τα μαλλιά σου στα μάτια μου τυλίγοντας...
Δεν ήξερα πόσο θ’ αργούσαν οι άνοιξες,
ούτε και πως κάθε αναλγησία
έχει το δικό της αλφάβητο.
Σκυμμένος στα κάγκελα
ζωγράφιζα στο σκοτάδι
τα χνάρια των βημάτων σου
και της επιστροφής τους ήχους.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου