Tο Ίλιον του έρωτα και του θανάτου για μένα
Ανάμεσα στις ερειπωμένες λέξεις και στα αποσιωπητικά σχηματοποιείται η διαίσθηση για την έλευση ενός ακόμα χειμώνα. Μυρίζω το ρούχο σου, που ανακάλυψα ξεφυλλίζοντας παλιούς ημεροδείχτες και βεβαιώνομαι πως οι νύχτες ταρίχευσαν καλά τις εικόνες σου.
Κλείνω το παράθυρο και συν-ομιλώ με τις ακίνητες φιγούρες των κάδρων, με τον Ηλία που ταξίδεψε άωρα και τις κόκκινες πινελιές που σκιάζουν το πρόσωπό του.
Σε στάχτες μέσα
ανακαλύπτω ένα τραγούδι
κι ένα καψαλισμένο φτερό...
Πλημμύρισαν κόκκινο οι ρωγμές του χρόνου.
Θα υπάρχεις - μ’ ακούς; - το ουρλιάζω τις νύχτες,
που γυρίζω σαν λύκος στο σκοτάδι των έρημων δρόμων,
ρινηλατώντας την απουσία σου.
Παραφρονώ, μιλώ με τ’ ασχημάτιστα
και προχωρώ με τα χέρια στην έκταση,
- σχήμα του σταυρού -
σώμα εσταυρωμένο στην απέλπιδα δύση μου.
Εκτροχιασμένες θύμησες
κι επιστροφές εκεί όπου υποπτεύομαι
πως ανασαίνεις τη νύχτα.
Σε κόγχη ερειπωμένης εκκλησίας
ανακαλύπτω τα μάτια σου
και κρατώ το δάκρυ σου μόνο
και νιώθω πως σ’ έχω εγώ
κι όχι οι άλλοι που κρατάνε το γέλιο σου
και νιώθω πως σ’ έχω μονάχα εγώ,
που ξέπλυνα το αίμα και τη σκόνη απ’ τα πόδια σου.
Το άδειο πουκάμισο της Ελένης για κείνους,
το Ίλιον του έρωτα και του θανάτου για μένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου