Breaking News

Ξαναθυμόμαστε την ανατρεπτική Γιουρσενάρ


ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
---------------------------------------
Από τον Άγγελο Πετρουλάκη
---------------------------------------



Marguerite Yourcenar:


Εκδόσεις ΑΓΡΑ



Το 1980 έγινε η πρώτη γυναίκα μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, απόφαση που συνάντησε αρκετές αντιδράσεις, εξαιτίας τής δηλωμένης ομοφυλοφιλίας της.
Το λογοτεχνικό έργο της, συνδυάζει την ευρηματική της γραφή με την λεπτότητα της διεισδυτικότητας, τον κοσμοπολίτικο αέρα με την ευρυμάθεια, και τις μεταφυσικές σκέψεις με τον φιλοσοφικό στοχασμό.
Γόνος πλούσιας αριστοκρατικής οικογένειας είχε το προνόμιο της κατ’ οίκον διδασκαλίας στις αρχές τού 20ού αιώνα. Η μητέρα της πέθανε νωρίς και η μικρή Μαργκερίτ μεγάλωσε με γκουβερνάντες, ενώ αραιά και που χαιρόταν την πατρική στοργή. Στα 18 της γνώριζε άπταιστα αρχαία ελληνικά και λατινικά.
Η Γιουρσενάρ έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη για τον ελληνικό πολιτισμό, τον αρχαίο και τον σύγχρονο. Γνώριζε την ελληνική μυθολογία και επέστρεφε συχνά, τόσο στον πολιτισμό τού Παρθενώνα, όσο και στους Έλληνες της εποχής της.
Στενή φίλη με την εκδότρια Ιωάννα Χατζηνικολή και του Ανδρέα Εμπειρίκου, το 1979 επιμελήθηκε την ανθολογία ελληνικής ποίησης «Το στεφάνι και η λύρα» και εξέδωσε το δοκίμιο «Κριτική παρουσίαση του Κ. Π. Καβάφη».
Η είσοδός της στο λογοτεχνικό στερέωμα έγινε το 1929 με το μυθιστόρημα «Αλέξης», στο οποίο δηλώνεται η αποδοχή τής ομοφυλοφιλίας. Το πρωταγωνιστικό πρόσωπο είναι ένας νεαρός που παρά τον γάμο του δεν καταφέρνει να καταπνίξει τις ομοφυλοφιλικές επιθυμίες του. Στο θέμα αυτό επανέρχεται και στο επόμενο μυθιστόρημα, το «Χαριστική βολή» (1939). Επίσης, ανιχνεύονται οι ίδιες απόψεις και στο κορυφαίο πεζογράφημά της «Αδριανού Απομνημονεύματα» (1951), μια μυθιστορηματική βιογραφία τού Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού. Το ιστορικό μυθιστόρημά της «Έργο στα κρυφά» (βιογραφία ενός φανταστικού προσώπου, του Ζήνωνα, αλχημιστή και λόγιου του 16ου αιώνα), τιμήθηκε με το Βραβείο Φέμινα.

Το «Anna, soror...» (Άννα, αδελφή μου) είναι νουβέλα, με θέμα την ερωτική ιστορία μεταξύ δύο αδελφών, του Μιγκέλ και της Άννας. στην Νάπολη, μετά το 1575.
Τα δυο αδέλφια μεγαλώνουν στον προστατευμένο παράδεισο που τους εξασφαλίζει η γαλήνια και στοργική μητέρα τους, Βαλεντίνη, η οποία ζει κυριολεκτικά έγκλειστη από τον σύζυγό της, που υπήρχε ως κανόνας στην κοινωνική ζωή της εποχής. Αναγέννηση στις Τέχνες δεν σήμαινε και αναγέννηση στα ήθη και στις σχέσεις των ανθρώπων.
«Απορροφημένος από τη φιλοδοξία και τις κρίσεις θρησκευτικής υποχονδρίας, ο σύζυγός της, ο οποίος την παραμελούσε, την είχε ουσιαστικά εγκαταλείψει μετά τη γέννηση του γιου, του δεύτερου τέκνου τους. […] Πίσω από εκείνη τη μάσκα, τις στιγμές της κατάπτωσης όπου κανείς ανοίγεται στον ίδιο του τον εαυτό, ο Ντον Αλβάρε είχε τη φήμη πως προτιμούσε τις Μαυριτανές πόρνες, τις χάρες των οποίων παζαρεύει κανείς στη συνοικία του λιμανιού με τις αφέντρες των καταγωγίων… […] Η Ντόνια Βαλεντίνη ουδέποτε θορυβήθηκε. Σύζυγος άμεμπτη, δεν απέκτησε ποτέ της εραστές…»
Στη σκιά αυτής της μητέρας, η οποία διαβάζει Φαίδρο και Συμπόσιο, μεγαλώνουν τα δυο αδέλφια, με την παιδεία τους να κινείται γύρω από τον Κικέρωνα και τον Σενέκα. Η αρχαιολατρία τής Γιουρσενάρ, που τοποθετεί την εξέλιξη του μύθου στην Καλαβρία, εμφανίζεται και σ’ αυτό το βιβλίο της, υπαινικτικά, καθώς, αναφερόμενη στους κατοίκους της περιοχής, σημειώνει:
«Οι πιο εγγράμματοι εξ αυτών, όσοι είχαν μερικά χρόνια σπουδών στη Νώλα ή στη Νάπολη, αναπολούσαν την εποχή κατά την οποία ο τόπος αυτός ήταν έδαφος ελληνικό, σπαρμένο μάρμαρα, θεούς κι όμορφες γυμνές γυναίκες…»
Όμως το επαρκώς ελεγχόμενο περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουν τα δυο αδέλφια, δεν τα εμποδίζει να ονειρεύονται αλλιώς.
«Η Άννα (κόρη) απεχθανόταν το Κακό, ενίοτε όμως, στο μικρό εικονοστάσι όπου προσευχόταν, μπροστά στο θέαμα της Μαγδαληνής που λιγοθυμά στα πόδια του Χριστού, συλλογιζόταν πως θα πρέπει να είναι ηδονικό να σφίγγει κανείς την αγκαλιά του ό,τι αγαπά και πώς η αγία οπωσδήποτε φλεγόταν από την επιθυμία να τη στήσει στα πόδια της ο Ιησούς…»
Παράλληλα, η βάσανος θεριεύει και στην ψυχή τού Μιγκέλ. Εντυπωσιάζεται από τα αρχαία ερείπια, αλλά και τα αρχαία ήθη, για τα οποία του μιλά η μητέρα του. Περπατώντας «σε μια κιονοστοιχία πλάι στη θάλασσα» και, καθώς βάδιζε «μέσα στα χαλάσματα, των οποίων αγνοούσε το όνομα», με μόνη γνώση ότι εκείνοι, οι αρχαίοι άνθρωποι «…είχαν ζήσει δίχως την αγωνία της αβυσσαλέας Κόλασης κάτω από κάθε βήμα», βασανίζεται από την αιμομικτική ιστορία τού Καύνου, τον οποίο ερωτεύθηκε η δίδυμη αδελφή του Βυβλίς. Εκείνος έφυγε μακριά της, στην Καρία, ενώ η Βυβλίς κρεμάστηκε από μια βελανιδιά (σύμφωνα με άλλη παράδοση [Παυσανίας Ζ 5, 10], η Βυβλίς αποπειράθηκε να πέσει από ένα ψηλό βράχο, αλλά την έσωσαν οι Νύμφες, οι οποίες τη μεταμόρφωσαν σε ομώνυμη πηγή, από όπου κυλούσε νερό σαν τα δάκρυα της κόρης, το Βυβλίδος δάκρυον).
«Γιατί άραγε σκεφτόταν αυτόν τον Καύνο, ενώ τον ίδιο δεν τον είχε ακόμη κανείς πλησιάσει ερωτικά;»
Όταν η Βαλεντίνη πεθαίνει στα 37 της, τα παιδιά της θα μείνουν έρμαια απέναντι στον μεταξύ τους πόθο. Ο Μιγκέλ αναστατώνεται διαβάζοντας στη Βίβλο την ιστορία τού Αμνών, γιου τού Δαβίδ, που είχε ασελγήσει πάνω στην ετεροθαλή αδελφή του Θημάρ. Πλέον είναι απόλυτα βέβαιος για τον έρωτά του προς την Άννα, αλλά και για την «…οικουμενική δύναμη της σάρκας».
Η Γιουρσενάρ ‘‘κεντά’’ στην κυριολεξία τις αποχρώσεις τών συναισθημάτων που κυριεύουν τα δυο αδέλφια, απαλλάσσοντάς τα, όμως, από κάθε χυδαιότητα.
«Δεν έβαζε (ο Μιγκέλ) πια εμπόδιο στις νυχτερινές ονειροφαντασίες. Περίμενε με ανυπομονησία αυτή την κατάσταση ημιδιαύγειας του πνεύματος, στα πρόθυρα του ύπνου· αφηνόταν στα όνειρά του, με το πρόσωπο χωμένο στα μαξιλάρια. Ξυπνούσε με τα χέρια να καίνε, άσχημη γεύση στο στόμα σαν μετά από πυρετό, κι εμφανώς πιο χαμένος απ’ ό,τι την προηγουμένη».
Ο Μιγκέλ δεν θα χρειαστεί να βιάσει την Άννα, όπως ο Αμνών την Θημάρ, αφού για την Άννα είναι ολόκληρη η ύπαρξή της. Θα φύγει, όπως ο Καύνος, μακριά της, μπαρκάροντας με ένα πολεμικό καράβι που κυνηγά πειρατές και θα βρει τον θάνατο σε μια ναυμαχία. Ο πατέρας του, σε μια στιγμή κρίσης, θα δηλώσει: «Αυτός είναι ένας ωραίος θάνατος».
Ο επιτάφιος αποχαιρετισμός τής Άννας αποκαλύπτει το ιδιαίτερο ύφος τής Γιουρσενάρ, η οποία κρατά διακριτικά την ένταση του πόνου:
«Η σορός του Ντον Μιγκέλ ξεφορτώθηκε το σούρουπο, εναποτέθηκε προσωρινά στη μικρή εκκλησία του Αγίου Ιωάννη της Θάλασσας, όχι μακριά από το λιμάνι. Ήταν ένα βράδυ του Ιουνίου, κάπως ομιχλώδες, αποπνικτικό και γλυκό. Φτάνοντας η Άννα, αφού είχε πέσει η νύχτα, διέταξε να της ανοίξουν το φέρετρο.
»Μερικοί πυρσοί φώτιζαν την εκκλησία. Μια ορατή πληγή στην αριστερή πλευρά γέννησε στην Άννα την ελπίδα ότι ο αδελφός της δεν υπέφερε πολύ. Αλλά πώς να το ξέρει κανείς;;;
[…]
»Η Άννα συλλογιζόταν πως τούτο το σχεδόν διαλυμένο σώμα θα συνέχιζε να αποσυντίθεται ανάμεσα σ’ αυτές τις σανίδες, και πως ζήλευε τα σκουλήκια. Ετοιμάζονταν να ξανακαρφώσουν το φέρετρο. Η Άννα έψαξε κάτι δικό της που θα μπορούσε να κλείσει μέσα σ’ αυτό. Δεν είχε σκεφτεί να φέρει λουλούδια.
»Είχε περασμένο γύρω απ’ τον λαιμό ένα ωμοφόριο από το όρος Καρμέλ. Ο Μιγκέλ το είχε πολλές φορές φιλήσει την ώρα της αναχώρησής του. Το έβγαλε και το ακούμπησε στο στήθος του αδελφού της…»
Ο βουβός πόνος θα συνοδεύει έκτοτε την ζωή τής Άννας. Η Γιουρσενάρ θα ολοκληρώσει την νουβέλα της σκιαγραφώντας το περιβάλλον μέσα στο οποίο θα πορευτούν η ίδια, ο πατέρας της, τα πρόσωπα που με τον έναν ή άλλο τρόπο συνδέθηκαν μαζί τους, εξαγνίζοντας συνάμα έναν αιμομικτικό έρωτα που ξεπλύθηκε με την θυσία τού ενός…

Αγιόκαμπος Λάρισας, 2 - 7 - 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια