Η ιστορία που γίνεται λογοτεχνία...
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
---------------------------------------
Από τον Άγγελο Πετρουλάκη
---------------------------------------
«Όταν μια
πληγή είναι μεγάλη,
είναι
αδύνατον να τη μετατρέψεις σε κάτι
που μπορεί να
ειπωθεί.
Ούτε καν να
γραφτεί δεν είναι δυνατόν…»
Μάικλ
Οντάατζε:
Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗΣ
Ο Μάικλ
Οντάατζε έγινε ευρύτερα γνωστός όταν
το μυθιστόρημά του «Ο Άγγλος ασθενής» μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο (1996),
κερδίζοντας εννιά Όσκαρ. Τέσσερα χρόνια πριν (1992), το μυθιστόρημα είχε
μοιραστεί το βραβείο «Μπούκερ», με το μυθιστόρημα «Ιερή Πείνα» του Barry
Unsworth. Όμως, το 2018, που τα βραβεία Μπούκερ θεσπίζουν ένα Χρυσό Βραβείο για
τα πενήντα χρόνια του θεσμού, το ξανακερδίζει.
Ακολούθησαν άλλα βιβλία. Πλέον έχουμε στα χέρια μας το
τελευταίο του, «Φώτα πολέμου», το οποίο ανασυνθέτει μια πτυχή τού Β΄ Παγκοσμίου
πολέμου στην Αγγλία, ξεκινώντας από το τέλος του, το 1945. Είναι η
αυτοβιογραφία ενός νέου ανθρώπου, που το 1945, στα 14 του, εγκαταλείπεται, μαζί
με την 16χρονη αδελφή του, από τους γονείς του, οι οποίοι αναθέτουν την
επιμέλειά τους σε άγνωστους, με όχι και τόσο καθαρό βίο. Τα παιδιά γνωρίζουν
ότι η μητέρα τους ακολούθησε τον σύζυγό της στην μετάθεσή του σε σοβαρό
κυβερνητικό πόστο στην Ασία. Επίσης, από σκόρπιες συζητήσεις, ήξεραν πως η
μητέρα τους, είχε παίξει κάποιον ρόλο στον πόλεμο, πράγμα που έκανε τον μικρό
Ναθάνιελ ν’ αναρωτιέται αν «τα όμορφα λευκά της μπράτσα και τα λεπτά της
δάχτυλα είχαν σκοτώσει;». Τα πράγματα περιπλέκονται όταν τα παιδιά
ανακαλύπτουν πως η μητέρα τους δεν έχει τελικά συνοδεύσει τον πατέρα τους στην
Ασία, αλλά ζει στην Αγγλία, κρυπτόμενη.
Η αφήγηση του Ναθάνιελ ακολουθεί τα ερωτηματικά που
γεννιούνται στο μυαλό ενός 14χρονου, στο μισοκατεστραμμένο Λονδίνο τής εποχής.
«Ήταν η εποχή των φαντασμάτων του πολέμου: γκρίζα
κτίρια, χωρίς φώτα τη νύχτα· τα αμπαρωμένα τους παράθυρα εξακολουθούσαν να είναι
καλυμμένα με τις σκούρες μπλε κόλλες της συσκότισης, εκεί που κάποτε υπήρχαν
τζάμια. Ένιωθες πως η πόλη ήταν ακόμη τραυματισμένη, αβέβαιη για τον εαυτό της.
Σου επέτρεπε ν’ αγνοείς τους κανόνες. Τα πάντα είχαν καταστρατηγηθεί· τα πάντα είχαν ήδη συμβεί…»
Ο
Οντάατζε δουλεύει την αφήγησή του
χωρίς ν’ ακολουθεί την γραμμική χρονική σειρά τών γεγονότων. Στόχος του είναι
μέσα απ’ αυτά να συμπληρώνει με ολοένα και περισσότερα στοιχεία τους
χαρακτήρες. Μέσα από συνεχείς υπαινιγμούς περιγράφει ρόλους ελάχιστα
αναγνωρίσιμους. Το αίνιγμα μητέρα κρύβει μέσα του μια υπερδραστήρια κατάσκοπο,
που κάτω από ακραίες συνθήκες υπηρετεί την πατρίδα της, αλλά και την αλήθεια.
Δύσκολος ρόλος σε μια εποχή όπου τα πάντα ήταν ρευστά και οι συγκρούσεις
εξοντωτικές.
Για τον αφηγητή, όταν περιγράφει την πρώιμη ηλικία
του, όλα αυτά είναι ένας άγνωστος τόπος. Θ’ αρχίσει να βρίσκει απαντήσεις, όταν
το Αγγλικό κράτος, ως ενήλικα πλέον, του εμπιστεύεται μια επιτελική θέση στον
πολύπλοκο κόσμο τής κρατικής κατασκοπείας, όπου θα έχει τη δυνατότητα να
εξερευνήσει τα αρχεία και να εντοπίζει ψηφίδες από την δράση τής μητέρας του.
Μαζί μ’ αυτές τις ψηφίδες θ’ ανακαλύψει κάτι ιδιαίτερα σημαντικό. Ο άνθρωπος,
στον οποίο τον είχαν εμπιστευτεί, μαζί με την αδελφή του, οι γονείς του, ήταν
εντεταλμένος, από την μητέρα του, να τον προστατεύει. Κοντά και γύρω του,
υπήρχαν και άλλοι με τον ρόλο αυτό. Τότε, όμως, στην πρώιμη ηλικία, ζούσε μέσα
στην άγνοια, άγνοια για το κάθε τι. Και η μύησή του στη ζωή, προχωρούσε εντελώς
ανορθόδοξα.
«Όταν, λίγες εβδομάδες αργότερα, έβγαλα τα ρούχα μου
πλάι σ’ αυτό το κορίτσι πάνω σε μια φθαρμένη μοκέτα, μέσα σ’ ένα άδειο σπίτι,
διαπίστωσα ότι δεν ήξερα το μονοπάτι που οδηγούσε σ’ εκείνη. Ό,τι γνώριζα για
το πάθος ήταν ακόμα αφηρημένο, ένας αγώνας δρόμου μετ’ εμποδίων, με κανόνες που
δεν είχα μάθει ακόμα. Τι ήταν σωστό και τι όχι; Ήταν ξαπλωμένη δίπλα μου, αλλά δεν
μου είχε παραδοθεί. Ένιωθε κι εκείνη νευρικότητα; Το δραματικό στοιχείο της
στιγμής δεν είχε σχέση τόσο μ’ εμάς όσο με την κατάσταση…
[…]
»Εκείνη την εποχή οι έφηβοι ήμασταν ακινητοποιημένοι
σ’ αυτό που νομίζαμε ότι ήδη ήμασταν, σε μια προσωπικότητα που υποτίθεται θα
έμενε απαράλλαχτη για πάντα. Ήταν μια αγγλική αντίληψη, η ασθένεια εκείνων των
καιρών…»
Πολύ αργότερα, ενήλικος πια, ο αφηγητής, κοιτάζοντας
προς τα πίσω, θα πει για την ζωή του εκείνα τα γκρίζα χρόνια:
«Οικιακή και σχολική ζωή ήταν αυστηρά διαχωρισμένες.
Όταν είμαστε νέοι δεν ντρεπόμαστε τόσο για την πραγματικότητα μέσα στην οποία
ζούμε, όσο φοβόμαστε μήπως οι άλλοι την ανακαλύψουν και την κρίνουν».
Η ενηλικίωση του γιου/αφηγητή γίνεται απότομα, όταν
εναντίον του επιχειρείται δολοφονία, προκειμένου οι επίδοξοι δολοφόνοι να
εκδικηθούν την πράκτορα μητέρα του (γνωστή με το κωδικό όνομα Βιόλα), η οποία
είχε ανακαλύψει σφαγές αμάχων από παρακρατικούς στα Βαλκάνια. Τότε ανακαλύπτει
για πρώτη φορά και τον σημαντικό ρόλο τής μητέρας του, ρόλος πληρωμένος με
μεγάλες θυσίες. Αυτό θα τον κάνει ν’ αποφανθεί:
«Ό,τι αναζητάμε πάντα, είναι η χαμένη αλληλουχία μιας
ζωής…»
Η ανακάλυψη έρχεται όταν για πρώτη φορά βλέπει τα
σημάδια μιας από τις δοκιμασίες της:
«Ώσπου μια μέρα γύρισα σπίτι νωρίς από τη δουλειά και
μπήκα στην κουζίνα όπου εκείνη με σηκωμένα τα μανίκια, έτριβε με σύρμα μια
κατσαρόλα στον νεροχύτη. Πρέπει να πίστευε πως ήταν ολομόναχη και ως εκ τούτου
ασφαλής. Πρέπει να πίστευε πως ήταν ολομόναχη και ως εκ τούτου ασφαλής. Σχεδόν
πάντα φορούσε μια μπλε ζακέτα· νόμιζα πως δεν την αποχωριζόταν επειδή ήθελε να κρύψει
πόσο αδύνατη ήταν. Τώρα είδα μια σειρά από μελανιές ουλές, όμοιες με χαρακιές,
από κάποιο μηχανικό κηπουρικό εργαλείο στον φλοιό ενός δέντρου, χαρακιές που
σταματούσαν αιφνίδια, θαρρείς αθώα, εκεί που τελείωναν τα λαστιχένια γάντια που
φορούσε για να προστατέψει τα χέρια της από τα απορρυπαντικά. Ποτέ δεν θα
μάθαινα πόσες ακόμη ουλές υπήρχαν στο
σώμα της, όμως μπροστά στα μάτια μου υπήρχαν αυτές εδώ οι γκριζοκόκκινες,
χαραγμένες στην απαλή σάρκα του μπράτσου της, τεκμήριο των χρόνων που είχε
λείψει από κοντά μας. Δεν είναι τίποτα, μουρμούρισε. Απλώς ο δρόμος των μικρών
στιλέτων…»
Η ζωή
κάποιων ανθρώπων στην υπηρεσία τής πατρίδας.
Σ’ αυτό το τεντωμένο σκοινί βάδισε η μητέρα του Ναθάνιελ, μόνο που αυτές τις αλήθειες,
ο Ναθάνιελ, θα τις ανακαλύψει πολύ μετά. Ο συγγραφέας γίνεται περισσότερο
σαφής, όταν ξεσκεπάζει μια ιστορική αλήθεια: «Οι Βρετανοί δεν ήταν οι μόνοι που
θέλησαν να αποκρύψουν ορισμένες βρόμικες αλήθειες του πολέμου. Στην Ιταλία, οι
ναζί είχαν καταστρέψει τις καμινάδες του εργοστασίου Ριζιέρα ντι Σαν Σάμπα της Τεργέστης,
μιας μονάδας επεξεργασίας ρυζιού την οποία είχαν μετατρέψει σε στρατόπεδο
συγκέντρωσης, όπου χιλιάδες Εβραίοι, Σλοβένοι, Κροάτες και αντιφασίστες
πολιτικοί κρατούμενοι είχαν βασανιστεί και εκτελεστεί. Ομοίως δεν έχουν
διατηρηθεί τα αρχεία των ομαδικών τάφων στις ασβεστολιθικές καταβόθρες των
λόφων πάνω από την Τεργέστη, όπου οι Γιουγκοσλάβοι παρτιζάνοι ξεφόρτωναν τα
πτώματα όσων είχαν εναντιωθεί στην κατάληψη εξουσίας από τους κομμουνιστές,
ούτε τα ονόματα των χιλιάδων εκτοπισμένων που εξοντώθηκαν στα γιουγκοσλαβικά
στρατόπεδα συγκέντρωσης. Υπήρξε μια εσπευσμένη αποφασιστική καταστροφή των αποδείξεων
από όλες τις πλευρές. Οτιδήποτε αμφιλεγόμενο ή γινόταν κομματάκια από μυριάδες
χέρια. Έτσι αρχίζει ο αναθεωρητισμός στην ιστορία…»
Ο αναθεωρητισμός, όμως, ισχύει και για τις σχέσεις των
παιδιών με τους γονείς. Η αλήθεια βρίσκεται και πάλι στο κλίμα κινδύνου που
επισκιάζει τη ζωή των γονιών. Ξέροντας πως οι ζωές τους απειλούνται από όσους
ξεσκέπασαν ως εγκληματίες, απομακρύνονται από τα παιδιά τους, προκειμένου να
διαφυλάξουν την ζωή εκείνων. Αυτή η αλήθεια εμφανίζεται κραυγαλέα, όταν η
μητέρα, εντοπίζεται εν τέλει από τους διώκτες της και δολοφονείται.
«Αν μεγαλώσεις μέσα στην αβεβαιότητα, συναλλάσσεσαι με
τους ανθρώπους μέρα τη μέρα, αν όχι ώρα την ώρα. Δεν σε απασχολεί τι πρέπει ή
τι θα έπρεπε να θυμάσαι απ’ αυτούς. Είσαι μόνος με τον εαυτό σου. Κι έτσι μου
πήρε πολύ χρόνο ώσπου ν’ αρχίσω να βασίζομαι και, ανασκευάζοντάς το, να βρω
έναν τρόπο να το ερμηνεύσω…
[…]
»Μου πήρε καιρό για να καταλάβω ότι έπρεπε ν’ αγαπήσω
τη μητέρα μου για να καταλάβω ποια ήταν τώρα, και τι πραγματικά υπήρξε. Ήταν
δύσκολο…»
Η κηδεία τής μητέρας του, όμως, ανοίγει ακόμα έναν
δρόμο στην προσπάθειά του ν’ ανακαλύψει την πλήρη ταυτότητά της. Μια
συγκλονιστική πτυχή ανοίγεται μπροστά του. Όχι πλέον πώς ήταν η μητέρα του ως
κορυφαίος μυστικός πράκτορας, αλλά ως γυναίκα.
Συνεχείς ανατροπές δίνουν στο μυθιστόρημα την διάσταση
μιας συγκλονιστικής ιστορίας. Όλα ισορροπούν μέσα από την υπαινικτικότητα της γραφής,
κάτι που χαρακτήριζε και τον «Άγγλο ασθενή».
Ο αναγνώστης καθηλώνεται όσο το βιβλίο πλησιάζει στο
τέλος του, με τα θανάσιμα μυστικά να εμφανίζονται μέσα από την διάφανη θλίψη
που σημαδεύει τους μεγάλους έρωτες. Όλα έχουν την εξήγησή τους:
Αγιόκαμπος Λάρισας, 19 - 6 - 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου