Breaking News

Φέρτε ούζο τού Τυρνάβου…


ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΕΤΡΟΥΛΑΚΗΣ


Νίκος Κατσάρος: Η κορυφή είναι δική του!




«Φέρτε ούζο του Τυρνάβου, να καθίσω και να πιω…»,
λέει το τραγούδι «Στης Λαρίσης το ποτάμι»,
του Γιώργου Μητσάκη, που έγινε γνωστό
με την ερμηνεία του Σπύρου Ζαγοραίου,
στην αρχή της δεκαετίας του ’60 (1963).
Να ήξερε, άραγε, ο Γιώργος Μητσάκης,
όταν έγραφε αυτόν τον στίχο,
πως το «ούζο» είναι όντως παιδί τού Τυρνάβου;
Ή οι γνώσεις του να περιορίζονταν, απλά, στο ότι
στον Τύρναβο υπήρχε μεταξύ άλλων και παραγωγή ούζου;
Και όμως, το ούζο είναι παιδί τού Τυρνάβου
και μάλιστα της οικογένειας Κατσάρου…


Τον Νίκο Κατσάρο τον συνάντησα πριν δεκατρία χρόνια, όταν θέλησα να γνωρίσω ποιος ήταν ο παραγωγός τού ούζου «Τζιβαέρι».
Ήταν ένα ούζο εντελώς διαφορετικό από τα γνωστά τής Μυτιλήνης, που με δελέαζε τόσο με την πλούσια γεύση του, όσο και με την έκρηξη αρωμάτων όταν ερχόταν σ’ επαφή είτε με λίγο πάγο, είτε με ελάχιστο παγωμένο νερό.
Του ανάφερα ότι το επώνυμο «Κατσάρος» μου θύμιζε ένα κατάστημα με ποτά, στην οδό Βενιζέλου, πασίγνωστο στη Λάρισα της δεκαετίας τού ’60. Χαμογέλασε. «Της οικογένειας μου ήταν. Εγώ είμαι η 4η γενιά», μου απάντησε.
Σταδιακά γνώρισα και τα άλλα προϊόντα τού αποστακτηρίου του, το τσίπουρο και τα διάφορα ηδύποτα. Τερψιλαρύγγια ποιήματα για ώρες ιδιαίτερα ανθρώπινες με φίλους αγαπημένους, αλλά και για μοναχικές ώρες, ακούγοντας το adagio μιας σονάτας τού Μπετόβεν με την γεύση μιας «μαστίχας Κατσάρου».
«Γίνεται ακόμα πιο ωραία η ζωή έτσι…», ισχυρίζεται η Μαίρη.


Η ιστορία τής οικογενείας του ταυτίζεται με την ιστορία τού ούζου. Ενός προϊόντος απόσταξης που κατάγεται από τον Τύρναβο. Η δε ιστορία τού Νίκου Κατσάρου είναι η ιστορία τής αναγέννησης μιας παράδοσης, που δεν έμεινε στα στενά τοπικά όρια της περιοχής και, όπως κάποτε τα νήματα του Τυρνάβου έπαιρναν τον δρόμο για την Μασσαλία, αυτή πήρε τον δρόμο για την ξενιτειά, δημιουργώντας την δική της αγορά.
Θα έλεγα, ακόμα, πως η ιστορία τού ούζου Τυρνάβου και της οικογένειας Κατσάρου έχει κάτι από τον μαγικό ρεαλισμό που συναντάμε στην λογοτεχνία τής Λατινικής Αμερικής.
Τύρναβος 1856. Τα σύνορα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, με την συμφωνία τού Λονδίνου το 1830, είναι κάπου στον Δομοκό. Ο Τύρναβος ανήκει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η ζωή στο χωριό, τότε, του Τυρνάβου μάλλον ανέπνεε την μονοτονία μιας υπαίθρου, που δεν γνώριζε τι συνέβαινε κάποια χιλιόμετρα μακριά της, στην Κριμαία για παράδειγμα όπου μαινόταν ο πόλεμος Ρωσίας – Τουρκίας, ή στον Πειραιά, όπου αποβιβάστηκε βρετανικό άγημα, απαιτώντας την κατοχή των τελωνείων της Σύρου, της Αθήνας, του Πειραιά και της Καλαμάτας, ή και στην Ήπειρο και στα Άγραφα, όπου σαλεύουν άκαρπα κάποιες επαναστατικές ομάδες. Η μοναρχία τού Όθωνα είχε ήδη αρχίσει να κλονίζεται. Ο Άγγλος πρέσβης στην Αθήνα σερ Τόμας Γουάιζ εκφράζει τις βρετανικές διαθέσεις απέναντι στον Όθωνα εντελώς ξεκάθαρα, σε υπόμνημά του προς το Foreign Office: «Η καμαρίλα του Όθωνα πρέπει να διαλυθεί είτε οριστικώς είτε προσωρινώς…» Ο πρώτος βασιλιάς τής χώρας, σε λίγα χρόνια, θα εγκατέλειπε τον θρόνο του.
Οι αλλαγές που συντελούνται τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην Ελλάδα δεν φτάνουν (ή φτάνουν με μεγάλη καθυστέρηση) μέχρι τον Τύρναβο, όπου οι Έλληνες κάτοικοί του ασχολούνται με την σηροτροφία, την αμπελουργία και τα σταμπωτά.


Σ’ εκείνον τον Τύρναβο, με τους «ευθύμους, ημέρους, φιλοκάλλους και εραστάς τής πολυτελείας» Τυρναβίτες, όπως τους περιγράφουν χρονικογράφοι τής εποχής (Σπυρίδων Παγανέλλης και Ζωσιμάς Εσφιγμενίτης), κυριαρχεί η παραγωγή τού τσίπουρου, αλλά και οι πειραματισμοί για τον εμπλουτισμό του με διάφορα αρωματικά φυτά.
Παραπροϊόν τής οινοποίησης των σταφυλιών, το τσίπουρο, αφού η οικιακή οικονομία επέβαλε την αξιοποίηση των πάντων. Ο Έλληνας της υπαίθρου δεν ήξερε την λέξη «πετάω». Από τα έντερα των αρνιών έκανε γαρδούμπες, κοκορέτσι, από τα κεφάλια των βοοειδών και των χοιρινών έκανε πατσά, από τα στέμφυλα το τσίπουρο. Μόνο που στον Τύρναβο προτιμούσαν την διπλή απόσταξη, το οποίο, όπως διαβάζουμε στα «Θεσσαλικά Χρονικά», του 1935, «εις τον Τύρναβον λέγεται και ρακί, είναι δε εξαιρετικής ποιότητος διότι παρασκευάζεται εκ διπλής αποστάξεως. Απ’ αυτό προήλθε κατόπιν ειδικής κατεργασίας και προσθήκης κατά την τελευταίαν απόσταξιν, εκτός γλυκανίσου και μαστίχας, και πολλών άλλων αρωματικών ουσιών εις αναλογίας γνωστής μόνο εις δυο οικογενείας, Κατσάρου και Δομενικιώτη, το ονομαστόν προϊόν ούζο. Ατυχώς ο Τύρναβος και οι ανωτέρω οικογένειαι δεν εφρόντισαν εγκαίρως να κατοχυρώσουν το εκλεκτόν τούτο προϊόν του Τυρνάβου δια της αποκλειστικότητος της ονομασίας, καθ’ ο είχαν δικαίωμα, και σήμερον φέρουν το αυτό όνομα ευρύτατα εις την κατανάλωσιν εισαχθέντα κατασκευάσματα προερχόμενα εξ απλής εν ψυχρώ αναμίξεως οινοπνεύματος, ύδατος και γλυκανισελαίου…»
Ιδού λοιπόν η εμφάνιση του ονόματος της οικογένειας Κατσάρου, ως μια από τις δυο που είχαν δική τους συνταγή για την παραγωγή τού άριστου ούζου. Αυτό το άριστο ούζο χαρίζει στον Ζήση και Νίκο Κατσάρο βραβείο κατά την Δ΄ Ζάππειο Ολυμπιάδα, το 1889.


Αλλά από πού η ονομασία «ούζο»; Καταφεύγω και πάλι στα «Θεσσαλικά Χρονικά» του 1959, αντλώντας την παρακάτω πληροφορία:
«Ο αείμνηστος καθηγητής Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς επισκεφθείς ως δημοσιογράφος κατά το 1896 την Θεσσαλίαν και θρηνήσας και αυτός με την σειρά του την παρακμήν του Τυρνάβου, της άλλοτε πόλεως των σοφών και της βιομηχανίας, μας παρέδωσε την πολύτιμον πληροφορίαν πόθεν ετυμολογείται η λέξις ούζο, η αντικαταστήσασα το τσίπουρο. Την πληροφορίαν αυτήν μεταφέρομεν επί λέξει: ‘‘Διότι είναι από τσίπορον, ως και ελέγετο πρότερον περιέχον 22 μόνον βαθμούς οινοπνεύματος, μετωνομάσθη δε εις ούζο εκ του εξής επεισοδίου. Εν Θεσσαλία τα’ αποστελλόμενα εις Μασσαλίαν κουκούλια ήσαν πάντοτε τα εκλεκτότερα και άριστα, διά να διακρίνονται δε τα κιβώτια επεγράφετο επ’ αυτών μεγάλοις γράμμασι uso Massalia, προς χρήσιν δηλαδή της Μασσαλίας. Έτυχε λοιπόν ποτέ, ιατρός τις παρά τη τουρκική Υπηρεσία, Αναστάς-μπέης καλούμενος, όστις παρεπιδήμει εν Τυρνάβω τότε, να πίη εκ του οινοπνευματώδους τούτου ποτού, τοσούτον δ’ εθέλχθη ώστε περιχαρής και έξαλλος ανεφώνησε: Μα τούτο φίλοι μοι είναι ούζο Μασσαλίας. Τοιαύτης δηλαδή λαμπράς ποιότητος ποτόν! Και έκτοτε από στόματος εις στόμα καθιερώθη η παρωνυμία και το τσίπουρο εβαπτίσθη εις ούζο’’».
Την ιστορία αυτή επιβεβαιώνει και ο αείμνηστος Αχιλλεύς Τζάρτζανος σ’ ένα μελέτημά του, το 1932, το οποίο περιλαμβάνεται στο βιβλίο που εξέδωσε ο γιος του Νάσος Αχ. Τζάρτζανος με τίτλο «Αχ. Τζάρτζανου: Άρθρα και Μελετήματα», με κάποιες παραλλαγές στο όνομα του «νονού». Ο «νονός» μπέης, γιατρός στον Τύρναβο, είχε πιει απόσταγμα που είχε παρασκευάσει ο Νίκος Κατσάρος…
Όπως και να έχει, το ούζο γεννήθηκε στον Τύρναβο και μια από τις οικογένειες που διακρινόταν για τα εκλεκτά ούζα της ήταν η οικογένεια Κατσάρου, η οποία αργότερα δραστηριοποιήθηκε και στην Λάρισα, αλλά και στην Θεσσαλονίκη, με καταστήματα που πωλούσαν τα προϊόντα της.
Από κάποιο σημείο και μετά ήρθε η παρακμή και ο μαρασμός. Ο Νίκος Κατσάρος, χάνει τον πατέρα του στα 13 του. Η μητέρα του αγωνίζεται να τον αναστήσει, αλλά και να κρατήσει ζωντανή την ημιθανή επιχείρηση. Ο Τύρναβος την θαυμάζει για το πείσμα της.
Ο Νίκος Κατσάρος θυμάται τα χρόνια τής φτώχειας ως εφιαλτικά χρόνια. Μέσα απ’ αυτόν τον εφιάλτη ξεπήδησε η σφοδρή επιθυμία και το πείσμα του, όχι απλά ν’ αναστήσει ό,τι θεωρούνταν από καιρό πεθαμένο, αλλά να κάνει κάτι μεγάλο και θαυμαστό.


Η μητέρα του γνώριζε την μυστική συνταγή, ποια αρωματικά φυτά το εμπλούτιζαν το εκλεκτό απόσταγμα και σε ποιες αναλογίες, και η καθοδήγησή της υπήρξε πολύτιμη. Το αποτέλεσμα του εγχειρήματός του υπήρξε εξαιρετικό. Και το ένστικτό του τον οδήγησε στον δρόμο που οι παλιοί Τυρναβίτες ήξεραν καλά: Τις αγορές τού εξωτερικού.
Πώς τις ξεκλειδώνεις, όμως; Πώς τολμάς να προτείνεις κάτι άγνωστο, εσύ ένας άγνωστος, σε αγορές με χιλιάδες αλκοολούχα προϊόντα απ’ όλον τον κόσμο; Πώς μπαίνεις στα ονομαστά εστιατόρια του Παρισιού και των άλλων ευρωπαϊκών πόλεων, άγνωστος και φτωχός Τυρναβίτης, με ελάχιστες γνώσεις ξένων γλωσσών; 

Θάρρος και θράσος. Με την γυναίκα του Ζωή και δυο βαλίτσες ο καθένας, ξεκινούν τα ταξίδια. Μισές μέρες τού μήνα στο εξωτερικό· ανοίγοντας μια μια τις πόρτες. Ρίσκο στο ρίσκο. Σκαλί το σκαλί. Με ένα μόνο πλεονέκτημα: Την ποιότητα του προϊόντος.
Είχαν προηγηθεί κάποια ταξίδια στα ελληνικά νησιά, όπου και η αποθέωση του ελληνικού καλοκαιριού, που αγαπάει το ούζο. Άλλο, όμως, να μιλάς με ανθρώπους που γνωρίζουν την γλώσσα σου και άλλο με Γάλλους, Βρετανούς, Γερμανούς, Κινέζους, Ρώσους…
Η προσπάθεια εξαντλητική, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια. Το άγνωστο τρομάζει. Όμως το πείσμα και η πίστη στην ανωτερότητα των αποσταγμάτων που παράγει, φέρνουν θαυμαστά αποτελέσματα.
Πλέον για τον Νίκο Κατσάρο, μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα και χωρίς υπερβολή, ότι κατέκτησε τις ξένες αγορές. Η σχεδόν ανελλιπής παρουσία του από όλες τις σχετικές εκθέσεις σε διεθνές επίπεδο, είναι το εφαλτήριο για ένα νέο βήμα, ένα άνοιγμα, σε μια νέα αγορά.

Αυτό που εντυπωσιάζει, καθώς κάποιος συζητά μαζί του, είναι η ακλόνητη πίστη πως ως Έλληνες έχουμε μοναδικά πλεονεκτήματα να κοιτάξουμε κατάματα τον διεθνή ανταγωνισμό, έστω και χωρίς την στοργική συμπαράσταση του κράτους. Είναι η γη, είναι το κλίμα και είναι η έμφυτη ανησυχία μας να βγούμε πέρα από τα γεωγραφικά όρια της χώρας. Το τελευταίο έχει τις ιστορικές του καταβολές. Τα κοντινά μας Αμπελάκια και ο Τύρναβος, στους σκοτεινούς καιρούς τής Οθωμανικής σκλαβιάς, ευημερούσαν οικονομικά εξάγοντας τα νήματά τους στην Ευρώπη. Μήνες ολόκληροι ταξιδιού, με ζώα και με ιστιοφόρα πλοία, δεν αποτελούσαν εμπόδιο στην αποστολή τών προϊόντων τους στην Μασσαλία, την Τεργέστη, την Βιέννη και αλλού.
Ένα ακόμα στοιχείο, ιδιαίτερα αξιομνημόνευτο, είναι πως σε όλες τις προσπάθειες και σε όλα τα ταξίδια του Νίκου Κατσάρου, αναπόσπαστο κομμάτι του αποτελεί η σύζυγός του Ζωή, μια γυναίκα πλημμυρισμένη από ζωή (όπως το εκφράζει και το όνομά της) και λάμψη. 

Τζιβαέρι… Πολύτιμο πετράδι δηλαδή. Πασίγνωστο από το δημώδες τραγούδι τής Δωδεκανήσου, που το ερμήνευσαν περιώνυμοι καλλιτέχνες και αγαπήθηκε πολύ. Συνδεμένο με την ξενιτειά, που εκφράζει τον πόνο τής επανένωσης του γονιού με τον ξενιτεμένο.
«Τζιβαέρι»…
Πολύτιμο πετράδι στο περιδέραιο που κοσμεί τον αγαλματένιο λαιμό της αποσταγματοποιίας τού Νίκου Κατσάρου. Ένα περιδέραιο με χάντρες μαλαματένιες, η μια λαμπρότερη από την άλλη. Όλες με την εξαιρετική εκμετάλλευση των χυμών τού σταφυλιού, με κυρίαρχη την ποικιλία τού Μοσχάτου Αμβούργου, η οποία ευδοκιμεί σχεδόν αποκλειστικά στην περιοχή τού Τυρνάβου.
Η εμπειρία των 164 χρόνων της πορείας της εκφράζεται μέσα από τις ετικέτες: «Ούζο Τυρνάβου Κατσάρος», «JIVAERI OYZO», «Τσίπουρο Τυρνάβου Οικογενείας Κατσάρου» (με ή χωρίς γλυκάνισο), «JIVAERI TSIPOURO», «Tsipouro Παλαιωμένο - Κατσάρος», με τριών ετών παλαίωση.

Τις εκλεκτές παραγωγές τού Νίκου Κατσάρου συμπληρώνει μια σειρά εξαιρετικών λικέρ, που σαγηνεύουν τον ουρανίσκο. Είναι τα:
«Melon Liqueur», με άρωμα πεπονιού. «Mastiha Liqueur», με έντονο άρωμα μαστίχας. «Coco Liqueur» με το εξωτικό δροσερό άρωμα καρύδας. «Banana Liqueur», με το γλυκύτατο άρωμα μπανάνας. «Rose Liqueur», με πλούσιο, βελούδινο άρωμα ανθισμένου τριαντάφυλλου. «9 Fruits Liqueur», με εντυπωσιακό άρωμα εννιά φρούτων και το «Watermelon Liqueur» με το απόλυτα δροσιστικό άρωμα του καρπουζιού.
Ο κόσμος των οινο-ποιημάτων τού Νίκου Κατσάρου συμπληρώνεται με το γλυκόπιοτο, βελουδένιο και αρωματικό «Κονιάκ ΚΑΤΣΑΡΟΣ 5 αστέρων», που διεκδικεί με μεγάλες αξιώσεις τους φίλους του ευγενικού αυτού ποτού.


164 χρόνια δημιουργικής διαδρομής δεν είναι λίγα. Αρκετά περισσότερα από την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο νεότευκτο κράτος, πολύ περισσότερα από αυτά άλλων επιχειρήσεων.
Ο Νίκος Κατσάρος πορεύεται όχι, όμως, με την ευθύνη αυτής της ιστορικής διαδρομής, αλλά με την επίγνωση ότι για να κατακτήσεις έστω μια κορυφή πρέπει να κουραστείς πολύ και να καταθέσεις  ανυπολόγιστο μόχθο στην επιδίωξη της ποιότητας. Ο ανταγωνισμός στις διεθνείς αγορές απαιτεί ποιότητα, δεν είναι κάτι που το ξεπερνάς, είτε με τη διαφημιστική προβολή τών προϊόντων, είτε με γνωριμίες. Και όταν είσαι από την Ελλάδα, από μια μικρή πολιτεία όπως ο Τύρναβος, ακόμα πιο δύσκολα.
Η ανάσταση της πάλαι ποτέ θαλερής επιχείρησης και η ανάδειξή της σε μια κραταιά παραγωγική και εξαγωγική μονάδα είναι δικό του έργο. Είναι αυτό που λέμε απλά, την πήρε από το μείον και την έφτασε στην κορυφή. Δεν του αξίζουν απλά συγχαρητήρια και πανελλήνια αναγνώριση, αλλά πολλά περισσότερα…



 Λάρισα, 10/6/2020.



Δεν υπάρχουν σχόλια