Όταν η Ιστορία γίνεται ελκυστικό μυθιστόρημα
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
---------------------------------------
Από τον Άγγελο Πετρουλάκη
---------------------------------------
Άρης
Σφακιανάκης:
«Η σκιά του
Κυβερνήτη»
Εκδόσεις: «ΚΕΔΡΟΣ»
Η ιστορία,
όταν γίνεται μυθιστόρημα, αποτελεί
επικίνδυνο χώρο, γιατί το μυθιστόρημα δεν απευθύνεται στους ειδικούς περί την
Ιστορία, αλλά σε κοινούς αναγνώστες, που ενδεχομένως να μην γνωρίζουν ούτε μια
σελίδα της, παρά μόνο τίτλους. Αυτοί οι αναγνώστες θα διδαχτούν Ιστορία από το
μυθιστόρημα, που σημαίνει πως αν ο συγγραφέας δεν έχει σταθεί υπεύθυνα απέναντί
της, θα διδαχτούν λάθος Ιστορία. Και αυτό είναι μέγα αμάρτημα για έναν
συγγραφέα, ο οποίος δεν έχει κανένα δικαίωμα να παραπλανεί, ακόμα κι αν
ισχυρίζεται πως το μυθιστόρημα αποτελεί μυθοπλασία. Η μυθοπλασία οφείλει να
σέβεται την ιστορία. Τουλάχιστον αυτή είναι η προσωπική μου άποψη, όχι ως
ειδικός (που δεν είμαι), αλλά ως κάπως συστηματικός αναγνώστης.
Τις σκέψεις αυτές τις έχω κάνει πολλές φορές. Είναι
πολλά τα μυθιστορήματα που, είτε είναι καθαρά ιστορικά, είτε εμπεριέχουν
στοιχεία ιστορίας. Το «Η σκιά του
Κυβερνήτη» είναι ιστορικό μυθιστόρημα και είναι το δεύτερο που γράφει ο Άρης Σφακιανάκης με αυτόν τον
χαρακτήρα. Το πρώτο του, το «Έξοδος»
(Κέδρος, 2016), με είχε εκπλήξει. Τον γνώριζα από διαφορετικές γραφές του. Ήταν
απρόσμενο, για μένα, που είχε καταπιαστεί με το μαρτυρικό Μεσολόγγι. Και όχι
μόνο είχε καταπιαστεί, αλλά είχε κατορθώσει να συνθέσει ένα εξαιρετικό
μυθιστόρημα, ζωντανεύοντας μια ιδιαίτερα σκληρή σελίδα της Επανάστασης του
1821.
Πλέον, ενώπιον του νέου μυθιστορήματός του, «Η σκιά του Κυβερνήτη», με τον
Καποδίστρια στο εξώφυλλό του.
Στους πολλούς
είναι γνωστός ο Καποδίστριας ως ο πρώτος Κυβερνήτης της ελεύθερης Ελλάδας, που δολοφονήθηκε.
Σε όχι τόσους πολλούς, είναι γνωστοί και οι δολοφόνοι
του, ο Κωνσταντίνος και ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, αδελφός και γιος του Πετρόμπεη
Μαυρομιχάλη, αντίστοιχα. Η δολοφονία έγινε το πρωί τής 27ης Σεπτεμβρίου 1831,
την ώρα που ο Καποδίστριας έμπαινε στον ναό τού Αγίου Σπυρίδωνα, για να
εκκλησιαστεί. Ο Κωνσταντίνος εκτελέστηκε λίγη ώρα μετά το έγκλημά του. Ο
Γεώργιος συνελήφθη, δικάστηκε και εκτελέστηκε λίγες μέρες αργότερα.
Η οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων είχε προσφέρει πολλά
στον επαναστατικό αγώνα. Ένας γιος τού Πετρόμπεη, ο Ηλίας, είχε σκοτωθεί το
1822 στην Στύρα Ευβοίας, μαχόμενος κατά των Τούρκων. Άλλος γιος του, ο Ιωάννης,
τραυματίστηκε βαριά, στο Νιόκαστρο της Πύλου, μαχόμενος κατά του Ιμπραήμ, στις
14 Απριλίου 1825 και πέθανε λίγες μέρες μετά από τα τραύματα του στην
Κυπαρισσία.
Ήταν μια οικογένεια που είχε προσφέρει πολλά, αλλά και
που απαιτούσε πολλά, όταν η Ελλάδα ελευθερώθηκε. Τα απαιτούσε από έναν άνθρωπο,
που δεν είχε να δώσει τίποτα το υλικό, παρά μόνο ηθικές αξίες και αρχές για το
πώς μπορεί να στηθεί ένα κράτος δικαίου από το πλήρες μηδέν. Αυτά, δηλαδή, που
δεν τα χωρούσε ο νους τών Μαυρομιχαλαίων, οι οποίοι είχαν την νοοτροπία τών
κοτζαμπάσηδων. Ο Καραγάτσης, δεκαετίες πριν, μας έχει δώσει εξαιρετικό πορτρέτο
τού Κοτζάμπαση με τον «Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου».
Αυτά, για να δώσω σε κάποιους αναγνώστες, το ιστορικό
πλαίσιο της εποχής και κάποια από τα χαρακτηριστικά του, γιατί δεν σκοπεύω να
κάνω αναλυτική παρουσίαση της μυθοπλασίας, πράγμα που θα αφαιρέσει από τον
αναγνώστη την ευχαρίστηση του ταξιδιού μέσα στις σελίδες τού βιβλίου.
Η εμφάνιση
κάθε νέου βιβλίου πρέπει να είναι σαν
την εμφάνιση ενός νέου κόσμου. Αν αυτόν τον κόσμο τον παρουσιάσει κάποιος στον
αναγνώστη, του στερεί την χαρά να τον ανακαλύψει ο ίδιος. Ο αναγνώστης καλείται να γνωρίσει αυτόν τον κόσμο, να
τον δεχτεί ή να τον αρνηθεί, να ταυτιστεί μαζί του ή όχι, να ταξιδέψει στους
κάμπους και στα βουνά του. Γιατί, κάθε νέο βιβλίο είναι κι ένα ταξίδι. Το
εύρος τού ταξιδιού εξαρτάται από δυο παράγοντες: Από τον μύθο που επιλέγει ν’
αναπτύξει ο συγγραφέας και από τις προσδοκίες τού αναγνώστη.
Ο συγγραφικός κόσμος τού Σφακιανάκη πάντα είχε ένα
ιδιαίτερο γνώρισμα. Την κίνησή του σε δυο επίπεδα. Το πραγματικό και το
φανταστικό. Με εργαλεία τον σαρκασμό, την ειρωνεία, το χιούμορ, έτσι ώστε ακόμα
και το πιο τραγικό να μην δημιουργεί ζοφερές ατμόσφαιρες.
Με τη δική
του γραφή, αυτή που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως προσωπικό στιλ Σφακιανάκη,
ανάλαφρη γραφή, υπαινικτική, αφηγείται γεγονότα ιδιαίτερα πικρά, που
διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην συγκρότηση του ελληνικού κράτους.
Ακολουθεί την πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Επινοεί έναν
αφηγητή, κάποιον που παρακολουθεί στενά την ζωή τού Κυβερνήτη από την στιγμή
που παίρνει το καράβι για να έρθει από την Ιταλία στην Ελλάδα και που ο
Καποδίστριας τον διορίζει σωματοφύλακά του. Το επώνυμό του «Σκοτεινός», όπως σκοτεινός
είναι και ο ρόλος του. Το όνομά του Πέτρος, όπως του πιστού μαθητή τού Ιησού,
που όμως τον αρνήθηκε…
Έτσι, ο Πέτρος Σκοτεινός θ’ αφηγηθεί τα γεγονότα. Μέσα
από την δική του αφήγηση θα περάσουν οι περιπέτειες του Κυβερνήτη, τα σχέδια
και τα όνειρά του, οι αντιδράσεις που προκάλεσε, ο ανεκπλήρωτος έρωτάς του, οι
συγκρούσεις του με τα προσωπικά συμφέροντα αγωνιστών, που από ήρωες έγιναν
δολοφόνοι, αλλά και εθνοκτόνοι.
Τα πρόσωπα
που έγραψαν και μαύρες σελίδες τής Επανάστασης, πλάι στις δικές τους ολόλαμπρες, όπως ο Μιαούλης, ο
Κουντουριώτης και άλλοι, αλλά και άλλα πρόσωπα, όπως ο Γρίβας, ο Μαυροκορδάτος,
ο Κωλέττης, ο Μακρυγιάννης, ο
Κολοκοτρώνης, ο Κασομούλης, έρχονται να συναντήσουν τον αναγνώστη, το καθένα με
την δική του συμμετοχή, έτσι ώστε να σχηματίσει μια επαρκή εικόνα εκείνων των
ταραγμένων χρόνων.
Παπαρηγόπουλος, Τρικούπης, Κόκκινος και άλλοι
ιστορικοί των πρώτων χρόνων φρόντισαν να συγκροτήσουν μια ιστορία με πολλές
δάφνες, ηρωισμούς, θυσίες. Και καλά έκαναν. Δεν μπορούσες εκείνη την εποχή να μιλήσεις για καπάκια, αληπασαλήδες,
αρβανίτες και ανθρώπινα πάθη. Ήρθαν, όμως, με την πάροδο του χρόνου, άλλοι
ιστορικοί και παρουσίασαν και άλλες σελίδες, όχι για να μειώσουν την αξία και
τους ηρωισμούς τών αγωνιστών, αλλά να δώσουν ολόκληρη την αλήθεια, η οποία
είναι και διδακτική. Έτσι ο Σφακιανάκης δεν διστάζει να περιγράψει την
πυρπόληση του ελληνικού στόλου από τον Μιαούλη, όπως και τις συνωμοσίες που
στήνονταν για την εξολόθρευση του Κυβερνήτη. Παραθέτω το απόσπασμα που
περιγράφει το ανοσιούργημα του Μιαούλη:
«Η φρεγάτα
Ελλάς, η ναυαρχίδα του ελληνικού στόλου, και η κορβέτα Ύδρα είχαν μόλις
ανατιναχτεί. Μαζί τους και άλλα μικρότερα πλοία του στόλου μας έγιναν γρήγορα
παρανάλωμα χάρη στα επιδέξια χέρια των Υδραίων πυρπολητών που είχαν γεμίσει με
μπαρούτι τον κόλπο του Πόρου.
»Την ίδια
στιγμή που η φρεγάτα Ελλάς βυθιζόταν αργά στα γεμάτα ξύλα και συντρίμμια νερά –
μια φρεγάτα που είχε κατασκευαστεί στην Αμερική με χρήματα του εθνικού δανείου
του 1824 και είχε διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο στην Επανάσταση -, την ίδια ώρα
που οι φωτιές έτρωγαν τα υπόλοιπα πλοία και μαύροι καπνοί ανέβαιναν στον
ουρανό, την ίδια εκείνη στιγμή ο Μιαούλης διέφευγε κωπηλατώντας γοργά, κάτω από
τις συνεχείς ριπές των ρωσικών πλοίων στη γειτονική Ύδρα…»
Όμως, ο
Σφακιανάκης, θέλησε (και πέτυχε) να
στήσει ένα ελκυστικό μυθιστόρημα, εισάγοντας ένα σημαντικό στοιχείο: Τον έρωτα
για την γυναίκα. Το είχε κάνει και στην «Έξοδο»
αυτό. Ο αφηγητής, εκεί, υποδουλώνεται στα ερωτικά καλέσματα που εκπέμπει στο
σώμα της Λένιας. Ζει την Έξοδο μέσα απ’ αυτήν. Γι’ αυτόν η Έξοδος είναι παράλληλα
και η είσοδος στο σώμα της, το κεράτωμα του Κίτσου Τζαβέλα και που ούτε γραφήν και ανάγνωση ήξερε, ούτε
πως ν’ αποθεώσει το σώμα μια γυναίκας.
Στο «Η σκιά του
Κυβερνήτη» ο αφηγητής δηλώνει ερωτευμένος με μια γυναίκα, που τον έχει
καταστήσει υποχείριό της και πράκτορα του Μέτερνιχ. Αυτό δεν τον εμποδίζει να
ορέγεται άλλες, όμορφες γυναίκες, έτσι ώστε οι περιπέτειες του ήρωά του, να
είναι σαν την ανάλογη ποσότητα του αλατιού, που νοστιμίζουν το φαγητό. Σε απόλυτη
ισορροπία, όμως, με την περιγραφή – αφήγηση των ιστορικών στοιχείων. Το
υποστηρίζω: Ο Άρης Σφακιανάκης είναι ένα
μάστορας της αφήγησης, ώριμος, καλός δουλευτής ιστοριών.
Σαρκασμός,
ειρωνεία, χιούμορ. Σε κάθε βιβλίο τού
Άρη Σφακιανάκη τα συναντούμε σε διαφορετικές
εκδοχές. Στο «Δεν ήξερες… δεν ρώταγες»,
ο Παρθένιος αμφισβητεί και αμφισβητείται. Η ελεγεία του γάμου γίνεται μαύρη
φάρσα. Οι άντρες, λέει, «αναγκάστηκαν να
εφεύρουν τον Θεό για να επιβάλουν τη δική τους τάξη πραγμάτων. Ύστερα πέρασαν
δια πυρός και σιδήρου, θέλοντας να αποδείξουν ότι Θεός δεν υπάρχει (ή, έστω,
ότι έχει πεθάνει)». Στο «Η σκιά του
Κυβερνήτη» θα τα χρησιμοποιήσει για να στήσει τον τυχοδιωκτικό χαρακτήρα
τού αφηγητή, απόλυτα επιτυχημένα. Θα χρησιμοποιήσει επίσης και τον Κανέλλο Δεληγιάννη,
τον Μακρυγιάννη και τον Κασομούλη, ανασύροντας από την μνήμη μου τόσο τη συζήτηση
«Περί ελληνικότητας» που είχαν εμπλακεί ο Γιώργος Σεφέρης και ο Κωνσταντίνος
Τσάτσος στην χαραυγή της δικτατορίας τού Μεταξά, όσο και ένα απόσπασμα του
ημερολογίου τού Ιωάννη Μεταξά:
«Αν θέλετε να
γράψετε έργα βιώσιμα, πηγαίνετε κατ’ ευθείαν ν’ αντλήσετε τις εμπνεύσεις σας
από την μεγάλην αστείρευτον πηγή που λέγεται λαϊκή ψυχή. Τα πρότυπά σας δεν
πρέπει να είναι τύποι ξενίζοντες, που δεν έχουν αυθύπαρκτον ζωήν και η ζωή τους
είναι μίμησις, αλλά πρέπει να είναι τύποι και μορφές γνησίως ελληνικές. Πρέπει
να πάτε όσο μπορείτε πιο κοντά στο λαό που μοχθεί, που χαροπαλεύει, που
χαροπαλεύει και ν’ ακούσετε όλη την κλίμακα των συναισθημάτων του, από την
ευτυχία ως την δυστυχία, από το κλάμα ως το γέλιο».
Όμορφα λόγια, γόνιμα. Τα είπε όμως ένας δικτάτορας, ο Ιωάννης
Μεταξάς (Προσωπικό του ημερολόγιο, Δ΄
1960, σ. 841).
Ο Άρης Σφακιανάκης, με τα δικά του λόγια, θα πει, μέσα
από μια απάντηση του αφηγητή Πέτρου Σκοτεινού, στην εξ ημισείας ερωμένη του
(την άλλη μισή κατέχει ο Μέτερνιχ), πως:
«…εδώ γίνεται
ένα πείραμα σπουδαίο: να φτιαχτεί μια χώρα από την αρχή…
»Πρόκειται
ουσιαστικά για τη γέννηση ενός έθνους, ενός έθνους που ήταν σκλαβωμένο αιώνες
ολόκληρους. Ενός έθνους που αποτελείται από φυλές ανάμικτες. Που έχει θεσμούς
τούρκικους κι έθιμα λογιών λογιών. Και που μέσα σε όλα αυτά προσπαθεί να βρει
τη δική του ταυτότητα…»
Ανακεφαλαιώνοντας, θα χαρακτηρίσω το «Η σκιά του Κυβερνήτη»
ολοκληρωμένο μυθιστόρημα, που παρά το ιδιαίτερο σκληρό του θέμα, διαβάζεται
ευχάριστα, κρατώντας το ενδιαφέρον τού αναγνώστη μέχρι την τελευταία σελίδα.
Λάρισα,
3/3/2020
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου