Breaking News

Άξιος διάδοχος του Μοράβια...


ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
---------------------------------------
Από τον Άγγελο Πετρουλάκη


Μια… αχώριστη διλογία

Αλεσσάντρο Πιπέρνο:
‘‘Διωγμός’’
&
‘‘Αχώριστοι’’
Φωτιά, φίλη της μνήμης

Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ
Μετάφραση: Άννα Παπασταύρου


Η LExpress χαρακτήρισε τον Πιπέρνο «διάδοχο του Μοράβια».  Εξήντα πέντε χρόνια χωρίζουν τη γέννηση του ενός από τον άλλον. Ο Μοράβια, γεννημένος το 1907, έζησε την πρώτη περίοδο της ζωής του στη δημιουργία τής φασιστικής Ιταλίας, ο Πιπέρνο, γεννημένος το 1972, ζει σ’ έναν κόσμο που γνωρίζει τις ανατροπές με ταχύτατους ρυθμούς, βιώνοντας μέχρι και τη φονταμελιστική τρομοκρατία ως αντίδραση σε κάθε ελευθερία έκφρασης. Ο ερωτισμός τού Μοράβια ήταν μια επανάσταση για την εποχή του, κάτι που σκανδάλιζε, ο ερωτισμός τού Πιπέρνο είναι μια μελαγχολική απόληξη των σεξουαλικών κατακτήσεων που ξεκίνησαν από τον γαλλικό Μάη τού ’68, για να σαπίζουν, πλέον, στις ασύνορες χώρες τού διαδικτύου, μπουχτισμένες από την πολυφαγία.
Ο Μοράβια έσκαψε βαθιά στην εποχή του, στο αστικό περιβάλλον τής μεταπολεμικής Ιταλίας, στους χαρακτήρες που διαμόρφωναν μιαν άλλη κοινωνία. Ακριβώς το ίδιο επιχειρεί και ο Πιπέρνο. Δίκαια η L’ Express τον χαρακτήρισε διάδοχό του. Η λεπτή γραμμή που τους διαχωρίζει είναι ο αναγνώστης. Ελάχιστοι αναγνώστες κάτω των σαράντα ετών γνωρίζουν τον Μοράβια, έτσι ώστε να έχουν μια εκ των προτέρων ‘‘μυρωδιά’’ για τους ποιους δρόμους θα βαδίσουν διαβάζοντας Πιπέρνο, έναν όντως διαφορετικό συγγραφέα, ιδιαίτερο τεχνίτη τής γραφής, σημαντικό ψυχογράφο, εμμονικό καταγραφέα μιας ρεαλιστικής εικόνας τής κοινωνίας μας.
Τα όσα αναφέρονται κατά την εξέλιξη της μυθοπλασίας δεν αφορούν μόνο την ιταλική κοινωνία. Έχουν ισχύ και για την ελληνική. Η δολοφονία χαρακτήρων μέσα από τα ΜΜΕ είναι κάτι που το συναντάμε σε όλες τις δυτικές κοινωνίες.

Τα «Διωγμός» και «Αχώριστοι» είναι μια διλογία. Αυτό δεν σημαίνει πως κάθε βιβλίο δεν είναι αυτοτελές. Αν, όμως, ο αναγνώστης αποφασίσει να τα διαβάσει και τα δυο, τότε το «Διωγμός» προηγείται.
Και στα δυο βιβλία, το ύφος του συγγραφέα είναι το ίδιο. Στο δεύτερο, όμως, εμπλουτίζεται με ισχυρές δόσεις χιούμορ και έντονη ειρωνεία.
Η υπόθεση αφορά την ιστορία μιας οικογένειας. Ο πατέρας Λέο Ποντεκόρβο, η σύζυγος Ραχήλ και οι γιοι Φιλίππο και Σάμουελ.
Στο πρώτο βιβλίο (Διωγμός), ο συγγραφέας, πιάνει τα γεγονότα από το 1986, όταν οι γιοι μόλις έχουν μπει στην εφηβεία. Ο διάσημος παιδογκολόγος πατέρας τους, Λέο Ποντεκόρβο, εμπλέκεται άδικα σε ένα σκάνδαλο σεξουαλικής παρενόχλησης ανηλίκου και καταστρέφεται, προκαλώντας ανυπολόγιστη ζημιά στην οικογένειά του.
Στο δεύτερο βιβλίο (Αχώριστοι), ο συγγραφέας, προχωράει είκοσι και περισσότερα χρόνια μπροστά, φωτίζοντας τη ζωή τών γιων, αλλά και της συζύγου. Το ‘‘αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα’’ ταιριάζει απόλυτα στο σώμα τής μυθοπλασίας. Παρά, το ιδιαίτερα, πλέον, ανάλαφρο ύφος, που υιοθετεί στη γραφή του, η τραγικότητα είναι εμφανής. Άλλωστε τα κοινωνικά στοιχεία, που χρησιμοποιεί για να αναδείξει τις κοινωνικές συνθήκες και τις αλλαγές που συμβαίνουν στον κοινωνικό καμβά, έχουν διαφοροποιηθεί στα τόσα χρόνια που μεσολαβούν.

Στο πρώτο βιβλίο (Διωγμός), ο 48χρονος Λέο Ποντεκόρβο κατηγορείται (άδικα και προσχεδιασμένα) για απόπειρα σεξουαλικής αποπλάνησης της 12χρονης φίλης τού γιού του, Σάμουελ, Καμίλλα. Η ήρεμη και άκρως επιτυχημένη επιστημονική του καριέρα και η γαλήνια, και ευτυχισμένη ζωή του, τινάζονται ξαφνικά στον αέρα. Ο αφηγητής τής εξέλιξης της ιστορίας, ως κοινωνικός παρατηρητής, θα γράψει τις αλήθειες ως προς τα κοινωνικά δεδομένα:
«…ούτε μια από τις ιδιότητές σου ως άντρα νηφάλιου και πολιτισμένου, υπό το πρίσμα του εγκλήματος που σου προσάπτουν, δεν πρόκειται να μη θεωρηθεί αμάρτημα ή επιβαρυντικό στοιχείο. Ό,τι καλό έχεις κάνει ως εδώ, από τώρα και στο εξής θα θεωρείται παραξενιά ενός έκφυλου. Γιατί κανείς εκεί έξω δεν θα αναρωτηθεί κατά πόσο ευσταθεί η κατηγορία. […] Έτσι συμβαίνει στα μέρη μας. Και ακριβώς επειδή ο κόσμος δεν έχει τίποτα καλύτερο από το να πιστεύει το χειρότερο, ό,τι κακό λέγεται για ένα άτομο θεωρείται αυτομάτως αληθές. Έτσι ακριβώς το κουτσομπολιό αποκτά φονική υπόσταση. Και τα τριχοειδή αγγεία του κοινωνικού ιστού φουσκώνουν μέχρι να εκραγούν».
Ο Λέο θα έχει να αντιμετωπίσει δυο πολεμικές. Η μια, κραυγαλέα, της κοινωνίας. Η άλλη, σιωπηλή και άκρως περιφρονητική, της συζύγου, της Ραχήλ, η οποία Ραχήλ ποτέ δεν κατόρθωσε να ενσωματωθεί στον κοινωνικό χαρακτήρα τής οικογενειακής καταγωγής τού συζύγου της, προερχόμενη από μια κατώτερου επιπέδου οικογένεια, με άλλα χαρακτηριστικά, αυστηρότερα κοινωνικά κριτήρια και παραδόσεις:
«Ένα από τα πράγματα που η Ραχήλ… δεν είχε καταφέρει να συνηθίσει ήταν η σχεδόν απόλυτη απουσία διακριτικότητας. Αυτός ο κόσμος δεν ήξερε από όρια ούτε από ντροπές.
[…]
»Πολύ συχνά κοίταζε με κατάπληξη τον σύζυγό της να αποκαλύπτει ελαφρά τη καρδία ένα οικογενειακό μυστικό. Άλλες φορές έμενε με το στόμα ανοικτό, ενώ εκείνος έλεγε στον συνομιλητή του ό,τι ακριβώς του κατέβαινε στο κεφάλι.
[…]
»Για τη Ραχήλ ήταν καλύτερα να έχει πολλά μυστικά παρά να μην έχει κανένα».
Η Ραχήλ έχει μέτρα σύγκρισης, όμως. Απέναντι στις αντιδράσεις και τις συμπεριφορές τού συζύγου της, έχει αυτές του πατέρα της, ενός βιοπαλαιστή που υπήρξε αρκετά ανθεκτικός στη ζωή του. Οι στερημένοι, σε όλες τις κοινωνίες, αποδεικνύονται πιο ανθεκτικοί απέναντι στα στραβοπατήματα της ζωής. Είναι κανόνας αυτό:
«Ο φόβος προκαλεί αντιφατικές συμπεριφορές: μπορεί να σε οδηγήσει σε μια ακραία αντίδραση, αλλά και σε μια χλιαρή αντίδραση. Η Ραχήλ ανακάλυπτε έναν πολύ διαφορετικό τρόπο να τρομοκρατείται κανείς. Ο πατέρας της χρησιμοποιούσε τον φόβο για να επαναστατεί, ο σύζυγός της, προφανώς, άφηνε τον φόβο να τον συντρίψει».
Είναι η έλλειψη ‘‘αντισωμάτων’’ που προκαλεί την αβουλία τού Λέο. Αυτό που λέμε πως τα βρήκε όλα έτοιμα και εύκολα στη ζωή του: «…έζησε μια μεταπολεμική εποχή με πολύ περισσότερη ευημερία και ανέσεις απ’ ό,τι είχε ορίσει η τύχη για την πλειονότητα των συμπατριωτών του».
Αυτό «το στραβομεγαλωμένο παιδάκι τής μανούλας του», θα ζήσει ευχάριστα και τη σεξουαλική επανάσταση της εποχής του, απολαμβάνοντάς τη στο Παρίσι, όταν είχε αρχίσει ν’ ανθίζει η ελευθεριότητα της νέας εποχής, με τον «γυναικείο οργασμό να επιστρέφει, έπειτα από ποιος ξέρει πόσους αιώνες ταπείνωσης, στο κέντρο της παγκόσμιας σκηνής…»
Όμως, όταν ξεσπά το σκάνδαλο και οι δημοσιογράφοι μυρίζονται σάρκα και αίμα, δεν έχει τις αντοχές για ν’ αμυνθεί, πολύ δε λιγότερες για να επιτεθεί κατά των αδίστακτων κατασκευαστών τών εναντίον του κατηγοριών. Αποσύρεται στο υπόγειο του σπιτιού του, σιωπώντας.
«Διαισθάνεται ότι έξω από τα τείχη της κατακόμβης του απλώνεται η κόλαση. Ότι για εκείνον, τώρα, ο κόσμος είναι ένας τόπος εχθρικός. Διαισθάνεται ότι ο άντρας που κατηγορείται για φορολογική απάτη, εκμετάλλευση δημοσίου λειτουργήματος για προσωπικό όφελος, υπεξαίρεση και τοκογλυφία, υπό το φως αυτής της νέας φριχτής επικρεμάμενης κατηγορίας, πιθανότατα θα φαντάξει ακόμα πιο σιχαμερός.
[…]
Ο Λέο θα έπρεπε να είναι θυμωμένος. Να διαλαλεί ουρλιάζοντας στον κόσμο την αθωότητά του.
»Όμως έχει παραλύσει. Δεν έχει εκπαιδευτεί στην κακεντρέχεια…»
Μέσα στην αυτοαπομόνωσή του, η ζωή του επιστρέφει αποσπασματικά. Όλα όσα είχε απωθήσει στα πλέον σκοτεινά διαμερίσματα της μνήμης, εμφανίζονται στα μάτια του, επιδιώκοντας να τον τιμωρήσουν ακόμα και για μια αταξία που είχε κάνει στο νηπιαγωγείο. Αντιλαμβάνεται πως απέναντι σ’ ένα βουνό χαλκευμένες κατηγορίες το πλέον ασυγχώρητο έγκλημα είναι να είσαι επώνυμος.
Όμως, η δουλειά τού Λέο ήταν παιδογκολόγος, μια ειδικότητα ιδιαίτερα σκληρή αφού είχε σχέση με μελλοθάνατα παιδιά. Και ο συγγραφέας, πατώντας πάνω σ’ αυτό, προχωρά σ’ αυτόν τον κόσμο με ιδιαίτερη λεπτότητα εξετάζοντας πολλά συναφή θέματα, όπως το δικαίωμα του ασθενή να γνωρίζει την ασθένειά του.

Φωτίζοντας την καθημερινή μάχη τού γιατρού Λέο Ποντεκόρβο, όχι μόνο με την ασθένεια, αλλά και την ψυχολογία παιδιών και γονιών, ο Πιπέρνο θα γράψει, κυριολεκτώντας: «Η δουλειά του ήταν να διεκδικεί τα μικρά παιδιά από τον θάνατο».
Ο Ποντεκόρβο θα τελειώσει άδοξα στο ημιυπόγειο του σπιτιού του, όχι όμως και η ζωή τής Ραχήλ και των παιδιών της.
Ούτε ο συγγραφέας θα τελειώσει μαζί τους.
Για τον συγγραφέα υπάρχουν κάποια ερωτηματικά που πρέπει ν’ απαντηθούν. Το «Διωγμός» πίσω από το φαινομενικό του τέλος, αφήνει ανοιχτή την πόρτα για όσα θα συμβούν, για όσα θα καταγράψουν την εξιλέωση, πρώτα του αναγνώστη και μετά της Ραχήλ, του Φιλίππο και του Σάμουελ.
Τα δυο αγόρια μεγαλώνουν πλέον κάτω από την ισχυρή ομπρέλα που απλώνει πάνω τους η μητέρα τους. Μεγαλώνουν αχώριστοι…

Το «Αχώριστοι» είναι το δεύτερο μέρος, αυτοτελές εξ αιτίας τής αφηγηματικής δεινότητας του συγγραφέα, βεβαίως, αλλά και το άλλο μισό μιας ιστορίας που πρέπει να ολοκληρωθεί.
Σ’ αυτό το μέρος ο νεκρός δικαιώνεται, έστω στη συνείδηση των γιων. Όμως η περιπέτεια του πατέρα και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε η σύζυγος (και μητέρα) αυτήν την περιπέτεια, είναι καθοριστικά για την εξέλιξη των γιων. Τα μονοπάτια που καλείται να διασχίσει ο αναγνώστης είναι πλέον πολύπλοκα και περίπλοκα. Για τούτο ο συγγραφέας εμπιστεύεται τη γραφή του σε διαφορετικό ύφος. Την οπλίζει με χιούμορ και λεπτή ειρωνεία. Έτσι οι συγκρούσεις, αν και κοσμογονικές, περνούν ανάλαφρα στον αναγνώστη, μέσα σ’ ένα κλίμα ευφορίας, παρά αγωνίας. Οι χαρακτήρες αποκαλύπτονται, οι «Αχώριστοι» δίνουν το δικό τους ρεσιτάλ ζωής. Και πίσω τους, ως σκιά, η μητέρα τους, η Ραχήλ…
Ο Φιλίππο θα έρθει αντιμέτωπος με το μένος τών φονταμενταλιστών, ο Σάμουελ με τη σεξουαλική δυσλειτουργία. Και οι δυο, ως δίδυμοι Άμλετ, θα συναντιόνται με το φάντασμα ενός πατέρα, που πλήρωσε το τίμημα της διασημότητάς του (και της αφέλειάς του).
Ο συγγραφέας, έτσι, έχει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να μιλήσει για πολλά: Για την τυφλή βία, για τη δυστυχία τού Τρίτου κόσμου, για τον ανθρώπινο ναρκισσισμό και τη ματαιοδοξία, για τις σεξουαλικές αποκλίσεις, για όσα δεν εκτιμά ο άνθρωπος στο εναγώνιο πέρασμά του από τη ζωή.
Φτάνοντας στην τελευταία σελίδα τού «Αχώριστοι» δικαίωσα απερίφραστα την L’ Express χαρακτήρισε τον Πιπέρνο «διάδοχο του Μοράβια».

 Λάρισα, 12/11/2019

Δεν υπάρχουν σχόλια