Breaking News

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ


--------------------------------------
Από τον Άγγελο Πετρουλάκη
---------------------------------------

Την Πέμπτη, 20 Ιουνίου,
ο Θοδωρής Παπαθεοδώρου θα βρίσκεται στην πόλη μας,
όπου στην αίθουσα «Λίντο-Οργανισμός»,
το Βιβλιοχαρτοπωλείο Άνεμος και οι ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ
θα παρουσιάσουν το τελευταίο του βιβλίο
«Τα συναξάρια της μικρής Πατρίδας»,
και ο ίδιος θα συνομιλήσει με τους αναγνώστες του,
και θα υπογράψει τα βιβλία του. Η είσοδος είναι ελεύθερη.


Θοδωρής Παπαθεοδώρου:
«Συναξάρια της μικρής πατρίδας»
Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ

Ένα λογοτεχνικό έπος,
στηριγμένο σε αδιάσειστα ιστορικά στοιχεία,
χωρίς ελάχιστο εθνικιστικό χρώμα,
που όμως στέκεται γενναία απέναντι στην αλήθεια…


«Ο Θοδωρής Παπαθεοδώρου σηκώνει στους ώμους του όλη την αλήθεια για το Μακεδονικό, μια ιστορία αγώνων και αίματος και ξετυλίγει μ’ έναν συναρπαστικό μυθιστορηματικό τρόπο, όλα όσα δικαίωσαν χιλιάδες θυσίες και που, σήμερα, ισοπεδώνονται από μια Συμφωνία, που χλευάζει τα ελληνικά δίκαια, αλλά και, το κυριότερο, προδίδει τις θυσίες και το αίμα που χύθηκε, για να υπάρχει σήμερα η συνέχεια της Ελληνικής Μακεδονίας», είχα γράψει σε ένα σημείωμα για το προηγούμενο βιβλίο του «Λιανοκέρια της μικρής πατρίδας».
Η Μακεδονία δεν αναγνωρίστηκε τυχαία ως Ελληνική, ή επειδή έπρεπε να πάρει έναν επιθετικό προσδιορισμό. Χρειάστηκε πολύ αίμα, πολύς θάνατος. Και όχι μόνο από όσους κατοίκους της ένιωθαν Έλληνες και ήθελαν ν’ ανήκουν στο Πατριαρχείο. Χύθηκαν ποτάμια αίματος από ανθρώπους που είχαν σπεύσει απ’ όλη την Ελλάδα, για να πολεμήσουν ως αντάρτες, όλοι τους εθελοντικά, σε μια εντελώς άγνωστη γη, χωρίς το ελάχιστο κέρδος, και σε μια εποχή που το κράτος τών Αθηνών, με τους χάρτινους πολιτικούς εξαντλούνταν σε ίντριγκες και κρινολίνα. Οι νέοι εκείνοι, πολέμησαν χωρίς ιδιοτέλεια και άφησαν τη ζωή τους σε άγνωστους τόπους, μόνο και μόνο γιατί η ψυχή τους καιγόταν για την Ελλάδα.
Από τη μια, οι αναιμικοί πρωθυπουργοί, Ζαΐμης, Ράλλης, Θεοτόκης. Φοβισμένοι απέναντι στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Από την άλλη, οι τρελοί, ριψοκίνδυνοι πατριώτες, που ένιωθαν τα σωθικά τους να φλέγονται από το όραμα της Ελληνικής Μακεδονίας.
Εθελοντές όλοι τους.
Ο Θοδωρής Παπαθεοδώρου, γλαφυρά, ωστόσο χωρίς εθνικιστικές εξάρσεις, ανασύρει σελίδες τής ιστορίας, περιγράφοντας με ακρίβεια τις συνθήκες τής εποχής, τις επιδιώξεις, τα συμφέροντα, το κοινωνικό κλίμα και ό,τι άλλο φωτίζει μια ταραγμένη περίοδο της χώρας, όταν ακόμα τα σύνορά της ήταν στη Θεσσαλία.
Είναι ιδιαίτερα σημαντικές οι σημειώσεις στο τέλος τού βιβλίου, οι οποίες βοηθούν σημαντικά και τον πλέον άσχετο ιστορικά αναγνώστη να κατανοήσει το «Μακεδονικό» και την εξέλιξή του, χωρίς παρωπίδες και υπεκφυγές.
Άξονες της μυθοπλασίας δυο γυναίκες, η μια δασκάλα στις πονεμένες περιοχές, η άλλη νοσοκόμος. Γύρω τους πλέκεται η ιστορία. Τα δυο αυτά πρόσωπα είναι σαν δυο ηλιακά συστήματα. Και γύρω τους περιστρέφονται πλανήτες. Είναι οι επινοημένες προσωπικότητες που δίνουν τη δυνατότητα στον συγγραφέα, εφ’ ενός να περιγράψει μια εποχή με ακρίβεια, και εφ’ ετέρου ν’ ανασύρει από την ιστορική μνήμη όλους εκείνους που θυσιάστηκαν στο όνομα της Ελλάδας.
Σημαντικές οι  αναφορές στο πρόσωπο του Παύλου Μελά, ο θάνατος του οποίου έγινε αιτία να βγει από τη νωθρότητά του το κράτος των Αθηνών, και στο πρόσωπο του μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη, που σήκωσε το περισσότερο βάρος τού αγώνα. Επίσης σημαντικές και οι αναφορές σε δεκάδες ακόμα πρόσωπα εκείνου τού αγώνα.
Το μυθιστόρημα «Συναξάρια της μικρής Πατρίδας» είναι η συνέχεια των δυο προηγούμενων βιβλίων: «Γυναίκες τής μικρής Πατρίδας» και «Λιανοκέρια της μικρής Πατρίδας».
Η χρονολογική περίοδος, που καλύπτει η δράση των προσώπων, ξεκινά τον Δεκέμβριο του 1904 και φτάνει μέχρι και τον Μάρτιο του 1907.
Οι τόποι όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα είναι το Μοναστήρι, το Βογατσικό Καστοριάς, η Θεσσαλονίκη, η Καστοριά, το Βίτσι, η Γευγελή, ο Βάλτος, η Αθήνα.
Ο αναγνώστης μεταξύ των προσώπων που θα συναντήσει είναι ο τραπεζίτης Λάσκαρης, ο εκδότης Καλαποθάκης, ο πρόξενος Κορομηλάς, ο γιατρός Ζάννας. Όλοι τους ένθερμοι υποστηρικτές τού Μακεδονικού Αγώνα.
Θα συναντήσει επίσης και τους κυριότερους από τους εθελοντές αγωνιστές, που έδωσαν το αίμα τους αντιμετωπίζοντας τους Βούλγαρους Κομιτατζήδες: Υπολοχαγό Κωνσταντίνο Σάρρο (Καπετάν Κάλλας), υποπλοίαρχο Ιωάννη Δεμέστιχα (Καπετάν Νικηφόρος), ανθυπολοχαγούς Γεώργιο Τσόντο (Καπετάν Βάρδας), Γεώργιο Κατεχάκη (Καπετάν Ρούβας), Μανόλη Παπαδάκη, Αθανάσιο Σουλιώτη, Σαράντο Αγαπηνό (Τέλος Άγρας), Αθανάσιο Εξαδάκτυλο, Δημήτριο Κάκκαβο, Μιχαήλ Μωραΐτη, ανθυπασπιστή Μιχαήλ Αναγνωστάκο (Καπετάν Ματαπάς}, λοχία Παναγιώτη Παπατζανετέα, οπλαρχηγούς Θύμιο Καούδη, Παύλο Γύπαρη (μετέπειτα διοικητή τής προσωπικής ασφάλειας του Ελευθερίου Βενιζέλου και, ίσως, κύριο υπεύθυνο της εκτέλεσης του Ίωνα Δραγούμη), Γιώργο Γιώτα (Καπετάν Γκόνος), Εμμανουήλ Κατσίγαρη (Καπετάν Καραμανώλης) κ. ά.
Οι ελάχιστες παρεκκλίσεις από την ιστορική πραγματικότητα αφορούν μόνο τον χρόνο που έλαβαν χώρα κάποια γεγονότα και αυτό, το σημειώνει ο συγγραφέας, έτσι ώστε ο αναγνώστης να έχει ξεκάθαρο το ιστορικό πλαίσιο στα μάτια του.
Η ευσυνειδησία και η τιμιότητα, όμως, του συγγραφέα, αποκαλύπτεται στις σημειώσεις που ακολουθούν το μυθιστόρημα. Αυτές οι σημειώσεις όχι μόνο δεν αφήνουν κανένα σκοτεινό σημείο στον αναγνώστη, αλλά του προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες για τα πρόσωπα, την εποχή, τις καταστάσεις, τα επί μέρους επεισόδια της τιτάνιας εκείνης σύγκρουσης ιδεών και επιδιώξεων. Είναι δε τόσο λεπτομερείς που μαρτυρούν πως ο συγγραφέας κατέβαλε υπερβολικό μόχθο για την έρευνα και την οργάνωση του υλικού του, υποβάλλοντας τις καταγραφές του σε απόλυτη πειθαρχία. Δυο τρία παραδείγματα: Οι πολύτιμες εθνολογικές πληροφορίες για τους Σαρακατσάνους και οι αναφορές στην ίδρυση της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής Θεσσαλονίκης από τον ιεραπόστολο Τζον Χένρι Χάουζ το 1904, και στη μεταφορά από τη Μερζιφούντα τού Πόντου στη Θεσσαλονίκη τού «Κολεγίου Ανατόλια» με πρωτοβουλία τού Ελευθέριου Βενιζέλου, το 1924.
Δεν μεροληπτεί. Δεν καταφεύγει σε υπερβολές. Η κριτική που ασκεί, μέσα από τους διαλόγους τών προσώπων, είναι απόλυτα αντικειμενική, με αποτέλεσμα να διδάσκει με τον πλέον ελκυστικό, αλλά αντικειμενικό τρόπο ιστορία.
Λογοτεχνικά, το μυθιστόρημα (όσο και τα προηγούμενα) στέκεται σε υψηλό επίπεδο, με πλούσια λυρικά στοιχεία και καλοδουλεμένη γλώσσα.
Η γραμμική αφηγηματική του δείχνει πως ο συγγραφέας δεν έχει ανάγκη να καταφύγει σε κολπάκια δημιουργικής, δήθεν, γραφής, για να δώσει ένταση στο κείμενο και να δημιουργεί εκπλήξεις και ανατροπές. Η γραφή του είναι στιβαρή και ξεκάθαρη. Ξέρει τους άγραφους κανόνες που κάνουν ένα ιστορικό μυθιστόρημα ελκυστικό.
Ο Παπαθεοδώρου διδάσκει ιστορία. Του ανήκουν πολλά εύσημα. Ασκεί πατριδογνωσία με αίσθημα ευθύνης. Ξεγυμνώνει ακόμα και τις ιδεοληψίες τών πολιτικών, που μιλούν με ξύλινη και ανεύθυνη γλώσσα για ένα θέμα που αφορά την ίδια τη συγκρότηση της πατρίδας μας. Αποδεικνύει πως η λογοτεχνία μπορεί να προσφέρει τα μέγιστα σε ό,τι εννοούμε λέγοντας ιστορική αλήθεια.
Δεν θα αναφερθώ στην εξέλιξη του μύθου, γιατί θα πρέπει ο ίδιος ο αναγνώστης να σκύψει στις σελίδες τού βιβλίου.
Θα κλείσω το σημείωμά μου, αφού τονίσω και πάλι πως ανήκουν εύσημα τόσο στον συγγραφέα, όσο και στον εκδότη, για την κυκλοφορία τού βιβλίου, που κρατά το ενδιαφέρον τού αναγνώστη αμείωτο ως την τελευταία του σελίδα, προσφέροντάς του μόνο αλήθειες.

Με την ευκαιρία τής παρουσίασης του βιβλίου στη Λάρισα, ζήτησα από τον Θοδωρή Παπαθεοδώρου απαντήσεις σε ερωτήσεις που έχουν σχέση με το ιστορικό υπόβαθρο του βιβλίου. Άλλωστε, πριν λίγες ημέρες, έκλεισε ένας χρόνος από την επώδυνη Συμφωνία τών Πρεσπών και το «Συναξάρια της μικρής πατρίδας» έρχεται και πάλι στην επικαιρότητα, θυμίζοντάς μας το αίμα που χύθηκε για να μείνουν ελληνικά όσα ανήκουν στο έθνος.

-                Τι εξυπηρετεί σήμερα ένα ιστορικό μυθιστόρημα και μάλιστα για μια εποχή ιδιαίτερα ταραγμένη, αλλά και ιδιαίτερα σύνθετη;
«Η δική μου επιδίωξη είναι η συμβολή μου στην καταπολέμηση της Ιστορικής άγνοιας που ταλανίζει τον λαό μας, αφού βαθύτατα πιστεύω πως, δυστυχώς, είμαστε λαός ιστορικά αναλφάβητος. Το Ιστορικό Μυθιστόρημα, όταν αποτυπώνει στις σελίδες του με πιστότητα και εγκυρότητα τα γεγονότα, έχει ένα τεράστιο πλεονέκτημα έναντι ενός δοκιμίου ή εγχειριδίου. Δεν σου διδάσκει απλώς, αλλά με τη γλαφυρή του γλώσσα και την συγκλονιστική του μυθιστορηματική πλοκή, σε μπάζει στην Ιστορία, παρακολουθείς τους ήρωες και ζεις τα γεγονότα μαζί τους. Ταυτόχρονα με την αναγνωστική απόλαυση δηλαδή, πάει χέρι χέρι και η Ιστορία χωρίς η μία να σκεπάζει ή να εξοβελίζει την άλλη. Και ρωτώ έτσι απλά: πότε μαθαίνεις κάτι καλύτερα; Όταν ακούσεις γι’ αυτό ή όταν το ζήσεις;»

-Υπάρχουν βασικές αρχές που πρέπει να σέβεται ο συγγραφέας όταν προσεγγίζει ιστορικά θέματα, αλλά παράλληλα θέλει να συνθέσει και μια ελκυστική μυθοπλασία;
«Χωρίς τη δεύτερη, το πρώτο είναι άνευ σημασίας διότι δεν θα μιλάμε πλέον για μυθιστόρημα, αλλά για δοκίμιο, ένα ανάγνωσμα που απευθύνεται στους λίγους, στους γνώστες, στα ιερατεία. Η δική μου επιδίωξη είναι το πλατύ κοινό, οι απλοί άνθρωποι που διψούν να μάθουν, μα και να ψυχαγωγηθούν συγχρόνως».

-                Αν η ζωή κάποιες φορές είναι μυθιστόρημα,  κατά πόσο ένα μυθιστόρημα απηχεί τον ρεαλισμό τής ζωής;
«Όπως σωστά το είπατε, κάποιες φορές η ζωή ‘‘γράφει’’  και πλάθει τα καλύτερα μυθιστορήματα, τα πλέον ενδιαφέροντα και συγκλονιστικά. Εάν δεν το πίστευα βαθύτατα αυτό, δεν θα παρέμενα αφοσιωμένος στο Ιστορικό Μυθιστόρημα, θα ανέπτυσσα πλήρως φανταστικά μυθιστορήματα που εξάλλου, είναι και ευκολότερα στην ανάπτυξη, ενώ δεν απαιτούν και την κοπιώδη και εξαντλητική έρευνα πριν από τη συγγραφή τους. Ευτυχώς, την άποψή μου αυτή ασπάζονται και χιλιάδες αναγνώστες που επιλέγουν τα Ιστορικά Μυθιστορήματα στα ράφια των βιβλιοπωλείων και των βιβλιοθηκών».

-                Κατά τη διάρκεια της συγγραφής, ταυτιστήκατε ή αποστασιοποιηθήκατε από τους ήρωές σας; Τους οδηγήσατε εκεί που θέλατε ή σας οδήγησαν εκείνοι μέσα από τη βιωματικότητα της πλοκής;
«Πλάθω τους ήρωές μου με προσοχή, με σχολαστικότητα και με δεδομένη την αγάπη του δημιουργού. Όταν νιώσω πως έχουν αποκτήσει πνοή ζώσα, τους μαθαίνω, ούτως ειπείν, να κάνουν τα πρώτα τους βήματα στις αρχικές σελίδες κι έπειτα τους αφήνω να ζήσουν τις ‘‘ζωές’’ τους χωρίς παρεμβάσεις και εκτροπές. Όταν τούτο το πλάσιμο είναι πετυχημένο, περισσότερο διαμορφώνουν εκείνοι το μυθιστόρημα, παρά εγώ ο ίδιος. Νομίζω πως ετούτο είναι το μυστικό για να μην παραμείνουν χάρτινοι οι ήρωες και κουραστική η πλοκή».

-    Ο παράγοντας αναγνώστης σάς ενδιέφερε κατά τη διάρκεια της συγγραφής, ή είναι κάτι που το σκεφτήκατε αφού όλα τελείωσαν και το έργο είχε πάρει τον δρόμο τής έκδοσης;
«Ασφαλώς με ενδιέφερε κι όποιος δηλώνει το αντίθετο, εφόσον μιλάμε για μυθιστόρημα κι όχι για ποίηση επί παραδείγματι, μάλλον ψεύδεται. Εξάλλου ο αναγνώστης είναι ο προορισμός κάθε βιβλίου, ο μόνος και μέγιστος κριτής. Ειδάλλως γιατί να εκδώσει κανείς τα γραπτά του;»

-    Οι κοινωνικές συνθήκες τής εποχής και η ψυχολογία, είναι εμφανή στοιχεία ως εργαλεία τού έργου. Μπορούμε να αναζητήσουμε και άλλα;
«Εάν μιλάμε για Ιστορικό μυθιστόρημα, και όχι για απλό μυθιστόρημα εποχής με φρου φρου, χρώματα κι αρώματα, προσωπικά πιστεύω πως το πρωτεύον είναι η ιστορική πιστότητα και η ακρίβεια. Κατόπιν έρχονται τα υπόλοιπα με κορυφαία αυτά που αναφέρατε. Η ψυχολογία των ηρώων, όπως είπα και σε προηγούμενη ερώτησή σας, είναι ιδιαίτερα σημαντική. Όπως και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα που δημιουργείται και ορίζεται από τις κοινωνικές συνθήκες».

-Είναι εμφανές πως η βιβλιογραφία που χρησιμοποιήσατε υπήρξε τεράστια, γεγονός που καθιστά αυτονόητη την ενδελεχή έρευνα των ιστορικών στοιχείων. Τι σας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση από τον όγκο τής βιβλιογραφίας;
«Η έλλειψη επίσημων αρχείων και εγγράφων επειδή ο Μακεδονικός Αγώνας δεν ήταν ένας επίσημο πόλεμος του Ελληνικού Κράτους, αλλά ένας ανορθόδοξος, δύσκολος και ύπουλος πόλεμος που έγινε από τον λαό για τον λαό, κόντρα πολλές φορές στην επίσημη κρατική γραμμή. Επίσης, η γλαφυρότητα και η αμεσότητα των περιγραφών και των συναισθημάτων στον ανεπιτήδευτο λαϊκό λόγο των ‘‘αμόρφωτων’’ Μακεδονομάχων όπως τον διάβασα σε απομνημονεύματα και επιστολές τους».

-    Η τριλογία σας είναι ό,τι πιο σημαντικό μπορεί να θεωρεί ως απάντηση της ελληνικής λογοτεχνίας απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών. Έχετε κάτι να πείτε γι’ αυτό;
«Ανεξάρτητα από τις εκβάσεις τής μικροκομματικής πολιτικής και των συγκυριών, η Ιστορία και οι μνήμες του λαού μας υπάρχουν και θα υπάρχουν κόντρα στη λάσπη και τη σπίλωση. Ο Μακεδονικός Αγώνας, παρά τα μελανά του σημεία, απέτρεψε επί της ουσίας τον πλήρη και βίαιο εκσλαβισμό της Μακεδονίας και της Θράκης. Η λήθη ποτέ δεν είναι λύση. Η λύση είναι η γνώση, η ερμηνεία και η κατανόηση. Ως προς το σκέλος της επονομαζόμενης Συμφωνίας των Πρεσπών, για να μη θεωρήσετε πως αποφεύγω την απάντηση ή θολώνω τα νερά, κάτι που ποτέ δεν πράττω ούτε στις συνεντεύξεις ούτε στα γραπτά μου, έχω να σας πω τα εξής.
»Ήμουν ξεκάθαρος εξαρχής. Διαφωνώ με τη συγκεκριμένη συμφωνία, όχι τόσο για το όνομα, όσο για την αναγνώριση από μέρους μας ‘‘μακεδονικής γλώσσας’’ και κυρίως ‘‘μακεδονικής εθνότητας’’. Αυτή η αναγνώριση ανοίγει μια κερκόπορτα από την οποία μπορεί να περάσουν θέματα μειονοτικά και κατά συνέπεια αλυτρωτικά.
»Ποια ‘‘μακεδονική γλώσσα’’; Ο κάθε Βορειοελλαδίτης ξέρει πως τα σκοπιανά είναι μια βουλγαρική διάλεκτος, στην οποία ο Τίτο πρόσθεσε ολίγα Σερβοκροατικά για πολιτικούς λόγους και στην οποία, επίσης για πολιτικούς λόγους, προστέθηκαν το 1992 και ολίγα αλβανικά. Ένας επίπλαστος αχταρμάς δηλαδή για να αποκτήσει το κρατίδιο επίσημη γλώσσα μπας και παραμείνει ενωμένο. Χειρότερο όμως κι από αυτό, είναι η αναγνώριση ‘‘μακεδονικής εθνότητας’’. Οποιαδήποτε στιγμή πλέον, ο κάθε τυχάρπαστος, προβοκάτορας ή απλώς ψώνιο που ποθεί δημοσιότητα,  μπορεί να δηλώσει πως ανήκει στη ‘‘μακεδονική εθνότητα’’ και να προσφύγει στα ελληνικά, ή τα ευρωπαϊκά δικαστήρια ζητώντας μειονοτικά σχολεία, αναγνώριση αλυτρωτικών σωματείων,  αναγνώριση αλυτρωτικών δικαιωμάτων και πάει λέγοντας. Άλλη μια ‘‘Θράκη’’ δηλαδή στα βορειοδυτικά σύνορά μας. Το σηκώνει αυτό η πατρίδα μας σήμερα;»

-    Οι πωλήσεις δείχνουν πως οι αναγνώστες σας τιμούν ιδιαίτερα το έργο σας. Πώς αντιμετωπίζετε αυτήν την τιμή;
«Με ευγνωμοσύνη».



Δεν υπάρχουν σχόλια