Breaking News

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ


-------------------------------------
Από τον Άγγελο Πετρουλάκη
-------------------------------------



Ήταν μια φορά…
Μια Περσίδα στο Παρίσι.
Μια Γαλλίδα στην Τεχεράνη.
Ένα μικρό κορίτσι που έγινε γυναίκα,
ανάμεσα σε δυο πατρίδες…

Μαριάμ Ματζιντί: «Ο Μαρξ και η κούκλα»
Εκδόσεις «ΨΥΧΟΓΙΟΣ»
 

Ένα μυθιστόρημα που απέσπασε το βραβείο Concourt Πρώτου Μυθιστορήματος. Ένα μυθιστόρημα που χαρακτηρίζεται πρώτα απ’ όλα για τη γοητευτική γραφή του. Ένα μυθιστόρημα που μπαίνει βαθιά στα συναισθήματα ενός φυγάδα, που όμως αφήνει ένα μέρος τής καρδιάς του στη γενέθλια γη, αν και οι μνήμες του είναι αποσπασματικές και οφείλονται, οι περισσότερες, σε αφηγήσεις άλλων.
Το Ιράν του Χομεϊνί, το θεοκρατούμενο Ιράν. Αρχή τής χαρτογράφησής του, οι αντιφρονούντες αριστεροί, μέσα από μια αφήγηση που εναλλάσσει το πρώτο με το δεύτερο πρόσωπο και στη συνέχεια με το τρίτο, με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία. Η συγγραφέας χρησιμοποιεί ευρηματικά και τον χρόνο, έτσι ώστε η μυθοπλασία ν’ αποτελεί ένα διασκορπισμένο παζλ, που ένα ένα τα κομμάτια του, μπαίνουν στη θέση τους.
Συγκινούν οι μνήμες τής παιδικής ηλικίας. Το 5χρονο κορίτσι που αναγκάζεται ν’ αποχωριστεί τα παιγνίδια του, γιατί πρέπει να μεταφυτευθεί σε μια άλλη χώρα, όπου η ελευθερία θεωρείται αυτονόητη και ο θάνατος δεν καραδοκεί πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων.
«Αναγκάστηκα να δώσω τα ρούχα μου, τα βιβλία μου, τα έπιπλά μου. Αυτό το αναγκαστικό μοίρασμα γινόταν κάθε φορά με φορές και κλάματα. Αλλά μπροστά στα παιδιά που έρχονταν σπίτι μας και περίμεναν να πάρουν μια κούκλα ή ένα βιβλίο, σώπαινα. Με ύφος σοβαρό και επίσημο, έδινα το παιχνίδι σιωπηλή», γράφει η συγγραφέας επιστρέφοντας στις μνήμες των πέντε της χρόνων.
Η μυθοπλασία ξεκάθαρα στηρίζεται και αναφέρεται σε απόλυτα βιωματικές καταστάσεις. Οι περισσότερες εφιαλτικές. Ένας διανοούμενος, κρατούμενος σε φυλακές, που κάθε πρωί παρακολουθεί με θρησκευτική προσήλωση μια σειρά κινούμενων σχεδίων, προκαλώντας τις απορίες τού συγκρατούμενού του. Γιατί; Η απορία του θα λυθεί με μιαν αποκάλυψη: «Το μπουκάλι που μιλάει, είναι η φωνή της γυναίκας μου… Είναι μεταγλωττίστρια. Κάνει τη φωνή αυτού του χαρακτήρα, κι εγώ ακούω κάθε πρωί τη φωνή της».
Οι περιγραφές των διώξεων συγκλονίζουν, αν και η συγγραφέας δείχνει ξεκάθαρα την πρόθεσή της να μην καταφεύγει σε ακραίες εκφράσεις, χρησιμοποιώντας υπαινιγμούς και πλάγια γραφή. Δεν θέλει να σοκάρει. Ωστόσο ο προσεκτικός αναγνώστης ανακαλύπτει την φρικτή εικόνα. «Όταν κάποιος πολιτικός κρατούμενος εκτελούνταν, πετούσαν εκεί το πτώμα του μέσα σ’ έναν ομαδικό τάφο. Καμία επιγραφή, καμία στήλη, ούτε καν μια πέτρα», γράφει, για ν’ αναρωτηθεί στη συνέχεια για το Ιράν: «Γη καταραμένη ή ιερή;» Λίγο μετά θ’ αναρωτηθεί και πάλι: «Ξεθάβω τους νεκρούς γράφοντας. Αυτή λοιπόν είναι η γραφή μου; Η δουλειά ενός νεκροθάφτη απ’ την ανάποδη;»
«Η οσμή τού θανάτου και του παρελθόντος είναι επίμονη», γράφει σ’ ένα άλλο σημείο η Ματζιντί. Παρά ταύτα η γραφή της χρησιμοποιεί όλα τα εκφραστικά μέσα, ακόμα και το χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό, έτσι ώστε το βιβλίο να μαγνητίζει τον αναγνώστη, καθώς κομμάτι κομμάτι τού παζλ οδηγείται στην ουσία τής μυθοπλασίας, η οποία δεν είναι άλλη παρά η αμφιταλάντευση, η πάλη τού ανθρώπου που βρίσκεται ξεριζωμένος σε μιαν άλλη πατρίδα (μια πατρίδα με εντελώς διαφορετική κουλτούρα, που σέβεται τον άνθρωπο και τα δικαιώματά του), με τον άνθρωπο που αίφνης ανακαλύπτει πως τα υπόγεια ρεύματα τα οποία διαπερνούν τον εσωτερικό του κόσμο, τον ωθούν σε μια επιστροφή, εκεί που όλα μιλούν τη μητρική του γλώσσα, έστω κι αν η ανελευθερία σκοτώνει την προσωπικότητά του.
Το «Ο Μαρξ και η κούκλα» είναι ένα μυθιστόρημα που αξίζει να διαβαστεί.




Δεν υπάρχουν σχόλια