Breaking News

Βιβλία για τον χειμώνα - γ


---------------------------------------
Από τον Άγγελο Πετρουλάκη
---------------------------------------
Μαριάνα Ενρίκες: «Όσα χάσαμε στις φλόγες»
Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ


Λογοτεχνία τού ωμού ρεαλισμού, λογοτεχνία τού τρόμου. Από τη μακρινή Αργεντινή, που ωστόσο, πέρα από τα θέματα των δώδεκα διηγημάτων που αποτελούν το βιβλίο, παρουσιάζει όψεις τής Αργεντινής ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες. Θα μπορούσε να πει κανείς, πως η συγγραφέας φανερώνει αθέατες όψεις μιας κοινωνίας εντελώς ξένης απ’ αυτήν που υποθέτουμε.
Σκληρά ρεαλιστικές περιγραφές των συνοικιών του Μπουένος Άιρες με τους εμπόρους ναρκωτικούς, τις πόρνες των δρόμων, τις τραβεστί, τις φατρίες των θρησκευτικών αιρέσεων, τους άστεγους, τη μαύρη μαγεία.
Οι νέοι και ο κόσμος των ναρκωτικών, αλλά και οι φαντασιώσεις για δαιμόνια και μαύρες μαγείες, σ’ ένα περιβάλλον που μυρίζει αλκοόλ και κοινωνική απόρριψη.
Υποβαθμισμένα προάστια που βασανίζονται από την πείνα, τη φτώχεια των κατοίκων τους, κάποιοι απ’ τους οποίους σέρνονται σαν φαντάσματα σε παιδικούς εφιάλτες.
Η Μαριάνα Ενρίκες χαρακτηρίστηκε ως μια από τις πιο θαρραλέες και εντυπωσιακές αφηγηματικές φωνές τής Αργεντινής.


Τζέιμς Σίπμαν: «Κωνσταντίνου πόλις»
Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ


Ένα ιστορικό μυθιστόρημα από έναν Αμερικανό ιστορικό, που βαδίζει στα όρια του μύθου και της ιστορίας, επιχειρώντας να περιγράψει γλαφυρά την αγωνία των τελευταίων ημερών τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά και την απελπισμένη αγωνία του Μωάμεθ για την άλωσή της, αφού και γι’ αυτόν δεν ήταν μόνο θέμα γοήτρου, αλλά και επιβίωσης μέσα από τις ίντριγκες των αξιωματούχων του.
Όντως, τη γλαφυρότητα, την κέρδισε ο συγγραφέας.  Κέρδισε επίσης και το στοίχημα της μισής αλήθειας, με τις σημειώσεις που ακολουθούν το μυθιστόρημα και ξεκαθαρίζουν, κάπως, την αλήθεια από τον μύθο. Αυτό είναι σχεδόν τίμιο.
Τον συγγραφέα τον ενδιαφέρουν μόνο δυο πρόσωπα, και αυτά φωτίζει μόνιμα και επίμονα: Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και ο Μωάμεθ. Πάνω σ’ αυτά στήνει τη μυθοπλασία του.
Αγνοώντας τους συμβούλους του πατέρα του, ο Μωάμεθ ορκίζεται να είναι αυτός που θα αποσπάσει την Κωνσταντινούπολη από τους χριστιανούς.
Είναι αποφασισμένος να πάρει την πόλη από τον εξασθενημένο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, ακόμα και αν στην πορεία κινδυνεύσει να χάσει τον θρόνο και τη ζωή του.
Το Κωνσταντίνου Πόλις, αφηγούμενο μια επική ιστορία, μια μεγάλη περιπέτεια, μια αδυσώπητη σύγκρουση, χαρτογραφεί το μέλλον δύο πολιτισμών που σφραγίζεται από έναν ηγέτη, που προσπαθεί απεγνωσμένα να σώσει τον λαό του από την καταστροφή και έναν άλλον, αποφασισμένο να οδηγήσει το έθνος του στη δόξα. 


            Τώρα...
          Για τον Έλληνα αναγνώστη, ένα μυθιστόρημα, του οποίου ο χαρακτηρισμός ως "ιστορικό" είναι αμφιλεγόμενος.
          Ο Έλληνας αναγνώστης από τη στιγμή που έχει στη διάθεσή του το κορυφαίο "Γεννήθηκα το 1402" του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, αλλά και το, σαφώς υποδεέστερο, "Πήραν την Πόλην, πήραν τη..." της Λαμπαδαρίδου, νιώθει μια στιφάδα και μια ανεπάρκεια.
        Προσωπικά ένιωσα άσχημα διαβάζοντας τον συγγραφέα να τοποθετεί στη θέση τής Άννας Νοταρά, ένα εντελώς μυθολογικό πρόσωπο, ερωμένη τού Κωνσταντίνου.
           Ποια η σκοπιμότητα;
           Και με ποιο δικαίωμα η παραποίηση της ιστορικής αλήθειας;
         Το ίδιο άσχημα ένιωσα και για άλλα. Το ότι από την ταυτότητα του τελευταίου αυτοκράτορα απουσίαζαν έστω και κάποιες νύξεις τού παρελθόντος του, ο Μυστράς, οι δυο γάμοι του.
           Καμιά λέξη σχετικά με τον ρόλο τού μοναχισμού στην άλωση.
           Και άλλα, που δεν έχω καμιά διάθεση να προχωρήσω σε αναφορές τους.
       Το ιστορικό μυθιστόρημα, είναι μυθιστόρημα με τεράστιες ευθύνες. Δεν επιτρέπει στον συγγραφέα την παραποίηση της αλήθειας. Σ' αυτό είμαι κάθετος. Δεν παίζεις με την ιστορία. Δεν σου επιτρέπεται να ψεύδεσαι.
           Αν το κάνεις, είσαι απατεώνας.

 ============================  =========================

Τατσόπουλος Πέτρος: «Η κυρία που λυπάται»
         Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ


          Ο Πέτρος Τατσόπουλος επανήλθε μ’ ένα μυθιστόρημα που απαιτεί από τον αναγνώστη να ψάχνει πίσω από τις λέξεις του, κάτω από την επιφάνεια. Με το δικό του ύφος, που κινείται από την ειρωνεία στον σαρκασμό και από το χιούμορ στον αυτοσαρκασμό, φωτογραφίζει μια πραγματικότητα που υπάρχει στην καθημερινότητά μας, αλλά και που συχνά δυναστεύει την καθημερινότητα πολλών ανθρώπων, που βρίσκουν νόημα για την ανιαρή ζωή τους στη μεγάλη… αδελφή, που δεν είναι άλλη από την τηλεόραση.
          Το θέμα του βεβαίως δεν είναι η τηλεόραση, αν και κινείται με φόντο τον κόσμο της και οι άξονες της μυθοπλασίας έχουν άμεση σχέση μ’ αυτήν.
            Η ιδιαίτερη γραφή του, που αγγίζει τον ωμό ρεαλισμό – αλλά χαριτωμένα, θα έλεγα – έχει για κύριο άξονα μια καρικατούρα ψυχολόγου, ο οποίος βρίσκεται στη δύση τής τηλεοπτικής του καριέρας, κάτι που δίνει τη δυνατότητα στον συγγραφέα να κινηθεί στον υπόγειο κόσμο των τηλεοπτικών πλατό, των τηλεστάρ και όλων των συναφών στοιχείων, που τροφοδοτούν με το τίποτα την καθημερινότητα πολλών τηλεθεατών.
        Δίπλα του και γύρω του, άλλα πρόσωπα. Οι επίδοξοι διάδοχοί του, ο καναλάρχης με τις πολιτικές φιλοδοξίες, η σεξοβόμβα γυναίκα του, που ψάχνει τη δυνατότητα να γίνει μητέρα, οι μυστικοσύμβουλοι, οι κακοποιοί που αναβαθμίζονται στην κοινωνική κολυμβήθρα, εξυπηρετώντας σκοπιμότητες άλλων…
        Ανάμεσα σ’ όλα αυτά και το ίχνος τής παιδικής ηλικίας, αυτό που το συναντάμε και στο μυθιστόρημά του «Η καλοσύνη των ξένων», και στο «Γκαγκάριν», και που ο ίδιος δεν δίστασε να το αποκαλύψει σε συνεντεύξεις του. Παιδί αγνώστου πατρός και μητέρας που το γέννησε παρά τον φόβο τής κατακραυγής της από την κοινωνία του ’60. Προσχηματικά; Ενδεχομένως όχι. Το σίγουρο είναι πως διαθέτει το θάρρος και τη δύναμη του αυτοσαρκασμού.
           Το «Η κυρία που λυπάται», πέρα από το επιφανειακό χιούμορ του, είναι ένα σκληρό βιβλίο, ένα βιβλίο που αποκαλύπτει στον έμπειρο αναγνώστη (και θιασώτη τού Τατσόπουλου), πολλά άλλα. Τον κοινωνικό εκφυλισμό, πρώτιστα.
          Αλλά, είναι και ένα βιβλίο με λεπτές πολιτικές αποχρώσεις. «Δεν υπάρχει πιο παραγωγικό εργαστήρι ορθού λόγου από μια καλή θεωρία συνωμοσίας», γράφει.

Δεν υπάρχουν σχόλια