Breaking News

Ένα γράμμα, που δεν θα σταλεί ποτέ…


ΜΟΝΟΛΟΓΩΝΤΑΣ

-----------------------------------
Από τον Άγγελο Πετρουλάκη
----------------------------------- 




Λοιπόν, μαμά…


Λοιπόν, μαμά, ξανά Χριστούγεννα κι εγώ κρυώνω μακριά σου και θέλω να κλάψω στην αγκαλιά σου, πρώτη φορά μετά από είκοσι δυο χρόνια. Κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, έλεγα πως μου λείπουν οι μυρωδιές και οι γεύσεις σου, μαμά. Έλεγα πως μου έλειπε η λαχτάρα τής προσμονής, το όνειρο για ένα δώρο σου, ένα βιβλίο, μια πένα αργότερα, σαν μεγάλωσα…

Φέτος, μαμά, όμως, δεν μου λείπουν οι μυρωδιές. Όχι πως τις έχω∙ το αντίθετο. Αλλά δεν μου λείπουν. Όπως και στέκομαι αδιάφορος μπροστά στο γιορτινό τραπέζι. Και δεν θέλω δώρα, μαμά, όσο και αν μαγνητίζουν τη ματιά μου τα καινούργια μοντέλα από πένες…
Νιώθω ανήμπορος και αναξιοπρεπής μαμά. Νιώθω ταπεινωμένος. Από μια ομάδα ανθρώπων που μισούν τη χώρα μαμά, μισούν τους νοικοκυραίους.

Πριν τέσσερα χρόνια, μαμά, ένας νεαρός, καλοζωισμένος πολιτικός, έλεγε πως συμπάσχει με τη φτωχολογιά κι έταζε τον ουρανό με τ’ άστρα. Τέσσερα χρόνια μετά, ο ουρανός με τ’ άστρα αποδείχθηκε χώμα άγονο, καμένο, νεκρό όπως η στάχτη. Ο πολιτικός αυτός αποδείχθηκε δημαγωγός και η παρέα του ένας συρφετός ανάξιων δουλοπρεπών, που μόνο μέλημά τους ήταν να χορτάσουν την πείνα τους και ως αρπακτικά να λεηλατήσουν ό,τι είχε μείνει στα ταμεία της χώρας, ακόμα και το τίποτα.
 Ό,τι πιο φρικτό, μαμά: Λεηλάτησαν την αξιοπρέπειά μου, μια αξιοπρέπεια που πάσχιζα να χτίσω από την πρώτη μέρα που έφυγα από κοντά σου, καλοκαίρι του 1970, δουλεύοντας έντιμα μέχρι το 2010, και πληρώνοντας στο ακέραιο τις υποχρεώσεις μου…
Σαράντα χρόνια, τα τριάντα με δυο δουλειές ταυτόχρονα, για ένα τίποτα, για «μια Ιθάκη», που έγινε κι αυτή αντικείμενο εμπαιγμού από έναν αστοιχείωτο νεαρό, που η αμορφωσιά του δεν έχει προηγούμενο στα χρονικά του τόπου.

Φέτος, μαμά, μ’ αφήνουν αδιάφορο τα λαμπάκια στα χριστουγεννιάτικα δέντρα. Πρώτη φορά που με πονά τόσο πολύ η πολιτική αλητεία. Έδωσε, ο σαλτιμπάγκος, «δώρο», λέει, στους φτωχούς. Αυτά που πήρε τέσσερα χρόνια τώρα από τους ίδιους φτωχούς, τα ξέχασε. «Ξέχασε» πολλά, το κυριότερο, όμως, ήταν το θρασύ του ψέμα. Δεν το είχα ζήσει αυτό∙ παλιότερα οι άλλοι έπαιρναν δανεικά κι έδιναν δώρα. Τώρα αυτός βρήκε άλλο μονοπάτι. Ληστεύει πρώτα, και μετά πετά σαν ξεροκόμματο το «δώρο» του. Όχι απ’ την τσέπη του μαμά, όχι απ’ το περίσσευμα, απ’ τα κλεμμένα…

Είμαι αρκετά ηλικιωμένος, μαμά, για να βγω στον δρόμο∙ άλλωστε ποτέ δεν το έκανα πειθόμενος στον θεσμό τού νομοταγούς. Όμως πονάω, μαμά, που δεν μπορώ να προσφέρω τις μέρες αυτές στα εγγόνια μου, ό,τι προσέφερες εσύ στα δικά σου, παρά την φτώχια σου…
Ήθελα πάντα, μαμά, να νιώθω τα Χριστούγεννα ως αναγέννηση του Ανθρώπου. Εσύ το ήξερες πως είχα αμφισβητήσει το Γεγονός, είχα από νωρίς αμφισβητήσει όλο αυτό το οικοδόμημα περί Πίστης. Όμως, δεν έπαψα ποτέ να νιώθω τρομακτική συντριβή απέναντι στην Άκρα Ταπείνωση, κάθε που πλησίαζαν οι μέρες τού Πάσχα, και υπέροχη ανάταση ψυχής μπροστά στο «Ωσαννά εν τοις υψίστοις…», κάθε Χριστούγεννα.
Πια, μόνο λυπάμαι, γιατί μέσα στη λάσπη, που κυλιέται η χώρα, δεν έχουν καμιά λογική οι γιορτές και οι συμβολισμοί.

Με όμορφες θύμισες κι ελπιδοφόρες προσμονές, ήθελα τα Χριστούγεννα, μαμά. Γιατί οι πιο πολύτιμες αποσκευές μας, στο ταξίδι που λέγεται ζωή, είναι οι θύμισες και οι προσμονές.
Θύμισες της παιδικής ηλικίας, αλλά και της πρώτης νιότης. Τότε που όλα φάνταζαν ιδιαίτερα σημαντικά…
Τα Χριστούγεννα και η προσμονή τους. Όχι μόνο για τις σχολικές διακοπές, για τις λίγες μέρες ανεμελιάς μέσα στο καταχείμωνο. Αλλά και για πολλά ακόμα, τα οποία, μη έχοντας ακόμα μπει στη σφαίρα τής αφθονίας, είχαν τον χαρακτήρα τού μοναδικού και σαφώς η χαρά που ανέδυαν ήταν πρωτόγνωρη.
Τα μελομακάρονα και οι κουραμπιέδες…
Ο μπακλαβάς και το κανταΐφι…
Το χριστουγεννιάτικο δέντρο και οι μπουναμάδες…
Τα μελομακάρονα και οι κουραμπιέδες, δυο μικρά βουνά σε πιατέλες στο κέντρο τού μεγάλου τραπεζιού, με την απόλυτη αντίθεση του σκούρου μελί και του πάλλευκου.
Κι ο μπακλαβάς, και το κανταΐφι. Συνήθως, στο κλειδωμένο σαλόνι, που άνοιγε για τους… ξένους, επίσης. Με το σιρόπι τους να γυαλοκοπά και να προκαλεί τους σιαλογόνους. Τα καλά κομμάτια, που ήταν για τους… ξένους και τον πατέρα, τα μισοσπασμένα που ήταν για τους υπόλοιπους. 
Ματιά παρακλητική για ένα κομμάτι. Μόνιμη η άρνησή σου, που στριφογυρνά ακόμα στις μνήμες τής εποχής. Όλες οι γεύσεις έπρεπε να περιμένουν για «ανήμερα». Αφού πρώτα θα «κοινωνούσαμε», τα χαράματα, κι επιστρέφοντας θα τρώγαμε τη σούπα και την τηγανιά...
Εποχές τής στέρησης, εποχές τού λίγου. Αν κάτι μπορεί να έχει σήμερα ένα ειδικό βάρος είναι αυτό ακριβώς το «λίγο». Στο θολό τοπίο της αναπόλησης πάντα το «λίγο» τραγουδά μιαν άλλη ομορφιά της ζωής. Σ’ αυτό το τραγούδι ακόμα και το τελευταίο τριμμένο κομμάτι τού μελομακάρονου έχει την αξία του. Σαν γλύκισμα ξεχωριστό που προαναγγέλλει τα κακοποιημένα, πια, Χριστούγεννα.

Κάποτε, μαμά, θυμάμαι πως τα Χριστούγεννα ξυπνούσα αχάραγα και ξυπόλητος πλησίαζα το παράθυρο, κολλούσα το μέτωπο στο παγωμένο τζάμι και με τα μάτια μου έψαχνα τον σκοτεινό ουρανό μήπως και δω το Αστέρι. Τώρα, στον ουρανό, όσο και να κοιτώ, βλέπω αίμα, μαμά, ηλικιωμένες πνιγμένες για λίγα ευρώ, κοπελιές βιασμένες και κακοποιημένες, τρομοκρατία και πτώματα, σε χώρες όχι και τόσο μακρινές και λέω πως καμιά από τις ευχές «για επί γης ειρήνη» δεν έπιασε τόπο.
Τότε διαβάζαμε για άλλους πολέμους, μαμά, σ’ εφημερίδες που έφταναν στα χέρια μας δυο μέρες μετά, για το Βιετνάμ.. Διαβάζαμε και λέγαμε είναι μακριά, πολύ μακριά απ’ τη μικρή μας χώρα. Τώρα, μαμά, οι πόλεμοι έρχονται κοντά, πολύ κοντά, στο καθιστικό και στην κουζίνα μας∙ τρώμε τον κουραμπιέ και βλέπουμε πτώματα στο Στρασβούργο, το Βερολίνο, τη Ρόδο…
Κι έχει μια γεύση απαίσια ο κουραμπιές, όχι τόσο γιατί χάσαμε εκείνη την παλιά συνταγή σου, αλλά γιατί δεν γίνεται να είναι γλυκό το στόμα μέσα στον τόσο θάνατο…

Απάτη και δημαγωγία εδώ, αίμα πιο πέρα. Για ποια Χριστούγεννα θα ήθελες να μιλήσουμε, αν ζούσες και ερχόμουν να μου κάνεις καφέ στην κουζίνα σου;
Τώρα, εκείνη την ευρύχωρη κουζίνα, μαμά, που ήταν και καθιστικό και τραπεζαρία, την έκαμα γραφείο, τη γέμισα με βιβλία, που όλα τους γράφουν για τον Άνθρωπο, για την αγωνία του να συναντήσει την ουσία τής ζωής. Εκεί που είχες τον νεροχύτη σου, είναι πια η βιβλιοθήκη με τα βιβλία που έχουν σχέση με τη φιλοσοφία, βιβλία σοφών ανθρώπων, που λίγο πολύ όλοι τους αγρυπνούν πάνω στο «τι είναι ο άνθρωπος;», ποια ήταν η πορεία του μέσα στους αιώνες, ποια είναι η συνάφειά του με τον Χρόνο.
Να σου αναφέρω ονόματα; Ούτως ή άλλως, δεν θα σου λένε κάτι. Δεν είχες την τύχη να σπουδάσεις μέσα στη δίνη της Κατοχής. Όμως, εσύ είχες τη δική σου σοφία. Ξυπνούσες αχάραγα, έκανες τον σταυρό σου και ξεκινούσες: πρώτα το φαγητό, πλύσιμο μετά στο χέρι, σκούπισμα, σφουγγάρισμα στη συνέχεια, ύστερα λαχανιασμένη στον φούρνο του μπαμπά να βοηθήσεις, να κάνεις τους κουραμπιέδες με το λιωμένο βούτυρο, τα μελομακάρονα με τα καρύδια του κυρ-Νίκου και το μέλι του κυρ-Τάκη, αγνό, μυρωδάτο. Όλη η πόλη ήξερε τους φημισμένους κουραμπιέδες σου μαμά, «οι κουραμπιέδες της κυρά-Ρόζας», έλεγαν. Κι εσύ, κούτσα κούτσα μέχρι το βράδυ αργά, σχεδόν μεσάνυχτα και μετά, ξανά ο σταυρός, η προσευχή και τρεις τέσσερις ώρες ύπνο, πλάι στον πατέρα, που όλη νύχτα τον σκέπαζες μήπως και κρυώσει…

Και σήμερα Χριστούγεννα προαναγγέλλονται.
Από φωταψίες και διαφημίσεις για ρεβεγιόν, αλλά και από συσσίτια άστεγων και άπορων (οποία αντίθεσις…).
Από μια μανία φυγής και μια υπερκαταναλωτική βουλιμία, αλλά και από μια πείνα χωρίς όνομα, χωρίς μια ελπίδα.
Από την επίδειξη μιας χλιδής, η οποία βεβαιώνει τον μετασχηματισμό των Χριστουγέννων στην κοσμικότερη γιορτή του βίου μας, αλλά και από την απόγνωση πολλών που σέρνεται στους δρόμους.
Σ’ έναν κόσμο που βαριανασαίνει από την αβεβαιότητα και ισοπεδώνεται από την παγκοσμιοποίηση, η οικουμενικότητα του Χριστού παραδέρνει ανάμεσα σε ποτήρια σαμπάνιας και στον ξεφτισμένο μύθο τής παιδικής μας ηλικίας.

Πίσω από ένα θολό τζάμι χορεύουν οι θύμισες, μαμά. Το μικρό αγόρι που ξυπνά χαράματα και, τουρτουρίζοντας στο παγωμένο δωμάτιο με τη σβησμένη ξυλόσομπα, πάει ξυπόλητο στο παράθυρο. Τα μάτια διαπερνούν το γαλάζιο και το μαύρο τής νύχτας, που υποχωρεί κάτω από την ηχώ της πρώτης καμπάνας και πασχίζουν να ξεχωρίσουν τους αγγέλους των «ωσαννά» και των «δόξα εν υψίστοις». Εκείνο το αγόρι, του ’60,  ούτε που μπορούσε να φανταστεί πως, κάποιες δεκαετίες αργότερα, ένα εργαλείο γραφής που θα το ονόμαζαν ηλεκτρονικό υπολογιστή και «γουόρντ», θα επισημαίνει ως άγνωστη τη λέξη «υψίστοις»…
Τώρα, το κάποτε αγόρι, με άσπρα μαλλιά, το μόνο που θέλει να φαντάζεται είναι ένα ξύλινο αυτοκινητάκι δίπλα στο προσκεφάλι του… 
Γιατί;

Όσο και να διαβάζω, μαμά, απαντήσεις δεν βρίσκω. Όλα γύρω μου ρημαδιό, μια Ελλάδα που ζει το μαύρο ψέμα, μια Ελλάδα κατακερματισμένη από ιδεοληψίες, μια χώρα παιγνίδι στα χέρια τυχοδιωκτών. Γι’ αυτό το σπιτάκι που έχτισες με αίμα πριν πενήντα χρόνια, με οικονομίες αβάσταχτες και που το πλήρωσες τίμια, τώρα, μαμά, πληρώνω ενοίκιο. ΕΝΦΙΑ το ονομάζουν∙ πολλές φορές το κατήργησαν στα λόγια, μα μένει εδώ, χαράτσι ισόβιο, με το πολιτικό αληταριό να χαμογελά ξεδιάντροπα στην τηλεόραση και να προσπαθεί να με πείσει πως περνάω καλά.
Αυτά τα Χριστούγεννα κρυώνω πολύ, μαμά…






2 σχόλια

Unknown είπε...

Καλησπέρα Άγγελε. Συγκλονιστικο.!!!!

Sound and Vision είπε...

Πάλι με πόνεσες φίλε μου Άγγελε....
Βασίλης Μπούσιος