Breaking News

Εις μνήμην...


Χάρρυ Κλυνν
Βασίλης Τριανταφυλλίδης
Αυλαία…
Από τον Άγγελο Πετρουλάκη


Τον γνώρισα Δεκέμβρη μήνα. Στα 1979. Σε μια περίοδο άφατης θλίψης για τη ζωή μου. Και αίφνης γέλασα από καρδιάς. Γέλιο μέχρι δακρύων. Γιατί ο «Τραμπάκουλας» τα έλεγε ωραία, τελικά. Και αληθινά. Και πικρά. Αλλά γελούσα. «Ας είσαι καλά…», είπα, γιατί όλες οι εποχές έχουν τις θλίψεις τους και είναι σημαντικό, ανάμεσα στο αδιαπέραστο της σκοτεινής θάλασσας, θα συναντά κανείς κάποια νησάκια γέλιου.
Ως ποιητή τον γνώρισα χρόνια μετά. Εισχώρησα στις λέξεις του μ’ ευλάβεια:

Να θυμάσαι λοιπόν
Τις ώρες που φεύγουν
Με κείνη τη νοσταλγία των χρωμάτων
Και των αισθήσεων.

Με την ξεχασμένη πρόκληση της αφής,
Με τον κοπετό των πανηγυρισμών
Και τον απόηχο των θρήνων…

Και περιπλανώμενος
Εις το πέλαγος των λευκών σελίδων,
Ως
Στίγμα μελανόν,
Να λες
Δεν ήτο πάρεξ
Μια παράστασις.

Ως ποιητή τον γνώριζαν ελάχιστοι. Και ως ζωγράφο, επίσης. Αλλά ως κωμικό, οι πάντες. Δεν ξέρω πού θα του παραχωρηθεί μια θεσούλα στη χώρα της μνήμης. Εκεί που κατοικούν οι ποιητές και οι ζωγράφοι, ή εκεί που δίνουν τις παραστάσεις τους οι κωμικοί;
Ο Βασίλης Τριανταφυλλίδης, ο άγνωστος.
Ο Χάρρυ Κλυνν, ο γνωστός.
Το ταλέντο του εκρηκτικό. Το πνεύμα του γλάρος. Υψωνόταν, ισορροπούσε και με ανοιχτά φτερά καθόδευε. Και πάλι απ’ την αρχή. Έγραψε:

Και είναι ν’ απορείς
Με τις διάρκειες των συναισθημάτων,
Την ένταση των συγκινήσεων
Και την αδυναμία κατανοήσεως του χρόνου,
Που εξακολουθεί
Να διαχέεται
Και να σε πυρπολεί
Χωρίς οίκτο…

Μέχρι τη στιγμή
Που χρόνος και χώρος
Εγκαταλείπονται
Εις την ατέρμονη ύπαρξή τους,
Πέραν της δικής σου θελήσεως
Και παρουσίας.
Πέραν του προσωπικού υπαρκτού.

Και είναι σα να γνωρίζεις
Από πριν
Όλη την εφιαλτική διαδρομή.

Ναι, γνώριζε από πριν τη διαδρομή του, ή τουλάχιστον προσπαθούσε να συμβάλει στη χάραξή της.
Βρίσκω τώρα στο διαδίκτυο μια παλιά του συνέντευξη στο περιοδικό ΒΗΜΑΜΕΝ (Ιούλιος 2010): «Όσο περνάει ο καιρός και οι αξίες ευτελίζονται, τόσο περισσότερο πιστεύω ότι οι μοναχικές τέχνες θα είναι τελικά αυτές που θα σωθούν. Οι ποιητές και οι ζωγράφοι δεν εξαρτώνται από το κοινό, δεν χρειάζεται να καταφύγουν σε εντυπωσιασμούς για να συζητηθούν και να αρέσουν. Είναι καταπληκτικό ότι μεγάλοι ποιητές ή ζωγράφοι μπορεί να έγραψαν λέξεις και να ζωγράφισαν εικόνες 100 χρόνια πριν, οι οποίες μπορούν να μας πουν περισσότερα για το παρόν, παρά για το παρελθόν. Γι’ αυτό γράφω ποίηση και ζωγραφίζω, για να παραμένω ελεύθερος...»
Καβαφικά αυτοσαρκαζόμενος. Έχοντας πάντα τα μάτια του ψηλά στην αυτογνωσία μιας συγκλονιστικής υπερηφάνειας, στην απόλυτη γνώση της ταπεινότητας. Η λειτουργία της ποίησής του λόγος για έναν, βυθοσκοπήσεις εν κενώ.

«Χωρίς πικρία,
Έτσι πρέπει.

Με κείνη τη μεγαλοσύνη του φωτός
Και τη λαμπρότητα του πορφυρού υφάσματος.

………………………………………

Με αξιοπρέπεια
Και βαθύτατο σεβασμό
Εις την αδυναμία των ανθρώπων.

Κυρίως όμως
Με κείνη την αγιοσύνη του λόγου του ορθού.

Κι όταν ακόμα
Όλα χαθούν,
Εξατμισθούν,
Ραγίσουν μέσα στην καρδιά σου
Και γίνουν θρύψαλα,

Όταν πλέον
Πρέπει να υποκλιθείς για τελευταία φορά
Μπρος στα αδειανά καθίσματα,

Χωρίς πικρία πάλι
Ζήσε τον θάνατο της ανάληψης,
Όπως σου πρέπει
Μεγαλόπρεπα».

Μια υπόκλιση και ένας θάνατος. Τα καθίσματα ούτως ή άλλως αδειανά. Ο Βασίλης Τριανταφυλλίδης δεν θα ξαναγράψει ποιήματα, δεν θα ζωγραφίσει άλλα έργα. Κάποια παλιότεροι θα θυμούνται τον Τραμπάκουλα, τον καλλιτέχνη που σατίριζε τις συνήθειες του Έλληνα, που σάρκαζε την ευδαιμονία τής εύκολης τότε ζωής του, με τα δανεικά, με τα κλεμμένα, με τα αεριτζίδικα.
Ξεφυλλίζοντας τη συλλογή του «Επί σκηνής» (Καστανιώτης, 1997) συναντώ στην τελευταία σελίδα της, ένα χειρόγραφο της Μαίρης. Σταματώ στις λέξεις της κι έχω την αίσθηση πως διαβάζω κάτι που έγραψε μόλις χθες, παρότι πάνε κοντά είκοσι χρόνια από τότε:
«Όταν βασιλέψουν τα μάτια
Η πνοή θα έχει γίνει αντίλαλος
Αχνού παρελθόντος
Και η ψυχή θαλασσοταραγμένη
Θα πάψει ν’ αναζητά την υπέρβαση
Μέσα από ταξιδεμένα δάκτυλα,
Πυρακτωμένες παλάμες
Και δυο θλιμμένα μάτια μοναξιάς».
                (Μαίρη Πετρουλάκη – Σοφιανοπούλου, 1999)


Δεν υπάρχουν σχόλια