Breaking News

Δυστυχώς σε ξέχασε ο Άη-Βασίλης



ΜΟΝΟΛΟΓΩΝΤΑΣ
 (Δημοσιεύθηκε στην έντυπη Larissa net την Παρασκευή, 30-12-2016
---------------------------------------------------------------------------------------------
 Ξυπνούσες πάντα ξημερώματα μέρα σαν την αυριανή. Έτρεχες με μάτια μισάνοιχτα, ξυπόλητος, στο καθιστικό, στη γωνιά με το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Με μια λαχτάρα ανείπωτη. Να βρεις το κουτί με τ’ όνομά σου. Το κουτί με το δώρο του Άη-Βασίλη…
Μπορεί το σπίτι σου να μην είχε καμινάδα, αλλά ο Άη-Βασίλης έβρισκε τον τρόπο να μπαίνει και ν’ αφήνει το δώρο που του είχες γράψει. 

Αγκαλιά με το κουτί ξανάτρεχες στο κρεβάτι και πάσχιζες να τ’ ανοίξεις. Κορδέλες, χαρτιά πολύχρωμα περιτυλίγματος δώρου… Μετά, με μάτια γελαστά αντίκριζες ό,τι είχες ονειρευτεί. Κάποια χρονιά ένα ξύλινο αλογάκι∙ πόσο μεγάλο ήταν το κουτί… Μια άλλη χρονιά εκείνο το φορτηγό με την καρότσα που ανεβοκατέβαινε.
Μεγάλωσες κάποτε∙ τα παιδιά στο δημοτικό πάντα μαθαίνουν τις αλήθειες, αλλά κρατούν με πείσμα το παραμύθι. Τότε για πρώτη φορά ζήτησες βιβλία. Δουμά και Ντίκενς. Τον Δουμά τον ξεκοκάλισες την πρώτη κιόλας εβδομάδα του καινούργιου χρόνου και τον έβαλες στη βιβλιοθήκη δίπλα στον Ιούλιο Βερν που είχες διαβάσει το καλοκαίρι. Ο Ντίκενς σε δυσκόλεψε∙ ας είναι καλά η δασκάλα σου που σ’ έβαλε στα μονοπάτια του.
Τα χρόνια πέρασαν. Ο Άη-Βασίλης πιστός στο δρομολόγιό του άφηνε πάντα το δώρο σου. Τι κι αν τελείωνες το γυμνάσιο∙ εξατάξιο τότε. Μέχρι και πένα Πάρκερ σου είχε φέρει.

Ήταν τα χρόνια που όταν ρωτούσες τον μπαμπά σου πότε θα σου πάρει εκείνο ή το άλλο, σου απαντούσε: «Του χρόνου…»
«Του χρόνου…» ευχή και προσδοκίες. Γιατί κάθε χρόνο όλο και καλύτερα. Η σόμπα με τα ξύλα, αντικαταστάθηκε από τη σόμπα πετρελαίου, μετά από το καλοριφέρ. Οι κατσαρόλες που ζέσταινε νερό η μαμά σου, από το θερμοσίφωνο. Πια έκανες μπάνιο όποτε ήθελες, όχι κάθε Σάββατο βράδυ. Σταμάτησες να φοράς μπαλωμένα παντελόνια. Κάποιο φθινόπωρο ο μπαμπάς σου σε πήγε σ’ έναν ράφτη∙ ο κύριος Θανόπουλος στη στενή οδό Παπασταύρου σ’ έμαθε ότι στα παντελόνια το δεξιός ή αριστερός δεν σημαίνει ιδεολογία. Σήμερα η Παπασταύρου έγινε πεζόδρομος και το δεξιός ή αριστερός, δρόμοι με άγονες ιδεοληψίες που ταλανίζουν και ταλανίζουν…
Κάποτε μεγάλωσες, έκανες παιδιά, έστησες δικό σου σπίτι. Ο Άη-Βασίλης ακούραστος να έρχεται και να ξανάρχεται. Κάθε χρόνο με καινούργια δώρα, που τώρα του τα ζητούσαν τα παιδιά σου στο γράμμα που του έγραφαν. Πια, ήταν αυτά που ξυπνούσαν αξημέρωτα κι έτρεχαν να βρουν το δώρο τους κάτω από το δέντρο.
Χαιρόσουν με τη χαρά των παιδιών σου. Ίσως και να έπαιζες μαζί τους εκείνη την ημέρα. Άλλωστε η πρώτη κάθε χρονιάς ήταν γιορτή∙ της ελπίδας γιορτή, των προσδοκιών. Η ευχή «και του χρόνου…» είχε νόημα, ήταν η χειροπιαστή αισιοδοξία πως κάθε χρόνο και καλύτερα. Με αυτήν τη βεβαιότητα αγκάλιαζες τη ζωή…
Αίφνης η βεβαιότητα μετανάστευσε σε χώρες άγνωστες.
Αίφνης διαπίστωσες πως ο Άη-Βασίλης σε ξέχασε.
Αίφνης έμεινες άναυδος από τα τόσα ράκη και τα τόσα ερείπια.
Είναι πικρό να ξέρεις πως αύριο δεν θα έρθει ο Άη-Βασίλης, όχι γιατί μεγάλωσες και μπορείς να ξεχωρίσεις τον μύθο από την πραγματικότητα, αλλά γιατί κάποιοι σε λήστευαν, γιατί κάποιοι σε δηλητηρίαζαν αργά αργά, γιατί κάποιοι καταρράκωσαν την αξιοπρέπειά σου.
Έξω από το μηχάνημα της τράπεζας κοιτάζεις το χαρτάκι που σ’ ενημερώνει για τον λογαριασμό σου. Υπολογίζεις υποχρεώσεις, ό,τι δηλαδή περιμένει απαιτητικό να φανείς φερέγγυος. Προσθέτεις, αφαιρείς. Δίπλα σου άλλοι, νεότεροι ή όχι. Το ίδιο. Με τα χαρτάκια στο χέρι και την απογοήτευση εγκαταστημένη στο πρόσωπό τους. Μουρμουρίζουν, βρίζουν, καταριόνται. Ξέρουν κι αυτοί πως ο Άη-Βασίλης θα τους ξεχάσει∙ πώς δεν μπορούν να ελπίζουν ότι «του χρόνου…» θα είναι μια αισιόδοξη ευχή και όχι ένα προδομένο σχήμα λόγου;
Απέναντι στις φλύαρες προπαγάνδες υπάρχει η πραγματικότητα, ο λογαριασμός που ο καθείς επιχειρεί για την καθημερινότητά του. Υπάρχουν τα δάκρυα εκείνων που έχασαν τα πάντα, η αγωνία εκείνων που φοβούνται ότι θα χάσουν τα πάντα. Υπάρχουν τα συσσίτια, τα κοινωνικά παντοπωλεία, οι έρανοι, η φιλευσπλαχνία του διπλανού. Μόνο ο Άη-Βασίλης δεν υπάρχει. Δυστυχώς άρχισε να ξεχνά. Τι κρίμα…
Και τι να ευχηθώ εγώ, που έμαθα να αποκωδικοποιώ τις ξύλινες γλώσσες;
Από καρδιάς: Καλό κουράγιο…
Άγγελος Πετρουλάκης



Δεν υπάρχουν σχόλια