Breaking News

Ο Σεπτέμβρης του Παζαριού



ΜΟΝΟΛΟΓΩΝΤΑΣ


Πάντα στη Λάρισα ο Σεπτέμβρης έφευγε μαζί με το Παζάρι, όσο κι αν κάποιοι επέμεναν να το ονομάζουν εμποροπανήγυρη. Παζάρι ήταν, με όλα ανακατεμένα, με λίγα απ’ όλα, με βραχνές φωνές και οσμές, τσίκνα λουκάνικου και κατουρομπόχα, με χαλβάδες Φαρσάλων, αλλά για γύρους του θανάτου, λούνα παρκ και παραμορφωτικούς καθρέφτες, με κολλητηρτζήδες και πορτοφολάδες, με παιδικά μάτια γεμάτα χαρά κι έκπληξη, αλλά και ξεθεωμένες γιαγιάδες που όλο κι έχαναν κάποιον «Γιαννάκηηηη», με νοικοκυραίους, αλλά και παπατζήδες… Ήταν το δικό μας παζάρι!
Μικρή η αγορά της πόλης τότε. Μια και μόνη «λαϊκή», η «Τετάρτη» στο Λόφο του Φρουρίου ανάμεσα στα μπορντέλα και τη λαχαναγορά. Λίγα ταξί στη μια και μοναδική πιάτσα στην πλατεία Σάπκα, που όλοι την ήξεραν ως Κεντρική, άλλα λίγα «πειρατικά» μπροστά στην κλινική Κατσίγρα, στην πλατεία Ταχυδρομείου. Στα δικαστήρια μπροστά οι αμαξάδες. Πρωινός πατσάς, απογευματινός σκεμπές. Δυο και τα Γυμνάσια Αρρένων, δυο και τα Θηλέων. Και του «Γουμενόπουλου» για όσους έπρεπε να μπουν νωρίς στο μεροκάματο, «να μάθουν μια τέχνη, αφού δεν έπαιρναν από γράμματα». Και στην Κούμα το «Ολυμπιάκι» και τα ποδοσφαιράκια του Κάρτου. Μπλε ποδιές για τις μαθήτριες, πηλίκια για τους κουρεμένους στον πάτο γυμνασιόπαιδες. Τι να θυμηθεί κανείς;
Για τους γυμνασιόπαιδες οι ώρες επίσκεψης ήταν αμέσως μετά το μάθημα της πρωινής βάρδιας. Και βέβαια για κάποιους κάποιες ώρες σκασιαρχείου. Για τις ηλικιωμένες λίγο πριν το μεσημέρι ή νωρίς το απόγευμα. Με το που νύχτωνε κατηφόριζαν και οι νοικοκυρές για κάλτσες, βρακιά, σεντόνια, προικιά. Σάββατο βράδυ και Κυριακή συνήθως ολόκληρη η οικογένεια. Σαββατόβραδο «δεν έπεφτε καρφίτσα». Ποτάμι ο κόσμος. «Σαν σαρδέλες» οι επιβάτες όχι μόνο στα αστικά, αλλά και στα «υπεραστικά» που πήγαιναν στα χωριά και χρειαζόταν καρότσα για να βολέψουν τα ψώνια.
Μαθητές, την πρώτη στάση την κάναμε αμέσως μετά τα σκαλιά του Αλκαζάρ, δεξιά στους πάγκους με τα βιβλία.Εκεί συναντήσαμε τον Τολστόι και τον Ντοστογιέφσκι, τον Καζαντζάκη και τον Ξενόπουλο, τον Δουμά και τον Ιούλιο Βερν. Έχω ακόμα στη βιβλιοθήκη μου τα Ανεμοδαρμένα ύψη, τα άπαντα του Παπαδιαμάντη και πολλά ακόμα με χρονολογίες του ’65 και ’66 και αναμνήσεις από γδαρμένα γόνατα και κοντά παντελόνια.
Απέναντι από τα βιβλία το θρησκευτικό συναίσθημα της αγοράς. Σταυρουδάκια και εικονίτσες από διάφορα μοναστήρια ευλογημένα από άγιους πατέρες, φυλαχτά για βασκανείες και άλλα διάφορα. Δίπλα τους ξύλινα σκεύη, ξουδοχέρια και γουδιά, κόσκινα και πλάστες για τις πίτες, που πια αντικαταστάθηκαν από τις «χωριάτικες χειροποίητες», που όμως έχουν ίδιο καλούπι και ίδια γεύση σε όλα τα τυροπιτάδικα.
Πιο κάτω τα βρακιά και οι κομπινεζόν, με το νάιλον στις δόξες του, τότε. Και βέβαια οι μπλούζες και όλων των ειδών τα ρούχα. Μέχρι και τουαλέτες και τα κουστούμια, αυτά που επί τον ελληνικότερον τα γνωρίζουμε ως «αμπιγιέ».  Και πέρα, σχεδόν στο τέρμα του κεντρικού δρόμου οι φλοκάτες. Πανδαισία χρωμάτων που προσωπικά με μαγνήτιζαν μόνο ως χρώματα, όχι ως είδος σκεπάσματος. Έπρεπε να περάσουν τα χρόνια, να γίνει η φλοκάτη κάτι σαν χαλί ή σαν πατάκι, για να αντιληφθώ την αξία της ως σκέπασμα. Βέβαια τα μοντέρνα σπίτια τη θέλουν στο πάτωμα, αλλά προτιμώ να τη νοσταλγώ στο σώμα μου πάνω…
Βέβαια όταν έφτανες στις φλοκάτες οι μυρωδιές σε κυρίευαν από παντού. Μυρωδιές από χαλβά που ψηνόταν επί τόπου, από τις θράκες που έπεφταν τα λίπη από τα λουκάνικα, κάθε είδους μυρωδιές. Ανάμεσά τους η καμένη ζάχαρη από το «μαλλί της γριάς». Μυρωδιά μαστίχας από το σάμαλι. Και κάπου πιο πέρα, κάπου κοντά στο σημερινό κολυμβητήριο, μυρουδιές από κοπριές ζώων…
Όλα αυτά και πολλά ακόμα ήταν το Παζάρι μας, αυτό που έδεσε το Σεπτέμβριο με τις μνήμες και τη ζωή μας. Βέβαια τα χρόνια πέρασαν, η αγορά της πόλης εξελίχθηκε και υπερκαλύπτει τις ανάγκες των κατοίκων. Η ψυχαγωγία ξεπέρασε το «γύρο του θανάτου». Τα βιβλιοπωλεία πωλούν κάθε βιβλίο και όχι μόνο τετράδια και μολύβια. Χαλβάς πια πουλιέται ακόμα και από τις καντίνες της εθνικής οδού. Οι παράγκες αντικαταστάθηκαν από μόνιμες κατασκευές, που εξασφαλίζουν εμπορεύματα, εκθέτες και επισκέπτες απ’ τη βροχή, που κι αυτή το επισκεπτόταν συχνά, αλλά οι μνήμες των μεγαλύτερων μένουν. Σαν σκιές έστω, ή σαν ονειρικοί επισκέπτες μιας άλλης εποχής, όπως κάποτε είχε εξαίσια φωτογραφίσει ο φίλος Βασίλης Αγγλόπουλος, με τα χρωματικά παιγνίδια και το φως των προβολέων…

Άγγελος Πετρουλάκης
(Δημοσιεύθηκε στη Larissanet στις 25-9-2014)


Δεν υπάρχουν σχόλια