ΛΟΓΟΣ τρίτος - Γ6. - Τις μνήμες έκρυβα
Γ6.
Σ’ έψαχνα αγαπημένη...
Τις μνήμες έκρυβα σε γωνιές αραχνιασμένες,
σε κάμαρες με πετρωμένα παράθυρα.
`Έκρυβα εκεί που υπήρχε μόνο νύχτα
τα πήλινα κύπελλα με τις αρχαίες δαχτυλιές,
τους αμφορείς που υπερπλήρωσε η αγωνία μας...
`Έτσι δεν έμαθε κανείς τη μοναξιά μας,
για το κρύο που μας διαπερνούσε
όταν χαράζαμε το όνομά μας στους τοίχους της φυλακής...
Η φυλακή είναι ένας φόβος
μια σιωπή, τα χίλια μη,
μ’ ένα μόνο παράθυρο
κι εσένα απέναντι μια επανάσταση...
Τα δειλινά σ’ αναζητούσα πίσω απ’ τις πικροδάφνες...
`Έκανα βαρκούλες με προκηρύξεις που ποτέ δεν μοιράστηκαν
αν και τυπώθηκαν μ’ αίμα από τις φλέβες μας.
Οι προκηρύξεις μας
έμοιαζαν πάντα με σπασμένες σημαίες,
με κάτι κραυγές μετέωρες και φιμωμένες...
Οι προσμονές μας έμοιαζαν με κάτι ξεχασμένα πεύκα στις άκρες χορταριασμένων μονοπατιών, που βήμα οδοιπόρου έχει χρόνια να ταράξει τα παιγνίδια της σαύρας. `Έμοιαζαν με καράβια παροπλισμένα και απόμαχα, που έχουν ξεχάσει το σχήμα του ωκεανού και τη γεύση της τρικυμίας...
Οι σημαίες μας
θύμιζαν τοιχογραφίες ανώνυμων
σ’ εξωκλήσια απρόσιτων βράχων,
θύμιζαν κείμενα αποκηρυγμένα και απόκληρα,
αλήθειες κρεουργημένες...
Σ’ έψαχνα αγαπημένη...
Τις μνήμες έκρυβα σε γωνιές αραχνιασμένες,
σε κάμαρες με πετρωμένα παράθυρα.
`Έκρυβα εκεί που υπήρχε μόνο νύχτα
τα πήλινα κύπελλα με τις αρχαίες δαχτυλιές,
τους αμφορείς που υπερπλήρωσε η αγωνία μας...
`Έτσι δεν έμαθε κανείς τη μοναξιά μας,
για το κρύο που μας διαπερνούσε
όταν χαράζαμε το όνομά μας στους τοίχους της φυλακής...
Η φυλακή είναι ένας φόβος
μια σιωπή, τα χίλια μη,
μ’ ένα μόνο παράθυρο
κι εσένα απέναντι μια επανάσταση...
Τα δειλινά σ’ αναζητούσα πίσω απ’ τις πικροδάφνες...
`Έκανα βαρκούλες με προκηρύξεις που ποτέ δεν μοιράστηκαν
αν και τυπώθηκαν μ’ αίμα από τις φλέβες μας.
Οι προκηρύξεις μας
έμοιαζαν πάντα με σπασμένες σημαίες,
με κάτι κραυγές μετέωρες και φιμωμένες...
Οι προσμονές μας έμοιαζαν με κάτι ξεχασμένα πεύκα στις άκρες χορταριασμένων μονοπατιών, που βήμα οδοιπόρου έχει χρόνια να ταράξει τα παιγνίδια της σαύρας. `Έμοιαζαν με καράβια παροπλισμένα και απόμαχα, που έχουν ξεχάσει το σχήμα του ωκεανού και τη γεύση της τρικυμίας...
Οι σημαίες μας
θύμιζαν τοιχογραφίες ανώνυμων
σ’ εξωκλήσια απρόσιτων βράχων,
θύμιζαν κείμενα αποκηρυγμένα και απόκληρα,
αλήθειες κρεουργημένες...
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου