ΛΟΓΟΣ τρίτος - Α16.
Οι φυγές σου
είχαν πάντα το χρώμα το κόκκινο...
Τώρα,
τί τό ’θελες το ατέλειωτο μπλε...
Εγώ, καρτερώντας σε, στο παλιό μου μουράγιο,
τη μορφή σου σκάλιζα σε θαλασσοφαγωμένα ξύλα,
έχοντας στα μάτια τον Ελκόμενο
και της Μονεμβασιάς την `Αγια Σοφιά.
Εσύ, πού ναυαγούσες τότε
και βάφτηκαν έτσι τα μάτια σου;
Πού ναυαγούσες;
Ποια κύματα τα βλέφαρά σου έβρεχαν;
Και τώρα...
Πώς να σε ιστορίσω στο χαρτί
και σαν τελειώσω τίνος χειρός να πω πως είσαι;
Στου Μυστρά τα χαλάσματα τις εικόνες σου ψάχνω
και στη σιωπή της Περίβλεφτου γυρεύω χρώματα νεκρά
εσένα ν’ αναστήσω και το χρόνο...
Πώς να σε ιστορίσω στο χαρτί
τώρα που σίμωσαν καιροί γεμάτοι αντάρα;
είχαν πάντα το χρώμα το κόκκινο...
Τώρα,
τί τό ’θελες το ατέλειωτο μπλε...
Εγώ, καρτερώντας σε, στο παλιό μου μουράγιο,
τη μορφή σου σκάλιζα σε θαλασσοφαγωμένα ξύλα,
έχοντας στα μάτια τον Ελκόμενο
και της Μονεμβασιάς την `Αγια Σοφιά.
Εσύ, πού ναυαγούσες τότε
και βάφτηκαν έτσι τα μάτια σου;
Πού ναυαγούσες;
Ποια κύματα τα βλέφαρά σου έβρεχαν;
Και τώρα...
Πώς να σε ιστορίσω στο χαρτί
και σαν τελειώσω τίνος χειρός να πω πως είσαι;
Στου Μυστρά τα χαλάσματα τις εικόνες σου ψάχνω
και στη σιωπή της Περίβλεφτου γυρεύω χρώματα νεκρά
εσένα ν’ αναστήσω και το χρόνο...
Πώς να σε ιστορίσω στο χαρτί
τώρα που σίμωσαν καιροί γεμάτοι αντάρα;
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου