ΛΟΓΟΣ Τρίτος - Α 8 (απόσπασμα)
Μα εσύ δεν άκουγες...
Δεν ήξερες τί σήμαινε βροχή
και ούτε είχες δει κάτω από το πουκάμισο
τις πληγές της χθεσινής μέρας.
Πλασμένη μόνο μ’ ανθούς
λουσμένη μόνο με φως πρωινού ανοιξιάτικου ήλιου
και με τη συμφωνία του γαλαζοπράσινου στα μάτια σου,
τα χέρια άνοιγες ασύνορα...
Χωρίς ν’ ακούς
Χωρίς ν’ ακούς
Χωρίς ν’ ακούς τη σιωπή μου...
Δεν μ’ άκουγες...
Ακόμα κι όταν έλεγα πως
περιμένω το ξημέρωμα για να βαδίσω σιωπηλός
τα μονοπάτια της οδύνης,
πως περιμένω τον ερχομό της άλλης μέρας
με στήθος ολάνοιχτο σε κάθε σπαθί,
σε κάθε κραυγή.
Π ε ρ ι μ έ ν ω. . . Θέλοντας να πλανηθώ στις μυστικές γραμμές
του προσώπου σου. Εκεί που δεν υπάρχει φως, ούτε σκοτάδι, παρά
μονάχα ένα χρώμα αχαρακτήριστο, ένα χρώμα μουντό κι ένας αγέρας
χαμηλόφωνος...
Π ε ρ ι μ έ ν ω. . . Θέλοντας να πλανηθώ στους μυστικούς
καθρέφτες των ματιών σου, ν’ αρμενίσω κατά πού θέλει το κύμα,
κουνώντας αδιάφορα το κεφάλι σε κάθε σπάσιμο καταρτιού...
Ξ έ ρ ω , πως τα χέρια σου σταματούν πάνω μου αναζητώντας
σταγόνες ιδρώτα, πως στα μάτια σου ταριχεύεται κάθε
έκφραση της αγωνίας μου. Και μένω σιωπηλός, τα δάχτυλα
παίζοντας αμήχανα.
Έμαθα να σ’ αγαπώ ασύχαστα...
Δεν ήξερες τί σήμαινε βροχή
και ούτε είχες δει κάτω από το πουκάμισο
τις πληγές της χθεσινής μέρας.
Πλασμένη μόνο μ’ ανθούς
λουσμένη μόνο με φως πρωινού ανοιξιάτικου ήλιου
και με τη συμφωνία του γαλαζοπράσινου στα μάτια σου,
τα χέρια άνοιγες ασύνορα...
Χωρίς ν’ ακούς
Χωρίς ν’ ακούς
Χωρίς ν’ ακούς τη σιωπή μου...
Δεν μ’ άκουγες...
Ακόμα κι όταν έλεγα πως
περιμένω το ξημέρωμα για να βαδίσω σιωπηλός
τα μονοπάτια της οδύνης,
πως περιμένω τον ερχομό της άλλης μέρας
με στήθος ολάνοιχτο σε κάθε σπαθί,
σε κάθε κραυγή.
Π ε ρ ι μ έ ν ω. . . Θέλοντας να πλανηθώ στις μυστικές γραμμές
του προσώπου σου. Εκεί που δεν υπάρχει φως, ούτε σκοτάδι, παρά
μονάχα ένα χρώμα αχαρακτήριστο, ένα χρώμα μουντό κι ένας αγέρας
χαμηλόφωνος...
Π ε ρ ι μ έ ν ω. . . Θέλοντας να πλανηθώ στους μυστικούς
καθρέφτες των ματιών σου, ν’ αρμενίσω κατά πού θέλει το κύμα,
κουνώντας αδιάφορα το κεφάλι σε κάθε σπάσιμο καταρτιού...
Ξ έ ρ ω , πως τα χέρια σου σταματούν πάνω μου αναζητώντας
σταγόνες ιδρώτα, πως στα μάτια σου ταριχεύεται κάθε
έκφραση της αγωνίας μου. Και μένω σιωπηλός, τα δάχτυλα
παίζοντας αμήχανα.
Έμαθα να σ’ αγαπώ ασύχαστα...
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου