Στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας...
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Από τον Άγγελο Πετρουλάκη
Βασίλης Λογοθέτης:
«Θυμάρι μεσοπέλαγα»
Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Ναι, μυρίζει θυμάρι το μυθιστόρημα του Βασίλη Λογοθέτη. Στο γαλάζιο των αιγαιοπελαγίτικο νησιών, στα αρχοντικά που κατοικούνται από μνήμες, θρύλους, ιστορίες ανθρώπων που άφησαν την σκιά τους να πλανιέται στα γραφικά σοκάκια με τα ασβεστωμένα πεζούλια.
Το «Θυμάρι μεσοπέλαγα» το διάβασα αμέσως μετά το βιβλίο τής Μαρίας Ευθυμίου «Ρίζες και Θεμέλια».
Έχοντας, ακόμα, νωπές τις αναφορές τής Ευθυμίου για τους Έλληνες τής διασποράς, αλλά και για όσους αναγκάστηκαν να αλλαξοπιστήσουν (η ιστορικός καταθέτει την κατανόησή της και όχι την καταδίκη τους), για να αποφύγουν την εξόντωσή τους από τον κατακτητή, εξεπλάγην που στα χέρια μου κρατούσα ένα βιβλίο, που μυθιστορηματικά περιέγραφε και τις δύο αυτές καταστάσεις, με όχημα την λογοτεχνία.
Γιατί ο κύριος άξονας του βασικού μυθιστορήματος, ο Μανώλης Βλαντάς, και ανήκει στους Έλληνες της διασποράς (ακούσια, βέβαια), και στους αλλαξοπιστήσαντες.
Ως Έλληνας της διασποράς βρέθηκε μετά την απαγωγή του από πειρατές και την πώλησή του σ’ έναν ευκατάστατο Τούρκο.
Αλλαξοπίστησε όταν αντιμετώπισε το δίλημμα να μείνει σκλάβος με αβέβαιο το μέλλον του; Ή αλλαξοπίστησε για να έρθει σε γάμο με την πανέμορφη κόρη τού πλούσιου αφέντη του, γεγονός που σήμαινε ότι αμέσως θα αναγνωριζόταν ως κληρονόμος μιας τεράστιας περιουσίας και συνάμα θα εξασφάλιζε την ελευθερία του και την ζωή του, χωρίς να πάψει να αισθάνεται Ορθόδοξος Χριστιανός; Η ζωή είναι γλυκιά, και την προτίμησε, από το να βρεθεί σφαγμένος σ’ ένα χωράφι, ανώνυμος νεκρός για ένα τίποτα.
Παραπάνω, έκανα λόγο για «βασικό μυθιστόρημα». Τούτο, γιατί, το «Θυμάρι μεσοπέλαγα» είναι κατ’ ουσίαν μια νουβέλα και ένα μυθιστόρημα, «πλεγμένα» σε ένα μυθιστόρημα.
Το βασικό μυθιστόρημα έχει θέμα και ξετυλίγει την ζωή τού Μανώλη Βλαντά, όπως περιγράφεται μέσα σ’ ένα κρυμμένο και ξεχασμένο χειρόγραφο βιβλίο, από τον Μανώλη Βλαντά, που γεννήθηκε σε ένα νησί τού Αιγαίου το 1761. Είναι ο βίος και η πολιτεία του, ιδιαίτερα περπετειώδης (αφήνω στον αναγνώστη την χαρά να την παρακολουθήσει).
Το άλλο, νουβέλα μάλλον θα το χαρακτήριζα, αφορά δυο νέους που ερευνούν την ζωή τού Μανώλη Βλαντά.
Και τα δυο θα μπορούσαν να σταθούν και ως ανεξάρτητα, αλλά δεν θα είχαν την ζωντάνια που προσφέρει στις λογοτεχνικές δημιουργίες η ύπαρξη στοιχείων μυστηρίου, δηλαδή μυστικών που πρέπει να ‘‘εξιχνιαστούν’’ και να βγουν στο φως.
Η νουβέλα αναφέρεται σε μια σύγχρονη κοπέλα με το όνομα Μάγδα Βλαντά, που με την συνδρομή ενός νέου ερωτικού συντρόφου, του Κωνσταντίνου, προσπαθεί να λύσει το μυστήριο του Μανώλη Βλαντά, να μάθει για την ζωή του, αλλά και την γραμμή των απογόνων του, μια γραμμή που θα φτάσει σ’ εκείνη, χαρίζοντάς της πολλά, εν τέλει.
Η Μάγδα Βλαντά χαρακτηρίζεται από την γνησιότητα των αισθημάτων της και το θάρρος της απέναντι στις συνθήκες. Δεν διστάζει να ενημερώσει τον Κωνσταντίνο, προτού γίνουν εραστές, για το παρελθόν της και για το τέλος ενός μακροχρόνιου δεσμού της. Ο Κωνσταντίνος, με σύγχρονες ιδέες, επίσης, δεν επηρεάζεται από αυτό και επικεντρώνεται σε όσα τον ελκύουν στην Μάγδα.
Μαζί θα εξερευνήσουν την ζωή τού Μανώλη Βλαντά.
Πέρα από την προσχηματική μυθοπλασία, ο συγγραφέας, ξετυλίγοντας το κουβάρι τής ζωής τού Μανώλη Βλαντά, καταθέτει στοιχεία που περιγράφουν συνθήκες ζωής τών Ελλήνων και των Οθωμανών τα προεπαναστατικά χρόνια, αρχίζοντας από την μάστιγα των πειρατών που ήταν σοβαρότατη πληγή για τους κατοίκους τών νησιών, αλλά και πολλών παράλιων τόπων τής Ελλάδας.
Άλλωστε, ο φόβος τών πειρατών, ήταν η αιτία που τα χωριά και τις πόλεις τους, οι νησιώτες Έλληνες, δεν τα έχτιζαν πλάι στην θάλασσα, αλλά στην ενδοχώρα, και μάλιστα σκαρφαλωμένα σε λόφους ή πλαγιές βουνών, τειχίζοντας πολλά απ’ αυτά και δημιουργώντας κάστρα, ή εκμεταλλεύονταν τα κάστρα τής Ενετοκρατίας, που τους βοηθούσαν στην άμυνα. Είναι χαρακτηριστικό το ότι σήμερα βλέπουμε κάστρα που περικλείουν κατοικίες, με στενοσόκακα ανάμεσά τους, τα οποία, βέβαια, αποτελούν τις σύγχρονες τουριστικές γραφικότητες.
Η ζωή τού Μανώλη Βλαντά, ως κέντρο τής μυθοπλασίας, περιγράφει ως έναν βαθμό την ζωή τών νησιωτών και την ναυτοσύνη τους, που συνέβαλλε τα μέγιστα στην μετέπειτα Επανάσταση. Τολμηροί ναυτικοί, ριψοκίνδυνοι καπεταναίοι, όργωναν το Αιγαίο, αλλά και την Μαύρη θάλασσα, μεταφέροντας στις πόλεις τής Μικράς Ασίας πολύτιμα εμπορεύματα, και συγκεντρώνοντας πλούτο για τον εαυτό τους. Η επιστροφή στο νησί τους ήταν πανηγυρική, ενώ τα νέα για κάποια απώλεια άπλωναν το πένθος σ’ ολόκληρο το νησί. Ήταν η εποχή που οι άνθρωποι ζούσαν ο ένας για τον άλλον.
Η γιορτή ήταν πιο μεγάλη για τα παιδιά, που λαχταρούσαν για τα δώρα τού πατέρα. Μεταφέρω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την αφήγηση του Μανώλη Βλαντά, όταν πληροφορήθηκε τον χαμό τού πατέρα του σε ναυάγιο:
«Θυμόμουν, όταν ήμουνα μικρός και γύριζε από ταξίδι, τη λαχτάρα μου να τρέξω πρώτος από το Κάστρο κάτω στον γιαλό και να τον περιμένω, να τον δω όρθιο μέσα στη σκαμπαβία, καθώς κάποιος ναύτης τραβούσε κουπί και η βάρκα πλησίαζε στην ακτή μέχρι να σκαρώσει η καρίνα της στην άμμο. Σβέλτος αυτό, με γελαστό πάντα πρόσωπο, , πηδούσε έξω και με το ένα του χέρι με σήκωνε ψηλά, ενώ εγώ ξεκαρδισμένος φώναζα από ευτυχία. Μετά, χαρούμενοι και οι δυο, φορτώναμε τα πράγματά του στα μουλάρια για να ανεβούμε στο Κάστρο, όπου μας περίμενε ευτυχισμένη η μάνα. Σε όλη τη διαδρομή μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι, μιλούσα ασταμάτητα για χίλια δυο πράγματα που νόμιζα ότι τον ενδιέφεραν, γιατί ήμουν χαρούμενος, γιατί ήμουν περήφανος για εκείνον και ευτυχισμένος. Και σαν φτάναμε στα πρώτα σπίτια της Χώρας, άνδρες και γυναίκες έβγαιναν στα κατώφλια των σπιτιών τους και του πρόσφεραν ένα ποτήρι κρασί ή ρακή για το καλωσόρισμα. Κι εκείνος είχε για τον καθένα τους από έναν καλό λόγο».
Θέλω, όμως να αναφερθώ και στο λεπτό, για την ιστορική κρίση, θέμα τής Αλλαξοπιστίας. Ίσως γιατί κάποιοι αναγνώστες σταθούν με επιφύλαξη στις σελίδες αυτές, οι οποίες όμως εκφράζουν με ρεαλισμό, μια απόλυτα φυσιολογική κατάσταση των χρόνων τής Τουρκοκρατίας.
Δεν ήταν λίγοι οι Έλληνες (και όχι μόνο – γιατί σε όλες τις φυλές τής Βαλκανικής το φαινόμενο ήταν εκτεταμένο και μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό), που δέχονταν το πέρασμα από τη μια θρησκεία στην άλλη. Στην Κρήτη είχαμε εκτεταμένες τέτοιες καταστάσεις. Σχεδόν ο μισός πληθυσμός τότε είχε εξισλαμισθεί, εξ ου και οι Τουρκοκρητικοί. Πόσο μάλλον οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, που βρίσκονταν σε περιοχές κοντά στην κεντρική Τουρκική Διοίκηση.
Ένας άλλος παράγοντας ήταν η έννοια του Έθνους, εντελώς χαλαρή, στα χρόνια εκείνη, αφού οι πρώτες δειλές φωνές για την αφύπνιση του Έθνους ακούγονται αμέσως μετά το 1760, στην Ευρώπη και σε κάποια σχολεία (Πήλιο) της τότε Ρούμελης. Αυτές οι φωνές έφτασαν στην Μικρά Ασία μέσω της Φιλικής Εταιρείας, στις αρχές τού επόμενου αιώνα. Ο Μανώλης, λοιπόν, αντικειμενικά είναι ο αναμάρτητος πρωταγωνιστής και όχι ο αμαρτωλός εξωμότης.
Το μυθιστόρημα του Βασίλη Λογοθέτη «Θυμάρι μεσοπέλαγα», δεν είναι απλά ενδιαφέρον, αλλά και γοητευτικό, για τον αναγνώστη που θα αποφασίσει να ταξιδέψει στις σελίδες του και να παρακολουθήσει τόσο την πορεία τού Μανώλη Βλαντά, όσο και των δυο ερωτευμένων, της Μάγδας και του Κωνσταντίνου.
Λάρισα, 15/10/2020.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου