Breaking News

Οι αμείλικτοι αριθμοί…

 

ΜΟΝΟΛΟΓΩΝΤΑΣ

---------------------------------------

Από τον Άγγελο Πετρουλάκη

 

Οι αμείλικτοι αριθμοί…

Η θύελλα με το όνομα κορονοϊός έφτασε. Μια ανατριχίλα διατρέχει το σώμα τής κοινωνίας. Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι. Δίνουν απάντηση σε όσους αψηφούσαν τον κίνδυνο και ο καθένας ήταν μια μικρή βιοτεχνία παραγωγής, ή αναπαραγωγής, θεωριών που αμφισβητούσαν (και αμφισβητούν) τις επίσημες οδηγίες, έχοντας το δικό του κίνητρο.

Ο υπαίθριος πωλητής στην λαϊκή, με την ειρωνεία στα χείλη, αποφαινόταν, ως να είχε δέκα πτυχία ιατρικών ειδικοτήτων, ότι όλα είναι ένα στημένο παιγνίδι, για να μας καθυποτάξουν κάποιοι εξωτερικοί παράγοντες. Κάθε λεμόνι που έβαζε στην σακούλα, αντιστοιχούσε και σε μια λέξη υποτιμητική, είτε για τον πρωθυπουργό, είτε για τον Τσιόδρα, είτε για κάποιον άλλον επιστήμονα, που «τα έπαιρνε για να παίξει αυτό το παιγνίδι τών σκοτεινών δυνάμεων». Οι περιορισμοί στις λαϊκές αγορές έβλαπταν σοβαρά την τσέπη του…

Η κομμώτρια επίσης. Μάλιστα αυτή παρήγαγε και ειδήσεις· κάποια φίλη που ήταν μια χαρά και δεν είχε κάνει ποτέ τεστ, δέχτηκε τηλεφώνημα από κάποια ιατρική υπηρεσία, που την πληροφορούσε πως ήταν θετική στον ιό. «Μας φλόμωσαν στο ψέμα…» κήρυττε με ύφος εκατό καρδιναλίων.

Αλλά, δεν ήταν μόνο εκείνοι, που ενώ δεν διέθεταν κάποια υψηλή μόρφωση, γνώριζαν πολύ καλά τις μαύρες τρύπες τής ιατρικής και της πολιτικής, έχοντας πάρει πέντε πτυχία στα ουζερί και στις συντροφιές όπου τα νύχια, το μαλλί, και τα παρόμοια ήταν το πρώτο θέμα συζητήσεων.

Ήταν, και είναι, μέλη τής κοινωνίας μας με ιδιαίτερη επιστημονική κατάρτιση, ακόμα και στον χώρο τής ιατρικής. Κύριος εκπρόσωπος των τελευταίων, ο επί χρόνια υφυπουργός Υγείας, εντατικολόγος κ. Πολάκης, που πρόσφατα χλεύαζε τους κινδύνους, που τρομάζουν όλους εμάς, που δεν έχουμε σχέση με την ιατρική. Η τελευταία θεατρική του εμφάνιση στο «Σωτηρία», για να επιθεωρήσει αν λειτουργεί καλά, με μια μάσκα στο χέρι, δίνει ένα μικρό παράδειγμα της θρασύτητας του άνδρα.

Κατά καιρούς εμφανίζονται και άλλοι επιστήμονες, από άλλους χώρους (μέχρι και πρύτανης του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου), ως αμείλικτοι εχθροί τού Σόρος, πολέμιοι «των υποταγμένων πρωθυπουργών και των ειδικών τής ιατρικής κοινότητας, που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση, για να περνά τα σκοτεινά της σχέδια», αυτά δηλαδή που εξυπηρετούν τα μαύρα συμφέροντα των εχθρών της ανθρωπότητας.

Στον φούρνο τής γειτονιάς μου, οι μάσκες αντικαθιστούσαν (και αντικαθιστούν) τα κολιέ στον λαιμό τών πωλητριών, οι συνάξεις τών νέων έξω από ένα καφέ, χλεύαζαν τα απαγορευτικά, ίσως γιατί έτσι τόνιζαν το πέρασμα από την εφηβεία στον χώρο τών ενηλίκων (άλλωστε κι εμείς κάποτε στην ηλικία τους ξεκινήσαμε το τσιγάρο, για να δείχνουμε αντράκια – αργότερα με τον ίδιο τρόπο μυηθήκαμε στα ποτά).

Πιστοί, επικαλούνταν την Θεία Χάρη και δήλωναν πως ο Θεός τούς προστατεύει απ’ όλα, δείχνοντας απόλυτη υπακοή στον ιερέα τής ενορίας τους, που με πύρινους λόγους, διάσπαρτους με φράσεις τού Ευαγγελίου, ξιφουλκούσε κατά των εχθρών τού Χριστού, που έτυχε να κυβερνούν την χώρα με την συνδρομή τού Σατανά. Ποτέ δεν θέλησε να μάθει αυτός, πως τους προηγούμενους αιώνες, οι άνθρωποι, προκειμένου να μην τους αγγίξει η πανδημία, μαζευόταν στους ναούς για να ζητήσουν την βοήθεια του Θεού, και βγαίνοντας έμεναν οι μισοί.

Γίναμε μάρτυρες αυτού που συνέβη στην Θεσσαλονίκη, κατά τον εορτασμό τού Αγίου Δημητρίου, που κάπου δεκαπέντε μητροπολίτες, με πολλαπλάσιους ακολούθους, αγέρωχοι όλοι, αρνητές τής μάσκας, υποδέχτηκαν την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, δημιουργώντας και στην ίδια συνειδησιακό πρόβλημα. Παρακολουθώντας την σκηνή στην τηλεόραση, σκέφτηκα πως η Πρόεδρος της Δημοκρατίας δυο επιλογές είχε: Ή να γυρίσει την πλάτη της και να φύγει, ή να μην πλησιάσει καν και να χαιρετίσει από μακριά. Και οι δυο θα προκαλούσαν μέγα θέμα. Θα την χαρακτήριζαν εχθρό τού Χριστιανισμού. Επέλεξε να τηρήσει την εθιμοτυπία και να δεχθεί τα πυρά άλλων, ελπίζοντας στην κατανόηση των πολλών.

Ήδη, ο πλέον σοφός τών ιεραρχών, ο πλέον δραστήριος στον χώρο τής ανθρωπιστικής προσφοράς, ο ιεράρχης που άφησε το αποτύπωμα του στην Αφρική, που ανάστησε τον Χριστιανισμό στην γειτονική Αλβανία, ο άνθρωπος που περίθαλψε τους χιλιάδες πρόσφυγες του Κοσσόβου, ο ιεράρχης με την μεγαλύτερη κοινωνική και πολιτιστική προσφορά σ’ ολόκληρο τον κόσμο, που τον σέβονται όλοι οι ηγέτες τής Δύσης, ο επιστήμονας που ποτέ δεν αμφισβήτησε την επιστήμη, βρίσκεται στην Αθήνα, νοσηλευόμενος. Αν κάποιος δικαιούται τον τίτλο του σύγχρονου Αγίου, αυτός είναι ο Αναστάσιος. Άραγε, να είναι τόσο κακός ο Θεός, που να θέλει να δοκιμάσει τον πιο άξιο ιεράρχη του;

 


Πριν λίγο διάβασα μια συγκλονιστική ανάρτηση του εξαίρετου Καθηγητή τού Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας Δημήτρη Μπόγδανου. Ένιωσα έναν λαλίστατο πόνο στο στήθος. Πού πάμε αναρωτήθηκα για μια ακόμα φορά. Μεταφέρω την ανάρτησή του, αυτολεξεί:

«Τα πράγματα δυσκολέψανε πάρα πολύ και στα νοσοκομεία της Λάρισας και η μια μετά την άλλη κλινική και στα δύο νοσοκομεία μετατρέπονται σε κλινικές COVΙD-19. Δύσκολο να το καταλάβει αυτό κάποιος που δεν το βιώνει εντός νοσοκομείου.

»Το μόνο που Εύχομαι και Προσεύχομαι είναι να αντέξουμε όλοι και όλες και κυρίως και πάνω από όλα οι ιατροί και οι νοσηλευτές μας της πρώτης γραμμής που ολοένα αυξάνονται, ανεξαρτήτου ειδικότητας.

»Ξέρω ότι πολλοί από αυτούς έχουν μέρες να ξεκουραστούν, ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες και έχουν προβλήματα υγείας, αλλά παρόλα αυτά έχουν μπει στη μάχη για να σώσουνε τις μανάδες και τους πατεράδες μας, τις γιαγιάδες και τους παππούδες μας. 

»ΤΟΥΣ ΘΑΥΜΑΖΩ. Αίσθημα ευθύνης, σεμνότητα, αυτοθυσία, αυταπάρνηση, σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή και την αξία της είναι τα συναισθήματα που μας κάνουν να αγωνιζόμαστε και ΜΟΝΟ». 

 


Καταθέτω αυτές τις σκέψεις κάτω από την επιρροή ενός βιβλίου. Πρόκειται για το ««Ρίζες και θεμέλια» της συμπατριώτισσάς μας Μαρίας Ευθυμίου, μιας ιστορικού με την σφραγίδα τού χαρισματικού.

Σ’ αυτές τις τόσο ομιχλώδεις ημέρες μας, η Μαρία Ευθυμίου, επικαλούμενη την ποίηση του μεγάλου μας Οδυσσέα Ελύτη («Ρίζα πικρή μου ρίζα και κρυφή πηγή / δώσε την περηφάνεια και πάρε την οργή»), ήρθε ως ήλιος φωτεινός, να δώσει την χαμένη αισιοδοξία μας και να μας μιλήσει για την πορεία μας στους αιώνες, ως Φυλή, ως Γένος, ως Έθνος, ως Κράτος.

Το «Ρίζες και θεμέλια» είναι ένα βιβλίο που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια των περιοριστικών μέτρων, μέσα από μια σειρά διαλέξεών της με τίτλο «Τα ισχυρά σημεία του Ελληνισμού στη διάρκεια των 4.000 χρόνων της καταγεγραμμένης Ιστορίας του». Γιατί η Μαρία Ευθυμίου δεν ανήκει στους πανεπιστημιακούς που εφησυχάζουν πίσω από τον τίτλο τους. Η προσφορά της δεν περιορίζεται στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα, αλλά, εδώ και δεκατρία χρόνια, οργώνει κυριολεκτικά την Ελλάδα δίνοντας, δωρεάν, διαλέξεις πάνω σε θέματα Ιστορίας, σε μια υπεράνθρωπη προσπάθεια να αφυπνίσει τους σύγχρονους Έλληνες, έτσι ώστε να αγαπήσουν την ιστορία του τόπου μας, άρα και την χώρα.

Η Μαρία Ευθυμίου, πριν από χρόνια, είχε ταράξει τα νερά τής πανεπιστημιακής κοινότητας με την παραίτησή της από τον Σύλλογο Μελών Δ.Ε.Π. της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, που συνοδεύτηκε από μια επιστολή – καταπέλτη για τον ευτελισμό τού συλλόγου και την κατάντια τών πανεπιστημίων μας.

Χωρίς να δημιουργήσει θόρυβο, πριν κάποιους μήνες, παραιτήθηκε και από την επιτροπή για τον εορτασμό τών 200 χρόνων από την Εθνεγερσία.

Γιατί είναι σημαντικό, ιδιαίτερα αυτήν την εποχή, το βιβλίο της; Την απάντηση, την βρίσκω στον πρόλογό της:

«Η ιδέα σχετιζόταν με το γεγονός ότι η παρατεταμένη κρίση της τελευταίας δεκαετίας μάς είχε πλήξει βαθιά ως κοινωνία, ψαλιδίζοντας την εμπιστοσύνη μας στον εαυτό μας και στις δυνατότητές μας να ανακάμψουμε από τις δύσκολες διαδρομές στις οποίες είχαμε μπει».

Ο Μάκης Προβατάς, με τον οποίο συνεργάστηκε για να δώσει την μορφή βιβλίου / συνέντευξης, μας δίνει την ολοκληρωμένη εικόνα της, με μια μόνο φράση: «Η Μαρία Ευθυμίου εκπροσωπεί και αντιπροσωπεύει την Ελλάδα της φλόγας και όχι την Ελλάδα της στάχτης…»

 


Εισερχόμενος στο σώμα τού βιβλίου, θυμήθηκα ένα συγκλονιστικό απόσπασμα της ομιλίας της – ιστορική – κατά την τελετή απονομής σ’ αυτήν του «Βραβείου Εξαίρετης Πανεπιστημιακής Διδασκαλίας εις μνήμην Β. Ξανθόπουλου – Στ. Πνευματικού», τον Δεκέμβριο του 2013, σχετικό με την γλώσσα μας (και όχι μόνο): «Τόσες χιλιάδες ώρες ομιλίας κατά τις διδασκαλίες μου, δεν ήταν, στην πραγματικότητα, τίποτ’ άλλο παρά ενός λεπτού σιγή για την ελληνική γλώσσα, τη σπουδαία γλώσσα μου, που υποβαθμίζεται, τσαλακώνεται και πετιέται, για την ομορφιά των ασβεστωμένων τοίχων με το γιασεμί, που έχουν, πια, μετατραπεί σε χώρους ρύπων και μουτζούρας, για τη μέχρι προ τριακονταετίας κραταιά ελληνική δημόσια εκπαίδευση, που καταρρέει αυτοβυθιζόμενη στη βία και την αυθαιρεσία, οι οποίες έχουν, από πολλού, καταστεί κανονικότητες της καθημερινότητάς της…»

Λόγος επιστημονικός, ο λόγος της, αλλά συνάμα και γλυκύτατα απλός, έτσι ώστε να γίνεται απόλυτα κατανοητός από οποιονδήποτε αναγνώστη, γιατί η Μαρία Ευθυμίου δεν απευθύνεται στην περιορισμένη επιστημονική κοινότητα, αλλά στην πλατιά ελληνική κοινωνία, θέλοντας αυτήν να αφυπνίσει και να την στρέψει εκεί όπου υπάρχουν οι ρίζες και τα θεμέλια του Ελληνισμού. Αντιγράφω ακόμα ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, από τη συνάντηση του Χριστιανισμού με τον Ελληνισμού:

«Ο Χριστιανισμός δεν ανδρώθηκε, κατά τους αιώνες της διαμόρφωσής του, μόνο από την ελληνική γλώσσα, αλλά και από τον ελληνικό πολιτισμό. Και μάλιστα από το θρησκευτικό σύμπαν των Ελλήνων με τους πολλούς θεούς τους, τους ημίθεους, τους ναούς, τα μυστήρια, τα σύμβολα, τις τελετουργίες, τις ψαλμωδίες, τις αποτυπώσεις των θεών τους σε τοιχογραφίες, ψηφιδωτά και αγάλματα. Έτσι, γρήγορα, η εβραϊκής καταγωγή ανεικονική μονοθεϊστική σύλληψη του Χριστιανισμού έδωσε τη θέση της σε απεικονίσεις του θείου, σε πλήθος αγίων, οσίων και μαρτύρων, αλλά και σε μυστήρια και σε μεγάλο αριθμό άλλων συλλήψεων και πρακτικών των Ελλήνων».

Ακολουθώντας την ιστορική πορεία τών γεγονότων, η Μαρία Ευθυμίου, στέκεται στο ευαίσθητο σημείο τού περάσματος από το Βυζάντιο στον Νέο Ελληνισμό, εξετάζοντας τρεις καθοριστικής σημασίας συγκυρίες: Το 1453 με την πτώση τής Κωνσταντινουπόλεως, το 1204 με την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους και το 1071 με την ήττα τών Βυζαντινών από τους Τούρκους στο Ματζικέρτ.

 

Με την φωνή τών παρουσιαστών κάποιου δελτίου ειδήσεων να φτάνει από το καθιστικό τού σπιτιού στο γραφείο μου, διαβάζω την ‘‘ξενάγηση’’ της Μαρίας Ευθυμίου στα προεπαναστατικά χρόνια, τότε που το Γένος διαμόρφωνε την αντίληψη του Έθνους, για να εξεγερθεί και να τινάξει από πάνω του την τουρκική σκλαβιά. Η Μαρία Ευθυμίου μάς εισάγει στο κλίμα τής εποχής, εστιάζοντας πρώτα στις διεθνείς συνθήκες που ευνόησαν την Επανάσταση:

«…οι Έλληνες έμποροι και ναυτικοί που βρέθηκαν σε δυτικοευρωπαϊκό περιβάλλον άκουσαν εκεί για τους προγόνους τους και τα επιτεύγματά τους και τους θαύμασαν και οι ίδιοι· κολακεύτηκαν από το γεγονός ότι η Δυτική Ευρώπη, η πιο προχωρημένη περιοχή του κόσμου σε κάθε πεδίο του ανθρώπινου πολιτισμού, περίμενε από αυτούς πολλά, ακριβώς γιατί ήταν απόγονοι τόσο αξιοθαύμαστων προγόνων· πείσμωσαν από την επιθυμία να γίνουν αντάξιοι των προσδοκιών αυτών – πράγμα που προϋπέθετε την απελευθέρωσή τους από την τουρκική κυριαρχία».

Με αυτούς τους στοχασμούς, η Μαρία Ευθυμίου, μας οδηγεί στον χώρο τών λογίων, που καλλιέργησαν την ιδέα τού Έθνους, τον Αδαμάντιο Κοραή, τον Δημήτριο Καταρτζή, τον Κωνσταντίνο Κούμα, τον Αθανάσιο Ψαλίδα, τον Βενιαμίν τον Λέσβιο, τον Επτανήσιο Νικηφόρο Θεοτόκη, τον Θεσσαλό Στέφανο Δούκα, τον Τυρναβίτη Ιωάννη Πέζαρο, τον Νεόφυτο Βάμβα, τον Άνθιμο Γαζή, τον Ρήγα Βελεστινλή, τον Θεόκλητο Φαρμακίδη, τον Κωνσταντίνο Οικονόμου εξ Οικονόμων, τον Ιωάννη Πρίγκο και άλλους.

«Στόχος των λογίων αυτών τώρα ήταν, ανάμεσα σ’ άλλα, να αποκαθάρουν την ελληνική από τις πολυάριθμες ιταλικές και τουρκικές λέξεις που, από τον 13ο αιώνα και στο εξής, είχαν παρεισφρήσει σε αυτήν, είτε επαναφέροντας τις παραμερισθείσες είτε δημιουργώντας νέους ελληνικούς όρους στη βάση των βαθιών νημάτων σύνθεσης της γλώσσας μας. Και το επέτυχαν με τρόπο συστηματικό και ευρηματικό, έτσι ώστε οι περισσότεροι από εμάς να μην γνωρίζουμε ότι μια σειρά όρων και λέξεων που σήμερα χρησιμοποιούμε ευρέως είναι νεόπλαστες, όπως, παραδείγματος χάριν, οι λέξεις ‘‘ανεξιθρησκία’’, ‘‘εξόντωσις’’, ‘‘επιβάρυνσις’’, ‘‘λαθρεμπόριον’’, ‘‘δημοσιότης’’, ‘‘δημοσιογράφος’’, ‘‘πλειοψηφία’’, ‘‘χειροκροτώ’’ και πολλές άλλες που δημιουργήθηκαν το 1760, 1766, 1805, 1809, 1824, 1826, 1833, 1856 αντιστοίχως». 

 

Θεωρώ πως οι σκέψεις τής Μαρίας Ευθυμίου κινούνται στον χώρο τής απόλυτης κατανόησης των γεγονότων, τα οποία συνέργησαν ώστε η Επανάσταση να δημιουργήσει τις συνθήκες που οδήγησαν στην δημιουργία τού Κράτους. Δεν αποσιωπά τις μαύρες σελίδες· τονίζει όμως και τα θετικά στοιχεία, αφού αυτά μπορούν να είναι χρήσιμα στην πορεία τού Ελληνισμού. Αντιγράφω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:

«Στα θετικά θα κατέτασσα την ετοιμότητα των στελεχών του Έθνους, λογίων, προυχόντων, εμπόρων, καραβοκύρηδων, κληρικών, ενόπλων, να μετάσχουν σ’ αυτό το δύσκολο και απαιτητικό εγχείρημα, μέχρι την τελική έκβαση. Κυρίως όμως, θα απέτια φόρο τιμής στη βουβή καρτερία των απλών καθημερινών ανθρώπων που άντεξαν οκτώ χρόνια σκληρού και βίαιου πολέμου, οκτώ χρόνια καταστροφών, σφαγών και δηώσεων, προκειμένου να δουν να διαμορφώνεται ένα νέο, φωτεινότερο μέλλον γι’ αυτούς και την κοινωνία τους».

 

Στο σημείο αυτό, αφαιρούμαι. Ή μάλλον η σκέψη μου φεύγει από τις σελίδες τού βιβλίου, αλλά και από όσα μεταδίδουν οι παρουσιαστές για τους λεονταρισμούς και τα επικίνδυνα παιγνίδια του Ερντογάν, και τρέχει στα μακρινά νησιά τού Αιγαίου.

Εκεί κάποιοι άνθρωποι έχουν να πατήσουν το πόδι τους στη στεριά ίσως και τρεις μήνες, κάποιοι άλλοι έχουν να δουν φως ημέρας ακόμα και έναν μήνα. Δεν βλέπεις ούτε τον ήλιο να ανατέλλει, ούτε τα χρώματα του δειλινού, μέσα σε ένα υποβρύχιο.

Είναι οι άνδρες και οι γυναίκες τού Πολεμικού Ναυτικού, για τους οποίους δεν υπάρχουν κουρεία και κομμωτήρια, δεν υπάρχουν καφέ, εστιατόρια, ντελίβερι, τέικ εγουέι, βολτούλες με το σκυλάκι. Άγρυπνοι, φορτωμένοι με την υγρασία τής θάλασσας, στερημένοι από το χάδι και την αγκαλιά τών αγαπημένων τους, χτενίζουν με τα μάτια τους την θάλασσα, ξέροντας πως απέναντί τους υπάρχει ένας προκλητικός Τούρκος.

Γι’ αυτούς δεν υπάρχουν SMS, ούτε θεωρίες συνωμοσίας. Υπάρχει ένα καθήκον μόνο: να πεθάνουν για την πατρίδα, αν χρειαστεί. Είναι πρώτοι στον κατάλογο των υποψήφιων νεκρών. Το ξέρουν οι ίδιοι, το ξέρουν και οι δικοί τους. Τα παιδιά τους, οι σύζυγοι. Και δεν απαιτούν από κανέναν να τους σκεφθεί.

 

Φεύγει η σκέψη μου και υποθέτω πως φταίνε τα γηρατειά. Σταματάει εκεί κοντά, σε κάποια αεροδρόμια, σε κάποια κουρασμένα πρόσωπα, που μόλις επέστρεψαν από αναχαιτίσεις. Κάσκες, φόρμες, αλλά και ανακούφιση. Όσοι έφυγαν, τόσοι γύρισαν. Καμιά απώλεια.

Στα λιτά κυλικεία συναντούν την βάρδια που θα τους αντικαταστήσει. Λίγα τα λόγια, η σιωπή είναι πιο εύγλωττη κάποιες φορές. Αυτά τα παλικάρια έπαιξαν την ζωή τους, αλλά κέρδισαν το στοίχημα του θανάτου. Μέχρι πότε; Κανείς δεν το ξέρει, ή μάλλον το ξέρει ο Ερντογάν, γιατί αυτός σχεδιάζει το επόμενο βήμα.

Ίσως και αυτοί ν’ ακούν τις ειδήσεις τώρα, σκέφτομαι. Να ακούν για απαγορεύσεις κίνησης, για διαμαρτυρίες… Σίγουρα θα κουνούν το κεφάλι. Οι ίδιοι ζουν μέσα σε μια διαρκή απαγόρευση.

«Το πιο σπαστικό ήταν το να είσαι στην τουαλέτα και να χτυπάει συναγερμός», μου έλεγε δυο τρία βράδια πριν, αδελφικός φίλος από την πρώτη γυμνασίου, ένας απόστρατος υποπτέραρχος, που η καρδιά του έχει σκορπιστεί και έχει μείνει στα διάφορα αεροδρόμια. Μισογέλασα, αλλά γρήγορα και το δικό μου πρόσωπο σκοτείνιασε. Τον άφησα να μιλά, να ανατρέχει σε καταστάσεις που έζησε, όταν εγώ κοιμόμουν, ή έπινα το ποτό μου χαλαρός.

Σ’ αυτά τα παιδιά, λοιπόν, του ελληνικού ουρανού έτρεξε ο νους μου. Στους λεβέντες χειριστές, που ίσως ακούν τις θεωρίες των ηλίθιων και να εκνευρίζονται. Κάποτε ένας υπουργός, τους είχε χαρακτηρίσει τεμπέληδες. Ο ίδιος δεν μπορούσε να κουνηθεί από το πάχος του. Όταν φύγει από την ζωή, μόνο τα κόπρανά του θα έχει αφήσει στην χώρα…

Και από τα αεροδρόμια του πολέμου, ο νους μου ξαναπέταξε, για να σταθεί αυτήν την φορά στον Έβρο, σε άλλους πάνοπλους και πανέτοιμους για μια αποτροπή. Αυτοί δεν χρειάζονται τα SMS, για να βγουν περίπατο. Ο δικός τους περίπατος στις όχθες τού Έβρου δεν είναι για αναψυχή, ούτε τους απασχολεί αν είναι κουρεμένοι. Αυτοί είναι μια άλλη Ελλάδα…

 

Συνέρχομαι από τις σκέψεις αυτές και επιστρέφω στο βιβλίο. Η σελίδα που διαβάζω είναι μια αναφορά στους άγνωστους – αγνούς ήρωες του 1821. Η Μαρία Ευθυμίου φέρνει στην επιφάνεια τρεις: τον Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο, τον Χιώτη στην καταγωγή Μιχαήλ Κοκκίνη, και τον Κώστα Λαγουμιτζή, ή Χορμοβίτη, ή Αργυροκαστρίτη. Το τέλος τής αφήγησής της, που αφορά το κεφάλαιο αυτό, με συγκλονίζει με την εξομολόγησή της, η οποία αποκαλύπτει ότι η Ευθυμίου δεν ‘‘χειρουργεί’’ την Ιστορία, αλλά την προσεγγίζει ως προσκυνητής ιερών τόπων:

«Μπορεί να είμαι νεραϊδοχτυπημένη, αλλά πρέπει να πω ότι, από σεβασμό στα πρόσωπα που σας ανέφερα, όταν στην Αθήνα όπου ζω συμβαίνει να περνώ τη λεωφόρο Λαγουμιτζή ή την οδό Παπαδιαμαντοπούλου, έχω την επιθυμία να κατεβώ από το λεωφορείο και να προσκυνήσω το κράσπεδο του δρόμου. Για να αποτίσω φόρο τιμής στο ήθος, στην αφοσίωση, την ανιδιοτέλεια, το δόσιμο αυτών των ανθρώπων. Που ήταν εκεί όπου έπρεπε, όπως έπρεπε, οποτεδήποτε έπρεπε. Χωρίς μεγαλοστομίες και χωρίς επίδειξη. Απλά επειδή ήταν αποφασισμένοι να υπηρετήσουν, με κάθε κόστος, τον μεγάλο κοινό στόχο στον οποίο πίστευαν».

Αυτή η εξομολόγηση, μού θυμίζει κάποια λόγια της από την ομιλία της κατά την τελετή απονομής, σ’ αυτήν, του «Βραβείου Εξαίρετης Πανεπιστημιακής Διδασκαλίας εις μνήμην Β. Ξανθόπουλου – Στ. Πνευματικού», τον Δεκέμβριο του 2013: «Γεννιόμαστε εύθραυστα, θνησιγενή όντα, ωστόσο το παρελθόν που εμπεριέχεται μέσα μας, μας συνδέει με τον βαθύ χρόνο και μας εγκαθιστά στην αιωνιότητα… Ο χρόνος – η συνείδηση του χρόνου, άρα και του θανάτου – είναι αυτό που μας καθιστά συνειδητούς μετόχους της Ιστορίας…»

Πόση φιλοσοφία για το ποιοι είμαστε κρύβουν αυτές οι αράδες; Πόσες φιλοσοφικές απόψεις συνοψίζονται σ’ αυτήν την σκέψη τής Μαρίας Ευθυμίου; Η Μαρία Ευθυμίου παραδίδει μαθήματα προσωπικής αυτογνωσίας. Χωρίς την εσωτερική μας βύθιση, το ταξίδι μας στη ζωή, είναι απλά μια τουριστική βόλτα που δεν αφήνει την ελάχιστη σκόνη πίσω της. Και η αυτογνωσία είναι συνάρτηση της εσωτερικότητας.

 


Οι ειδήσεις στην τηλεόραση έχουν τελειώσει. Τα κοκόρια που μαλλιοτραβιούνταν τόση ώρα, διατυπώνοντας τις δικές τους θεωρίες, μάλλον θα επιστρέφουν σπίτι τους. Θα ρωτήσουν τους δικούς τους «αν τα είπαν καλά», θα βρίζουν τον δημοσιογράφο που δεν τους έδωσε αρκετή ώρα…

Κάποια χιλιόμετρα μακριά τους ένας γέροντας πεθαίνει στην ΜΕΘ. Κάποιοι που θα μάθουν την ηλικία του, θα αποφανθούν: «Έλα μωρέ, και τι έγινε; 84 χρονών ήταν και είχε ένα σωρό αρρώστιες». Στο πάρκο της γειτονιάς πέντε έξι νεαροί με κουτάκια μπύρας στα χέρια θα ετυμηγορούν: «Κορωνοϊός και μαλακίες…» Ύστερα θα ανεβούν στα μηχανάκια τους και θα ξεκινήσουν τις κόντρες. Ένας γείτονας, καθηγητής, έχει διαφορετική άποψη: ¨Εντάξει, το κράτος θα γλιτώσει καμιά χιλιαριά συντάξεις…»

 Μια αηδία ανεβαίνει στα χείλη μου. Συλλογίζομαι πώς διδάσκει τους αρχαίους Έλληνες κλασικούς, αλλά και Ιστορία αυτός ο εκπαιδευτικός.
Ξανά επιστροφή στην Μαρία Ευθυμίου. Διαβάζω και συγκλονίζομαι. Φως στο σκοτάδι η γραφή της:

«Τούτος ο ανθρώπινος παράγοντας είναι, πιστεύω, για κάθε άνθρωπο που μελετά την Ιστορία -όχι μόνο για τον ιστορικό- ιερός. Κάθε φορά που σκύβω πάνω από μία περίοδο, προσπαθώ να σχηματίσω εικόνα του μεγέθους των προκλήσεων που, ανάλογα με τις περιστάσεις, κλήθηκαν οι παλαιότεροι -ο καθένας στην εποχή και τη θέση του- να αντιμετωπίσουν και να ανταπεξέλθουν. Και υποκλίνομαι στον αγώνα αυτόν τον συχνά τόσο καθημερινό, τόσο σιωπηλό, τόσο μικρό και, ταυτοχρόνως, τόσο μεγάλο. Που, κατά κάποιον τρόπο είναι ελληνικός αλλά είναι και παγκόσμιος, είναι των άλλων αλλά είναι και δικός σου. Ακόμα και εάν περιλαμβάνει αποτυχίες και αστοχίες. Ακόμα και εάν αποδειχθεί ότι είχε αρνητικό τελικά πρόσημο, στη μία ή στην άλλη περίπτωση.

»Γιατί νίκη είναι η προσπάθεια -η προσπάθεια όλων μας- για το καλύτερο. Η προσπάθεια για μια καλύτερη ζωή σε ατομικό, ομαδικό, πανανθρώπινο επίπεδο. Και όπως συμβαίνει με τα ανθρώπινα, κάθε προσπάθεια μπορεί να σε πάει σε πολλούς δρόμους και σε αποτελέσματα που δεν είχες προβλέψει και δεν είχες φαντασθεί όταν εκκινούσες».

Σοφά λόγια, σε μια εποχή που τα έχει ανάγκη, όσο έχει ανάγκη το νερό, αφού δοκιμάζονται και οι αντοχές τού ανθρώπου, αλλά και η πνευματική συγκρότηση του καθενός. Σε μια εποχή, που κάποιοι αριθμοί είναι αμείλικτοι: Θάνατοι 50, διασωληνωμένοι 290. Άραγε, αύριο πόσοι θα είναι;

Λάρισα, 13/11/2020

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια