Breaking News

Η δικαίωση ήρθε μετά τον θάνατό του

 

ΜΙΑ ΜΝΗΜΗ

 

Μ. Καραγάτσης

Η δικαίωση ήρθε μετά τον θάνατό του.

 


Θεωρείται Λαρισαίος. Θα έλεγα, όχι.

Βεβαίως είναι αυτός που έζησε στην πόλη μας.

Το σημαντικότερο είναι, όμως, πως κατέγραψε την Λάρισα του χθες

περισσότερο από κάθε άλλον συγγραφέα.

Με την έννοια αυτή, ναι είναι Λαρισαίος.

Ο δε στενός του φίλος, αείμνηστος Γιώργος Χατζηλάκος,

μας άφησε σημαντικές μαρτυρίες γι’ αυτόν.

Όπως και η κυρία Δέσποινα Βλαχοστέργιου – Βασβατέκη…

 


 Αντί προλόγου

Η γνωριμία μου με τον Καραγάτση ξεκινά στα 1964, το καλοκαίρι μεταξύ του Δημοτικού σχολείου και του Γυμνασίου. Το «Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν» ήταν ένα από τα βιβλία που με προμήθευσε η θεία Ερμιόνη, αδελφή τής μητέρας μου, που ήταν το πιο μορφωμένο μέλος τής οικογένειας. Στην θεία Ερμιόνη είχε αναθέσει η μητέρα μου να με εξοπλίζει με εξωσχολικά βιβλία, κι εκείνη, μεταξύ άλλων βιβλίων είχε επιλέξει, προφανώς από τον τίτλο του, και το «Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν». Το λέω αυτό, γιατί αν το είχε διαβάσει, δεν θα τολμούσε να το έχει αγοράσει για να διαβαστεί από ένα 12χρονο αγόρι τής εποχής.

Δεν θυμάμαι τις εντυπώσεις μου από εκείνη την πρώτη ανάγνωση, παρά μόνο ότι με είχε καθηλώσει η πρώτη μου μου επαφή με τον ερωτισμό τού βιβλίου, κάτι που δεν τολμούσα να εξομολογηθώ ούτε σε έναν - δυο επιστήθιους φίλους μου.

Εκείνο επίσης που θυμάμαι είναι πως άρχισα να καίγομαι από την επιθυμία να επισκεφθώ την συνοικία τού Αγίου Θωμά τής πόλης μας, για την οποία τόσα και τόσα έγραφε ο Μ. Καραγάτσης, όπως και την Γεωργική Σχολή.

Αλλά, πριν ολοκληρώσω την ανάγνωση του «Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν» συνέβη κάτι που για μένα υπήρξε αρκετά σημαντικό.

Ήταν απόγευμα κι εγώ διάβαζα το μυθιστόρημα, καθισμένος σ’ ένα σκαμνάκι στον φούρνο τού πατέρα μου. Σε κάποια στιγμή σταματά έξω από τον φούρνο μια μαύρη λιμουζίνα. Είδα να βγαίνει ένας κουστουμαρισμένος ευτραφής κύριος και να κατευθύνεται προς τον πατέρα μου. Χαιρετιούνται εγκάρδια. Πίσω από τον άγνωστο σ’ εμένα κύριο, κατεβαίνει μια κυρία, με ιδιαίτερο ντύσιμο. Η μητέρα μου σπεύδει να χαιρετίσει τους επισκέπτες και αποσύρεται για να ψήσει καφέδες. Εγώ επιστρέφω στο βιβλίο μου…

Ενώ ο πατέρας συζητά με τον φίλο του, η κυρία σηκώνεται και με πλησιάζει. Ρωτάει πώς με λένε και αμέσως μετά, τι διαβάζω. Της απαντώ, δείχνοντάς της το βιβλίο. Τότε ακούω να μου λέει: «Ο Καραγάτσης είναι αδελφός τού συζύγου μου. Ροδόπουλος ήταν το πραγματικό του όνομα. Ο σύζυγός μου ήταν Πρόεδρος της Βουλής».

Την κοιτάζω έκπληκτος, με απορία. Αφού είναι αδέλφια, πώς ο ένας λέγεται Καραγάτσης και ο άλλος Ροδόπουλος;. Η κυρία παίρνει την καρέκλα της και την τραβά κοντά μου. Νιώθω το χέρι της να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. «Είναι λογοτεχνικό ψευδώνυμο το Καραγάτσης», μου λέει και μου εξηγεί πως πολλοί λογοτέχνες επέλεγαν άλλο όνομα για το λογοτεχνικό τους έργο, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Την ρωτώ ποιους λόγους είχε ο συγγραφέας για να αλλάξει το όνομά του. «Δεν ήθελε ο πατέρας του να γράφει ο γιος του διηγήματα και μυθιστορήματα», απαντά…

Μου είπε και άλλα. Πως η μητέρα τού Καραγάτση ήταν από τον Τύρναβο και πως ο ίδιος, εκτός από το ότι είχε πάει Δημοτικό σχολείο στη Λάρισα, ερχόταν συχνά γιατί είχε φίλους στην πόλη μας.

Όταν οι επισκέπτες έφυγαν, ο πατέρας μου, μου εξήγησε τι σήμαινε Πρόεδρος της Βουλής. Και όταν, μια μέρα μετά, τελείωσα την ανάγνωση του βιβλίου, ζήτησα από την αγαπημένη θεία μου, την Ερμιόνη, να μου φέρει ό,τι άλλο βιβλίο τού Καραγάτση υπήρχε στα βιβλιοπωλεία τής Λάρισας.

Έτσι, το καλοκαίρι του 1964, 12χρονος γνώρισα τον Καραγάτση, χωρίς, όμως, να τον πολυκαταλάβω. Αυτό έγινε τρία χρόνια μετά, συζητώντας με τον καθηγητή μου Βασίλη Λιαπή, τον άνθρωπο που με οδήγησε με τρυφερότητα στα μονοπάτια της λογοτεχνίας.

Όμως, πολύ περισσότερα χρόνια μετά, με περίμενε μια έκπληξη. Διαβάζοντας διάφορα βιογραφικά τού συγγραφέα, «συνάντησα» και πάλι τον αδελφό του Κωνσταντίνο Ροδόπουλο (1896 - 1971), πληροφορήθηκα την πολιτική του δραστηριότητα και, το κυριότερο: Το χέρι τής κυρίας που μου είχε χαϊδέψει το κεφάλι ήταν το χέρι τής μοναδικής κόρης ενός μεγάλου Έλληνα, του Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή, του διάσημου μαθηματικού, εκλεκτού φίλου και συνεργάτη του Αϊνστάιν. Ήταν το χέρι τής σεβάσμιας κυρίας Δέσποινας Καραθεοδωρή - Ροδοπούλου. Η Δέσποινα Καραθεοδωρή – Ροδοπούλου σε προχωρημένη ηλικία έγραψε μαζί με την σεβαστή Λαρισαία κυρία Δέσποινα Βλαχοστέργιου – Βασβατέκη το βιβλίο «ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΘΕΟΔΩΡΗ - Ο ΣΟΦΟΣ ΕΛΛΗΝ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ» (εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ). Η δε κυρία Δέσποινα Βλαχοστέργιου – Βασβατέκη, μας έδωσε ένα ιδιαίτερο κείμενο για τον Μ. Καραγάτση και την Ραψάνη, τις φιλίες του και τις συνήθειές του, από ομιλία της το 2004 στην Ραψάνη σε εκδηλώσεις τιμής για τον συγγραφέα.

 


Από Ροδόπουλος… Μ. Καραγάτσης

Εν αρχή ήταν ο Δημήτρης Pοδόπουλος, που είχε γεννηθεί στην Αθήνα στις 23 Iουνίου του 1908. Ήταν το πέμπτο παιδί τού Γεωργίου Pοδόπουλου (1863 - 1938) και της Aνθής Σταμουλάκη – Mουλούλη, κόρη προύχοντα του Τυρνάβου, την οποία νυμφεύθηκε το 1891.

Ως Δημήτρης Ροδόπουλος δεν ήξερε πως θα γινόταν κάποτε ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες συγγραφείς τού 20ού αιώνα, αλλά με άλλο όνομα. Όμως, όταν έγραψε πως «Γεννήθηκα στην Aθήνα, σε ένα από τα τέσσερα γωνιακά σπίτια των οδών Aκαδημίας και Θεμιστοκλέους. Δεν σας λέω όμως σε ποιο. Kαι το κάνω επίτηδες για να μπλέξω άγρια -σε αυτό το αθηναϊκό σταυροδρόμι- τους διάφορους "αρμοδίους", όταν έρθει η στιγμή να εντοιχιστεί η αναμνηστική πλάκα. Eγώ, βέβαια, θα τα έχω τινάξει προ πολλού και θα σπάω κέφι στον ουρανό, με τη μεταθανάτια φάρσα μου. Θα έχω παρέα και τον Σολωμό που θα μου λέει κουνώντας το κεφάλι: "Tράβα κι εσύ, Kαραγάτση, όσα τράβηξα εγώ από τον Kαιροφύλλα, τον Aποστολάκη και τον Σπαταλά". Όπως βλέπετε, το κυριότερο γνώρισμά μου είναι η μετριοφροσύνη...», είχε πλήρη επίγνωση του τι είχε προσφέρει στα ελληνικά γράμματα. Γι’ αυτό και ήταν συχνά καυστικός απέναντι σε ομοτέχνους του, και ακόμα πιο συχνά συμπεριφερόταν ως μοναχικός λύκος, επιλέγοντας τις παρέες του και μιλώντας μια γλώσσα όχι πάντα αρεστή.

Ο πατέρας του, Γεώργιος Ροδόπουλος (ιδιαίτερα αυταρχικός· την σκληρότητα του οποίου ο Kαραγάτσης την περιέγραψε κυρίως στον «Mεγάλο Ύπνο», το πιο αυτοβιογραφικό του έργο και στο διήγημα «Aπό τη ζωή του Mιχάλη Pούση»), δικηγόρος και πολιτικός, γόνος ιστορικής και πλούσιας οικογένειας της Πάτρας, εγκαθίσταται στην Λάρισα ως διευθυντής τής Εθνικής Τράπεζας και ο μικρός Δημήτρης πηγαίνει δημοτικό σχολείο στο τότε Αρσάκειο της πόλης μας. Για τα χρόνια εκείνα, αργότερα, ως Μ. Καραγάτσης, θα γράψει: «…Διδάχτηκα τα πρώτα γράμματα στο Αρσάκειο της Λάρισας και αντί να ερωτευτώ τις συμμαθήτριές μου, αγάπησα παράφορα τη δασκάλα μου. Γεγονός που μαρτυρά τη σκοτεινή ερωτική ιδιοσυγκρασία μου. Έκανα ό,τι μπορούσα για να μην προβιβαστώ, να μείνω στην ίδια τάξη, κοντά στην ‘‘γυναίκα των ονείρων μου’’». Είναι η «Κυρία Νίτσα», μια νέα κοπέλα που είχε μόλις διοριστεί δασκάλα στο Δημοτικό Σχολείο και που ως διήγημα, το 1927, του αποφέρει τον Α’ Έπαινο του πρώτου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού τής «Nέας Eστίας».

Ο Γρηγόρης Ξενόπουλος, εισηγητής του διαγωνισμού, έγραψε για την «Κυρία Νίτσα»: «...είναι αληθινά ένα χαριτωμένο διηγηματάκι. Ο συγγραφέας φαίνεται διαβασμένος, έχει γούστο και προπάντων χιούμορ- το χιούμορ εκείνο που είναι μια ειρωνική φιλοσοφική διάθεση. Το διήγημα είναι πολιτισμένο. Μεγάλο όχι, αλλά λεπτό, αβρό, στιλπνό, κομψό, γελαστό, έξυπνο. Το διάβασμα του αφήνει ύστερα μια γλυκεία μελαγχολία».

Σε αντίθεση με τον πατέρα του, ο Kαραγάτσης λάτρευε την μητέρα του, ευαίσθητη και καλλιεργημένη γυναίκα, καλής οικογενείας τού Τυρνάβου, στην οποία, όταν αυτή πέθανε το 1946, αφιέρωσε τον «Mεγάλο Ύπνο» που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά.

Το 1922 έως το 1924, ο πατέρας του τον τιμωρεί, επειδή είχε πλαστογραφήσει την υπογραφή του σε σχολικό έλεγχο. στέλνοντάς τον Γυμνάσιο στην Θεσσαλονίκη. Μετά την ολοκλήρωση της βασικής εκπαίδευσης γράφτηκε στη Νομική Σχολή τού Πανεπιστημίου της Γκρενόμπλ, στη Γαλλία, με σκοπό να σπουδάσει εμπορικά. Για οικονομικούς λόγους επέστρεψε στην Αθήνα, το 1925, και γράφτηκε στη Νομική Σχολή τού Πανεπιστημίου Αθηνών, απ' όπου αποφοίτησε το 1930 χωρίς όμως να δικηγορήσει ποτέ.

 Στο Πανεπιστήμιο είχε συμφοιτητές και άλλους λογοτέχνες. Για εκείνη την εποχή υπάρχει η δική του μαρτυρία:

«… Κάποτε σπούδαζα νομικά. Είχα συμφοιτητές τους κ. Πέτρον Χάρην, Άγγελο Τερζάκην, Γιώργο Θεοτοκάν, Πετσάλην και Οδυσσέα Ελύτην, τα εξαιρετικά αυτά νομικά πνεύματα που τόσο διέπρεψαν στη δικανική σταδιοδρομία τους- όπως και εγώ εξάλλου. Ο ισχυρισμός του κ. Κλ. Παράσχου ότι υπήρξε συμφοιτητής μου είναι ανακριβέστατος. Όταν ο νεαρότατος κ. Παράσχος γράφτηκε πρωτοετής στη νομική, εγώ ήμουν κιόλας δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω. Έφηβος ήμουν όταν έγραψα τα πρώτα μου και τελευταία ποιήματα. Δεν τα δημοσίευσα ποτέ. Αργότερα τόριξα στην πεζογραφία, ένας Θεός ξέρει το γιατί…»

 


Τα καλοκαίρια της Ραψάνης

Όμως, εκείνα που παίζουν κάποιο σημαντικό ρόλο στην ζωή του είναι τα καλοκαίρια, όπου τα περνά στην γραφική Ραψάνη. Αρχικά διαμένει στο σπίτι τού προέδρου της κοινότητας Ιωάννη Βλαχοστέργιου, όπου – κατά την μαρτυρία τής κυρίας Δέσποινας Βλαχοστέργιου – Βασβατέκη – συνδέεται στενά με τα τρία από τα εννιά παιδιά τής οικογένειας, τον Νάσο, τον Θωμά και τον Χρήστο, μια παρέα που έχει άλλοτε κρησφύγετο, άλλοτε ορμητήριο για τις παιδικές σκανταλιές τους, το καραγάτσι (φτελιά) του Άι Θανάση.

Απ’ αυτό το καραγάτσι θα πάρει και το ψευδώνυμό του, Καραγάτσης, με το οποίο θα μείνει στην αιωνιότητα. Συμπλήρωμα του «Καραγάτσης» είναι το Μ.

Μίμη τον φώναζαν οι φίλοι του στην Ραψάνη, Μίτια οι συμφοιτητές του, για την εμμονική του αγάπη στον Μίτια τών αδελφών Καραμαζόφ τού Ντοστογιέφσκι. Η κόρη του Μαρίνα θα υπαινιχθεί και το Μιχάλης, κάτι, όμως, που δεν το αναφέρει στα κείμενα της για τον πατέρα της.

Τολμώ να καταθέσω μια δική μου υπόθεση. Για τους δικούς του, στο σπίτι του, ίσως να ήταν ο Μίμης. Για τους ομότεχνους της γενιάς του ο Μίτια. Για τους συνεργάτες του στους επαγγελματικούς χώρους, Δημήτρης. Και ο Εμπειρίκος, Δημήτρη τον φώναζε… Αλλά αυτό δεν έχει καμιά σημασία. Όπως και να τον προσφωνούσαν, για την ελληνική λογοτεχνία ήταν ο ασυμβίβαστος, αιρετικός, ενίοτε κυνικός, ο πάντα ρεαλιστής Μ. Καραγάτσης, ο Έλληνας Ζολά…

Επιστρέφω στα καλοκαίρια του στην Ραψάνη, στην οποία σταμάτησε να καταφεύγει το 1937, χρονιά που πεθαίνει η αγαπημένη του αδελφή Ροδόπη, σύζυγος του Φιλοποίμενος Τζουλιάδη, διευθυντή επί 26 συναπτά χρόνια τής Αβερωφείου Γεωργικής Σχολής, πρόσωπα που συναντάμε στο πρώτο του μυθιστόρημα «Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν». Καταφεύγω και πάλι στην ομιλία τής κυρίας Δέσποινας Βλαχοστέργιου – Βασβατέκη, γιατί πιστεύω ότι είναι η πλέον έγκυρη μαρτυρία. Το ‘‘γιατί’’ είναι απλό. Γιατί, από εκείνα τα καλοκαίρια, ο Καραγάτσης έχει αντλήσει και ‘‘ήρωες’’ και ιστορίες. Έχει μεταφέρει με απόλυτο ρεαλισμό (κάτι που με οδηγεί στον Χεμινγουέι), το αποτύπωμα της ελληνικής επαρχίας (και λέω εδώ, αυτό που χρόνια υποστηρίζω, πως αν η ελληνική μας γλώσσα είχε την διάδοση της αγγλικής, το κοινό της θα ήταν περισσότερο από το αγγλόφωνο).

«Ας γυρίσουμε λοιπόν πίσω… Την εποχή που οι γυναίκες της Ραψάνης πρόβαλαν στις πόρτες, στα παράθυρα και στα μπαλκόνια για να δουν τους παραθεριστές από τη Λάρισα, τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα κυρίως, να ανηφορίζουν στον ανήλιο ή να κατηφορίζουν στη γαστέρνα. Στην εποχή που ένας ωραίος νέος ανηφορίζει κάθε πρωί το γκαλτερίμι της Ιτιάς και του Άϊ Θανάση για να καθίσει κάτω από το καραγάτσι του Άϊ Θανάση. Να βυθιστεί μέσα στα βιβλία του και να καταβροχθίσει ολόκληρες σελίδες. Ή να ξεδιπλώσει το μπλοκάκι του, να βγάλει το μολύβι από την τσέπη του και να αρχίσει να γράφει, να γράφει ασταμάτητα ακούγοντας τον ψίθυρο από τις φυλλωσιές του Ανήλιου κι αναπνέοντας το γεμάτο μυρωδιές της φύσης χώμα της Ραψάνης. Κι όσο περισσότερο διάβαζε, κι όσο περισσότερο έγραφε, τόσο πιο αχαλίνωτη γινόταν η φαντασία του. Οι ονειροπολήσεις του είχαν πάρει τέτοιες διαστάσεις ώστε δύσκολα πια ξεχώριζε αν κάτι που το ζούσε ήταν αληθινό ή δημιούργημα του εφηβικού του μυαλού. Ο ίδιος έλεγε ότι μπορούσε να ακούσει στην κυριολεξία τους ήρωές του να μιλάνε, πριν τους βάλει ακόμα στο χαρτί. Οι άνθρωποι του χωριού με τα σκαμμένα πρόσωπα και τα χέρια γεμάτα ρόζους έκαναν τη φαντασία του να οργιάζει και τον παρακινούσαν να γράψει διηγήματα με ήρωες τους ταπεινούς ανθρώπους, τους μεροκαματιάρηδες, όπως τους ζούσε τα καλοκαίρια στη Ραψάνη. Ιστορίες θλιβερές και χαρούμενες συγχρόνως, αλλά και τόσο δυνατές που θα έκαναν και την πιο σκληρή καρδιά να χτυπήσει από συγκίνηση.

»Ο Μίμης είχε κάνει δικό του τον ίσκιο απ’ το Καραγάτσι του Άϊ Θανάση. Πολλά λέγανε γι’ αυτό το δένδρο στο χωριό. ‘Ότι ήταν στοιχειωμένο, ότι στον κορμό του κατοικούσαν νύφες που άμα σου μιλούσαν και τις απαντούσες, σου έπαιρναν τη φωνή… Αυτά έλεγε η γριά Αναστάσαινα η καντηλανάφτισσα, που πίστευε ότι και τον Μίμη τον είχαν μαγέψει τα στοιχειά που ήταν κρυμμένα στον κορμό του δένδρου. Αλλιώς δεν εξηγούνταν που όλη μέρα, παλικάρι πράμα, ήταν κάτω από τον ίσκιο του και διάβαζε, έγραφε κι αγνάντευε. Άσε που είχε ακουστεί στο χωριό ότι απαρνήθηκε τον πατέρα του κι έκανε πατέρα το δένδρο του Άι Θανάση, το καραγάτσι και πήρε το όνομά του…»

Ακριβώς, αυτό έκανε ο Δημήτρης, Μίμης, Μίτια, Μ. Καραγάτσης: Απαρνήθηκε το ‘‘Ροδόπουλος’’ και αυτοβαφτίστηκε Καραγάτσης. Όχι, όμως, γιατί τον είχαν μαγέψει τα ξωτικά, αλλά γιατί ο πατέρας του (πέθανε το 1939) θεωρούσε ντροπή για την οικογένεια, την ενασχόληση του γιου του με την Λογοτεχνία. Είναι χαρακτηριστικό ένα απόσπασμα επιστολής τού πατέρα του προς τον Πέτρο Χάρη: «Οι διαμορφωτικές μου προσπάθειες για να διαπλάσω το γυιό μου πήγαιναν χαμένες».

Ίσως, όμως, και ο ίδιος ο συγγραφέας να ήθελε να αποστασιοποιηθεί απ’ την οικογένειά του, που πλέον την εκπροσωπούσε ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Κωνσταντίνος (Τάκης), ο οποίος πολιτεύθηκε με την ΕΡΕ και έκανε επιτυχημένη πολιτική καριέρα (Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, επί σχεδόν 10 έτη 1953 – 1962, υπουργός και υφυπουργός σε πολλές κυβερνήσεις του κόμματός του). Ο ίδιος είχε πολιτευθεί, χωρίς επιτυχία, δύο φορές με το κόμμα τών Προοδευτικών τού Σπύρου Μαρκεζίνη (1956 και 1958), δηλώνοντας, αργότερα, πως αυτό το έκανε για να κόψει ψήφους από τον αδελφό του.

 


Καλημέρα λογοτεχνία

Την πρώτη του εμφάνιση με το διήγημα «Η κυρία Νίτσα», ακολουθεί το μυθιστόρημα «Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν» (1933), που η πλοκή του περιστρέφεται γύρω από τα έργα και τις ημέρες τού Βασίλι Βασίλιεβιτς Νταβίντοφ, ταγματάρχη τής τσαρικής φρουράς, που έφθασε σαν εμιγκρές στην Λάρισα και προσελήφθη ως ζωοτέχνης κτηνίατρος στην Αβερώφειο Γεωργική Σχολή, μια και είχε κάνει ανώτερες σπουδές στη Γερμανία.

Η υποδοχή του από τους λογοτεχνικούς κύκλους τής Αθήνας είναι ενθουσιώδης. Όχι όμως και στην Λάρισα. Κάποια από τα πρόσωπα του μυθιστορήματος ήταν υπαρκτά και η τοπική κοινωνία σκανδαλίζεται. Αλλά, αυτό αφήνει αδιάφορο τον Kαραγάτση. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι η πιστή απεικόνιση της ζωής και δεν διστάζει να γίνει υπέρμετρα τολμηρός για την εποχή του, αγνοώντας επιδεικτικά εκείνους που θα τον κατηγορούσαν μέχρι και για εύσχημη πορνογραφία.

Πολλά χρόνια αργότερα ο N.Δ. Kαρούζος, θα γράψει:

«Εκφράζοντας την αλήθεια του Φρόιντ, δίνει όλη τη δυναμική μυστηριώδη εξουσία στους ίμερους της σάρκας και ανάγει κεφαλαιώδη στοιχεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς στη λίμπιντο, αλλά υποσυνείδητα υποτυπώνει μιαν αίσθηση αμαρτίας».

Το 1933 είναι η χρονιά–σταθμός στην νεοελληνική πεζογραφία, για το μυθιστόρημα. Τον ίδιο χρόνο εμφανίστηκαν ταυτόχρονα σημαντικά μυθιστορήματα, από τα κορυφαία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. «Οι Δεσμώτες» του Άγγελου Τερζάκη, «Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν» του Μ. Καραγάτση, «Η Αργώ» του Γιώργου Θεοτοκά, «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια» του Στράτη Μυριβήλη, «Ο Προορισμός της Μαρίας Πάρνη» του Θανάση Πετσάλη-Διομήδη, «Οι Γυναίκες» της Γαλάτειας Καζαντζάκη, «Τα Μυστήρια της Ρωμιοσύνης» του Θράσου Καστανάκη και άλλα.

Είναι, λοιπόν, η χρονιά που κάνει δυναμικά την εμφάνισή της η λεγόμενη «Γενιά του Τριάντα», φέρνοντας τα πάνω κάτω στην ελληνική λογοτεχνία, με την ανανέωση της ποίησης και τις νέες αναζητήσεις στο χώρο τής πεζογραφίας.

Ωστόσο η θερμή υποδοχή τού «Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν» επιφυλάσσει και μια μεγάλη έκπληξη για τον ίδιο. Τον καλεί στο γραφείο του ο πατέρας του, ο οποίος εν τω μεταξύ έχει παραιτηθεί και από διοικητής τής Τραπέζης Κρήτης και πλέον διατηρεί ένα από τα μεγαλύτερα δικηγορικά γραφεία τής Αθήνας, ενώ παράλληλα πολιτεύεται, και του ζητά να υπογράφει τα έργα του με το πραγματικό του όνομα, ως Δημήτρης Ροδόπουλος, και όχι με το ψευδώνυμο Μ. Καραγάτσης, ρωτώντας τον: «Κηλιδωμένο όνομα σου έδωσα και πήρες ψευδώνυμο;»

Ο νεαρός συγγραφέας, όμως, όχι μόνο κράτησε το ψευδώνυμό του, αλλά 1957 προκάλεσε και απόφαση της Νομαρχίας Αττικής, σύμφωνα με την οποία πέτυχε και την επίσημη αλλαγή τού ονόματός του σε Μ. Καραγάτσης.

 


Στον αστερισμό τού ερωτισμού

Ο Μ. Καραγάτσης, μετά το πτυχίο Πολιτικών και Οικονομικών που παίρνει από το Πανεπιστήμιο, εργάζεται στην ασφαλιστική εταιρεία τού αδερφού του Νίκου, στον Πειραιά. Το 1935 θα κάνει γυναίκα του την ζωγράφο Νίκη Καρυστινάκη, κόρη τού Ανδριώτη καπετάνιου Λεωνίδα Καρυστινάκη, μετέπειτα γνωστή ως Νίκη Καραγάτση (1914–1986).

Το 1936 κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του «Η χίμαιρα» και στην κόρη του, που γεννιέται τον Οκτώβριο του 1936, δίνει το όνομα της ηρωίδας τού βιβλίου, Μαρίνα. Δύσκολος χαρακτήρας ο Μ. Καραγάτσης, πολλές φορές οι εμμονές του καταλυτικές.

Στην περίπτωση της Μαρίνας Ρεΐζη της «Χίμαιρας», ο έρωτας εκφράζεται με την κυριαρχία τού πόθου. Η Μαρίνα προσπαθεί μάταια ν’ αντισταθεί στην ισοπεδωτική του δύναμη.

Ο Καραγάτσης αποδίδει με ακρίβεια τις ψυχικές αμφιταλαντεύσεις και το ερωτικό πάθος τής Μαρίνας, που ασφυκτιά μέσα στην ελληνική νησιώτικη ζωή στο αρχοντικό τής Σύρας. Η πτώση τής Μαρίνας είναι καταστροφική, αλλά ο Καραγάτσης επιχειρεί να την δει με συγχωρητική ματιά, αποδίδοντας ευθύνες στην ίδια την μοίρα: «Η Άτροπος όρισε: είναι έτσι γραμμένο, να φέρει τον χαλασμό στους άλλους και στον εαυτό της την ώρα που η ευτυχία έκρουγε τα φτερά της πάνωθέ τους...»

Ο Ανδρέας Καραντώνης θα θεωρήσει την Μαρίνα ως το ελληνικό αντίστοιχο της κυρίας Μποβαρί. Η παράνομη ηδονή που γεύεται, πληρώνεται σκληρά. Η αυτοκτονία, η αυτοκαταστροφή, είναι το κόστος μιας τέτοιας συμπεριφοράς.

Η Μαρίνα, που τιμωρείται, είναι η πόρνη. Η ίδια βέβαια έχει τον αντίλογό της απέναντι στα κοινωνικά δεδομένα: «Η δυστυχία, η αγωνία, η μεταμέλεια μ’ έβγαλαν απ’ τα σύνορα της ζωής και των ανθρώπων...» Πεθαίνει ως θύμα τής κοινωνίας, των περιστάσεων, της ιδιοσυγκρασίας της.

Ο Καραγάτσης, παίζοντας με τον αμφιλεγόμενο χαρακτήρα της, θα δημιουργήσει με το τέλος και το θάνατό της, μιαν εντύπωση ηρωική. «Σχεδόν μοιραία βρέθηκε με την πράξη της, αντιμέτωπη σ’ ένα σύστημα στερεωμένο στους αιώνες, δυναμωμένο από το αίμα των θυμάτων, δηλαδή όλων εκείνων που διανοήθηκαν να το αμφισβητήσουν, προτού έρθει η ώρα της ιστορικής του αμφισβήτησης».

 


Ο Γιούγκερμαν είναι εδώ

Την 1η Ιανουαρίου 1938 αρχίζει να δημοσιεύεται σε συνέχειες στη Νέα Εστία το «Γιούγκερμαν». Σε βιβλίο θα κυκλοφορήσει το 1940. Εν τω μεταξύ, δημοσιεύονται στη Νέα Εστία μεταφράσεις του από αποσπάσματα έργων Γάλλων συγγραφέων και η νουβέλα «Ο γυρισμός του Γιούγκερμαν» που θα συμπεριληφθεί στο μυθιστόρημα «Τα στερνά του Γιούγκερμαν». Παράλληλα με την έκδοση του «Γιούγκερμαν» κυκλοφορεί και η συλλογή διηγημάτων του «Η λιτανεία των ασεβών». Την ίδια χρονιά δημοσιεύεται στη Νέα Εστία το διήγημα του «Οργή».

Ο Γιούγκερμαν «ζούσε μόνο για να ικανοποιεί τις ορέξεις του». Μέσα απ’ αυτό το αμφιλεγόμενο πρόσωπο, ο συγγραφέας, θα ξεδιπλώσει έναν κόσμο κυριευμένο από αντινομίες. Ο κλασικός τυχοδιώκτης αναδεικνύεται από τους σημαντικότερους παράγοντες της οικονομικής και κοινωνικής ζωής του τόπου. Η αναρρίχησή του αυτή δεν γνωρίζει ηθικούς φραγμούς, όμως η συναναστροφή του με τον διανοούμενο Καραμάνο «δεν θα τον αφήσει να ξαναβρεί πια ηδονές». Ο κάποτε αδίστακτος Γιούγκερμαν θα ‘‘τιμωρηθεί’’ γνωρίζοντας την αγάπη στο πρόσωπο μιας απλής κοπέλας, της φυματικής Βούλας, η οποία θα ζωντανέψει ένα όνειρο ζωής, που όμως θα εξοστρακίσει ο κοινωνικός συμβιβασμός και θα συντρίψει ο θάνατος. Μέσα από τη γαλήνια παρουσία τής Βούλας, ο Καραγάτσης, θα στηλιτέψει μια νοσηρή κοινωνική κατάσταση που έβλεπε τη γυναίκα ως κατώτερο ον που δεν δικαιούται να έχει προσωπική ζωή. Ο πλατωνικός έρωτας του Γιούγκερμαν για την Βούλα γίνεται η απόδειξη της πρόθεσης του συγγραφέα να εξυψώσει την αγάπη ως μόνη πηγή τής ζωής, που όμως του την στερεί ο θάνατος, «ο μεγάλος αφέντης, αυτός που κάνει τα μάτια γυάλινα».

Ακόμα πιο αμφιλεγόμενο πρόσωπο στο μυθιστόρημα είναι ο Καραμάνος, που αδυνατεί να κοινωνικοποιηθεί. Ο Καραμάνος είναι ο ηττημένος, αντίθετα ο Γιούγκερμαν, επιθετικός από τη φύση του, είναι ο νικητής. Η αγάπη του, όμως, για τον φίλο του δεν μειώνεται και ο Γιούγκερμαν θα είναι κοντά του ως τον θάνατο.

Ό,τι αξίζει στον Γιούγκερμαν είναι η σκληρή ματιά που έχει ο ήρωάς του για τον άνθρωπο και την ζωή. Αυτή η ματιά είναι το καθρέφτισμα ενός ολόκληρου κόσμου, ενός μέρους τής ελληνικής κοινωνίας, ενός κοχλασμού που κρύβει όλες τις δυνάμεις τού κακού και όλα τα στοιχεία τής φθοράς. Είναι η ματιά τού συγγραφέα που αναζητά την λύτρωσή του μέσα από την στάση ζωής τών προσώπων που επινοεί. Το δράμα τών ηρώων του έχει αφετηρία τον δικό του δράμα, την δική του περιπέτεια ζωής. Γι’ αυτό και ο Ανδρέας Καραντώνης θα γράψει πως ο Μ. Καραγάτσης «… είναι ένας από τους πιο ανθρώπινους πεζογράφους μας».

Όταν η «Nέα Eστία» άρχισε να δημοσιεύει τον «Γιούγκερμαν», τα πράγματα έγιναν δύσκολα για τον Μ. Καραγάτση, που ήδη αντιμετωπιζόταν με δυσπιστία από πολλούς συντηρητικούς τής τότε αθηναϊκής κοινωνίας. Αρκετοί ακαδημαϊκοί και κυρίως πατεράδες θυγατέρων, είτε προσπαθούσαν να κρύβουν το περιοδικό από τα σαλόνια τους, είτε ζητούσαν να μην τους έρχεται σπίτι. «Έχουμε κορίτσια», παραπονιούνταν. Ο συγγραφέας αντιμέτωπος με την άτυπη κατηγορία τού διαφθορέα.

Κατανοητές οι αντιδράσεις. Η ελληνική κοινωνία μετά το 1925, αυτή που είχε κάποια σχέση με την Λογοτεχνία, αλλά και με τις Τέχνες, είχε βρεθεί μπροστά σε νέες και άγνωστες εκφράσεις: Ρεαλισμός, Υπερρεαλισμός, πρωτοποριακά κινήματα. Το πλέον απαγορευμένο θέμα τών δημόσιων συζητήσεων, ο έρωτας, ξεφυτρώνει απρόβλεπτα σε κείμενα που σκανδαλίζουν πολλούς. Η πολιτική ζωή τού μεσοπολέμου μόνο ήρεμη δεν είναι. Ο Διχασμός συνεχίζεται, τα κινήματα διαδέχονται το ένα το άλλο. Τα μηνύματα που φτάνουν στην Ελλάδα από την Ευρώπη, κάθε άλλο παρά συνηγορούν για ένα ήρεμο μέλλον. Η προσφυγιά, που ακολούθησε το τραγικό 1922, δίνει αγώνα επιβίωσης μέσα σε συνθήκες δραματικές. Άλλωστε, το ατελείωτο «ΔΕΚΑ» του Μ. Καραγάτση, αναφέρεται σ’ αυτό.

Παρά ταύτα ο Μ. Καραγάτσης αναγνωρίζεται ως ασυμβίβαστος και απόλυτα ρεαλιστής. Ακόμα και όσοι διαφωνούν μαζί του, τον σέβονται. Και είναι ακόμα νωρίς. Γιατί, μετά το «Γιούγκερμαν» θα ακολουθήσουν πολλά, ακόμα πιο ανατρεπτικά κείμενα, είτε ως διηγήματα και νουβέλες, είτε ως μυθιστορήματα. Στα είκοσι χρόνια που μεσολαβούν μέχρι τον θάνατό του θα ταξιδέψει σε πολλούς αστερισμούς. Από τους παράνομους έρωτες της κοινωνικής καθημερινότητας μέχρι την ιστορία και την θρησκεία. Συνήθως ιχνηλατώντας τις μαύρες πτυχές τους.

Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας το έργο του, από τα 12 μου μέχρι σήμερα που αγγίζω τα 69, κατασταλάζω στην άποψη ότι ο Μ. Καραγάτσης ήταν μια απεγνωσμένη φωνή διαμαρτυρίας, απέναντι σε όσα έκρινε στραβά, ανήθικα, διεφθαρμένα ‘‘χόρευαν’’ γύρω του. Και ήταν πολλά αυτά. Για όσα, το κοινωνικό δεδομένο, μπορούσε να ανεχτεί, μιλούσε καθαρά και καταγγελτικά. Για όσα έκρινε πως θα προκαλούσαν σφοδρές αντιδράσεις, όπως το διήγημα «Μπουχούνστα» (το Μεγαλοχώρι Τρικάλων), χρησιμοποιούσε την μυθοπλασία και τα σύμβολα.

Γράφοντας για τα δεινά τής Κατοχής, τους λεγεωνάριους, την συνεργασία κάποιων Ελλήνων με τους κατακτητές και την αντιπαλότητα που είχε ξεσπάσει στον χώρο τών αντιστασιακών ομάδων, στο «Μπουχούνστα», εκφράζει την πίκρα και την απόγνωσή του:

«Είναι χρόνια τώρα που οι άνθρωποι του κόσμου ετούτου δεν ζούσαν πια. Μόνο πεθαίναν, ή πρόσμεναν τον θάνατο σκοτώνοντας ανθρώπους. Ήσαν τόσο μαύρα τα μάτια, και τα χείλια τόσο γυμνά από αίμα! Ακούστηκε πως σ’ ένα χωριό που δεν απόμεινε κανείς – Κούρνοβο το λέγαν – βγήκαν οι πεθαμένοι απ’ τα μνήματα και γύρισαν στα σπίτια τους. Κάποια γυναίκα – που πέρασε από κει και δεν ήξερε – ήρθε σ’ επαφή μ’ έναν απ’ αυτούς. Και στους εννιά μήνες, γέννησε τράγο με κεφάλι δεντρογαλιάς. Έτσι ο κόσμος κατάλαβε πως οι Κουρνοβίτες είναι πεθαμένοι…»

 


Ο στενός του φίλος Γιώργος Χατζηλάκος

Για τους συμβολισμούς και τον ‘‘μαγικό’’ ρεαλισμό που εντοπίζουν οι μελετητές τού Καραγάτση, βρίσκω πλέον έγκυρα όσα μας άφησε στο βιβλίο του «Οιδιπόδειο σε παραλλαγή» (εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, 1998), ο Λαρισαίος ευπατρίδης, ο γεωπόνος Γιώργος Χατζηλάκος, επιστήθιος φίλος τού Μ. Καραγάτση, ο οποίος μας αφηγείται τα όσα κοινοί φίλοι διηγήθηκαν στον Μ. Καραγάτση μια βραδιά τσιπουροκατάνυξης σε ταβέρνα των Ταμπάκικων. Τα αντιγράφω από το δυσεύρετο, πλέον, βιβλίο του:

«Το σίγουρο είναι πως τη βραδιά εκείνη στο τσιπράδικο της Λάρισας, στα Ταμπάκικα, ο Μ. Καραγάτσης συνέθεσε (δεν λέω εμπνεύστηκε, ούτε συνέλαβε), την ‘‘Μπουχούνστα’’, το παλαβό διήγημά του. Μη γελαστείς και πεις πως είναι σχιζοφρενικό, μην κάνεις τέτοιο λάθος. Ούτε να δεχτείς τους ισχυρισμούς του πως τάχα είναι μια παράξενη, μια ιδιότροπη, μια ανισόρροπη ιστορία. Πως όλα αυτά που γράφονται είναι, καθώς ο συγγραφέας δηλώνει, ‘‘άρρητα θέματα, κουκιά μαγειρεμένα’’. Όχι. Μην το πεις, μήτε να το σκεφτείς.

»Είναι η παρέα μας τη νύχτα εκείνη, με την τσιπουροποτισμένη ευφρόσυνη διάθεση όλων μας στην αρχή, είναι το κατρακύλισμα στην άβυσσο της μελαγχολίας στο τέλος. Εκεί στην ‘‘Μπουχούνστα’’ θα βρεις το γεωπόνο, το μαθηματικό και τους άλλους που κουβεντιάζουν για τον Λιάπκιν (όλοι τον γνώριζαν, μερικοί είχαν προσωπικές σχέσεις μαζί του), τον Ραμπουτίκα, το πρωτοπαλίκαρο των λεγεωνάριων της περιοχής μας, έναν αχαρακτήριστο βλάχο, τυχοδιώκτη. Ο Μ. Καραγάτσης το ’πιασε ακούγοντάς μας. Είδε πως το κυρίαρχο στοιχείο του τραμπούκου αυτού ήταν η γκλίτσα και θα το διαπιστώσεις διαβάζοντας την ‘‘Μπουχούνστα’’. Μ’ αυτήν την οζώδη μαγκούρα, όχι μόνο έδερνε αλλά και σκότωνε όποιον στη θέλησή του. Έναν τέτοιο σκοτωμό θα είχε ο Μετσοβίτης βλάχος ευπατρίδης (εννοεί τον Ευάγγελο Αβέρωφ – Τοσίτσα και το μυθιστόρημά του «Η φωνή της Γης»), αργότερα υπουργός, από τους ρυθμιστές της πολιτικής ζωής της χώρας. Θα τον απόσωνε τον Βαγγέλη ο Ραμπουτίκας στην κεντρική πλατεία της πόλης, αν ψυχραιμότεροι (από αυτά τα φασιστόμουτρα) δεν μπαίναν στη μέση, με κίνδυνο της ζωής τους και αυτοί βέβαια.

»Ακόμα και σκηνές από το λαϊκό δικαστήριο της Αργαλαστής θα δεις στην ‘‘Μπουχούνστα’’. Εκεί είναι, τότε που σπάραζε η καρδιά του Βασίλη Φόμιτς Σολομόνοφ αντικρίζοντας τον Στεπάν Ντμίτριεβιτς και συλλογίστηκε: ‘‘Πολύ παράξενη η ζωή στους στερνούς τούτους χρόνους. Πολύ αλλόκοτη και παράλογη…’’, τότε που ‘‘…το θάνατο σπέρναμε και το θάνατο θερίζαμε’’, λόγια του ταβερνιάρη της οδού Βάκχου τη βραδιά εκείνη, μεταφερμένα στην ‘‘Μπουχούνστα’’.

»Στην ‘‘Μπουχούνστα’’, αν λίγο σταθείς, θα δεις και το συγγραφέα μας. Είναι αυτός που όταν ρωτιέται:

-Πώς μπορείς να κοροϊδεύεις το χάρο; Απαντάει:

-Χμ… Αυτό αναρωτιέμαι κι εγώ… Να δούμε όμως ως πότε θα βαστάξει. Το πόσο βάσταξε το ’δαμε εμείς που απομείναμε. Λίγα χρόνια μετά τη βραδιά εκείνη. Το ’60 μας άφησε, κι αυτό πολύ μας στοίχισε…»

Ο Γιώργος Χατζηλάκος αναγνωρίζει όλα τα πρόσωπα της «Μποχούνστα», που είναι μεταφορές προσώπων που συνδέονταν με την συντροφιά του συγγραφέα. Το ένα μάλιστα, ο Πέτια, ήταν μέχρι πριν χρόνια ο γνωστός στους παλιότερους Λαρισαίους, Μάχος ή Φον Τέλεμακ, που όπως υποστηρίζει ο Χατζηλάκος, όταν τον στρίμωξαν οι ΕΑΜίτες στην πλατεία Ταχυδρομείου «και τον απείλησαν οι ινστρούκτορες του ΕΑΜ, του μίλησαν έξω από τα δόντια: ‘‘…πρόσεξε, κακομοίρη μου… δεν μας ξέρεις απ’ την καλή… δεν το ’χουμε και πολύ…  και πρόσεξε γιατί η Κεντρική Επιτροπή…’’, έ τότε κι εκείνος απάντησε θαρραλέα και χωρίς περιστροφές: ‘‘…την έχω χεσμένη την Κεντρική σας Επιτροπή’’. Θα τη δεις τη θαρραλέα αυτή απάντησή του στην ‘‘Μπουχούνστα’’».

Ο Γιώργος Χατζηλάκος μάς πληροφορεί πως ο Μ. Καραγάτσης υπήρξε μανιώδης θηρευτής ανθρώπινων ιστοριών, όπου κι αν τις συναντούσε αυτές. Και ακόμα μέσα από συμβολισμούς ή αλλόκοτα παραμύθια, έβγαζε τις πικρότατες αλήθειες:

«Είχε γίνει πολύ παράξενη η ζωή τους στερνούς τούτους χρόνους. Πολύ αλλόκοτη και παράξενη. Όλος ο κόσμος έπαιζε καρπαζιές με το Χάρο, σα να ‘ταν μακαντάσης παλιόφιλος. Κάτι τάχα κυνηγούσαμε για τη ζωή. Και μόνο θάνατο κυνηγούσαμε. Το θάνατο σπέρναμε, το θάνατο θερίζαμε».

 


Πολυγραφότατος, αλλά και αλύτρωτος

Η παραγωγή του μεγάλη και όχι μόνο λογοτεχνική. Κριτικές θεάτρου (το 1946 ανέλαβε τη θεατρική στήλη τής εφημερίδας «Βραδυνή», ενώ τον ίδιο χρόνο ανεβαίνει και στο θέατρο το έργο του «Μπαρ Ελδοράδο» που δεν σημείωσε επιτυχία), πολεμικές ανταποκρίσεις από τα βουνά τού Γράμμου και του Βίτσι, όπου ο εμφύλιος πόλεμος βάδιζε προς το τέλος του, ταξιδιωτικά (Αγγλία, τη Γαλλία, την Τουρκία, την Αίγυπτο, την Ανατολική Αφρική). Επιχειρεί χωρίς επιτυχία και στον κινηματογράφο, υπογράφοντας το σενάριο και τη σκηνοθεσία της ταινίας «Καταδρομή».

Σταματώ για λίγο στα ταξιδιωτικά του. Στην Κωνσταντινούπολη, γράφοντας ένα κείμενο με τίτλο «Η μάχη της πίστεως» εξομολογείται την «λαχτάρα πότε θα ιδώ την Αγιά Σοφιά. Πότε θα διαβώ την πύλη τη βασιλική. Πότε θα νιώσω να σχηματίζεται, ολόγυρα από το ευτελές σαρκίο μου, το θεώρημα της χρυσής ύλης και διαλαλεί ότι το μη πεπερασμένο χάος μόνο με το πεπερασμένο της ύλης αποδείχνεται. Πότε η ελληνική ψυχή μου θα σμίξει σφιχτά με αυτήν την ύλη, τη διαποτισμένη με δεκαπέντε αιώνων τραγικό ελληνικό μεγαλείο. Έτσι έσκυψα το κεφάλι στο πεπρωμένο. Και πήρα το δρόο της Αγιά Σοφιάς.

»Ήταν πρωί όταν μπήκα τρέμοντας σύγκορμος στην Αγιά Σοφιά. Και μεσημέρι όταν έφυγα για να πάω στα Πατριαρχεία. Ο δρόμος είναι μακρύς στην άλλη άκρη της πόλης – στο Φανάρι. Είναι ο δρόμος που πήρε εκείνο που απέμεινε – τότε – από την οργανωμένη υπόσταση του Ελληνισμού, για να κρυφτεί ταπεινά και να επιζήσει, να φυτοζωήσει, φυλάγοντας με δέος την ιερή φλόγα που σιγόκαιγε τρεμουλιάζοντας, που μια στερνή πνοή της ζοφερής θεομηνίας κίνδυνος ήταν να την σβήσει. Εκεί, στα ταπεινά κτίρια του Φαναριού, τα σφιγμένα στον ελάχιστο βραχνιασμένο χώρο, που περιστοιχίζουν έναν ακόμα πιο ταπεινό ναό, ο ελληνισμός έδωσε τη μεγαλύτερη, την πιο σκληρή, την πιο απελπισμένη, αλλά και την πιο δοξασμένη μάχη, της ιστορίας του. Μάχη που κράτησε σταθερά τέσσερις αιώνες. Μάχη σιωπηλή, ύπουλη, πεισματική, περιτυλιγμένη, στην πορφυρή φλόγα της πίστεως, στο μαύρο καπνό του πάθους. Πολεμιστές δεν ήταν άνθρωποι με πανοπλίες αλλά άνθρωποι με ράσα. Θύματα δεν ήταν οι άνθρωποι που έχαναν τη ζωή τους, μα εκείνοι που έχαναν τα ιδανικά τους. Κέδρος της δεν ήταν μια πόλη, μια επαρχία ή ένα κράτος, αλλά ένας λαός με τις ιδέες του και τον πολιτισμό του. Χάσιμό της δεν ήταν μια αλλαγή ή ένα σβήσιμο συνόρων, αλλά μια οπισθοδρόμηση της υδρογείου μέσα στο διάστημα της Ιστορίας.

»Φτάνω μπροστά στην εξωτερική πύλη. Κοιτώ. Είναι τριπλή. Οι δυο πλαϊνές είσοδοι ανοιχτές. Η κεντρική κλειστή. Ανθρώπου πόδι δεν την διάβηκε εδώ και εκατόν τριάντα ακριβώς χρόνια· δηλαδή από τη μέρα που τη στόλισε το αιωρούμενο κουφάρι του Γρηγορίου Ε΄, δίνοντας δοξασμένα νικηφόρο τέλος στη σιωπηλή μάχη των 468 χρόνων. Από τούτη τη στιγμή – και για ένα αιώνα – το λόγο τον είχαν τα όπλα. Τώρα σώπασαν κι αυτά. Ο μεγάλος πόλεμος πήρε τέλος οριστικό, αφού έκρινε τελειωτικά τη μοίρα των δυο αντιπάλων. Ό,τι ήταν να κερδηθεί ή να χαθεί κι από τις δυο μεριές, κερδήθηκε και χάθηκε. Μα η κεντρική πύλη του Πατριαρχείου απομένει σφαλιστή κι αδιάβατη, μνημείο ιερό και καθαγιασμένο της μεγαλύτερης κι ενδοξότερης μάχης που έδωσε ο Ελληνισμός για τη ζωή του, της μάχης του Φαναριού…»

Εδώ θέλω να σημειώσω ότι ο αιρετικός, ο αμφισβητίας, ο πικρόχολος – συχνά – Μ. Καραγάτσης, έδωσε, πριν από εξήντα και περισσότερα χρόνια, την πλέον αποστομωτική απάντηση σε όλους τους νέους ιστορικούς που στηλιτεύουν τον ρόλο του Πατριαρχείου και της Ορθοδοξίας στα προεπαναστατικά χρόνια.

Συνιστώ, σε όσους επαίρονται ότι θαυμάζουν τον Καραγάτση, κάνοντας αναφορές στον Λιάπκιν και τον Γιούγκερμαν, να σκύψουν και πάνω σε άλλα του κείμενα, για να γνωρίσουν και τον άλλο Μ. Καραγάτση, τον ιστορικό (έγραψε και βιβλίο ιστορίας), τον χριστιανό, που συνομιλεί με τον Παπαδιαμάντη («Ο άνθρωπος με το κανελί πανωφόρι»), τον δίκαιο κριτή. Είναι μικρά διαμάντια τα διηγήματά του. Είναι πραγματικό χρυσάφι τα ταξιδιωτικά του. Οι κριτικές θεάτρου είναι επίσης κοσμήματα, που διδάσκουν στους σύγχρονους θεατροκριτικούς πώς μπορεί ένας στοχαστής να προσεγγίσει το Θέατρο.

 

Στον δρόμο τής αθανασίας…

Το 1958, πρωτοδημοσιεύεται στην εφημερίδα «Ακρόπολη» το  «Μυθιστόρημα των Τεσσάρων», που γράφει μαζί με τον Άγγελο Τερζάκη, τον Ηλία Βενέζη και τον Στράτη Μυριβήλη, το οποίο. Είναι η χρονιά, που στα πενήντα του, αρχίζει να βλέπει το τέλος του. Στις 8 Νοεμβρίου παθαίνει καρδιακή προσβολή. Κλείνεται στον εαυτό του. Προαισθάνεται πως βαδίζει προς το τέλος. Αποξενώνεται και δουλεύει με ακόμα μεγαλύτερο πείσμα. Την προθανάτια αγωνία του την βιώνουν ακόμα πιο έντονα η σύζυγος και η κόρη του. Λίγο μετά ξεκινά να γράφει το «ΔΕΚΑ», ένα μυθιστόρημα διαφορετικό από τα προηγούμενα, σε ύφος και θεματική. Όλα αυτά μέχρι τα χαράματα της 14ης Σεπτεμβρίου 1960, που πεθαίνει ύστερα από πολύωρη κρίση ταχυκαρδίας, στα 52 του.

Κηδεύεται στις 15 Σεπτεμβρίου, στο πρώτο νεκροταφείο Αθηνών. Στον τάφο του χαράζεται το επίγραμμα από το έργο του «Το μεγάλο συναξάρι»: «Οι μοναδικές ομορφιές είναι προνόμιο του θανάτου».

Ο Ανδρέας Καραντώνης, από τα μεγάλα πνευματικά αναστήματα της εποχής, θα δώσει επιγραμματικά μια εικόνα του δρόμου προς την αιωνιότητα, που θα βαδίσει ο Καραγάτσης, ο οποίος, μεταθανάτια, λατρεύτηκε και διαβάστηκε πολύ περισσότερο από όσο ζούσε:

«Το μνήμα του Καραγάτση δε θα μείνει ποτέ άνανθο και νοερά και πραγματικά. Θα ’χει τους προσκυνητές του κι απ’ τους τωρινούς  κι  απ’  τους  μελλούμενους. Κάποιο πορφυρό σαν από αίμα λουλούδι — το σύμβολο της ερωτικής ζωής — θ’ ανθίζει πάντα πάνω απ’ το μνήμα του».

 

 

Ήταν ο πιο προικισμένος απ’ όλους μας

Θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω ένα κείμενο – μνημόσυνο του Στράτη Μυριβήλη, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Μ. Καραγάτση, που δημοσιεύθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1961, στη ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ (τεύχος 823):

«Με το χαμό του Καραγάτση, τα Ελληνικά Γράμματα στερήθηκαν μια από τις πιο ξεχωριστές κι πιο ιδιότυπες μορφές της λογοτεχνίας μας. Ήταν ένα γνήσιο ταλέντο, που με χαρά χειροκροτήσαμε την εμφάνισή του στα 1933. Από τότες το αναγνωστικό κοινό δεν έπαψε να δέχεται κάθε λίγο και λιγάκι τα μηνύματά του. Μυθιστορήματα, διηγήματα, δημοσιογραφικές κριτικές, ιστορικά μελετήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, απ’ όλα.

»Μια πλούσια ιδιοσυγκρασία που την κατείχε μια ανάγκη και ένας πυρετός εκφράσεως και δημιουργίας που δε χόρταινε, που δε σύχαζε, που δεν καταλάγιαζε σε καμιάν εκδήλωσή της. Παρακολουθώντας κανείς αυτή τη ραγδαία πνευματική εμφάνιση, πάει να πιστέψει πως υπήρχε μια μυστική διαίσθηση μέσα του, που του ’λεγε να κάνει γρήγορα, να βιαστεί, για να προφτάσει να πει όσα είχε να πει, πριν η μοίρα του τσακίσει την πέννα στα χέρια του τόσο νωρίς.

»Πολλές φορές το ύφος του ήταν πρόχειρο, αδούλευτο, στερημένο από την τελειωτική επεξεργασία εκείνη που δείχνει την ικανοποίηση του δημιουργού, που δεν αφίνει τα χειρόγραφά του πριν τους δώσει τη μορφή που θα τον ηρεμήσει. Γι’ αυτό και συχνά ξανάπιανε ένα εκδομένο έργο και το μετάπλαθε. Ο Καραγάτσης ήταν ο πλούσια προικισμένος λογοτέχνης, που πέρασε βιαστικός σαν λαμπρό μετέωρο από το στερέωμα της νέας μας λογοτεχνίας.

»Ήταν ο πιο προικισμένος απ’ όλους μας, ο πιο εργατικός, ο πιο συνθετικός, ο πιο γνήσιος μυθιστοριογράφος. Κανένας άλλος μας δεν μπορούσε να στήσει το μύθο και να κινήσει τους ήρωές του με τόση ευκολία και με τόση αληθοφάνεια. Ήταν εκπληκτικές οι ικανότητές του στη δημιουργία ατμοσφαίρας και στην επινόηση πειστικών εκ πρώτης όψεως καταστάσεων.

»Ο Καραγάτσης ήταν μια σύντομη και θετική παρουσία, που το πέρασμά του από τα Νεοελληνικά Γράμματα εσφράγισε για πάντα τη μεταπολεμική μας λογοτεχνία».

 

Ανήκε στους άδολους αφηγητές

Ιδιαίτερη αξία όμως έχει το σημείωμα του ιδιαίτερα συντηρητικού διανοούμενου, μεγάλου κεφαλαίου της Λογοτεχνίας μας, Άγγελου Τερζάκη, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ στις 13 Σεπτεμβρίου 1961, ως πνευματικό μνημόσυνο για τον έναν χρόνο από τον θάνατο του Μ. Καραγάτση:

«Ο Χρόνος κυλάει με άνιση ταχύτητα. Δεν συνεπήρε, δε θόλωσε την παρουσία του Καραγάτση μέσα στο δωδεκάμηνο τούτο διάστημα από το θάνατό του, που συμπληρώνεται αύριο. Ο άνθρωπος είταν πολύ ζωντανός για να σβηστεί από τον αέρα γύρω μας, ο συγγραφέας είχε να πει πολλά ακόμα με τον ακατάστατο πληθωρισμό του. Ο πληθωρισμός αυτός είταν το εχέγγυο, το προτέρημα και μαζί το όριο του Καραγάτση. Εχέγγυο γιατί έπειθε. Προτέρημα γιατί τροφοδοτούσε σταθερά τον οίστρο του. Όριο γιατί του στερούσε το μέτρο.

»Συλλογίζομαι συχνά, καθώς κάνω μια προσπάθεια να παρακολουθήσω μια πλευρά της σύγχρονης πεζογραφίας, πως μαζί με ιδιοσυγκρασίες σαν του Καραγάτση πάει, θα ’λεγε κανένας, να εξαφανιστεί σιγά-σιγά ένας τύπος συγγραφέα προικισμένου με υψηλή αυθεντικότητα, ανεξάρτητη από τα συγκεκριμένα επιτεύγματά της: Ο τύπος του συγγραφέα αφηγητή άδολου, πηγαίου, θα έφτανε να πω “παιδικού”. Η εποχή μας, και σαν προπομπός ακόμα των ερχόμενων καιρών, όπως μοιάζει, φέρνει στην επιφάνεια, άλλες ιδιοσυγκρασίες, μικτές, σύνθετες, πονηρεμένες, εγκεφαλικές, αλγεβρικές. Το πεζογράφημα, το μυθιστόρημα, στα χέρια τους γίνεται αλληγορία, υπαινιγμός, αίνιγμα, συμβολική εξίσωση, κεφαλοθραύστης, οτιδήποτε θέλετε έξω από αφήγημα. Κατασκευάζονται και θεωρίες για να το στηρίξουν, να το νομιμοποιήσουν, πράγμα καθόλου δύσκολο αφού δεν υπάρχει στον κόσμο άποψη, ακόμα και η πιο αυθαίρετη, που να μη μπορεί να οργανωθεί σε θεωρία, σώνει να το θέλει. Το σταθερό γνώρισμα αυτού του τύπου πεζογραφήματος είναι πως όταν διακόψετε την ανάγνωσή του, δεν δοκιμάζετε ύστερα καμιά λαχτάρα να τη συνεχίσετε. Το πολύ-πολύ να νιώθει μια τέτοια περιέργεια ο επαγγελματικά ενδιαφερόμενος, δηλαδή ο νεαρός συγγραφέας ή κρυπτοσυγγραφέας. Καμμιά αναλογία όμως με το αίσθημα ευδαιμονίας, τη βαθειά κι ανέφελη εκείνην ηδονή που έκανε τον αναγνώστη τής πηγαίας πεζογραφίας να βυθίζεται στο ρεύμα της καθώς σε θερμό λουτρό και να νιώθει τη ζωή του ν’ αναδιπλώνεται σε μιαν άλλη δευτέρου βαθμού ζωή γεμάτην μεθυστικά βιώματα και συναρπαστικές γνωριμίες. Θα έλεγα πως η τέχνη του μυθιστορήματος πάει να στερηθεί μιαν ανθρωπιά και μια προσήνεια που είταν ακριβώς οι αποχρώντες λόγοι της παρουσίας της στον κόσμο.

»Ο Καραγάτσης ανήκε στους άδολους αφηγητές. Οποιαδήποτε “πρόθεση” κι αν έβαζε πότε-πότε, εκ των υστέρων, στα κείμενά του, δεν κατόρθωνε, ευτυχώς, να πείσει πως είναι αυτή και η αφετηρία του. Ο επιστημονισμός του είταν όψιμος, αναφομοίωτος, πίσω από τον υπερτονισμένο πανσεξουαλισμό του έβλεπες συχνά το πείσμα, την επιθυμία του πειραχτηρίου να σκανταλίσει τους πουριτανούς ή τους υποκριτές.  Μη λησμονούμε πως επιστημονίζουσες αφέλειες είχαν ακόμα και οι μέγιστοι της μυθιστοριογραφίας! Ο Ζολά νόμιζε πως κάνει βιολογία, ο Μπαλζάκ κοινωνιολογία, ο Τολστόι έφτασε ν’ αυτοκαταργηθεί από την ψύχωση της ηθικής διδαχής.

»Όλ’ αυτά είναι φαινομενικές μόνον αντιφάσεις. Στην ουσία κάνουν κατάδηλη τη θεμελιακή ιδιότητα του γεννημένου μυθιστοριογράφου, την αφέλεια, την ευπιστία. Ξεγελιέται, πιστεύει σε μιαν “αποστολή” με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ξεγελιέται και πιστεύει στα πρόσωπα που ξεπηδάνε μεσ’ από τη φαντασία του κι από το σκοτεινό του ένστικτο. Στην αφόρητη κοινοτοπία, να θυμίσω το κλασικό ανέκδοτο του Μπαλζάκ, που διέκοψε ένα φίλο του, καθώς εκείνος του ανιστορούσε τα βάσανά του, για να του πει: “Ας γυρίσουμε τώρα στην πραγματικότητα. Με ποιον να παντρέψουμε την Ευγενία Γκραντέ;”

»Την ένταση αυτή της δημιουργικής αυθυποβολής τη δοκιμάζει κάθε γνήσιος μυθιστοριογράφος, όπως άλλωστε και κάθε γνήσιος δραματικός ποιητής. Η επινόηση της τελευταίας φιλολογικής ώρας να καταργηθούν, τόσο στο μυθιστόρημα όσο και στο δράμα, τα ζωντανά πρόσωπα, οι χαρακτήρες με ταυτότητα κι ολοκληρία, για να προβληθεί στη θέση τους το διαλυτικό στοιχείο της σύγχρονης ψυχής ή και η οντολογική της αοριστία, είναι “θέσεις” ενδιαφέρουσες αλλά και ξένες στην πραγματική φύση του δημιουργικού δαιμόνιου. Ο γεννημένος μυθιστοριογράφος ξεκινάει βασικά από ένα στοιχείο θετικό: Από ένα όραμα που το απαρτίζουν υποκατάστατα της ζωικής εμπειρίας: άνθρωποι και γεγονότα, πρόσωπα και περιστάσεις. Αυτά όλα μαζί, στον αμοιβαίο συσχετισμό τους, αναδίνουν ένα προσωπικό άρωμα και λούζονται σ’ ένα ειδικό φως: Είναι η “ατμόσφαιρα” του μελλογέννητου έργου. Ο ποιητής ζωής συγκινείται από την ατμόσφαιρα ακριβώς αυτήν, δηλαδή από την πεμπτουσία του διάχυτου ανθρώπινου στοιχείου. Συγκινείται και δοκιμάζει επιταχτική την παρόρμηση να την ανακοινώσει. Η ανακοίνωση, είναι το έργο.

»Βρίσκουμε στον Καραγάτση την ευπιστία τούτη, τη σημαδιακή, του μυθιστοριογράφου. Τη συναντούσαμε στον άνθρωπο, τότε που ζούσε, να εκδηλώνεται σα μια μανία του ν’ αφηγείται προφορικά, στις φιλικές του επαφές, τις ιστορίες που έπλαθε. Τ’ ανιστορούσε όλ’ αυτά διεξοδικά, μ’ επιμονή, λεπτομέρειες, συνεπαρμένος. Το πρόσωπό του, τότε, έφεγγε, το χαμόγελό του γινόταν παιδικά πονηρό, καταθαμπωμένο. Κι εμείς, είτε τον παρακολουθούσαμε, είτε κάναμε πως τον παρακολουθούμε, συλλογιζόμασταν πως μέσα του στοιχειώνει τη στιγμή τούτη το προαιώνιο δαιμόνιο του παραμυθά, που ζει σύγκαιρα σε δυο διαφορετικά επίπεδα, στην πραγματικότητα και στην υπερπραγματικότητα. Και πως γι’ αυτόν η πρώτη υπάρχει μόνο και μόνο για να τροφοδοτεί τη δεύτερη.

»Ενόσω ζούσε, τον διάβαζαν πολύ και τον επέκριναν. Όταν πέθανε, τον ανέβασαν στα σύννεφα, τον μεταχειρίστηκαν για μέτρο. Πολύ φυσικά όλ’ αυτά: ζούμε ακόμα την ώρα του πάθους. Ας μου επιτραπεί ωστόσο να θυμίσω ό,τι παρατηρούσα κι ένα χρόνο πριν από σήμερα: Πως όποιος ενδιαφέρεται ειλικρινά και τίμια να κάνει Ιστορία, πρέπει να συγκρίνει με ό,τι έχει προηγηθεί προπάντων, γιατί η Ιστορία είναι ανέλιξη οργανική.

»Ο Καραγάτσης, την ώρα που ήρθε στο προσκήνιο, είχε να πει το λόγο του. Και τον είπε. Αντί να του ζητάμε ό,τι δεν είχε σκοπό να δώσει, ή να του φορτώνουμε  ό,τι δεν του ανήκε, καλλίτερα θα είταν να ξεκρίνουμε νηφάλια εκείνο που τον χαρακτήριζε. Είταν αρσενικό κι ωραίο. Δεν θα προθυμοποιηθώ να το εξηγήσω εδώ, γιατί δεν είναι έργο των συνοδοιπόρων να συμπεραίνουν. Καταθέσεις μονάχα μπορούν και πρέπει να κάνουν, χρήσιμες για την κρίση της Ιστορίας. Κι έπειτα θα εξομολογηθώ και τούτο: Προτιμώ να κρατήσω το μυστικό, να πάρω μαζί μου το σύνθημα του καιρού μου. Αν οι νεώτεροι θέλουν, δεν έχουν παρά να το αναζητήσουν και να το ανακαλύψουν με τη γόνιμη έρευνα που αποκρυπτογραφεί τις εποχές και δίνει φωνή στα χείλη εκείνων που έχουν φύγει. Αν πάλι το θεωρούν άσκοπο, αν το περιφρονήσουν, είναι ολότελα περιττό να το έχει καταδώσει ένας στρατιώτης της φρουράς που το τήρησε επειδή πίστευε πως είχε κάτι να διαφυλάξει».

 

 

Ο περισσότερο Ευρωπαίος συγγραφέας μας

Όμως ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι ένα κείμενο του Γιάννη Χατζίνη (για τον οποίο δεν έτρεφε αγαθά συναισθήματα ο Καραγάτσης), στη Νέα Εστία, στις 15 Οκτωβρίου 1961 (τεύχος 823):

«Ο Μ. Καραγάτσης έχει πάρει προ πολλού (από το πρώτο κιόλας βιβλίο του, τον εκπληκτικό εκείνον “Συνταγματάρχη Λιάπκιν”) τη θέση που του ταιριάζει μέσα στη λογοτεχνία μας. Είναι από τις πρώτες-πρώτες, χωρίς νομίζω αντίρρηση από πουθενά. Αλλά καθεμιά απ’ αυτές τις θέσεις κορυφής έχει και τον ιδιαίτερο λόγο της, που μπορεί να βρίσκεται σε μια πλήρη αντίθεση με τις αξίες που αντιπροσωπεύουν οι άλλες. Γι’ αυτό και δεν είναι πάντα εύκολη η αλληλοαναγνώριση, θέλω να πω η αμοιβαιότητα στην εκτίμηση του στοιχείου ζωής με το οποίο η καθεμιά από τις θέσεις αυτές επιδιώκει την επιβίωσή της.

»Η παρατήρηση αυτή έχει μια ιδιαίτερη σημασία προκειμένου για τον Καραγάτση, που περισσότερο απ’ όλους δε μπόρεσε ποτέ ν’ αναγνωρίσει με την καρδιά του αξίες άλλες, έξω από κείνες που φορέας τους είταν ο ίδιος.

»Πρόκειται, άραγε, για μια εγωιστική αυτοεγκάθειρξη, οπότε το πνεύμα καταντάει να μην μπορεί να γονιμοποιηθεί χωρίς να φορέσει παρωπίδες; Είναι η περίπτωση πολλών μεγάλων καλλιτεχνών, που αποκλείουν τον εαυτό τους απ’ όλον τον άλλο κόσμο, γιατί βρίσκουν πως ο δικός τους είναι υπεραρκετός. Ωστόσο, ο Καραγάτσης ανήκει σε διαφορετική τάξη. Δεν απομακρύνθηκε από τον κόσμο των άλλων, αλλά στάθηκε διαρκώς αντιμέτωπος σε ό,τι αντιπροσώπευε και εξέφραζε. Οι αντιδράσεις του σε ιδέες, σε πράξεις καλλιτεχνικές, σε μορφές ζωής, είταν ορμητικές, βίαιες. Τον κατακυριαρχούσε πάντοτε ένα πνεύμα ανατροπής. Ο Καραγάτσης βεβαιωνόταν για τον εαυτό του, μόνο με την προϋπόθεση ότι μπορούσε να εκμηδενίσει τους άλλους. Όχι να τους αγνοήσει.

»Όλο του το έργο, κατά βάθος, αποτελεί μια πρόκληση. Και στις καλλίτερες ώρες του, τις τόσο ήμερες και γαλήνιες, όταν η πρόζα του μοιάζει σαν ένας κάμπος από λουλούδια που τον θωπεύει το ανοιξιάτικο αέρι, ξέρουμε πως κάποια θύελλα παραμονεύει. Το πρόσωπο του συγγραφέα θα σκοτεινιάσει, το παιδί θα ξαναγίνει θηρίο. Ο Καραγάτσης, όταν βρεθεί χωρίς άλλη λεία, κατασπαράζει τον εαυτό του.

»Χρησιμοποιεί την τέχνη σαν ένα μέσον για να λυτρωθεί από τους δαίμονες που τον βασανίζουν. Δεν είναι διόλου παράξενο, αν θέλοντας να βγει από το κλουβί του, δεν καταφέρνει παρά να χαλκεύει για τον εαυτό του βαρύτερα δεσμά. Ύστερ’ από κάθε έργο του, που χρειάστηκε πάντοτε κατανάλωση μιας τεράστιας ψυχονευρικής δύναμης, δεν απολαμβάνει τη φυσική ικανοποίηση της απελευθέρωσης, όπως η γυναίκα που έφερε στον κόσμο ένα γερό, όμορφο παιδί. Ένα καινούργιο έμβρυο μέσα στα σπλάχνα έχει ήδη αρχίσει να μεγαλώνει, ν’ απαιτεί μια αποκλειστική, μια ολοκληρωτική φροντίδα. Εμπνέοντας το θηριώδη πόθο να ξεπεράσει κάθε άλλο σε υγεία και ομορφιά.

»Ο Καραγάτσης στέκεται αντιμέτωπος και στο έργο του το ίδιο.

»Γι’ αυτό και κάθε βιβλίο του είναι κάτι αλλιώτικο, σαν αποκομμένο απ’ όλα τ’ άλλα. Θέλει να σταθεί μοναχό του, να επιζήσει με τις δυνάμεις του. Όταν γράφει τη “Χίμαιρα” ύστερ’ από τον “Λιάπκιν”, το “Μεγάλο Ύπνο”, ύστερ’ από τον “Γιούγκερμαν” και τον “Κοτσάμπαση”, το αφρικανικό “Άμρι-α-Μούγκου” ή τον αστυνομικοφανή “Κίτρινο φάκελλο”, τον δυσπερίγραπτο “Σέργιο και Βάκχο”, δεν είναι για ν’ αλλάξει ρούχο, μολονότι σε πολλές περιπτώσεις με εκπλήττει με αξιοθαύμαστα επιτεύγματα τεχνικής, αλλά για ν’ αντικαταστήσει την ίδια την ψυχή του με μια καινούργια. Κανένας άλλος συγγραφέας δεν έζησε το μαρτύριό του. Καταναλίσκεται άμετρα, χωρίς φειδώ, σε μια λυσσαλέα πάλη με το ανέφικτο. Νιώθει τον κόσμο να τρίζει κάτω από τα πόδια του, και τον διαπερνάει η φοβερή υποψία πως δεν είναι ο κόσμος που κινδυνεύει, αλλά η ίδια του η ύπαρξη. Κάθε βιβλίο του αποτελεί αναζήτηση μιας θέσης καινούργιας, για να μπορέσει να πατήσει πιο σίγουρα, να βεβαιωθεί πως δεν θ’ ανοίξει μπροστά του ο γκρεμός, το χάος. Κατά βάθος, τα βιβλία του δεν διαφέρουν από τα S.O.S. του καραβιού που βουλιάζει.

»Είναι η ίδια η φαντασία του, οργιαστική, παράφορη, που πλέκει αυτό το φοβερό δίχτυ, από το οποίο μάταια αγωνίζεται να ξεγαντζωθεί. Κάποτε θέλησε να καταφύγει στην ιστορία, πιστεύοντας ότι θα βρει σ’ αυτήν κάτι αφ’ εαυτού του στερεό, όπου θα μπορούσε να χαρεί την ασφάλεια που του έλειπε.

»Αλλά τι σχέση μπορούσε να έχει ο Καραγάτσης με ό,τι ακριβώς αποτελούσε τον αντίποδά του; Μέσα σ’ αυτόν τον αντικειμενικά ασφαλή χώρο, πάτησε τη σφραγίδα του υποκειμενισμού του τόσο βίαια, ώστε η ιστορία ν’ αλλάξει μονομιάς πρόσωπο, να μεταβληθεί σ’ ένα τυπικό Καραγατσικό βίωμα. Είναι κρίμα που η κριτική δε θέλησε ν’ αντικρύσει το παράτολμο εγχείρημα από την αποκαλυπτική τούτη πλευρά. Ο Καραγάτσης γύρεψε προστασία από τον εαυτό του και δημιούργησε έναν καινούργιο κίνδυνο.

»Τα βιβλία του είναι όχι μόνο ανόμοια μεταξύ τους, αλλά και παραπλανητικά πολύ συχνά της πιο κρυφής σκέψης του, της ίδιας της στάσης που η φύση του κάθε φορά του υπαγορεύει μπροστά στο φαινόμενο της ζωής. Θα χρειαζόταν μια πολύ εκτεταμένη μελέτη των ηρώων του, μια διείσδυση στο μυστήριό τους, για να καταδειχτεί ποιοι απ’ αυτούς αποτελούν έκφραση αυτόματη του εγώ του και ποιοι πεισματική απάρνηση των δυνάμεων που κατευθύνουν τον κόσμο του. Αλλά στο βάθος, στο σημείο δηλαδή που ο συγγραφέας κάνει την προσωπική του κατάθεση, φανερώνουν, και τούτοι και κείνοι, την κοινή τους προέλευση. Ξεπερνάει πάντα ο Καραγάτσης αυτό που ονομάζουμε ζωντάνια, γονιμότητα, αφηγηματική έξαρση, παρατηρητικότητα, φαντασία.

»Αυτά όλα αξιοποιούνται με τη σύνθεση, με την αρμονία, στην οποία έφτασαν όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί ύστερ’ από χρόνια βαρειάς, πειθαρχημένης δουλειάς. Ο Καραγάτσης παραμένει μια έκρηξη ηφαιστείου. Ιδού, το κοινό γνώρισμα όλων των βιβλίων του, που μοιάζουν μεταξύ τους σαν αδέρφια, όχι από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τους, αλλά από το δαίμονα που κινείται μέσα τους. Σ’ αυτό το λεπτό σημείο βρίσκεται η αδιάσπαστη ενότητα του Καραγατσικού έργου.

»Πιστέψαμε πω η βαθειά ουσία αυτού του έργου είναι ο πανσεξουαλισμός του. Αλλά αντικρύσαμε το θέμα πολύ στενά, μονοκόματα. Το μικρύναμε. Και βρισκόμαστε σε μια εποχή, όπου και τα πιο ασφαλή πράγματα τα βλέπουμε ξαφνικά να χάνουν την αίγλη τους, να καταρρέουν, για ν’ αντικατασταθούν από άλλα, προορισμένα μόνο να καλύψουν ανάγκες της στιγμής.

»Τι είναι λοιπόν εκείνο που μπορεί να κρατήσει τον Καραγάτση στην επιφάνεια; Ασφαλώς όχι αυτό καθαυτό το σεξουαλικό στοιχείο, που πραγματικά κυριαρχεί μέσα στο έργο του, που ξεχειλίζει από παντού, αλλά η στάση του μπροστά στη ζωή που βρήκε το sexus ως μέσον για να εκδηλωθεί. Ο Καραγάτσης δεν αποβλέπει διόλου σε μια διέγερση των αισθήσεων, σε μια πρόσκληση στο ελεύθερο παιχνίδι της ηδονής. (Απ’ αυτή την άποψη, ο Ξενόπουλος με τα πονηρά του υπονοούμενα είναι απείρως πιο τεχνίτης, και κατά συνέπειαν πιο επικίνδυνος, όπως είναι το επιδεικτικά μισόγυμνο μπροστά στο ολοκληρωτικό γυμνό).

» Αισθάνομαι την ανάγκη να ζητήσω συγγνώμην από τη σκιά του (αν κάπου περιπλανιέται ανάμεσά μας) γιατί κάποτε μιλώντας γι’ αυτόν πρόφερα τη λέξη κανθαρίνη. Ο Καραγάτσης είναι στο βάθος ένας απελπισμένος που δεν ήθελε να το παραδεχτεί, όπως ακριβώς κι ο Καζαντζάκης. Αν όμως ο δημιουργός του Ζορμπά, σε στιγμές αδυναμίας, έτυχε να μας το εξομολογηθεί, χωρίς να το καταλάβει, ο Καραγάτσης πάλαιψε απεγνωσμένα για να το κρύψει κι από τον ίδιο τον εαυτό του. Κι απάνω σ’ αυτόν τον αγώνα του ακριβώς, γίνεται τόσο τραχύς, τόσο ωμός, σχεδόν αποτρόπαιος. Όλη του η προσπάθεια (στις γνήσιες καραγατσικές στιγμές του, εκεί δηλαδή που εκφράζει τις πραγματικές αλήθειες του) είναι να στραπατσάρει, να εξευτελίσει κάθε ιδανικό, και πρώτ’ απ’ όλα τον ίδιο τον έρωτα, κατεβάζοντας τον άνθρωπο στη μοίρα του ζώου. Ο σκοπός του δεν είναι να διεγείρει τον σαρκικό πόθο, αλλά να γελοιοποιήσει ό,τι ακριβώς τον εξυψώνει και τον εξιδανικεύει.

»Πέρα απ’ αυτή την κακεντρέχεια, ο Καραγάτσης έχει θαυμαστές ώρες παιδικής αθωότητας, όταν οι κακοί του δαίμονες τον έχουν αφήσει ήσυχο. Η υποψία, ή μάλλον η βεβαιότητα, ότι αυτοί οι κακοί δαίμονες είναι η έκφραση του προσωπικού του πνεύματος, δεν μας κάνει διόλου επιφυλακτικούς απέναντι στην αξία του. Η αθωότητα είναι κάτι πολύ συνηθισμένο. Η λογοτεχνία μας είναι γεμάτη από αγγέλους. Η ιδιαιτερότητά του, η πρωτοτυπία του, οφείλεται σ’ αυτήν την απελπισία, που γίνεται κακία μπροστά στη ζωή. Και η κακία εξαγνίζεται όταν ξέρουμε την προέλευσή της.

»Ο Καραγάτσης είναι ο περισσότερο Ευρωπαίος συγγραφέας μας, ο οποίος μολαταύτα δεν έχει μεταφραστεί. Πάντα σκεφτόμουν να τον ρωτήσω ποιος είταν ο λόγος που ίδιος δεν το φρόντισε, μολονότι δεν είμουν βέβαιος πως η εξήγησή του θα είταν ειλικρινής. Πιστεύω πάντα πως ορισμένα έργα του μπορούσαν να κάμουν κρότο στο εύφλεκτο Παρίσι. Τι σκεφτόταν άραγε, πάνω σ’ αυτό το πυρακτωμένο θέμα; Όταν κάποτε, ένας πολυμεταφρασμένος φίλος του έκαμε να του δείξει μια ξένη εφημερίδα με πλατειά κριτικά σχόλια και μια μεγάλη φωτογραφία, ο Καραγάτσης δε θέλησε να ρίξει ούτε μια ματιά. Την παραμέρισε με μια χειρονομία κάπως περιφρονητικής αδιαφορίας. Αλλά ενδεικτική τίνος πράγματος; Ότι όλα αυτά, συμβατικά, τυχαία, δεν άξιζαν τον κόπο, και ότι το ουσιώδες είταν να κατακτηθεί, να αιχμαλωτισθεί το Ελληνικό κοινό; Ή μήπως είταν η ένδειξη μιας ανομολόγητης ζήλειας; Πάντως, δεν είταν μια Παπαδιαμαντική αδιαφορία. Ίσως σε μερικά σημεία συναντούσε συμπτωματικά το μονόχνωτο Σκιαθίτη. Αλλά σε ό,τι αφορά τις ανθρώπινες ουσίες βρισκόταν στην αντίθετη άκρη.

»Πού, λοιπόν έγκειται ο Ευρωπαϊσμός του; Όχι, φυσικά, στα θέματά του, αλλά στην ίδια την υφή του πνεύματός του, επαναστατικού, βίαιου, απροσάρμοστου, που κι όταν ακόμη χειρίζεται εθνικά ή φυλετικά θέματα (από τα οποία ιδιαίτερα έλκεται) δεν δεσμεύεται διόλου από προκαταλήψεις. Τα αντιμετωπίζει με το ανθρώπινο, υπερεθνικό του πάθος. Ίσως ό,τι περισσότερο τον κάνει εκφραστή μιας ευρωπαϊκής εποχής είναι αυτή η απόγνωση, για την οποία μιλήσαμε ήδη, και που τον βάζει στο χείλος του χάους, στα τελευταία όρια του κόσμου. Καγχάζει μπροστά στις εξευτελιζόμενες αξίες, τάχα από περιφρόνηση, αλλά ξέρουμε ήδη η υπεροψία του είναι στο βάθος αδυναμία και παράπονο. Ο Καραγάτσης θύμα της ίδιας της ευφυίας του, παλεύει συνεχώς εναντίον των πανίσχυρων δυνάμεων της αυταπάτης, που κινούνται μέσα του σε φορά αντίστροφη προς ό,τι ο ίδιος ποθεί και επιδιώκει. Κι όταν νικά, τότε ακριβώς εγγίζει την έσχατη απελπισία.

»Λυπάμαι που τον τελευταίο καιρό, απουσιάζοντας από την Ελλάδα, δεν είχα την ευκαιρία να τον δω από πιο κοντά, όπως το είχα επιθυμήσει για να ζητήσω και τη λύση κάποιων αποριών μου μέσα σε στιγμές πρόσφορης οικειότητας. Είταν μια περίοδος που τον είχε κυριεύσει ένα παράλογο μίσος εναντίον μου, εκδηλωμένο με πολλούς τρόπους, κ’ ήξερα πως έφτανε μια μικρή από μέρος μου χειρονομία για να διαλυθεί. Είχε παρεξηγήσει παρατηρήσεις μου για το έργο του και για τον ίδιον τον εαυτό του, για τις οποίες θα έπρεπε να είναι υπερήφανος. Δεν ανήκε τους συγγραφείς που του ταιριάζει το μικρό, θωπευτικό εγκώμιο, αφού οι γερές του πλάτες μπορούσαν να σηκώσουν και τις πιο δυσβάσταχτες αλήθειες. Αυτό δεν ήθελε να το καταλάβει.

»Από την παιδική αθωότητα, την εμπιστοσύνη, μεταπηδούσε απότομα στην οργή και την εχθρότητα, έτοιμος να σου αποδόσει σκέψεις που ποτέ δεν έκαμες και διαθέσεις που τους είσουν ξένος. Αλλά ποιος θα μπορούσε να τον παραξηγήσει; Το δράμα του είναι ότι δεν είταν πλασμένος για να χαρεί την επιτυχία του. Και ποια είναι πιο μεγάλη επιτυχία, παρά να διακρίνεις σε μια γκριμάτσα, σ’ έναν τόνο φωνής τη ζήλεια ενός συναδέλφου που τιμάς και που αγαπάς; Αξίζει πιο πολύ από δέκα εγκωμιαστικά άρθρα. Και τέτοιες ευκαιρίες τις είχε ο Καραγάτσης.

»Από μια τέτοια ηφαιστειακή φύση, πολύ λίγο πειθαρχημένη, δε μπορούσε κανείς να περιμένει ένα έργο ολοκληρωτικής ισορροπίας. Εκπληκτικά άνισος, παρουσιάζεται πότε σε μια μορφή Τολστοϊκής τελειότητας, αληθινός αρχιτέκτονας της πρόζας, και πότε αφόρητα πρόχειρος, χαμηλός, επιφυλλιδογραφικός. Δεν είχε καιρό να σουλουπιάσει τη φράση του, να επεξεργαστεί το ύφος του, να αυτοκαλλιεργηθεί, για να γίνει ένας συνειδητός συγγραφέας. Δεν πρόφθανε να κοιτάξει πίσω του. Έμοιαζε σαν ένα αεριωθούμενο, σε διαρκή πτήση. Μ’ άλλα λόγια, οι δυνάμεις που τον εξουσίαζαν, αλόγιστες, ανυπότακτες, δεν άφιναν έδαφος για ν’ αναπτυχθεί ανάλογα ο καλλιτέχνης. Γι’ αυτό θαύμαζε τον Τολστόι. Έβλεπε σ’ αυτόν ένα όριο, που του είταν απλησίαστο.

»Ο Καραγάτσης, σα συγγραφέας και σαν άνθρωπος, ήθελε να κατακτήσει το σύμπαν. Και το ύφος του κατακτητή του ταίριαζε τόσο πολύ, όχι μόνο για την ορμή και τη δύναμη του πνεύματός του, αλλά και για το φυσικό του παράστημα και την αρρενωπή του έκφραση. Πρέπει ν’ άρεσε πολύ στις γυναίκες. Κι όμως είταν ένας καυχησιάρης, σαν εκείνους που δε γνώρισαν ποτέ την πραγματική τους εύνοια. Περίεργες αντιφάσεις. Σ’ έκανε να τα χάνεις όταν τον έβλεπες να ξοδεύει τον εαυτό του (κάποτε χωρίς λόγο) με μιαν αφάνταστη ταχύτητα και απλοχεριά. Ανήκε σε κείνους που γεννήθηκαν για να πεθάνουν νέοι».

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια