Η καλή αστυνομική λογοτεχνία είναι πάντα παρούσα...
ΒΙΒΛΙΟπροτάσεις
Από τον Άγγελο Πετρουλάκη
Ο Σουηδός
Χένινγκ Μανκέλ
«Πριν πέσει η παγωνιά»
«Ένα βήμα πίσω»
Εκδόσεις
ΨΥΧΟΓΙΟΣ
Υπάρχουν συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων, οι
οποίοι όντως γράφουν λογοτεχνία. Παράλληλα σκύβουν με ιδιαίτερο σκεπτικισμό στις
σχέσεις τών ανθρώπων, στην περιγραφή τών συνθηκών που διέπουν την κοινωνία τής χώρας
τους, στην παιδεία τής χώρας τους, στις σχέσεις μεταξύ των συζύγων, στις σχέσεις
γονιών παιδιών και σε ό,τι άλλο απεικονίζει την καθημερινότητα των ανθρώπων.
Προσωπική μου άποψη είναι πως όλα αυτά έχουν ίση ή και
περισσότερη αξία από την καθαυτό μυθοπλασία, η οποία αφορά τα αδικήματα που
καλείται να εξιχνιάσει ο πρωταγωνιστής τού μυθιστορήματος. Ούτως ή άλλως, ο
αναγνώστης, θεωρεί δεδομένο ότι ο πρωταγωνιστής θα νικήσει το κακό στο τέλος,
θα φτάσει την λύση, θα συλλάβει τον δράστη. Η πλοκή αφορά το σκέλος τού
ενδιαφέροντος.
Θεωρώ μεγάλο προσόν τού συγγραφέα να μπορεί να εντάξει
τον αναγνώστη στην κοινωνία της άγνωστής του αυτής χώρας. Διαβάζοντας Χένινγκ
Μανκέλ έχω την εντύπωση ότι ζω στην σουηδική κοινωνία, γνωρίζω από κοντά πώς
λειτουργούν οι κρατικοί θεσμοί, αντιλαμβάνομαι τον ψυχισμό των Σουηδών, έρχομαι
κοντά στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Είναι σαν να τραβώ μια κουρτίνα και να
παρακολουθώ τον αλκοολικό, τον υποχόνδριο, τον μοναχικό, τον ευσυνείδητο, τον
αλληλέγγυο. Και αυτό θεωρώ πως είναι το κέρδος μου.
Το «Πριν
πέσει η παγωνιά» έχει κυκλοφορήσει εδώ
και δέκα χρόνια περίπου. Ο Κουρτ Βαλάντερ, ο αστυνομικός επιθεωρητής, έρχεται
αντιμέτωπος με μια σειρά εγκλημάτων που έχουν κίνητρο την θρησκευτική
διαστροφή. Όμως το ισχυρό στοιχείο είναι η σχέση τού Βαλάντερ με την κόρη του,
την Λίντα, η οποία σε κάποια φάση τής ζωής της θέλει ν’ ακολουθήσει το
επάγγελμα του πατέρα της. Πατέρας και κόρη πρέπει να υπερβούν τις διαφορές τους,
πρέπει να κατανοήσουν τον χαρακτήρα του άλλου και να βρουν την κοινή συνισταμένη.
Θα την βρουν;
Το «Ένα βήμα
πίσω» αν και κυκλοφόρησε στα ελληνικά
πριν δυο χρόνια, αναφέρεται σε μια προγενέστερη περίοδο της ζωής τού Βαλάντερ.
Η μυθοπλασία αφορά ανθρωποκτονίες με δράστη ένα ευγενικό μισάνθρωπο. Ανάμεσα
στα θύματα και ένας ανεπίληπτος αστυνομικός.
Η δολοφονία τού συναδέλφου του προκαλεί στον Βαλάντερ
και ερωτηματικά υπαρξιακής φύσεως. Γράφει ο Μανκέλ:
«Έμεινε
ακίνητος (ο Βαλάντερ) και πήρε δυο βαθιές ανάσες. Θα ήταν μια πανέμορφη
μέρα, από τις τελευταίες του καλοκαιριού. Μόνο που τώρα άρχιζε να
συνειδητοποιεί πόσο άφατη ήταν η λύπη του και ότι πήγαζε όχι μόνο από ειλικρινή
στεναχώρια για τον Σβέντμπεργ αλλά και από
την υπενθύμιση της δικής του θνητότητας».
Η φρίκη που τυλίγει τον Βαλάντερ πηγάζει από την
ηλικία τών θυμάτων, που είναι παιδιά. Όμως, στο μυθιστόρημα αυτό, ο Βαλάντερ
έρχεται αντιμέτωπος και με τον εαυτό του. Δίνοντας κάθε ικμάδα τής αντοχής του
στο καθήκον, έρχεται αντιμέτωπος με μια σειρά προβλημάτων που απειλούν την
υγεία του.
Είναι σπουδαίες οι κοινωνικές επισημάνσεις που
παραθέτει ο Μανκέλ. Σπουδαίες οι έμμεσες αναφορές του στην δομή τής σουηδικής
οικογένειας. Εύκολα κατανοεί ο αναγνώστης το φαινόμενο των πολλών αυτοκτονιών σ’
αυτήν την χώρα, η οποία, για πολλούς, ευημερεί. Ευημερεί, όμως;
Είναι, επίσης, ιδιαίτερης βαρύτητας η επισήμανση –
απάντηση του Βαλάντερ σ’ ένα ερώτημα της νεαρής βοηθού του. Όταν η Ανν – Μπριτ Χέγκλουντ,
καταθέτοντας μια σκέψη της για τον ψυχικό κόσμο τού δολοφόνου, αναρωτιέται «σε
τι κόσμο ζούμε;», ο Βαλάντερ απαντά:
«Ρωτάμε σε τι
κόσμο ζούμε αλλά παραείναι επώδυνη η απάντηση για να δούμε κατάματα την
αλήθεια. Ίσως οι χειρότεροι φόβοι μας έχουν ήδη επαληθευτεί, ίσως το σύστημα
απονομής δικαιοσύνης έχει ήδη καταρρεύσει. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι
νιώθουν περιττοί, ότι δεν τους δίνει κανένας σημασία. Αυτό τρέφει την κλιμάκωση
της παρανοϊκής βίας που βλέπουμε. Η βία έχει γίνει κομμάτι της καθημερινότητάς μας.
Παραπονιόμαστε για το πώς είναι τα πράγματα, αλλά μερικές φορές νομίζω ότι
είναι χειρότερα απ’ ότι αντέχουμε να παραδεχτούμε».
Χένινγκ Μανκέλ: Ένας συγγραφέας που δεν κουράζομαι να
διαβάζω.
Λάρισα,
5/4/2020
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου