Έλληνες της διασποράς...
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
---------------------------------------
Από τον Άγγελο Πετρουλάκη
---------------------------------------
Φιλομήλα Λαπατά:
«Οι κόρες
του νερού»
Εκδόσεις: «ΨΥΧΟΓΙΟΣ»
Η Φιλομήλα
Λαπατά ξεφυλλίζει την οικογενειακή της ιστορία. «Οι κόρες του νερού» είναι η ιστορική διαδρομή μιας
οικογένειας της ελληνικής διασποράς με άξονα τη ζωή τεσσάρων γυναικών:
Της Αικατερίνης
Χατζηγιάννη, κόρης τού Αριστείδη Ανδριώτη.
Της κόρης της, Ναταλίας,
που παντρεύτηκε τον γιατρό Γεώργιο Πατρίκιο.
Της εγγονής της (κόρη τής Ναταλίας και του Γεωργίου
Πατρίκιου) Αντωνίας Πατρίκιου, που
παντρεύτηκε τον Γεώργιο Μανωλάτο.
Της δισεγγόνας της, Φιλομήλας Μανωλάτου (κόρης τής Αντωνίας), που παντρεύτηκε τον
Ιωάννη Λαπατά.
Η γραμμή τής οικογένειας μέσα από τη ζωή τεσσάρων
γυναικών. Γραμμή αίματος που ξεκινά από τον γάμο του Αριστείδη Ανδριώτη,
έμπορου από την Άνδρο, που είναι εγκαταστημένος στη Βραΐλα του Πόντου, όπου και
δραστηριοποιείται, με την Αντιγόνη, έναν γάμο που κανονίζει η μητέρα του από το
νησί τους. Από τον γάμο αυτό θα γεννηθεί η Αικατερίνη.
Η Αικατερίνη «κόρη της παντρειάς πια», θα συναντήσει «σε
μια βεγγέρα του σπιτιού της τον νεοφερμένο από την Οδησσό μεγαλέμπορο Αλέξανδρο
Χατζηγιάννη. Εκείνος την ερωτεύθηκε μόλις την είδε και ως ξύπνιος Ρωμνιός, ο
οποίος από το τίποτα είχε γίνει σπουδαίος και τρανός, συνδύασε το τερπνόν μετά
του ωφελίμου και ζήτησε αμέσως το χέρι της από τον πατέρα της».
Η Αικατερίνη μεγαλώνει μέσα στην περίκλειστη κοινωνία τής
εποχής, στην οποία οι γυναίκες ελάχιστα μιλούν για τα προσωπικά τους προβλήματα
και ιδιαίτερα γι’ αυτά που έχουν σχέση με τον έρωτα. Όταν ζητά να μάθει από τη
μητέρα της πράγματα που σχετίζονται με τη γυναίκα και το σώμα της, ήδη η ίδια
μητέρα δυο κοριτσιών, εκείνη τής απαντά: «Μα
τι λες, κόρη μου, δεν μιλούμε ποτέ γι’ αυτά τα πράγματα». Η απάντηση αυτή
θα προκαλέσει τον προβληματισμό τής Αικατερίνης, που δίνει και το στίγμα τής σκέψης
της:
«Αχ, μάνα,
μάνα μου, πείτε μου, ποια πράγματα είναι αυτά για τα οποία επιτρέπεται να
μιλάμε; Μα έχετε δίκιο, για τα άξια και σημαντικά δεν μιλάμε ποτέ. Κρατάμε το
στόμα μας σφραγισμένο. Σιωπηλές μένουμε στους γονιούς μας, σιωπηλές πάμε στους άντρες
μας, σιωπηλές αγκαλιάζουμε τα παιδιά μας, σιωπηλές είμαστε και με τους εαυτούς μας,
σιωπηλές και ξένες απ’ όλους κι απ’ όλα μέχρι τον θάνατο…»
Το άγονο της σχέσης μεταξύ μητέρας (Αντιγόνης) και κόρης
(Αικατερίνης) θ’ αποκαλυφθεί σ’ έναν μεταξύ τους διάλογο, λίγο πριν η πρώτη
πεθαίνει:
« ‘‘Συγχώρα
με, παιδί μου, για ό,τι σου στέρησα’’, πρόλαβε να πει.
»Είχε ήδη
αρχίσει να ξημερώνει. Έπεσε πάνω στο άψυχο κορμί της μητέρα της η Αικατερίνη
και άφησε να φύγει από μέσα της όλη η πίκρα για τα χαμένα χρόνιας της απομάκρυνσής
τους.
» ‘‘Σε
συγχωρώ, μάνα μου, μα συγχώρεσέ με κι εσύ για όσα δεν έκανα για να σ’ αγαπήσω’’,
είπε ενώ την τράνταζαν οι λυγμοί».
Ο εξασθενημένος έρωτας του άντρα της, θα ξυπνήσει μετά
από χρόνια αδιαφορίας και καρπός του θα είναι μια ακόμα κόρη: Η πανέμορφη Ναταλία.
Λίγο πριν έρθει στη ζωή η Ναταλία, στο διπλανό Γαλάτσι,
ένας άλλος Έλληνας της διασποράς, ο Δημήτριος Μανωλάτος, χάνει τη γυναίκα του
πάνω στη γέννα τού γιου του Γεώργιου.
Εν τω μεταξύ
η Ναταλία μεγαλώνει, με τη φύση να της
χαρίζει μιαν εκτυφλωτική ομορφιά, που ωστόσο γίνεται αιτία καταστροφής. Για
χάρη της αυτοκτονούν ο δάσκαλός της στη μουσική και ο νεαρός γιατρός τής παροικίας
Ιάσων Κομνηνός. Κάποιοι ψιθυρίζουν σε βάρος της: «Καταραμένη μάγισσα με τα κόκκινα μαλλιά, που έφαγε τον λεβέντη».
Για να κοπάσει ο θόρυβος, οι γονείς της, Αικατερίνη
και Αλέξανδρος Χατζηγιάννης, θα φύγουν με τη Ναταλία πολύμηνο ταξίδι στη Βιέννη.
Εκεί, η τύχη θα φέρει τη Ναταλία απέναντι στον φημισμένο γιατρό τής Κωνσταντινούπολης
Γεώργιο Πατρίκιο. Θα γίνουν ζευγάρι και ως Ναταλία Πατρίκιου, πλέον, ακολουθεί
τον άντρα της στην Κωνσταντινούπολη.
Από τα πρώτα που θα μάθει στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής
αυτοκρατορίας είναι αυτά που θα της πει ένας Τάταρος υπηρέτης τού άντρα της: «Κυρά, για να ζήσεις καλά σ’ αυτήν την πόλη,
υπάρχουν δυο πράγματα που δεν πρέπει να ξεχνάς. Κανόνας πρώτος: Ποτέ μην
εμπιστεύεσαι τον Τούρκο. Κανόνας δεύτερος: Ποτέ μην του παρουσιάζεσαι ξεσκέπαστη».
Η κακή τύχη τής πανέμορφης Ναταλίας την ακολουθεί,
ακόμα. Την ερωτεύεται παράφορα ο Τούρκος υπουργός των Εξωτερικών, που για να
την αποκτήσει δολοφονεί τον άντρα της, ενώ επιχειρεί να απαγάγει την ίδια. Θα
τη σώσουν η παλιά ερωμένη τού πατέρα της, η οποία θα θυσιαστεί γι’ αυτήν, και ο
Τάταρος υπηρέτης της, που θα την οδηγήσει στο πατρικό της, στη Βραΐλα. Μαζί και
η μικρή κόρη της, η Αντωνία.
Ο δρόμος τής Αντωνίας
θα συναντηθεί μ’ αυτόν του Γιώργου
Μανωλάτου. Τέσσερα παιδιά θα γεννηθούν απ’ αυτήν την ένωση: Ο Σπύρος, ο Νίκος,
η Φιλομήλα, η Ουρανία.
Η Αντωνία έχει μεγαλώσει με μια μητέρα σχεδόν ξένη,
που δεν θα μπορέσει να ξεπεράσει τη δολοφονία τού άντρα της από τους Τούρκους
και που ίσως γι’ αυτή νιώθει πως είναι υπαίτια η ομορφιά της. Θα βλέπει στη
μητέρα της «μια γυναίκα κουρασμένη και
βασανισμένη από τον ίδιο της τον εαυτό, επειδή ήθελε, πάση θυσία, να διατηρήσει
μια ψεύτικη εικόνα που την εμπόδιζε να ζήσει».
Η γιαγιά της, Αικατερίνη, θα της σταθεί και θα είναι
αυτή που θα προσπαθήσει να της εξηγήσει τον μηχανισμό που επηρεάζει τη σχέση
μητέρας – κόρης.
«Η σχέση με
τη μητέρα μας είναι αυτή που μας επηρεάζει περισσότερο απ’ όλες τις άλλες σχέσεις
στη ζωή μας. Ποτέ δεν είναι εύκολο να κατανοήσουμε πλήρως αυτή τη σχέση, γιατί,
ακόμα κι αν έχουμε χάσει τη μητέρα μας ένας βαθύς και ανεξήγητος δεσμός θα μας ενώνει
παντοτινά μαζί της… Ό,τι δεν λύνεται, δεν συζητιέται ή δεν ξεκαθαρίζεται στην
πρωταρχική μας οικογένεια είναι βέβαιο ότι αργότερα θα ξεπεταχθεί κάπου αλλού,
αφήνοντάς μας τρωτούς στις σχέσεις μας με τους άλλους…»
Η γιαγιά της, επίσης, λίγο πριν πεθάνει, θα της πει
αυτό, που έκτοτε θα έχει ως οδηγό στη ζωή της:
«Για να έχουν
τα βάσανά μας κάποια σημασία πρέπει οπωσδήποτε να καλλιεργούμε την ικανότητά μας
ν’ αγαπάμε και να μας αγαπούν…»
Η Φιλομήλα,
τρίτο κατά σειρά παιδί τής Αντωνίας
και του Γιώργου Μανωλάτου, θα μεσουρανήσει στην Αμβέρσα, όπου η οικογένεια θα
εγκατασταθεί με πρωτοβουλία τού πρωτότοκου Σπύρου. Πλέον η μοίρα τής οικογένειας
θα ορίζεται από ένα υπόγειο ρεύμα: Το κρυφό ερωτικό πάθος τού Σπύρου για την αδελφή
του Φιλομήλα, που αν και δεν θα εκδηλωθεί ποτέ, θα είναι το κίνητρο για κάποιες
χαοτικές καταστάσεις.
Στην Αμβέρσα ο ελληνισμός τής διασποράς έχει ‘‘εγκαταστήσει’’
και τον Ιωάννη Λαπατά. Ο παππούς του, επίσης Ιωάννης, είχε φύγει 12χρονος από τις
Σπέτσες, το 1807, μετά την ανατίναξη την αρμάτας και είχε εγκατασταθεί στη
Μασσαλία, όπου νυμφεύθηκε την Έλενα Μπόταση. Ο γιος τους, Ανδρέας Λαπατάς, που
σπούδασε στη Ναυτική Σχολή τής Αμβέρσας θα νυμφευθεί τη Μαρί Ζιλμπερ ντε Τιγιύ.
Από τον γάμο τους θα γεννηθεί το μοναχοπαίδι Ιωάννης.
Φιλομήλα Μανωλάτου και Ιωάννης Λαπατάς θα δέσουν τις ζωές
τους σε μια, με τη σκιά τού αδελφού τής Φιλομήλας, του Σπύρου Μανωλάτου, να
πλανιέται ανάμεσά τους. Από τον γάμο τους θα προκύψουν τρία παιδιά: η Τώνια, ο
Ανδρέας και η Ισμήνη.
Η Τώνια θα αποδειχθεί ανυπότακτη στις επιθυμίες των
άλλων. Θα είναι αυτή που θα πει στον άντρα της, κάποια στιγμή, πως «Όλα μπορείς να μου τα πάρεις, αλλά το μυαλό
και τη σκέψη μου ποτέ. Αυτά δεν μπορείς να τα ελέγξεις. Θα σκέφτομαι ό,τι θέλω
εγώ».
Ο Σπύρος Μανωλάτος θα είναι αυτός που θα ενεργήσει
ώστε τα μέλη αυτών των οικογενειών τής διασποράς, να εγκατασταθούν στην Ελλάδα.
Η μητέρα του Αντωνία θ’ αντιδράσει, δίνοντας το περίγραμμα της έννοιας Έλληνες της
διασποράς:
«…εμείς οι
Έλληνες του Πόντου, γιατί ως τέτοιους θεωρώ τον εαυτό μου και τα παιδιά μου,
σταθήκαμε πάντα όρθιοι, φωτεινοί φάροι στον ξένο τόπο, ένας απέραντος κάμπος
ζωής και πίστης. Στον Πόντο από Έλληνες σαν κι εμάς ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία
και ξεκίνησε η ιδέα της ελευθερίας, άνθισαν ο ανθρωπισμός, τα ήθη, το πάθος για
πρόοδο, η προσφορά στον παγκόσμιο πολιτισμό. Η Ελλάδα είναι μόνο η πατρίδα των
προγόνων μας. Εμείς, επειδή ακριβώς δαμάσαμε τη μοίρα μας και τη νοσταλγία μας και
προβάλαμε με χίλιους δυο τρόπους τη φαντασία μας, μπορούμε να υπερηφανευόμαστε
ότι είμαστε πια πολίτες του κόσμου. Δεν υπάρχουν σύνορα για μας».
«Οι κόρες του
νερού», σπονδυλωτό μυθιστόρημα σε
τέσσερα μέρη, πέρα από τη βασική αφήγηση, που αφορά τη διαδρομή μιας
οικογένειας στον χώρο και στον χρόνο, καθώς και εκείνων των οικογενειών που
συναπαντήθηκαν με τα μέλη της, είναι και ένας χάρτης εθίμων, συνηθειών,
κοινωνικότητας και πολλών ακόμα στοιχείων που χαρακτήριζαν τη ζωή στις πόλεις
τού Πόντου και σε πρωτεύουσες και μεγάλες πόλεις τής Ευρώπης.
Η Φιλομήλα Λαπατά δίνει ζωντανές εικόνες και
καταγράφει με ακρίβεια συναισθήματα και ήθη τής εποχής.
Λάρισα, 5/12/2019
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου