Για μιαν άλλη πατριδογνωσία...
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
---------------------------------------
Από τον Άγγελο Πετρουλάκη
---------------------------------------
Την Παρασκευή, 13 Δεκεμβρίου 2019, στις 7 μ.μ.,
στο Χατζηγιάννειο – Δημοτικό Πνευματικό Κέντρο
Λάρισας,
η «Φωτοθήκη Λάρισας», το βιβλιοπωλείο ΚΑΛΤΣΑΣ
και οι εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ,
θα παρουσιάσουν το βιβλίο τού Νίκου Βατόπουλου
«Όπου και να ταξιδέψω».
Για το βιβλίο θα μιλήσουν
ο ιστορικός-συγγραφέας ιατρός Νίκος Παπαθεοδώρου
και ο Θωμάς Κυριάκος, μέλος τής Φωτοθήκης Λάρισας.
Νίκος
Βατόπουλος:
«Όπου και να
ταξιδέψω»
Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Υπάρχουν
πολλών ειδών ταξίδια και πολλών ειδών
ταξιδιώτες. Ανήκω σ’ αυτούς που φτάνουν σ’ ένα τόπο με τη διάθεση μιας
βαθύτερης γνώσης. Για τούτο, τα περισσότερα ταξίδια στην ηλικία τής νεότητας,
τα έκανα πεζή. Διέτρεξα αρκετές φορές την Πελοπόννησο, από τα Ίσθμια μέχρι τη
Μονεμβασιά, και από τη Μονεμβασιά μέχρι την Ολυμπία πεζοπορώντας, όπως και τη
Δυτική Μακεδονία, τη Θράκη και άλλες περιοχές. Κάθε τόπος είχε και τα δικά του
ν΄ αφηγηθεί.
Για το λόγο αυτό ένιωσα μεγάλη χαρά με το που πήρα το
βιβλίο «Όπου και να ταξιδέψω» του Νίκου Βατόπουλου, ο οποίος, βεβαίως,
παραλείπει το «η Ελλάδα με πληγώνει» του Γιώργου Σεφέρη, γιατί στόχος του δεν
είναι να σκαλίσει τις πληγές των τόπων που επισκέπτεται (σαφώς και κάνει
αναφορές και σ’ αυτές), αλλά να καταγράψει την ‘‘προσωπογραφία’’ τους.
Σε κάθε πόλη, υπάρχουν δρόμοι με ιστορία, κτήρια με
ιστορία, σημεία που εκφράζουν μια ιδιαιτερότητα. Όλα αυτά δεν είναι παρά
δημιουργήματα των ανθρώπων που έζησαν ή ζουν ακόμα. Άρα, εκφράζουν τους ίδιους
τους ανθρώπους που τις κατοίκησαν και τις κατοικούν. Περιδιαβαίνοντας και
μελετώντας μια πόλη δεν κάνει κάποιος τίποτα άλλο από το να γνωρίζει τους
ανθρώπους της, αυτό το ζωντανό στοιχείο που αφήνει το αποτύπωμά του στον χρόνο.
Ο Νίκος Βατόπουλος ταξιδεύει και περπατά σε 24 πόλεις.
Άμφισσα, Άρτα, Βόλος, Δράμα, Ερμούπολη, Ζάκυνθος, Ηράκλειο, Ιωάννινα, Καλαμάτα,
Καρδίτσα, Καστοριά, Κατερίνη, Κομοτηνή, Κόρινθος, Λαμία, Λάρισα, Λιβαδειά,
Μυτιλήνη, Ξάνθη, Πάτρα, Ρόδος, Τρίκαλα, Τρίπολη και Φλώρινα είναι οι σταθμοί
αυτού του ταξιδιού. Όλοι ενδιαφέροντες. Σε όλους εντόπιζε «ένα απόθεμα, κτιριακό, πολιτισμικό, ψυχικό», το οποίο, όπως
γράφει, τον περίμενε:
«Αυτό το
απόθεμα ιχνηλατώ σήμερα, με πάθος, με αφοσίωση, με διάθεση καταβύθισης σε ένα
πηγάδι μνήμης αλλά και ανέλκυσης σε ένα οροπέδιο ενατένησης. Είναι ένα άλλο
ταξίδι αυτοπροσδιορισμού. Υπάρχουν φορές που αισθάνομαι ότι μου αρκεί ο
περίπατος σε έναν, έως εκείνη τη ώρα, άγνωστό μου δρόμο κάποιας ελληνικής
πόλης, γεμάτο παλιά σπίτια, μαγαζιά, πολυκατοικίες, σχολεία και εκκλησίες. Αυτό
το παλίμψηστο είναι το υλικό ανάγλυφο μιας μεγάλης διαδρομής…»
Είναι
εντυπωσιακή η ευαισθησία του Νίκου
Βατόπουλου, που βλέπει πράγματα τα οποία περνούν απαρατήρητα, όχι μόνο από τα
μάτια των ταξιδευτών, αλλά και των ίδιων των κατοίκων τού τόπου. Κατά τις
διαδρομές του συλλαμβάνει σήματα από μια Ελλάδα υπαρκτή, έστω και μέσα από τη
φθορά του χρόνου, τα οποία τον οδηγούν στην ανάγκη να ερμηνεύσει τη ιστορία της
και να κατανοήσει τις κοινότητες που δημιούργησαν αυτόν τον πολιτισμό. Γράφει:
«Όσα
συναντούσα συγκροτούσαν τη μεγάλη διαδρομή αυτής της χώρας, από τα
προεπαναστατικά χρόνια ως τον 19ο αιώνα, και από το 1900 ως σήμερα.
Η διασπορά ενός σημαντικού αρχιτεκτονικού αποθέματος σε όλη τη χώρα με συγκινούσε.
Και το απόθεμα αυτό δεν ήταν μόνο μνημεία ή γραφικότητες, αλλά σημαντικές
παρακαταθήκες λαϊκού και αστικού πολιτισμού. Με συγκίνηση είδα σε όλες τις
πόλεις τα ίχνη της αστικής αναγέννησης του Μεσοπολέμου όπως και πολύ
ενδιαφέροντα δείγματα μεταπολεμικού μοντερνισμού. Υπήρχαν πάντα στιγμές που η
συνάντηση με εκείνες τις σταθερές του ελληνικού βίου με ξάφνιαζε κάθε φορά και
με πότιζε με χίλιες δυο σκέψεις και αισθήσεις. Η συνάντηση με το πρωτογενές
είναι κάθε φορά μια ιστορία ξεχωριστή».
Εγώ θα έλεγα πως η συνάντηση με το πρωτογενές είναι
μια ουσιαστική συνάντηση με την ίδια την ιστορία, ενδεχομένως και της μη
καταγεγραμμένης ιστορίας.
Ξαφνιάζομαι όταν στην αμέσως επόμενη παράγραφο συναντώ
μια αναφορά του σ’ ένα ερειπωμένο σπίτι στο Χαρακοπιό Μεσσηνίας. Το έχω
φωτογραφίσει κατ’ επανάληψη στις καλοκαιρινές μου διακοπές. Είναι απομεινάρι
μιας εποχής (1892), που το συγκεκριμένο χωριό αποτελούσε κεφαλοχώρι, μια και οι
συγκοινωνίες ήταν ανύπαρκτες και οι κάτοικοι των γύρω χωριών κατέφευγαν σ’ αυτό
για τις αγορές και τις άλλες ανάγκες τους. Επίσης ήταν και τόπος συγκέντρωσης
σταφίδας, που αποτελούσε το κύριο προς εμπορία τοπικό αγροτικό προϊόν. Αυτοί οι
δυο παράγοντες πρόσφεραν οικονομική άνθηση στο Χαρακοπιό. Οι ιδιοκτήτες τού
συγκεκριμένου σπιτιού δεν δίστασαν να δαπανήσουν ό,τι απαιτούνταν για να
χτίσουν ένα μέγαρο, ανάλογα με τα δεδομένα τής εποχής. Γράφει γι’ αυτό ο
Βατόπουλος:
«Το κτίριο
άστραψε στο βλέμμα μου, παρότι έμοιαζε μάλλον εγκαταλελειμμένο. Έστεκε βουβό
αλλά η θέα του με είχε συνεπάρει. Ήταν τόσο αρμονικό, συμπαγές και ανάλαφρο
ταυτόχρονα, που το κοιτούσα συγκινημένος καθώς σ’ αυτήν την πρόσοψη συναντούσα
όλα όσα είναι μοναδικά στον νεοκλασικισμό της Παλαιάς Ελλάδας. Ήταν ένα
ξεχωριστό κτίριο υψηλής αισθητικής και το είχα εκεί απέναντί μου, στο Χαροκοπιό
της Μεσσηνίας. Στο μαρμάρινο υπέρθυρο είχε χαραγμένη την ημερομηνία ‘’15
Σεπτεμβρίου 1892’’ και αριστερά και δεξιά έβλεπα εγχάρακτο στο μάρμαρο το στεφάνι
που ως πρότυπο προέρχεται από το χορηγικό Μνημείο του Θρασύλλου στον βράχο της
Ακρόπολης…»
Δεκάδες όμοιες αναφορές του Βατόπουλου, που συγκινούν
ιδιαίτερα, καθώς περπατά τις 24 πόλεις. Και ο περίπατός του αυτός είναι τόσο
ιδιαίτερος που αξίζει να τον ακολουθήσουμε…
Ο Νίκος
Βατόπουλος γεννήθηκε το 1960 στην Αθήνα. Από το 1988 εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Η
Καθημερινή», στο πολιτιστικό ρεπορτάζ. Έχει ειδικευθεί σε θέματα αθηναϊκά και
αστικού πολιτισμού. Το 2001 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Το πρόσωπο της Αθήνας».
Το 2011 ίδρυσε τη διαδικτυακή ομάδα πολιτών «Κάθε Σάββατο στην Αθήνα» που αριθμεί
πάνω από 23.000 μέλη. Το 2014 έκανε την πρώτη ατομική του έκθεση φωτογραφιών με
θέμα «Η Αθήνα ενός αθηναιογράφου» (αίθουσα τέχνης «ena») και παρουσίασε ως
προσωπικό πρότζεκτ την έκθεση «Η Αθήνα της δεκαετίας του 1960» στην
Ελληνοαμερικανική Ένωση. Το 2018 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ το
βιβλίο του «Περπατώντας στην Αθήνα» (κυκλοφορεί και αγγλική έκδοση με τον τίτλο
Walking in Athens) και το 2019 το βιβλίο του «Μικροί δρόμοι της Αθήνας».
Οι φωτογραφίες που πλαισιώνουν τα κείμενα του βιβλίου του
είναι δικές του.
Εκτιμώντας ιδιαίτερα την προσπάθεια του Νίκου
Βατόπουλου να προσεγγίσει αλλιώς την Ελλάδα μας, ζήτησα μια συνέντευξη μαζί
του. Πιστεύω πως οι αναγνώστες θα τη βρουν ενδιαφέρουσα:
1.
Σε τι περιβάλλον μεγαλώσατε; Τι θυμάστε από τα παιδικά
σας χρόνια;
Όσο
μεγαλώνει κανείς, ανατρέχει και σταθμίζει και αξιολογεί το παρελθόν. Μεγάλωσα
σε μια μεσοαστική οικογένεια της Αθήνας, σε μια μεσοαστική γειτονιά, στην
Πατησίων. Ο πατέρας μου ήταν εμπορικός αντιπρόσωπος στον κλάδο της
κλωστοϋφαντουργίας, η μητέρα μου δεν εργαζόταν. Και οι δύο γονείς μου μεγάλωσαν
στην Αθήνα. Στην Αθήνα έζησαν την Κατοχή. Η καταγωγή της οικογένειας του πατέρα
μου είναι από την Πελοπόννησο και της μητέρας μου από την Κωνσταντινούπολη, Έλληνες
καθολικοί προερχόμενοι από την Τήνο. Θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια σαν μια
ευτυχισμένη περίοδο, αν και πάντα ήμουν αρκετά κλεισμένος σε έναν δικό μου,
φανταστικό κόσμο. Η φαντασία μου οριζόταν από τα βιβλία. Διάβαζα πάρα πολύ από
πολύ μικρός και ο κόσμος των βιβλίων με καθόρισε. Παρατηρούσα πάντα το
περιβάλλον και τα παλιά σπίτια, που τώρα γκρεμίζονται το ένα μετά το άλλο, μου
στοίχειωναν τη φαντασία επίσης με έναν τρόπο βαθιά εσωτερικό, όπως ανακάλυψα
αργότερα.
2.
Πώς ξεκινά και με ποιο κίνητρο η ενασχόλησή σας με την
καταγραφή εντυπώσεων από την επαφή σας με το αστικό περιβάλλον;
Στην
εφημερίδα «Καθημερινή» οργάνωσα σε ένα επίπεδο επαγγελματικό το ενδιαφέρον μου
για το αστικό περιβάλλον. Αλλά αυτό απαίτησε φυσικά χρόνο. Εξαρχής άρχισα να
γράφω θέματα αρχιτεκτονικά, αλλά τώρα με την απόσταση του χρόνου κατανοώ πως
για να αποκτήσω ένα δικό μου βλέμμα έπρεπε να περάσουν χρόνια, να επέλθει
ώσμωση, να κατασταλάξουν απόψεις και η εμπειρία να με οδηγήσει στην ελευθερία
να διατυπώνω την άποψή μου και να φτιάχνω τον δικό μου κόσμο. Από τότε που ήμουν
μαθητής πάντως, είχα αρχίσει να φωτογραφίζω την Αθήνα και να παρατηρώ πιο
συστηματικά το αστικό περιβάλλον που άλλαζε. Ήταν κάτι που υπήρχε πάντα μέσα
μου, ζητούσε πάντα δρόμο να απελευθερωθεί.
3.
Πόση σχέση έχει η Ελλάδα της δεκαετίας του ’70, εκείνη
που βλέπατε «από το παράθυρο της πίσω θέσης» του αυτοκινήτου του πατέρα σας, με
την Ελλάδα της δεκαετίας του 2010;
Είναι
τεράστια η διαφορά και αυτό είναι και λογικό και κατανοητό. Θυμάμαι, πάντως,
όταν ήμουν μαθητής σχολείου, υπήρχε διακριτή διαφορά ανάμεσα στην Αθήνα και τις
επαρχιακές πόλεις σε επίπεδο αγοράς, μοντέρνας ζωής, ελευθερίας και ποικιλίας.
Φυσικά, αυτό ήταν σε διαβαθμίσεις. Γιατί, θυμάμαι ως παιδί τη Λάρισα του 1970
που είχε μια πολύ καλή αγορά αλλά μικρότερες πόλεις εκείνη την εποχή έμοιαζαν ρομαντικά
προσηλωμένες σε έναν τρόπο ζωής που στην Αθήνα έβλεπες ολοένα και πιο σπάνια.
Όλα αυτά σταδιακά άλλαξαν και πλέον υπάρχει ένας ενιαίος νεοελληνικός τρόπος
ζωής σε όλες τις πόλεις. Το ενδιαφέρον είναι να ανακαλύψει κανείς τις
ιδιαιτερότητες των τόπων, τις κρυμμένες ιστορίες, την αθέατη πλευρά των πόλεων
που δυστυχώς σε μεγάλο βαθμό έχουν χάσει την ιστορική φυσιογνωμία τους.
4.
Διαβάζω στο προλογικό σημείωμα κάτι για «βιβλίο
εντυπώσεων». Πώς ξεκίνησε αυτή η συνήθεια; Πατρική παρότρυνση ή κάτι άλλο;
Ναι,
ήταν πατρική παρότρυνση. Μου είχε φτιάξει ένα αυτοσχέδιο τετράδιο με καρτέλες
και στήλες για κάθε πόλη με ημερομηνία άφιξης και αναχώρησης, επισκέψεις και
γενικές εντυπώσεις. Δυστυχώς έχουν χαθεί τα ίχνη αυτού του βιβλίου εντυπώσεων.
Χρόνια μετά, κατάλαβα πως ήταν ένα βίωμα του πατέρα μου από τα δικά του παιδικά
χρόνια, όταν ο παππούς μου τον «υποχρέωνε» να κρατά ημερολόγιο. Αυτό ευτυχώς
διασώθηκε και έχω μερικές ενδιαφέρουσες περιγραφές με στοιχεία καθημερινότητας
από την εποχή 1936-1943.
5.
Στο ίδιο σημείωμα διαβάζω επίσης: «Κάποια στιγμή με
έπιασε η αγωνία ότι αυτήν τη χώρα, την Ελλάδα, δεν θα προλάβω να τη δω όλη».
Τελικά, σήμερα, κοντά στα 60 σας, την είδατε όλη; Τι μένει να δείτε απ’ την
Ελλάδα μας;
Όσο
ταξιδεύω στην Ελλάδα, κατανοώ πως η χώρα μας είναι ανεξάντλητη. Κάθε φορά
γνωρίζω μια νέα πτυχή ενός τόπου ή ακούω να μου μιλούν για ένα χωριό ή μια
κωμόπολη που «πρέπει οπωσδήποτε να επισκεφθώ». Οπότε είναι σαφές ότι όχι μόνο
δεν έχω δει όλη την Ελλάδα, αλλά πάντα θα υπάρχει κάτι που θα μένει ως
επιθυμία. Και αυτό είναι θετικό. Προέχει αυτή ακριβώς η επιθυμία της
ανακάλυψης, της έκθεσης σε κάτι νέο αλλά οικείο, γνώριμο αλλά ξένο, αυτή η
εγγενής αντίφαση της προβολής του εαυτού σε τόπους αρχικά ανοίκειους. Για μένα,
η διαδικασία αυτή μου δίνει ζωή. Με γεμίζει χαρά, με εκείνη την ήρεμη αίσθηση
της πληρότητας.
6.
Μένω ακόμα στο προλογικό σημείωμα, γιατί θεωρώ
ιδιαίτερα σημαντικά αυτά που αναφέρετε. Μιλάτε για διαδρομές που κάνατε με τον
πατέρα σας. Μιλήστε μου γι’ αυτόν. Αντιλαμβάνομαι πως είχε μεγάλο ρόλο στο
κομμάτι της ζωής σας που έχει σχέση με τις περιηγήσεις σας.
Ο
πατέρας ήταν άνθρωπος που είχε περιέργεια για τα πράγματα. Και αυτό θεωρώ ότι
είναι βασικό για καθετί. Ενδιαφέρον για τη λειτουργία, τη φύση, την εμφάνιση,
τη συμπεριφορά των πραγμάτων. Ήταν τύπος εκδρομικός και επιπλέον του άρεσαν η
οδήγηση και η φωτογραφία. Χάρη στον πατέρα μου έχω πολλά παιδικά βιώματα από
πολλούς τόπους της Ελλάδας εκείνα τα χρόνια, γιατί δεν πηγαίναμε μόνο σε
τουριστικούς προορισμούς. Ή μάλλον για να πάμε στη Θάσο, στη Σκιάθο ή στην
Κέρκυρα π.χ., διατρέχαμε συνειδητά τον κορμό της χώρας. Θυμάμαι σε μια πρώιμη
φθινοπωρινή κακοκαιρία, ο πατέρας είχε αγοράσει από τη Λάρισα ένα ωραίο μπλε
πουλόβερ! Χωρίς αμφιβολία αυτή η περιηγητική διάθεση με επηρέασε και με
διαμόρφωσε ως προς αυτό.
7.
Γιατί οι άνθρωποι σήμερα έχουν χάσει τον δεσμό τους με
το αστικό τοπίο; Συχνά παρατηρώ τους συμπολίτες μου ν’ αγνοούν βασικά στοιχεία της
πόλης τους και να κινούνται σ’ αυτήν σαν τουρίστες.
Είναι
ένα γενικό θέμα αυτοσυνειδησίας και με απασχολεί κι εμένα εξίσου. Θεωρώ ότι
ζούμε οριακά συνειδητά. Είμαστε βυθισμένοι σε μια μικρο-καθημερινότητα, ενώ τα
μεγάλα, τα σημαντικά, τα κομβικά της ζωής, περνούν απέξω. Πολύς κόσμος ζει
παγιδευμένος. Αν αποφασίσει κανείς να ζήσει πιο συνειδητά, σταδιακά θα δει και
το περιβάλλον του με άλλο βλέμμα. Την πόλη του, τα ίχνη της ιστορίας…, θα
καλλιεργήσει δεσμούς. Είναι μια διαδικασία όχι απλή, και γι’ αυτό παρατηρούμε
το φαινόμενο της απώλειας δεσμού με το αστικό τοπίο. Είναι όμως απαραίτητη συνθήκη
τόσο για τον αυτοπροσδιορισμό μας όσο και για τη σχέση μας με τις πόλεις.
8.
Αντιλαμβάνομαι ότι έχετε στενή σχέση με την
ταξιδιωτική λογοτεχνία. Είναι κάτι που ξεκίνησε από την ανάγκη για τη γνώση σας
με ό,τι έχει σχέση με το αστικό τοπίο;
Πιθανότατα
ναι. Από παιδί είχα μανία με τη γεωγραφία και την ιστορία. Κυρίως, όμως με τη
γεωγραφία. Σταδιακά, το ενδιαφέρον αυτό εξελίχθηκε και εστίασε στην πολιτισμική
γεωγραφία που είναι η βασική αφετηρία μου. Μέσα από αυτό το πρίσμα βλέπω και
την αρχιτεκτονική σε έναν μεγάλο, τουλάχιστον, βαθμό αλλά και τη σύγχρονη
φυσιογνωμία των πόλεων. Τα κείμενά μου είναι στο όριο μιας ιδιαίτερης
ταξιδιωτικής γραφής.
9.
Έχετε επηρεαστεί από Έλληνες ή ξένους που μας άφησαν
έργα ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, όπως ο Ουράνης, ο Καζαντζάκης ή οι ξένοι
περιηγητές στην Ελλάδα;
Υποσυνείδητα,
ναι. Πάντα διάβαζα ταξιδιωτικές εντυπώσεις (όπως λέγαμε παλιά) που αφορούσαν
ελληνικούς τόπους, είτε από ξένους περιηγητές είτε από Έλληνες. Με είχαν
εντυπωσιάσει οι περιγραφές του Καβάφη από την Αθήνα του 1901. Ο «Κολοσσός του
Μαρουσιού» του Χένρυ Μίλλερ, τα «Ταξιδεύοντας» του Νίκου Καζαντζάκη, το «Απ’
την Ελλάδα» του Στράτη Μυριβήλη, αλλά και περιγραφές μέσα σε λογοτεχνικά έργα.
Στο «Όπου και να ταξιδέψω», στο κεφάλαιο για τη Λιβαδειά, π.χ., έχω αναφορές
στο μυθιστόρημα της Λιλίκας Νάκου «Γη της Βοιωτίας», όπου υπάρχουν εξαιρετικές
περιγραφές για τη ζωή στις αρχές του 20ού αιώνα.
10. Για τη
Λάρισα, λέτε, πως «χαίρομαι πάντα να βρίσκομαι και να απολαμβάνω τον παλμό
της». Άραγε, οι άνθρωποι διαμορφώνουν το αστικό τους περιβάλλον ή κάποιες
μυστικές ροές από το παρελθόν τού αστικού περιβάλλοντος διαμορφώνουν τους
ανθρώπους;
Είναι,
πιστεύω, συνδυασμός. Υπάρχει ένα άυλο αποτύπωμα στις πόλεις. Είναι αυτό που
λέμε η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα ενός τόπου, το φως, η αύρα του χρόνου, οι σκιές της
Ιστορίας. Αυτή η διάσταση καθορίζει ως ένα σημείο αυτό που εκπέμπει μια πόλη.
Και γονιμοποιείται από τις πράξεις και τις ιδέες των ανθρώπων που τη ζουν.
Πολλές φορές περπατάμε σε μια πόλη και τη νιώθουμε πριν ακόμη την ανακαλύψουμε.
Ερχόμαστε σε επαφή με κάποιους άγραφους κώδικες, με κραδασμούς ενός ιστορικού
αποτυπώματος, με όσα άφησαν οι γενιές που πέρασαν. Αυτό δίνει την ιδιαίτερη
γοητεία σε μια πόλη.
11. Να τολμήσω
μια ερώτηση που προκύπτει από την εμφανή αγάπη σας για το αστικό περιβάλλον: Το
ανθρωπογενές ιστορικό περιβάλλον, οι αρχαιότητες, αλλά και το φυσικό περιβάλλον
δεν σας συγκίνησαν στον βαθμό που να θελήσετε να γράψετε και γι’ αυτό; Ή να
περιμένουμε κάτι για το μέλλον;
Σαφώς
με συγκινούν και όλα όσα αναφέρετε. Απλώς από μικρός είχα μεγάλη έλξη για την
περίοδο 1850-1950, τη μήτρα δηλαδή του αστικού, υλικού πολιτισμού. Από αυτήν
την αφετηρία ιχνηλατώ όλες τις συνιστώσες. Μεγαλώνοντας καλλιεργώ και άλλα
ενδιαφέροντα. Εντάσσω στην ανάγνωση των πόλεων τη χλωρίδα τους, το θεωρώ
βασικό. Αναφέρομαι στη φυσική ενδοχώρα τους και σε όλες τις στρώσεις του
παρελθόντος. Όλα αυτά με απασχολούν γιατί κυρίως με ενδιαφέρει η κατεύθυνση που
θα πάρουν οι πόλεις στο μέλλον. Και αν έχει μια αξία το βιβλίο αυτό, είναι να
προκαλέσει ένα βλέμμα στο αύριο. Απαραίτητο όμως είναι να υπάρχει συνειδητότητα
απέναντι σε όσα κληροδοτήθηκαν.
12. Διαβάζω και
ξαναδιαβάζω το κείμενο που αναφέρεται στην πόλη μου, τη Λάρισα, και
συλλογίζομαι πως εσείς, ένας Αθηναίος, γνωρίζετε πολλά περισσότερα από το
σύνολο των συμπατριωτών μου, που αγνοούν αυτά τα στοιχεία, με τα οποία έρχονται
σε καθημερινή επαφή. Άραγε, αυτό να συμβαίνει και σε άλλες πόλεις;
Πιστεύω
συμβαίνει σε όλες τις πόλεις. Στην Αθήνα λίγοι είναι όσοι γνωρίζουν τα βασικά
για την ιστορία της πρωτεύουσας. Αντιστοίχως και σε άλλες πόλεις. Είναι ένα
γενικό φαινόμενο, το οποίο όμως ευτυχώς αποκτά έναν αντίλογο καθώς διευρύνεται
το ενδιαφέρον για την ιστορία των τόπων. Η Λάρισα είναι μια δυναμική και
ενδιαφέρουσα πόλη με παλμό και καταπληκτικά μουσεία. Κομβική στάθηκε η γνωριμία
μου με τον κ. Νίκο Παπαθεοδώρου, στον οποίο η Λάρισα χρωστάει πολλά, αλλά και
με τους ανθρώπους της Φωτοθήκης που κάνουν εξαιρετική δουλειά. Απαιτείται
επιμονή και πίστη στον χρόνο. Πιστεύω όμως ότι όλο και περισσότεροι θα
αντιλαμβάνονται την ομορφιά της γνώσης. Και όλα αυτά εν μέσω μια γενικευμένης
βαρβαρότητας.
13. Ο παράγοντας
αναγνώστης σάς ενδιαφέρει κατά τη διάρκεια της συγγραφής ή είναι κάτι που το
σκέφτεστε αφού όλα τελειώσουν και το έργο πάρει τον δρόμο της έκδοσης;
Επειδή,
ίσως, έχω γαλουχηθεί στο περιβάλλον μιας εφημερίδας, συνηθίζω να σκέφτομαι τον
αναγνώστη όταν γράφω. Όχι πάντα, αλλά πολύ συχνά και σχεδόν πάντα όταν
ξαναδιαβάζω το κείμενο. Με ενδιαφέρει να φθάνει ο λόγος μου στον αναγνώστη. Άλλωστε
γι’ αυτό γράφω. Στενοχωριέμαι όταν ενίοτε μπορεί να γίνω δυσνόητος ή αυτό-αναφορικός.
Αυτό δεν ενδιαφέρει κανέναν. Θέλω η γραφή μου να προσθέτει κάτι. Να προσφέρει.
14. Τι είναι
εκείνο που σας ωθεί να γράφετε;
Η
επιθυμία να αφήσω κάτι. Να μοιράζομαι. Στέλνω ανοικτές επιστολές. Σαν ένα μπουκάλι
σε ωκεανό. Πιστεύω πάντα υπάρχει ένας αποδέκτης, άγνωστος. Και αυτό είναι
συναρπαστικό. Πιστεύω στα αφανή δίκτυα ανάμεσα στους ανθρώπους, στους ψυχικούς
δεσμούς που δεν εξωτερικεύονται. Το γράψιμο είναι θεραπεία, είναι όμως και κάτι
ιδιαίτερο δυναμικό, είναι μία εκ του μηδενός δημιουργία.
15. Πόσο εύκολο
ή δύσκολο είναι για εσάς να καταφέρετε να εκφράσετε τη σκέψη σας πάνω στο
χαρτί;
Εύκολο
δεν είναι. Ο μόνος τρόπος να γράφεις και να διαβάζεσαι είναι να γράφεις πολύ
και συχνά. Προϋπόθεση, πιστεύω, είναι να έχεις υπάρξει από νεαρή ηλικία
παθιασμένος αναγνώστης. Όσα έχουμε διαβάσει αθροίζονται και κοιμούνται μέσα
μας, σαν θησαυρός εν υπνώσει. Η συστηματική ενασχόληση με το γράψιμο
ενεργοποιεί τις αναφορές μας, αντλεί από τις δεξαμενές μας, απελευθερώνει τις
σκέψεις μας. Η έμπνευση έρχεται όταν καθίσουμε να γράψουμε. Όχι το αντίστροφο.
Λάρισα, 9/12/2019
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου