Ένα διαμάντι τής Ιταλικής αστυνομικής λογοτεχνίας


ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
---------------------------------------
Από τον Άγγελο Πετρουλάκη

«Ο Ρόκκο την κοίταξε.
Ένιωσε ότι ήταν ωραίο, μια φορά τουλάχιστον,
ν’ αφεθεί, χωρίς να σκεφτεί, χωρίς ν’ αντισταθεί,
χωρίς να πρέπει οπωσδήποτε να καταστρέψει οτιδήποτε του συνέβαινε.
Είχε σώσει μια ζωή και κρατούσε μιαν άλλη στην αγκαλιά του.
Δικαιούνταν κι αυτός να χαμογελάει πότε πότε.
Η ζωή μπορούσε να χαμογελάει.
Και ο Ρόκκο το έκανε σηκώνοντας το κεφάλι στον ουρανό.
Μέσα από τα σύννεφα διέκρινε ένα μοναχικό αστέρι.

Αντόνιο Μαντσίνι:
Τι εποχή κι αυτή
Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ


Ο άψυχος νέος ήταν πεσμένος ανάσκελα, με τα πόδια σε ελαφρά διάσταση και τα χέρια πλάι στο σώμα του. Από το ανοιχτό δερμάτινο μπουφάν φαινόταν καταματωμένο το λευκό του πουκάμισο. Καταμεσής τού δρόμου. Στο πεζοδρόμιο, δυο μέτρα απόσταση από το νεκρό σώμα, μια κοπέλα έκλαιγε με λυγμούς. Ζήτησα να μου πει τι είχε συμβεί. Ήταν ο αγαπημένος της. Τη συνόδευε στο σπίτι της. Έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας, αγκαλιάστηκαν για «καληνύχτα». Εκείνη τη στιγμή, τους πλησίασε ένας άγνωστος μεσήλικας. Απευθύνθηκε στον φίλο της λέγοντάς του «να δεις τι παθαίνουν όσοι πειράζουν τα κορίτσια», ενώ την ίδια στιγμή τον χτύπησε στην κοιλιά. Με τι; Η κοπέλα δεν είχε δει. Ο φίλος της πισωπάτησε δυο τρία βήματα και σωριάστηκε στην άσφαλτο. Η μαχαιριά (όπως αποδείχθηκε), που είχε δεχτεί, ήταν θανατηφόρα.
Ρώτησα το όνομα. Γιος γνωστού αγρότη, τεταρτοετής φοιτητής τού Πολυτεχνείου, που είχε επιστρέψει στην πόλη του για τις διακοπές τών Χριστουγέννων.
Ώρες μετά, καθώς προσπαθούσα να συντάξω την αναφορά μου, η εικόνα τού πτώματος ερχόταν και ξαναερχόταν στα μάτια μου, ανασύροντας από το κοντινό παρελθόν και άλλες, παρόμοιες εικόνες. Έναν πυροβολημένο, μέσα στο κατάστημά του, επιχειρηματία, έναν, επίσης πυροβολημένο, στρατιωτικό, την ώρα που συνευρισκόταν ερωτικά με τη φίλη του στο αυτοκίνητό του… Κι αυτές οι εικόνες ανασκάλευαν βαθύτερα τη μνήμη: Το άψυχο σώμα μιας γυναίκας που κρεμόταν από ένα σχοινί στο ισόγειο εγκαταλειμμένου σπιτιού, τα πτώματα ενός πατέρα και των δυο γιων του σ’ ένα μαντρί, το πτώμα ενός ιερομόναχου…
Ήταν Δεκέμβριος του 1991 κι εγώ ακόμα δεν είχα παραιτηθεί από την Αστυνομία. Ήταν, όμως, το πρωινό που αναρωτήθηκα «Μέχρι πότε; Δεν αντέχω άλλο». Γιατί τα μάτια μου να βλέπουν τόσο θάνατο, όταν η ίδια η ζωή είναι τόσο όμορφη;

Αυτές οι σκέψεις, αυτές οι θύμισες, με κατέκλεισαν διαβάζοντας το παρακάτω  απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Τι εποχή κι αυτή» τού Αντόνιο Μαντσίνι, στο οποίο απόσπασμα, παρουσιάζει τον πρωταγωνιστή του, Ρόκκο Σκιαβόνε, να είναι δύσθυμος και όχι χαρούμενος μετά από την εξιχνίαση μιας απαγωγής και μιας σειράς άλλων εγκλημάτων.
Το συγκεκριμένο απόσπασμα αφορά μια συζήτηση μεταξύ τού υποδιοικητή τής αστυνομίας τής πόλης Αόστα και ενός εκ των συνεργατών του, του Ίταλο Πιερρόν, ο οποίος, απορεί γιατί ο προϊστάμενος του, παρά την επιτυχία του, δεν είναι χαρούμενος και τον ρωτά:
«Γιατί σε πιάνει τέτοια θλίψη; Γαμώτο, νικήσαμε, έτσι δεν είναι;»
Η απάντηση του Ρόκκο Σκιαβόνε αποκαλύπτει τι είδους αστυνομικό θέλει να πλάσει ο Μαντσίνι:
«Τι νικήσαμε; Δεν βλέπεις; Δεν το νιώθεις; Κάθε φορά που ανακατεύεσαι με αυτούς τους τύπους, με τα σκατά, γίνεσαι κι εσύ σαν αυτούς. Μάθε το. Σιγά σιγά θα συμβαίνει όλο και περισσότερο και θα φτάσει μια μέρα που θα κοιταχτείς στον καθρέφτη και θ’ αναρωτηθείς: Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; Και δεν θα είναι επειδή γερνάς, Ίταλο, αναφέρομαι σε ό,τι υπάρχει εδώ, μέσα μας. Πεθαίνει κάθε μέρα με αυτή την αηδία. Με αυτή τη λάσπη. Δεν αντέχω πια μέσα στους υπονόμους. Να βρομίζομαι, να γίνομαι σαν αρουραίος για να πιάσω όλους αυτούς τους εγκληματίες. Δεν αντέχω άλλο…»
Αστυνομικό μυθιστόρημα δεν σημαίνει μόνο πλοκή, δηλαδή μυθοπλασία. Αυτό μπορεί να το πετύχει εύκολα ένας ευφάνταστος συγγραφέας. Όμως δεν θα του δώσει ποτέ τον χαρακτηρισμό τού μοναδικού.
Το αστυνομικό μυθιστόρημα πρέπει να είναι ενταγμένο στον κοινωνικό ιστό και οι ‘‘ήρωές’’ του να είναι οι χαρακτήρες τής ρέουσας πραγματικότητας. Πρέπει επίσης να απαντά σε κάποιες ερωτήσεις. Ποια είναι η κοινωνία για την οποία γράφει;  Πώς διαμορφώνεται το ίδιο το έγκλημα στη ροή τού χρόνου και των κοινωνικών εξελίξεων;  
Και οι τρεις Ιταλοί συγγραφείς τών εκδόσεων ΠΑΤΑΚΗ, ο Αντρέα Καμιλλέρι, ο Κάρλο Λουκαρέλλι και ο Αντόνι Μαντσίνι ξεχωρίζουν γιατί είναι ρεαλιστικοί και περιγράφουν θαυμάσια τον κοινωνικό ιστό μέσα στον οποίο κινούνται.

Ο Αντόνιο Μαντσίνι στήνει τη μυθοπλασία του με κεντρικό άξονα τον αξιωματικό τής αστυνομίας Ρόκκο Σκιαβόνε. Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα ο Σκιαβόνε φτάνει στη μικρή πόλη Αόστα, ως υποδιοικητής, με δυσμενή μετάθεση από τη Ρώμη. Τον ακολουθεί η φήμη τού ευφυούς αστυνομικού, με πολλές επιτυχίες σε εξιχνιάσεις εγκλημάτων, αλλά και πως ο τρόπος που δουλεύει είναι ιδιαίτερα ανορθόδοξος. Στην Αόστα θα πρέπει να συνεργαστεί με τον ιδιαίτερα σχολαστικό ιατροδικαστή Φουμαγκάλλι, με τον αποφασιστικό δικαστή Μπάλντι, με τον παρατηρητικό προϊστάμενο της Σήμανσης Αλμπέρτο Φαρινέλλι και φυσικά με το λιγοστό προσωπικό τής υπηρεσίας του, από το οποίο ξεχωρίζει η βοηθός του Κατερίνα Ρίσπολι και οι συνεργάτες του Ίταλο Πιερρόν και Αντόνιο Σιπιόνι.  Μια ανάλαφρη νότα δίνουν δυο υφιστάμενοί του, που δεν διακρίνονται για την ευφυία τους, αλλά είναι ιδιαίτερα εργατικοί.
Ο Ρόκκο Σκιαβόνε έχει κάποιες συνήθειες που τον χαρακτηρίζουν ως… ιδιόρρυθμο: Καπνίζει ένα δυο τσιγαριλίκια την ημέρα, φοράει πάντα παπούτσια Clarks, δεν τον αφήνουν αδιάφορο οι γυναίκες, παρότι ο έρωτας της ζωής του είναι η νεκρή γυναίκα του. Είναι από τους ανθρώπους που ξέρουν να τιμούν τη φιλία και που συμπάσχουν με τον συνάνθρωπο.
Στην Αόστα θα έρθει αντιμέτωπος με την εξαφάνιση μιας 18χρονης, που δεν καταγγέλλεται από τους γονείς της. Για τον Ρόκκο Σκιαβόνε πρόκειται για απαγωγή και παρά το ότι δεν υπάρχει καταγγελία ξεκινά την έρευνα. Πιο απλά, σκαλίζει μια υπόθεση από ενδιαφέρον για τον ίδιο τον άνθρωπο, χωρίς μια ένδειξη. Άρα, ο δρόμος που θα βαδίσει θα είναι αντισυμβατικός και οι μέθοδοι αντιδεοντολογικοί, πείθοντας πρώτα τον δικαστή και στη συνέχεια τον διοικητή του.

Ο συγγραφέας εισάγει το στοιχείο τής ανατροπής μέσα από μια σειρά  ευρημάτων, που φέρνει η έρευνα, τοποθετώντας παρενθετικά κάποιες παραγράφους που επιτρέπουν την είσοδο του θύματος στην εξέλιξη του μύθου. Αλλά αυτό δεν είναι το ιδιαίτερα σημαντικό. Εκείνο που κάνει συγκλονιστικό το μυθιστόρημα, είναι οι τελευταίες του σελίδες, οι οποίες αποτελούν την προετοιμασία τού αναγνώστη για το επόμενο βιβλίο τού Μαντσίνι. Μια πόρτα κλείνει, μια πόρτα ανοίγει. Αυτό τουλάχιστον διαισθάνομαι εγώ, καθώς ο συγγραφέας, ενώ μπορεί να κλείσει θαυμάσια τη μυθοπλασία με τη διάσωση της απαχθείσας, κρατά ανοιχτό έναν λογαριασμό που ανοίγει κατά τη διάρκεια των ερευνώ, αλλά δεν αφορά την υπόθεση της απαγωγής. Αφορά τον ίδιο τον Ρόκκο Σκιαβόνε και το μίσος που τρέφουν εναντίον του άνθρωποι του υποκόσμου, επιδιώκοντας τη βιολογική του εξόντωση.
Αυτές οι τελευταίες σελίδες είναι και οι συγκλονιστικότερες του βιβλίου, καθώς από καθαρή σύμπτωση, το θύμα δεν είναι ο αστυνόμος, αλλά η γυναίκα στενού του φίλου, με τον Ρόκκο Σκιαβόνε να υπόσχεται την αμείλικτη τιμωρία τού δράστη.

Αγιόκαμπος Λάρισας, 11/8/2019

Δεν υπάρχουν σχόλια