Breaking News

Όταν κλείνεις το φως χωρίς επίλογο



5/2/2017
 
Η γραφή είναι μια μοναξιά.
Φορτωμένη σιωπή.
Ένα σκοτεινό δωμάτιο. Ενίοτε χωρίς παράθυρα. Σαν μπαίνεις δεν ξέρεις αν και πότε θα βγεις.

Κάποια από τ’ αντικείμενα που με τριγυρίζουν, μου θυμίζουν ότι έχω γεράσει. Κάποια απ’ αυτά, μου θυμίζουν πως κάποτε γιόρτασα τα γενέθλια των 30χρονών μου, ή τα γενέθλια των πενηντάχρονων. Ναι, κάποτε υπήρξα τριαντάχρονος. Ακόμα και νεότερος. Αλλά αυτό δύσκολα το ανακαλεί η μνήμη.

Ενίοτε η ανάμνηση λειτουργεί με τους νόμους του χάους, χωρίς σταθερές, μέσα σε ασαφή διαγράμματα. Κάποια λεπτά, μακριά, όμορφα πόδια που πάνω τους περπατά λικνιζόμενη χαριτωμένα μια δροσερή νέα γυναίκα, μου θυμίζουν πως μια νύχτα του Φλεβάρη γνώρισα μια κοπέλα με ίδια πόδια, που αν και δεν θυμάμαι πια τ’ όνομά της, θυμάμαι πως την αγάπησα πολύ. Ίσως κι εκείνη…
Τώρα κοιτάζω τα χέρια που αγκάλιασαν τόσες και τόσες γυναίκες. Οι ράχες της παλάμης τους είναι γεμάτες στίγματα∙ αδιάψευστους μάρτυρες μιας ηλικίας που δεν επιτρέπει και πολλές προσδοκίες. Να μια βεβαιότητα: Πια αυτά τα χέρια δεν μπορούν να δημιουργήσουν άλλες αναμνήσεις μ’ επίκεντρο μια νέα γυναίκα.


Ένα σαξόφωνο μεταφέρει τη μουσική τού «Caruso». Άλλη μια απόδειξη πως η νεότητα έφυγε οριστικά και αμετάκλητα. Αυτό το τραγούδι το ερμήνευσε ο Lucio Dalla, πριν τριάντα και κάτι χρόνια.
Έκτοτε με συλλεκτικό πάθος συγκέντρωνες όλες τις ερμηνείες του: Σαββόπουλος με Φαραντούρη, Φραγκούλης, Χούλιο Ιγκλέσιας, Μίνα, Παβαρότι, Φαμπιάν και άλλοι πολλοί. Σε καθήλωνε η εισαγωγή: «Te voglio bene assai». Τώρα κι αυτό το τραγούδι, πίσω από τη μουσική του, αφηγείται τη φθορά της ηλικίας σου. Κάτι σαν άνυσμα των χρόνων της φθοράς.

Έπινες καμπάρι με σόδα όταν το άκουσες πρώτη φορά.
Ο φίλος με το δισκάδικο, που σου το πούλησε, αυτοκτόνησε πριν από χρόνια, εξ αιτίας των οικονομικών αδιέξοδων που αντιμετώπιζε. Έκοψε τις φλέβες του μέσα στην μπανιέρα, σ’ ένα ταπεινό διαμερισματάκι που του είχαν κόψει το ηλεκτρικό.
Το καμπάρι, πλέον, ανήκει στ’ απαγορευμένα για λόγους υγείας. Αυτού του είδους οι απαγορεύσεις αποδεικνύουν την ηλικία σου, αυτό που λέμε περίοδο γήρατος. Βέβαια έχει μείνει η ανάμνηση της γεύσης του: Γλυκόπικρη∙ ωστόσο θελκτική. Κάποτε το προτιμούσες με το ποτήρι να έχει στα χείλη του ένα στεφάνι ζάχαρης. Πάντα ζητούσες δυο φέτες λεμονιού και σόδα.

Σταδιακά κατάργησες τη ζάχαρη, κράτησες μόνο τις φέτες λεμονιού κι ελάχιστη σόδα. Τώρα έχεις μόνο την ανάμνησή τους. Όπως και την ανάμνηση μιας νέας γυναίκας, που το διαφήμιζε με τη βοήθεια της γοητείας της. Το σαγηνευτικό της χαμόγελο και το προκλητικό της στήθος. Άλλωστε πάντα σε μαγνήτιζαν τα προκλητικά στήθη…


Έχουν και οι γεύσεις τις αναμνήσεις τους… Όπως και το δέρμα, που τώρα στις ράχες της παλάμης είναι γεμάτο στίγματα, που μοιάζουν με νησιά, όπως αυτά αποτυπώνονται σε ασπρόμαυρους χάρτες, οι οποίοι κάποτε πιθανόν να ήταν έγχρωμοι, αλλά σταδιακά τα χρώματα ξεθώριασαν κι έμειναν γκρίζα περιγράμματα σε μια επιφάνεια σέπιας.
Σέπια και στις φωτογραφίες της παιδικής ηλικίας. Ούτε μια ανάμνηση δεν έμεινε απ’ αυτήν. Δυσκολεύεσαι ακόμα και ν’ αναγνωρίσεις πρόσωπα σε φωτογραφίες εποχής. Η αδελφή σου γελάει ρωτώντας: «Μα δεν αναγνωρίζεις τη θεία Αγγέλα;»

Αντίθετα πληθαίνουν τα αποκυήματα της φαντασίας μου. Κάποιο πρόσωπο που μου φαίνεται γνώριμο, έρχεται να μου θυμίσει στιγμές του παρελθόντος, που τις ανακαλώ προσθέτοντας κομμάτια της φαντασίας μου. Ωστόσο δεν είναι μια δημιουργική φαντασία. Θα μπορούσα να τη χαρακτηρίσω ως φαντασία ανάπηρων ωρών. Σ’ αυτές τις ανάπηρες ώρες τα κενά της μνήμης ολοένα και πληθαίνουν.

Η γραφή συναντά τις ανάπηρες ώρες, αιωρείται στα κενά της μνήμης σαν σε περιβάλλον απ’ το οποίο απουσιάζει η βαρύτητα. Θέλει ν’ αγνοήσει περιχαρακώσεις και συμβατικότητες, μάσκες κοινωνικότητας και κανόνες ευπρέπειας. Θέλει να εκφραστεί με λέξεις που απογυμνώνουν τις ψευδαισθήσεις και τους ναρκισσισμούς. Ενίοτε το κατορθώνει. Βοηθά, σ’ αυτό, το κλείσιμο των λογαριασμών με τη νεότητα. Η νεότητα είχε την ανάγκη των πολλών. Πια, οι πολλοί κουράζουν. Και οι λίγοι κάποιες φορές. Σ’ αρέσουν οι μεγάλες σιωπές, αυτές που σε άλλες ηλικίες χαρακτήριζες ως σιωπές θανάτου. Αναρωτιέσαι ποια είναι η θέση σου σ’ αυτές τις νεκρικές σιωπές; Όποια και να είναι, πλέον είναι ιδιαίτερα προσφιλής.
Αρκετή η φλυαρία γι’ απόψε. Ούτε καν επίλογο χρειάζεσαι για να κλείσεις το φως.


Άγγελος Πετρουλάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια