Breaking News

Το βιβλίο της ενηλικίωσης...

 

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

--------------------------------------

Από τον Άγγελο Πετρουλάκη

---------------------------------------

 

Το τελευταίο βιβλίο τής άγνωστης

που κατέκτησε τη διασημότητα με το ψευδώνυμο Φερράντε.

Ένα μυθιστόρημα για την βίαιη ενηλικίωση

σ’ ένα περιβάλλον που αποδεικνύεται ιδιαίτερα απατηλό.

Η ιστορία θυμίζει καθρέφτη,

που όταν σπάζει τα πρόσωπα που καθρεφτίζονται

γεμίζουν ρωγμές.

Ανάμεσα απ’ αυτές τις ρωγμές εμφανίζονται άλλα πρόσωπα,

καλά κρυμμένα μέχρι τότε…

 

Έλενα Φερράντε:

«Η απατηλή ζωή των ενηλίκων»

Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ

 


Πρόκειται για το τελευταίο μυθιστόρημα της διάσημης, πλέον, Έλενα Φερράντε, που κανείς δεν γνωρίζει ποιο είναι το πρόσωπό της και ποια είναι η ταυτότητά της. Μόνο ένα ψευδώνυμο και πως πιθανή πατρίδα της η Νάπολη της Ιταλίας. Σ’ αυτήν οφείλει η σύγχρονη Ιταλική πεζογραφία την περίφημη «Τετραλογία τής Νάπολης». Τελευταία, μελετητές τού ύφους της, έχουν καταλήξει σε ένα πρόσωπο, αλλά τίποτα δεν έχει επιβεβαιωθεί, είτε από την ίδια, είτε από τον εκδοτικό οίκο. Αλλά, αυτό δεν έχει τόση σημασία, όση η ποιότητα της γραφής της και τα θέματα που πραγματεύεται.

Η Έλενα Φερράντε εμφανίστηκε στα Ιταλικά Γράμματα, το 1992 με το μυθιστόρημα «Βάναυση αγάπη», που στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το 2019, από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ.

Ακολούθησε η «Τετραλογία της Νάπολης», η οποία και έκανε διάσημη την ψευδώνυμη συγγραφέα της.

Πλέον, απέναντι στο «Η απατηλή ζωή των ενηλίκων».

 

Αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, από την «Τζοβάννα», ένα 13χρονο κορίτσι, που άθελά του βρίσκεται μπροστά σε οδυνηρά ερωτηματικά:

Το πρόσωπο της οικογένειάς της, μέσα στην οποία ζει, απόλυτα προστατευμένη, είναι το πραγματικό;

Οι γονείς της είναι αυτοί που φαίνονται;

Οι φίλες της είναι αυτές που γνωρίζει;

Το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται γονείς, συγγενείς, φίλες, άλλα πρόσωπα, ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα;

Και ο έρωτας; Τι είναι έρωτας; Ποια η σχέση του σώματός μας μ’ αυτόν; Το τελευταίο ερώτημα θα επιχειρήσει να το απαντήσει, εντελώς αποτυχημένα, στα δεκαέξι της, όταν επιδιώκει να διακορευτεί μόνο και μόνο για να μπει στον κόσμο των ενηλίκων.

Είναι ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης· ιδιαίτερα ανώμαλης, αφού ο κόσμος τών ενηλίκων καταρρέει στα μάτια τής Τζοβάννα μέσα από την αποκαθήλωση των αξιών που αντιπροσώπευαν οι γονείς της.

«…Πώς ήταν δυνατόν ο πατέρας μου και η Κοστάντσα να αγαπιούνταν τόσο καιρό – προτού ακόμα γεννηθώ – χωρίς να το πάρουν είδηση ούτε η μητέρα μου ούτε ο Μαριάνο; Και πώς ήταν δυνατόν ο πατέρας μου να ερωτευθεί τη γυναίκα του καλύτερού του φίλου, όχι επειδή είχε πέσει θύμα ενός παροδικού ξελογιάσματος, αλλά – συλλογιζόμουν – προμελετημένα, σε σημείο που ο έρωτάς τους κρατούσε ακόμα; Και η Κοστάντσα, αυτή η τόσο εκλεπτυσμένη γυναίκα, η τόσο καλλιεργημένη, η τόσο τρυφερή, αυτή η γυναίκα που ερχόταν στο σπίτι μας από τότε που θυμόμουν τον εαυτό μου, πώς μπόρεσε να έχει σχέση με τον άντρα της μητέρας μου μπροστά στα ίδια της τα μάτια επί δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια; Και γιατί ο Μαριάνο, που γνώριζε μια ζωή τη μητέρα μου, μόνο τα τελευταία χρόνια είχε σφίξει κάτω από το τραπέζι το πόδι της ανάμεσα στα δικά του πόδια, και μάλιστα – ήταν πλέον φανερό, πως η μητέρα μου δε σταμάτησε να μου το ορκίζεται – χωρίς τη συγκατάθεσή της; Τι συνέβαινε εν ολίγοις στον κόσμο των μεγάλων, στο μυαλό αυτών των συνετών ανθρώπων, στα κορμιά τους που κουβαλούσαν τόσες γνώσεις; Τι ήταν αυτό που τους μετέτρεπε σε ύπουλα ζώα, χειρότερα και από ερπετά;»

 

Το πρώτο αίνιγμα που καλείται να λύσει η Τζοβάννα είναι γιατί ο αξιοπρεπής πατέρας της έχει κόψει κάθε δεσμό με την πατρική του οικογένεια;

Το δεύτερο, αρκετά πιο οδυνηρό, είναι, γιατί το πόδι τής μητέρας της, κάτω από το τραπέζι, όπου τρώνε οι γονείς της με φιλικό ζευγάρι, βρίσκεται ανάμεσα στα πόδια τού στενότερου οικογενειακού τους φίλου (Μαριάνο);

«Η μητέρα μου και ο Μαριάνο ήταν ένα μεγάλο βάρος για μένα, που με έκανε να πονάω βαθιά ως τα κόκαλα λες και είχα γρίπη».

Το τρίτο: Πώς το πανέμορφο βραχιόλι, που ισχυρίζεται η θεία της, αδελφή τού πατέρα της, ότι το χάρισε σ’ εκείνη όταν γεννήθηκε, βρίσκεται στο χέρι τής οικογενειακής τους φίλης;

Η αποκάλυψη αυτή έρχεται όταν η θεία τής Τζοβάννα, Βιττόρια, γνωρίζεται με την οικογενειακή φίλη (Κοστάντσα) και…

«…Βάλθηκε να εγκωμιάζει τα σκουλαρίκια της Κοστάντσα…, μετά πέρασε στο κολιέ, στο φόρεμά της…

[…]

»…με μια σοβαρή έκφραση σταμάτησε στο βραχιόλι που φορούσε στον καρπό της η Κοστάντσα, ένα βραχιόλι που γνώριζα καλά… από λευκόχρυσο, μ’ ένα λουλούδι με διαμαντένια και ρουμπινένια πέταλα, λαμπερό έτσι όπως ακτινοβολούσε φως, αυτό το βραχιόλι που μέχρι η μητέρα μου ζήλευε…»

Η θεία Βιττόρια, όμως, παίρνει την υπόθεση πάνω της και τινάζει στον αέρα την φαινομενική ευτυχία των δυο ζευγαριών. Η Κοστάντσα επισκέπτεται το σπίτι τής Τζοβάννα και…

«…μου έδωσε, με αυστηρό ύφος και πρόσωπο χλωμό, το λευκόχρυσο βραχιόλι της.

» ‘‘Γιατί μου το χαρίζεις;’’ τη ρώτησα αμήχανη.

» ‘‘Δε σου το χαρίζει’’ εξήγησε η μητέρα μου ‘‘σου το επιστρέφει’’.

»Η Κοστάντσα δίσταζε να μιλήσει μ’ εκείνο το ωραίο της στόμα για μια στιγμή που μου φάνησε ατελείωτη, ώσπου τελικά κατάφερε να πει:

» ‘‘Νόμιζα ότι ήταν δικό μου, αλλά τελικά είναι δικό σου…’’».

Το μυστήριο, στο μυαλό τής μικρής Τζοβάννα, θα το λύσει, τελικά, η μητέρα της, όταν ο πατέρας της αδυνατεί να της εξηγήσει πώς το έδωσε στην Κοστάντσα:

«Ο πατέρας σου εδώ και δεκαπέντε χρόνια έχει άλλη γυναίκα».

 

Τα ερωτηματικά γεννιούνται ένα μετά το άλλο. Το κυριότερο απ’ αυτά: Τι είναι έρωτας; Πώς γίνεται γυναίκα ένα κορίτσι; Την απάντηση θα την αναζητήσει, η Τζοβάννα, όχι σ’ έναν άνθρωπο που θ’ αγαπήσει, αλλά σ’ ένα απλά γνώριμό της.

«…εκείνος σίγουρα είχε μεγαλύτερη εμπειρία, αλλά φοβόμουν τα χέρια του, τα βρόμικα νύχια του. Ένευσα όχι, κοφτά, άφησα απ’ το χέρι μου το κρεμαστό του εξόγκωμα και ξάπλωσα στο κρεβάτι με τα πόδια ενωμένα. Τον είδα ψηλό από πάνω μου με σαστισμένο βλέμμα στο χαρωπό πρόσωπό του, ήταν τόσο καλοντυμένος από τη μέση και πάνω και τόσο ατσούμπαλα γυμνός από τη μέση και κάτω. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου σκέφτηκα με πόση έγνοια με είχαν προετοιμάσει οι γονείς μου από μικρή ώστε να ζήσω τη σεξουαλική μου ζωή ενσυνείδητα και χωρίς φοβίες».

Η Λογοτεχνία έχει στιβαρούς ώμους όταν ασκείται από συγγραφείς που αρνούνται το εύκολο. Σηκώνει στους ώμους της ό,τι σχετίζεται με τον άνθρωπο και τον βίο του. Από την Ιστορία, την πάλη των ιδεών, μέχρι τις βαθύτερες εσωτερικές προσωπικές πτυχές του ατόμου. Με την παιδική ηλικία και τα τραύματά της ασχολήθηκαν κορυφαίοι συγγραφείς. Η Φερράντε ανήκει σ’ αυτόν τον αστερισμό, καθώς επικεντρώνεται στην εφηβεία, ίσως την πιο κρίσιμη ηλικία του ανθρώπου:

Ο καιρός της εφηβείας μου είναι αργόσυρτος, πλασμένος από μεγάλα γκρίζα κενά και αναπάντεχα εξάρματα, πράσινα, κόκκινα ή βιολετιά. Τα κενά δεν έχουν ώρες, μέρες, μήνες, χρονιές και οι εποχές τους είναι αβέβαιες, κάνει ζέστη και κρύο, βρέχει κι έχει λιακάδα. Ούτε και τα ψηλώματα έχουν μια σταθερή εποχή, το χρώμα είναι αυτό που μετράει περισσότερο από οποιαδήποτε ημερομηνία. Εξάλλου, σημασία δεν έχει η διάρκεια της απόχρωσης που παίρνουν κάποια συναισθήματα, όποιος γράφει το ξέρει αυτό. Μόλις αναζητάς τις λέξεις, η βραδύτητα μεταλλάσσεται σε δίνη και τα χρώματα μπλέκονται μεταξύ τους όπως λογιών λογιών φρούτα μέσα σ’ ένα μίξερ. Όχι μόνο το ‘‘πέρασε ο καιρός’’ γίνεται πια μια κούφια έννοια, αλλά και το ‘‘ένα μεσημέρι’’, ‘‘ένα πρωί’’, ‘‘ένα βράδυ’’ καταλήγουν να είναι απλώς ενδείξεις…»

Ένα εσωτερικό ξεφλούδισμα θα φέρει στην επιφάνεια όσα η Τζοβάννα τής Φερράντε είχε εισπράξει. Ζήλεια; Ανταγωνιστικές τάσεις; Απόρριψη; Λανθάνουσες ερωτικές παρορμήσεις;

Μέσα απ’ όλα αυτά η έφηβη Τζοβάννα θα ξαναγεννηθεί και από κάποια στιγμή και μετά θα επιδιώξει την εν επιγνώσει ενηλικίωσή της…

 


Λάρισα, 19/10/2020

Δεν υπάρχουν σχόλια