Breaking News

Οκτώ διαφορετικές ματιές στο έργο τού Προυστ...


ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
---------------------------------------
Από τον Άγγελο Πετρουλάκη


 «Αν η μοίρα μας είναι ο θάνατος,
η λογοτεχνία είναι ο τόπος όπου δεν πεθαίνουμε»
Jean-Yves Tadie – «Τα πρόσωπα» στον Προυστ

«Ο πραγματικός κόσμος είναι φτιαγμένος
από βιβλία που διαβάστηκαν,
όσο και από πίνακες που αγαπήθηκαν»
Adrien Goetz – “Οι τέχνες» στον Προυστ

Laura El Makki:
Ο κόσμος του Προυστ
Μέσα από κείμενα των Antoine Compagnon,
Raphael Enthoven, Michel Erman, Adrien Goetz,
Nicolas Grimaldi, Julia Kristeva, Jerome Prieur
και Jean-Yves Tadie…
Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ


Η γνωριμία μου με τον κόσμο τού Προυστ ξεκινά στα 1974. Σχεδόν εξόριστος σ’ ένα μικρό χωριό τού Βοΐου, το Σκαλοχώρι, παίρνω στα χέρια μου τα «Aπό τη μεριά του Σουάν» και «Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών» (εκδόσεις Ηριδανός), σε μετάφραση του Παύλου Ζάννα. Οι γνώσεις μου για την ευρωπαϊκή λογοτεχνία ήταν ελάχιστες: Ζολά, Μπαλζάκ, Τολστόι, Ντοστογιέφσκι,  Ουγκό και κάποιοι ακόμα, των οποίων η παράθεση δεν ωφελεί εδώ. Άλλωστε οι μεταφράσεις των μεγάλων συγγραφέων περιορίζονταν σε πολύ λίγους τότε, κι εγώ στα 22 μου δεν ήξερα τι να πρωτοδιαβάσω: Τους Αρχαίους Κλασικούς, τους Έλληνες της γενιάς τού Τριάντα ή τους Ευρωπαίους ογκόλιθους; Τον Παύλο Ζάννα, ούτε που τον είχα ακουστά. Η ερημιά όμως του ορεινού εκείνου χωριού και η αράγιστη μοναξιά μου, ήταν ό,τι πιο πρόσφορο για να ξεκινήσω εκείνα τα πρώτα ταξίδια μου στον γοητευτικό κόσμο τής λογοτεχνίας…
Με τον Προυστ μεταφερόμουν ακαριαία από τα σιωπηλά δάση τού Βοΐου στα παριζιάνικα σαλόνια τών αρχών τού αιώνα. Δραπέτευα σε μιαν άλλη εποχή και, το σημαντικότερο, σε μιαν άλλη κοινωνία. Δεν άκουγα τα γαυγίσματα των ποιμενικών σκύλων στις γύρω βουνοπλαγιές, τα βελάσματα των προβάτων που επέστρεφαν το απόγευμα στο χωριό. Δεν έβλεπα τις σκυφτές μαυροφορεμένες φιγούρες τών ηλικιωμένων γυναικών που κάπου κάπου εμφανιζόταν στους έρημους δρόμους τού χωριού, ούτε τους γέροντες που επέστρεφαν στα σπίτια τους πάνω στα γαϊδουράκια τους, σιωπηλοί και αγέλαστοι. Μέσα από τον Προυστ ζούσα σε σαλόνια, τριγυρισμένος από κυρίες ντυμένες στα μεταξωτά, δεχόμενος πύρινα βλέμματα τα οποία με προκαλούσαν σε νύχτες ερωτικής πανδαισίας, που αντιμετώπισαν με μιαν ελαφρότητα τη ζωή, άγνωστη σ’ εμένα, που γνώριζα πως μόνο με τον πικρό ιδρώτα τού πατέρα βγαίνει το ψωμί τής οικογένειας.
Με το πέρασμα των χρόνων, ο Παύλος Ζάννας μετέφρασε και άλλα βιβλία τού «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» και κάθε τόσο ξαναγύριζα στον Προυστ μέσα από τα «Κομπραί», «Σόδομα και Γόμορρα» και τα υπόλοιπα του. Ο Παύλος Ζάννας, όμως, πέθανε το 1989. Το «Ο ανακτημένος χρόνος» παρέμενε αμετάφραστο. Ώσπου που ο μέχρι τότε επιμελητής τών βιβλίων του, Παναγιώτης Πούλος, με τη συνδρομή των εκδόσεων της Εστίας, κυκλοφορεί σε δική του μετάφραση αυτή την έβδομη ενότητα του περίφημου «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» 2018), ολοκληρώνοντας τον Προυστ στην ελληνική γλώσσα.

Πρόσφατα, όμως, οι «Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ» έδωσαν στην κυκλοφορία μια μικρή συλλογή κειμένων που αναφέρονται στον Προυστ και στο έργο του, τα οποία έρχονται να προστεθούν στις τόσες μελέτες για τον μεγάλο Γάλλο συγγραφέα, κομίζοντας τη διαφορετική κριτική ματιά οκτώ διαφορετικών μελετητών του. Η Laura El Makki ζήτησε από τους Antoine Compagnon, Raphael Enthoven, Michel Erman, Adrien Goetz, Nicolas Grimaldi, Julia Kristeva, Jerome Prieur και Jean-Yves Tadie να γράψουν για τον «δικό» τους Προυστ. Βιβλίο ιδιαίτερα χρήσιμο σε όσους αγαπούν τον Προυστ, αλλά και σ’ εκείνους που θέλουν να τον γνωρίσουν, πλην όμως τρομάζουν στην ιδέα πως θα πρέπει να διαβάσουν περισσότερες από τρεις χιλιάδες σελίδες με ιδιαίτερα μακροπερίοδο λόγο.
«Ο χρόνος» είναι το θέμα πάνω στο οποίο στοχάζεται ο Antoine Compagnon. Ο χρόνος στον Προυστ. Η Laura El Makki προτάσσει ένα απόσπασμα από τον «Ανακτημένο χρόνο», στο οποίο ο Προυστ στρέφει τρυφερά το βλέμμα του προς τη λογοτεχνία: «Η αληθινή ζωή, η ζωή που την έχουμε επιτέλους ανακαλύψει και φωτίσει, η μόνη ζωή επομένως που έχουμε ζήσει ολοκληρωτικά, είναι η λογοτεχνία…»

Ο συγγραφέας, καθηγητής στο Κολλέγιο της Γαλλίας και στο πανεπιστήμιο Κολούμπια, και ιστορικός λογοτεχνίας Antoine Compagnon (Αντουάν Κομπανιόν), διατρέχοντας όλα τα βιβλία τού Προυστ επισημαίνει εμφαντικά για τη σεξουαλικότητα: «Το ‘‘Κομπραί’’ μάς μιλάει για τη μνήμη του ήρωα, το σώμα του, τις αισθήσεις του. Είναι ένα βιβλίο σύγχρονο του Φρόυντ. Βρήκε τους αναγνώστες του, στη διάρκεια του 20ου αιώνα, παράλληλα με το έργο του Φρόυντ, διότι μας μιλάει για την παιδική ηλικία και τη σεξουαλικότητα. Σκηνές αυνανισμού, όπως αυτές που διαβάζουμε από τις πρώτες κιόλας σελίδες του ‘‘Κομπραί’’, δεν είναι συνηθισμένες στα μυθιστορήματα της εποχής, ούτε καν στα σημερινά».
Μας μιλάει, επίσης, και για την πολλαπλότητα του ‘‘εγώ’’: «…ωστόσο ο Προυστ έχει την έμμονη ιδέα ότι το ‘‘εγώ’’ είναι διηρημένο, στερούμενο συνοχής, διχασμένο ανάμεσα στο κοινωνικό εγώ και το μύχιο εγώ, με το οποίο ο συγγραφέας παράγει το έργο του’’.
Παρεμβαίνοντας, η Laura El Makki, επισημαίνει: «Υπάρχει η ομορφιά της ανάμνησης στον Προυστ, μια ομορφιά που ξαφνιάζει γιατί ξεπηδάει απροσδόκητα, τόσο για τον αφηγητή όσο και για τον αναγνώστη. Η ακούσια ενθύμηση, όσο και αν είναι μερικές φορές επώδυνη, μπορεί επίσης να είναι απολύτως ευφρόσυνη…»

Ο ομότιμος Καθηγητής της Σορβόννης, βιογράφος τού Προυστ και ειδικός μελετητής του, Jean-Yves Tadie (Ζαν-Υβ Ταντιέ) επικεντρώνεται στα πρόσωπα που δημιουργεί ο Προυστ και μ’ αυτά συνθέτει τη μυθοπλασία του. Η Laura El Makki, στο προλογικό της σημείωμα για το κείμενο του Jean-Yves Tadie, γράφει: “Τα πιο όμορφα πράγματα που έχουν ειπωθεί για τα βιβλία τα οφείλουμε όχι μόνο σε μεγάλους συγγραφείς, αλλά κυρίως σε αχόρταγους αναγνώστες, όπως ο Μαρσέλ Προυστ, ο οποίος διάβασε και συνέθεσε απομιμήσεις αγαπημένων του δημιουργών. Μόνο ο μυθιστοριογράφος, μπορεί, κατά τον Προυστ, ‘‘να μας αποδεσμεύσει’’ από τον εαυτό μας και να μας επιτρέψει, ενόσω διαβάζουμε ένα ‘‘ωραίο μυθιστόρημα’’, να ζήσουμε διαφορετικές ζωές, μέσα από τις επινοημένες ζωές των προσώπων του μυθιστορήματος. Και τέτοια πρόσωπα το Αναζητώντας αριθμεί σχεδόν πεντακόσια».
Διαβάζοντας το εισαγωγικό αυτό σημείωμα της Laura El Makki, επέστρεψα στο 1974 και σ’ εκείνο το απομονωμένο χωριό του Βοΐου, όταν 22χρονος ‘‘κολυμπούσα’’ στις ατελείωτες σελίδες τού Προυστ και ζούσα διαφορετικές ζωές μέσα από τις επινοημένες δικές του. Έκτοτε, βέβαια, έζησα χιλιάδες ακόμα όμοιες ζωές, ‘‘κολυμπώντας’’ σ’ ένα πλήθος βιβλίων, πολλά από τα οποία έμοιαζαν με φουρτουνιασμένες θάλασσες.
Ο Jean-Yves Tadie, ανακάλυψε τον Προυστ στην ηλικία των 16 του χρόνων κι έκτοτε, ομολογεί, πως πολλά πράγματα τον συναρπάζουν στο «Αναζητώντας…», που το διαβάζει ασταμάτητα. Όμως, τονίζει, πως έχει ξεχωριστή συμπάθεια στα πρόσωπα της ιστορίας. Γράφει:
«Περιορίζουμε υπερβολικά συχνά το Αναζητώντας στη ζωή και τη φωνή του αφηγητή, οι οποίες συνηχούν μερικές φορές περίεργα με τη ζωή και τη φωνή του συγγραφέα του. Αλλά δεν πρέπει να μας παραπλανά αυτή η συνήχηση και πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι υπάρχει ένα πελώριο σύστημα προσώπων, γυναικών, ανδρών, παιδιών, ηλικιωμένων, υπηρετών, αριστοκρατών, πολιτικών, πολεμιστών… Ολόκληρη η κοινωνία, οι κοινωνίες, εκπροσωπούνται στο βιβλίο. Υπάρχει επίσης ένα πρόσωπο πολύ σημαντικό, ακαθόριστο, φευγαλέο – ο χρόνος -, που εμφανίζεται με μορφή θεότητας ενσαρκωμένης στα ανθρώπινα πλάσματα…»
Συνεχίζοντας, ο Jean-Yves Tadie, γράφει το εξής σημαντικό: «Εάν λοιπόν προσεγγίζουμε τον Προυστ πιστεύοντας ότι γράφει ένα είδος εξομολόγησης, απατώμαστε οικτρά. Εκείνος θέλησε να είναι πρωτίστως μυθιστοριογράφος και άρα να οικοδομήσει ένα έργο αποστασιοποιημένο από την πραγματικότητα. Δεν υπάρχει το δικό του είδωλο σε αυτές τις σελίδες, αλλά μια εις βάθος έρευνα του εγώ και των άλλων. Κανένας ρεαλισμός εν προκειμένω, αλλά η επινόηση του εγώ πίσω από τα χαρακτηριστικά ενός αφηγητή…»
Αναφερόμενος στο πρόσωπο της μητέρας, την οποία ο Προυστ «αθανατοποιεί» μέσω της γιαγιάς, ο Jean-Yves Tadie, τονίζει:
«Αν η μοίρα μας είναι ο θάνατος, η λογοτεχνία είναι ο τόπος όπου δεν πεθαίνουμε».

Πολύ σημαντικές είναι οι σκέψεις τού Jean-Yves Tadie για την ομοφυλοφιλία του Προυστ, θέμα ιδιαίτερα συζητημένο με αιτία το πρόσωπο του Σαρλύς:
«Ο Σαρλύς, το πάλαι ποτέ παντρεμένος και έπειτα απαρηγόρητος χήρος, αγαπάει κρυφά τους άντρες και δίνει την ευκαιρία στον Μαρσέλ Προυστ να αναπτύξει το θέμα της ‘‘αρσενοκοιτίας’’, με άλλα λόγια της ομοφυλοφιλίας. Παρουσιάζοντας επί σκηνής τους θυελλώδεις έρωτες του Σαρλύς με τον νεαρό Μορέλ και με τον ράφτη γιλέκων Ζυπιέν, ο μυθιστοριογράφος γράφει το θαυμάσιο μανιφέστο που τιτλοφορείται Σόδομα και Γόμορρα. Η επιλογή των δυο όρων παραπέμπει σ’ ένα βιβλικό επεισόδιο: Τα Σόδομα και η Γόμορρα είναι δυο αρχαίες πόλεις που καταστράφηκαν από τη φωτιά και που οι ομοφυλόφιλοι κάτοικοί τους τιμωρήθηκαν με θάνατο. Ο τέταρτος τόμος του Αναζητώντας είναι λοιπόν η ενότητα στην οποία ο μυθιστοριογράφος καταδεικνύει πώς και γιατί οι ομοφυλόφιλοι υπήρξαν ανέκαθεν διωκόμενη μειονότητα. Το ηρωικό αυτό κείμενο – για το οποίο ο Προυστ φοβόταν ότι θα το απέρριπταν οι εκδότες – περιέχει και μια από τις μακροσκελέστερες φράσεις του μυθιστορήματος, μια συγκλονιστική φράση για τους ανθρώπους εκείνους που είναι αναγκασμένοι να κρύβονται για να ζήσουν, που δεν τολμούν να ομολογήσουν ούτε καν στους οικείους τους τις μύχιες τάσεις τους. Πρόκειται για ένα χωρίο μεγάλου λυρικού εύρους και εντυπωσιακής τόλμης για την εποχή του. Υπήρξαν βεβαίως και άλλοι ομοφυλόφιλοι συγγραφείς πριν από τον Προυστ, αλλά κανείς δεν είχε το δικό του σθένος. Ο Προυστ, μικρόσωμος, εύθραυστος, άρρωστος και ήδη αντικείμενο κριτικής για μύριους άλλους λόγους, γίνεται ο φορέας της φωνής της μειονότητας με την ευρεία έννοια – της μειονότητας των αρρώστων, των εβραίων, των ομοφυλόφιλων και, κατά κάποιον τρόπο, της μειονότητας των μεγάλων καλλιτεχνών που είναι πάντα παρεξηγημένοι».

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες είναι οι τοποθετήσεις τού Jean-Yves Tadie για το πρόσωπο της Αλμπερτίν, της νέας γυναίκας που κυριαρχεί ως πρόσωπο στον Προυστ και το οποίο είναι ο έρωτάς του, χωρίς ποτέ να γίνει και η αγαπημένη του.
Τι ενσαρκώνει η Αλμπερτίν;
«Στο Σόδομα και Γόμορρα, τα μάτια του αφηγητή καρφώνονται σ’ ένα αεροπλάνο που πετάει στον ουρανό. Η σιλουέτα της μηχανής με τα ‘‘χρυσά φτερά’’ που εξαφανίζεται πίσω από τα σύννεφα τον γεμίζει ανεξήγητη θλίψη. Αυτή η σύντομη εικόνα παραπέμπει σ’ ένα συγκεκριμένο επεισόδιο της ζωής του Προυστ: τον θάνατο, σε αεροπορικό δυστύχημα, του μεγάλου έρωτά του, του Αλφρέ Αγκοστινέλλι, που είναι ένα από τα ‘‘κλειδιά’’ της Αλμπερτίν Σιμονέ, το κυριότερο».
Ο Προυστ μεταφέρει το πρόσωπο του Αγκοστινέλλι στο πρόσωπο της Αλμπερτίν. Με υλικά από εκείνον δημιουργεί την επινοημένη ηρωίδα του ‘‘κατ’ ομοίωσιν’’ γιατί όλα όσα έζησε ο Προυστ βρίσκονται μέσα στο έργο του:
«Η Αλμπερτίν είναι αυθεντική γυναίκα, αλλά είναι αμφίφυλη… […]
»Μέχρι το τέλος, είναι ανεξιχνίαστη. Ο αφηγητής θα υποφέρει βαθιά μην ξέροντας ποτέ την αλήθεια για εκείνη, και αυτό ακριβώς είναι που κάνει την ομορφιά του προσώπου. Αλλά και ο αναγνώστης ή η αναγνώστρια δεν ξέρουν ούτε και αυτοί πώς να την αντιμετωπίσουν. Όσο για τη γυναικεία ομοφυλοφιλία, ξαναβρίσκουμε το πάθος του Προυστ για τη συμμετρία. Είχαμε ‘‘Σόδομα’’, τώρα έχουμε ‘‘Γόμορρα’’ μέσω αυτού του κοριτσιού, που ορισμένα χαρακτηριστικά του είναι κάπως αρσενικά. Ο Προυστ, όπως και ο Φρόυντ, θεωρεί ότι δεν είμαστε αμιγώς αρσενικοί, ή αμιγώς θηλυκοί. Δεν υπάρχει μια Αλμπερτίν, αλλά αναρίθμητες Αλμπερτίν που εμποδίζουν τον αφηγητή να την έχει πράγματι κτήμα του. Η ερωτική τους σχέση παραμένει επομένως αδύνατη: κάθε φορά που εκείνος σχηματίζει την εντύπωση ότι διαπερνά το μυστικό της, ότι την έχει αποκλειστικά δική του, η Αλμπερτίν του ξεφεύγει, ιδίως στον ύπνο. Και το κορίτσι θα πεθάνει με το μυστικό της, πράγμα που κάνει τον αφηγητή να επιχειρήσει, μετά τον θάνατό της, μια ασυνήθιστη έρευνα, η οποία δεν θα καταλήξει πουθενά. Το μυστήριο της Αλμπερτίν παραμένει, λοιπόν, ακέραιο. Αγαπούσε τις γυναίκες; Αγάπησε αληθινά τους άντρες; Αυτό ο αναγνώστης δεν θα το μάθει στ’ αλήθεια ποτέ…»
«Ο Προυστ και ο κόσμος του» είναι το θέμα που πραγματεύεται συγγραφέας, δοκιμιογράφος και κινηματογραφιστής Jerome Prieur (Ζερόμ Πριέρ). Ιδιαίτερα επίμονος ο Ζερόμ Πριέρ ‘‘σκάβει’’ με μεθοδικότητα τις επιφάνειες για να παρουσιάσει ανάγλυφα τον τόσο σύνθετο κόσμο τού Προυστ:
«Η κοινωνία που περιγράφει είναι εξαιρετικά εσωστρεφής. Είναι μια κοινωνία επιζώντων, εγκλωβισμένη στη μίμηση, στη νοσταλγία της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, στη θλίψη για την απώλεια των προνομίων της. Είναι το ρεαλιστικό ντεκόρ ενός παραμυθένιου σύμπαντος…
[…]
»Οι δούκισσες, οι κοντέσσες, οι βαρόνοι τον ενδιαφέρουν όσο και οι υπηρέτες, οι βαλέδες, οι θυρωροί. Υπάρχει άμετρος ζήλος στην επιθυμία του να βρίσκεται την ίδια στιγμή παντού…
[…]
»Ο Προυστ δεν είναι μόνο σνομπ, υπήρξε ανέκαθεν μέγας αισθηματίας, μέγας εσωστρεφής…
[…]
»Η τεράστια οξύτητα του βλέμματός του πάνω στον κόσμο, η έλξη του για τις ιδιορρυθμίες των μεν και των δε, συνδέονται οργανικά με την τρομερή του ικανότητα να στοχάζεται το εγώ. Γι’ αυτό και ό,τι έχει γράψει για τον έρωτα, τη φιλία, την επιθυμία, τη ζήλια, την απώλεια και τη μνήμη, εμφανίζεται ακόμη και σήμερα τόσο καθολικά, τόσο συνταρακτικά επίκαιρο…
Στοχαζόμενος πάνω στη φράση τού Προυστ «Η κοινωνική μας προσωπικότητα είναι δημιούργημα της σκέψης των άλλων», από το βιβλίο του «Από τη μεριά του Σουάν», ο Ζερόμ Πριέρ αναζητά, συν τοις άλλοις, και την «Κρυμμένη όψη τού Προυστ», το ποιος ήταν πραγματικά, υποστηρίζοντας πως «Ο Μαρσέλ Προυστ είναι, όπως η Αλμπερτίν, πλάσμα της φυγής. Τρέχουμε πίσω του, αλλά διαρκώς μας ξεφεύγει».

Το κεφάλαιο «Ο έρωτας» προσεγγίζεται από τον Nicolas Grimaldi (Νικολά Γκριμαλντί), ομότιμο Καθηγητή τής Σορβόννης, που ανάμεσα στη μεγάλη συγγραφική του παραγωγή (όπως μας πληροφορεί η μεταφράστρια του βιβλίου Μίνα Πατεράκη – Γαρέφη) έχει στο ενεργητικό του δυο θαυμάσια δοκίμια για τον Προυστ («Δοκίμιο πάνω στη ζήλεια, η προυστική κόλαση» και «Προυστ, οι φρικτωδίες του έρωτα»).
Προλογίζοντας το κείμενο, η Laura El Makki, γράφει: «Οι διαλείψεις της καρδιάς έχουν κεντρική θέση στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Τα πρόσωπα ερωτεύονται, είναι διαδοχικά ενθουσιώδη, ανήσυχα, ζηλότυπα, δυστυχισμένα και, ενίοτε, απελπισμένα. Κανένα τους δεν κατορθώνει, τελικά, να αντλήσει απόλαυση από τα αισθήματά του. Έτσι πορεύεται ο έρωτας στον Προυστ: είναι ένα σκίρτημα καταδικασμένο, μια ελπίδα ταγμένη στην απογοήτευση».
Είναι όντως έτσι; Βεβαιότατα. Στον Προυστ όλα ρέουν, ο έρωτας συνεχώς διαφεύγει, το είδωλο που δημιουργεί η φαντασία, το ανατρέπει η πραγματικότητα. «Κατά συνέπεια – λέει ο Γκριμαλντί – είτε υποφέρουμε νιώθοντας ασύλληπτο το πρόσωπο που αγαπάμε, είτε υποφέρουμε νιώθοντας τόσο διαφορετικό από ό,τι το είχαμε φανταστεί το πρόσωπο που συλλαμβάνουμε. Δεν υπάρχει λοιπόν ευτυχισμένος έρωτας: ή υποφέρουμε γιατί δεν έχουμε στην κατοχή μας αυτό που ποθούμε, ή υποφέρουμε επειδή δεν ποθούμε αυτό που έχουμε στην κατοχή μας».
Ο έρωτας στον Προυστ είναι η προσμονή μιας ευτυχίας που διαρκώς απομακρύνεται όσο την πλησιάζουμε. Αυτό το ιδεατό που ρέει ως νερό από τις χούφτες μας, χωρίς να μπορεί ποτέ να μας ξεδιψάσει. Γράφει ο Γκριμαλντί:
«Μόνο η απουσία ενός προσώπου μας κάνει να αισθανόμαστε την ανάγκη του. Αλλά και μόνη η παρουσία του αρκεί σχεδόν κάθε φορά για να μας φαίνεται ακατανόητο ό,τι μας έχει κάνει να το ποθούμε. Τρία θέματα δεν έχουν πάψει να με γοητεύουν στον Προυστ: η προσμονή, η απογοήτευση και τα γητέματα του φαντασιακού. Το τρίτο είναι εκείνο που ενώνει τα δυο πρώτα».
Έτσι εξηγείται ότι ο πόθος τού αφηγητή για την Αλμπερτίν μειώνεται από τη στιγμή που τη σαγηνεύει και τη φιλά. Παρ’ όλα αυτά, η προσμονή του παραμένει διαρκής: «Προσμένει επιτέλους να μάθει ποιες ήταν οι ορέξεις της Αλμπερτίν, αν ανήκε στη Σαπφώ και αν τον είχε ποτέ αγαπήσει».
Η προσμονή στον Προυστ – κατά τον Γκριμαλντί -πυροδοτεί τη ζήλια, βασικό εύρημα σε όλο του το έργο. Γράφει:
«Στη ρίζα της ζήλιας υπάρχουν δυο ανακαλύψεις. Η πρώτη, ότι είμαστε λιγότερο αδιάφοροι από ό,τι νομίζαμε απέναντι σ’ ένα τόσο ασήμαντο πρόσωπο έχει τη δική του ζωή, τα δικά του ενδιαφέροντα, τις δικές του προσωπικές σχέσεις, και, όσο υποταγμένο και αν κατάφερε να μας φανεί, οι επιθυμίες του δεν είναι στη διάθεση των δικών μας».

Η Julia Kristeva (Τζούλια Κρίστεβα), συγγραφέας, καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο Paris-VII και ψυχαναλύτρια, επιλέγει μια φράση του Προυστ («Από τη μεριά του Σουάν») για ν’ ανοίξει το κεφάλαιο «Το φαντασιακό», στο οποίο επικεντρώνει τη σκέψη της: «Προσπαθήστε να κρατήσετε πάντα ένα κομμάτι ουρανό πάνω απ’ τη ζωή σας».
Κατά την Κρίστεβα «ο Προυστ αδυνατεί να περιοριστεί σε ό,τι ανήκει στην τάξη του ορατού…
[…]
»Η δική μας κοινωνία έχει μόλις αρχίσει να αποποινικοποιεί τη διαστροφή και να κατανοεί ότι ο σαδομαζοχισμός, η ομοφυλοφιλία, η ζήλια κ.λπ. αποτελούν μέρος του μύχιου εγώ. Ο Προυστ το έκανε πριν από έναν και πλέον αιώνα, και το έκανε με τρόπο αισθαντικό, χωρίς να παριστάνει τον υπερασπιστή κάποιας υπόθεσης ή κοινότητας. Δεν έπαψε, εξάλλου, να καλλιεργεί τη σύνθετη οπτική του για την ομοφυλοφιλία: ράτσα καταραμένη οι ομοφυλόφιλοι και, ταυτόχρονα, κάστα εκλεκτών. Όπως ο εβραίος, όπως ο συγγραφέας επίσης, και ο ομοφυλόφιλος είναι, εκείνη την εποχή, περιθωριακός. Έτσι όμως έχει την ευκαιρία να πει την αλήθεια για τις κάστες.
»Η γραφή του Προυστ είναι ένας διάπλους της οδύνης μέσω των λέξεων: της οδύνης που έχεις υποστεί ή έχεις προκαλέσει. Το μαρτύριο είναι η αναγκαστική οδός της ενσάρκωσης, αλλά και η αναγκαστική οδός της γραφής.
[…]
»Παρουσιάζοντας γυμνά τα αληθινά κίνητρα των ανθρώπινων σχέσεων που συντηρούν τον σαδομαζοχισμό στις ‘‘διαλείψεις της καρδιάς’’, ο Προυστ δε λυτρώνεται από την οδύνη. Αλλά έτσι μόνο μπορεί να μεταφέρει τον πόνο στο γέλιο, στην ειρωνεία, στον σαρκασμό. Να νιώσει μια κάποια χαρά…»
Προχωρώντας ακόμα βαθύτερα στην προσωπικότητα του Προυστ, και συνεπώς, και στο έργο του, η Κρίστεβα γράφει:
«Είναι αδύνατο να μιλήσουμε για τον Προυστ, τις συγκρούσεις του, τις οδύνες του, τη δύναμή του, χωρίς να θίξουμε το θέμα της διπλής κοινωνικής, πολιτισμικής, θρησκευτικής ταυτότητας. Παιδί φιλάσθενο, γεννήθηκε στη διάρκεια της Κομμούνας του Παρισιού, από μητέρα εβραία και πατέρα καθολικό. Σε όλη τη ζωή του προσπαθεί να μην ‘‘ανήκει’’, αποφεύγει να ενσωματωθεί σε μια ομάδα. Το δίλημμά του δεν είναι το δίλημμα του Άμλετ ‘‘ να ζεις ή να μην ζεις’’, αλλά το δίλημμα ‘‘να μπεις ή να μην μπεις’’ σε μια κάστα. Με αυτό το πνεύμα, στηλιτεύει τη γαλλική κοινωνία, η οποία, κατά τον Προυστ έχει αναγάγει το ανήκειν σε προϋπόθεση του υπάρχειν. Δεν του αρέσουν οι ετικέτες, προτιμάει να κρατιέται στην περιφέρεια όλων των πραγμάτων, όντας άκρως επιφυλακτικός απέναντι στους εγκλεισμούς σε κλίκες και σε αυτό που σήμερα αποκαλούμε κοινοτισμό…»
Πολύ εύστοχα η Κρίστεβα αναρωτιέται:
«Μήπως, μετά τον Προυστ, έχουμε χάσει την ‘‘άθεη αρετή’’ που εκείνος αναζητούσε στο μυθιστόρημα; Οι σουρεαλιστές ήταν τρελοί από έρωτα, οι υπαρξιστές στρατεύτηκαν στη λατρεία της Πολιτικής Επανάστασης, το Νέο Μυθιστόρημα ανανέωσε το γόητρο του αισθητισμού, η αυτομυθοπλασία ευλογεί σήμερα τα σκάνδαλα των υπερεγώ. Ούτε από τη μια πλευρά, ούτε από την άλλη, συνεχώς διά μέσου και πέραν, ο Προυστ περιφερειοποιεί επικίνδυνα τη λογοτεχνία που τον διαδέχεται. Μέσα και έξω, στο κέντρο και στην περιφέρεια, βυθίζει το νυστέρι στη σάρκα των άλλων και στην ίδια του τη σάρκα. Σαδιστικά, ειρωνικά, με ακρίβεια…»

Τα πρόσωπα του αναγνώστη και οι τόποι στους οποίους κινούνται οι ήρωες του Προυστ (Κομπραί, Μπαλμπέκ, Παρίσι και Βενετία), απασχολούν τον Michel Erman (Μισέλ Ερμάν), φιλόσοφο και καθηγητή στο πανεπιστήμιο της Βουργουνδίας, ο οποίος έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη βιογραφία τού Προυστ, ξεκαθαρίζοντας την αλήθεια από τους μύθους.
«Πίσω από κάθε μεγάλο μυθιστόρημα – σημειώνει η Laura El Makki – κρύβεται μια εμπειρία του πραγματικού που ο συγγραφέας έχει κατορθώσει να μεταπλάσει για να μπορούμε εμείς να τη συλλάβουμε».
Η Laura El Makki ‘‘βλέπει’’ αυτήν την εκδοχή μέσα από μια φράση τού Προυστ («Ο ανακτημένος χρόνος»): «Τα πάθη μας είναι αυτά που σχεδιάζουν τα βιβλία μας, και οι ενδιάμεσοι περίοδοι ψυχικής γαλήνης τα συγγράφουν».
Ο Μισέλ Ερμάν μιλώντας για τη δική του σχέση με τον Προυστ, τονίζει: «…αυτό που με αγγίζει βαθιά είναι ότι, παλεύοντας εναντίον της καταστροφικής δύναμης της λήθης, ο Προυστ αναπαριστά την ύπαρξη όπως ακριβώς είναι, διασκεδαστική και σοβαρή, θλιβερή και ευφρόσυνη…»
Το Κομπραί ανήκει στον φαντασιακό χώρο του συγγραφέα, συνενώνοντας τα τοπία της παιδικής του ηλικίας, του Οτέιγ και του Ιλλέ, το πρώτο αριστοκρατικού και το δεύτερο αστικού περιβάλλοντος.
Το Μπαλμπέκ είναι ο τόπος τής εφηβείας του, των αποκαλύψεων και της μαθητείας, της μύησής του στον έρωτα και στην τέχνη. Είναι ο τόπος που θα γνωρίσει την κοινωνική τάξη τής ψυχαγωγίας, θα επινοήσει το πρόσωπο της αμφίφυλης Αλμπερτίν.
Βασικό του μυθιστορηματικό πλαίσιο, όμως, είναι το Παρίσι. Είναι ο χώρος των αριστοκρατικών συναντήσεων, με τόπους ακολασίας, οίκους ανοχής και κακόφημα μέρη. Μια πόλη αφιερωμένη στις ηδονές, που αποθεώνει την κενότητα των κοσμικών. Ποιοι είναι οι ‘‘κοσμικοί’’; Είναι οι ανώνυμοι «του τίποτα», που επιδιώκουν να γίνουν οι επώνυμοι του «οτιδήποτε».
Στη Βενετία, κατά τον Ερμάν, ο Προυστ αναζητά «τη βαθύτερη ομορφιά των αντικειμένων». Την έχει γνωρίσει μέσα από το έργο τού Ράσκιν και την επισκέπτεται το 1900. Ο Ερμάν, εμβαθύνοντας στις περιγραφές του Προυστ, γράφει: «Η Βενετία είναι τόπος ιερός από την αρχή ως το τέλος του βιβλίου, γιατί είναι ένας τόπος φορτωμένος μνήμη και φαντασία. Μνήμη καλλιτεχνική και πολιτισμική, αλλά και μνήμη ανθρώπινη…
[…]
»Διατρέχοντας τη Βενετία, διατρέχει το ερωτικό πάθος μέχρι τη λήθη…»
Αυτό, γιατί στη Βενετία, ο αφηγητής συνειδητοποιεί πως η απώλεια της Αλμπερτίν (μετά τον θάνατό της) δεν του προξενεί (με τη μεσολάβηση του χρόνου) κάποιον ισχυρό πόνο. Κι εδώ ο χρόνος είναι ο βασικός καταλύτης των πάντων.

«Ο Προυστ και οι φιλόσοφοι», είναι ένα κεφάλαιο που πραγματεύεται ο Raphael Enthoven (Ραφαέλ Αντοβέν) καθηγητής φιλοσοφίας και συγγραφέας δοκιμίων με θέμα τις έννοιες της μελαγχολίας και του παράλογου, ο οποίος μεταξύ άλλων έχει γράψει κι ένα ερωτικό λεξικό του Προυστ.
Ο Αντοβέν αναζητά μέσα στον λογοτέχνη Προυστ τον φιλόσοφο, τον οποίο και εντοπίζει σε ισχυρές δόσεις και με πολλαπλά πρόσωπα. Αναφερόμενος στη σχέση Προυστ και Ανρί Μπερξόν, σημειώνει:
Ο Προυστ είναι ο φιλόσοφος μιας ομορφιάς που δεν μπορεί να εξηγηθεί, που δεν περιορίζεται στη συμμετρία, ούτε στους κανόνες του εστετισμού. Είναι φιλόσοφος μιας ομορφιάς που ξεφεύγει από κάθε μορφή θεωρίας, αλλά εμφανίζεται, και η αιφνίδια εμφάνισή της είναι εξ ίσου αινιγματική όσο και προφανής. Στην πράξη, όλοι γνωρίζουμε τι είναι ωραίο, αλλά κανείς δε γνωρίζει τι είναι η ωραιότητα. Ο Προυστ δίνει μια ευκαιρία σε αυτή την εμπειρική διαπίστωση. Και αποδέχεται το αίσθημα της ανάβλυσης μιας αινιγματικής ομορφιάς, ανεξήγητης, αλλά αδιαμφισβήτητης…»
Επίσης, ο Αντοβέν, ανακαλύπτει στον Προυστ τον Μονταίνιο:
«Οι δύο μας συγγραφείς απομνημονευμάτων του μύχιου εγώ μοιράζονται τη φιλοδοξία να ‘‘συλλάβουν’’ τον χρόνο, δηλαδή μοιράζονται την άρνηση να προσκολληθούν στην τραγωδία του χρόνου που περνάει…
[…]
»Ο Προυστ δεν θέλει να δραπετεύσει από τον κόσμο, θέλει να τον αγαπήσει στο κάθε μέρος του και στην κάθε στιγμή του…
[…]
»Ο ‘‘ανακτημένος χρόνος’’ δεν είναι ένα πετρωμένο όνειρο, αλλά η αιωνίως φευγαλέα σύμπτωση της ύπαρξης και της γνώσης. Το φάρμακο για τον θάνατο πρέπει να αναζητηθεί περισσότερο στην αιωνιότητα μιας στιγμής και λιγότερο στην απίθανη προοπτική της αθανασίας».
Η φιλοσοφική συγγένεια του Προυστ με τον Σοπενχάουερ, υποστηρίζει ο Αντοβέν, έγκειται στο ότι η ζωή μας «μοιράζεται ανάμεσα στην οδύνη (της στέρησης) και την ανία (της κατοχής): περνάμε, εν ολίγοις, τη ζωή μας επιθυμώντας το αντικείμενο, η κατοχή του οποίου σβήνει την επιθυμία.
»στον προυστικό κόσμο, όπου ο έρωτας πρωτίστως διδάσκει το ‘‘πόσο λίγο μετράει η πραγματικότητα για μας’’, οι παραλλαγές της επιθυμίας υπακούουν στους ίδιους κανόνες».
Απομονώνοντας τη φράση «Δεν θεραπεύεσαι από έναν πόνο παρά μόνο αν τον νιώσεις σε όλη του την έκταση» («Η Αλμπερτίν αγνοούμενη») ο Αντοβέν επισημαίνει πως «ο Προυστ και ο Νίτσε είναι ειδικοί στον πόνο. Έζησαν και οι δυο μέσα στην αρρώστια και ανέπτυξαν αξιοθαύμαστο ενδιαφέρον.
»…Ο πόνος είναι το κατεξοχήν νυστέρι που τους επιτρέπει, όχι να ανατάμουν τον κόσμο, αλλά να τον κατανοήσουν και, κατά κυριολεξία, να τον αισθανθούν…»
Είναι δε αξιοσημείωτο ότι ο μελετητής ανακαλύπτει τον Προυστ και μέσα στο έργο τού Καμύ, με τον δεύτερο να φαίνεται πως έχει επηρεαστεί άμεσα και ουσιαστικά από τον πρώτο.
«Χωρίς απώλεια – γράφει – η ζωή δεν είναι παρά ένας αναβρασμός που επιστρέφει στην ηρεμία (κατά τον Προυστ). Χωρίς τον θάνατο των άλλων, δεν υπάρχει ‘‘γεύμα πάνω στη χλόη’’. Ο Καμύ, από την πλευρά του, αναζητά την παιδική ηλικία μένοντας πιστός στην αθλιότητα, δηλαδή στον εαυτό του».

Το κεφάλαιο «Οι τέχνες» αναπτύσσεται από τον Adrien Goetz (Αντριέν Γκετζ), συγγραφέα, ιστορικό τέχνης – καθηγητή στη Σορβόνη, ο οποίος προτάσσει μια φράση τού Προυστ από το «Ο ανακτημένος χρόνος»: «Η ύψιστη αλήθεια της ζωής βρίσκεται στην τέχνη».
Την άμεση επίδραση του Ράσκιν στον Προυστ επισημαίνει ο Γκετζ, ο οποίος τονίζει πως ο Προυστ εκδήλωσε την αγάπη του για τις τέχνες πολύ νωρίς. «Αυτοχαρακτηρίζεται κριτικός τέχνης σε πολλά περιοδικά, τρέχει στις εκθέσεις, στα μουσεία, συχνάζει στα σαλόνια συντροφιά με καλλιτέχνες, προσεγγίζει τους μουσικούς…»
Εύστοχες οι παρατηρήσεις του για την εκτίμηση του Προυστ προς τον Ροντέ, τον Μονέ, τον Πουσσέν, τον Μανέ, αλλά και τον Μπετόβεν, τον Βάγκνερ…
Ιδιαίτερα για τη μουσική στον Προυστ, γράφει ο Γκετζ: «…ο Προυστ δεν κάνει θεωρία της μουσικής ούτε και θεωρία των τεχνών εν γένει. Για εκείνον, η δύναμη της μουσικής εδράζεται σε μια συγκίνηση που δεν χρειάζεται τις λέξεις. Από την άποψη αυτή, η μουσική είναι ίσως ανώτερη, στα μάτια του συγγραφέα, από τις άλλες τέχνες, διότι μπορεί να μεταφράζει μια συγκίνηση που δεν περνάει από τον λόγο. Αλλά η συγκίνηση που γεννά η μουσική πρέπει και αυτή να γίνει ‘‘φράσεις’’, μακριές ή μικρές, για να μπορεί να την ακούσει ο αναγνώστης…»
Ένα ακόμα αξιοσημείωτο στοιχείο είναι η βαθιά εκτίμηση του Προυστ προς τον Ανατόλ Φρανς, «η οποία του επέτρεψε να δημιουργήσει ένα από τα κύρια πρόσωπα του μυθιστορήματός του, τον μεγάλο συγγραφέα Μπεργκότ…»
Τέλος, ο Γκετζ, προσεγγίζει τη σχέση του Προυστ με τα βιβλία, ως αναγνώστη: «Ο έρωτας του αφηγητή για την Αλμπερτίν περνάει από αναγνώσεις. Της δίνει βιβλία, της μιλάει για το ύφος των συγγραφέων, εξού και εκείνες οι εξαιρετικές σελίδες των μαθημάτων λογοτεχνίας στην Αλμπερτίν. Ο Προυστ αγάπησε και τα βιβλία των άλλων…
[…]
»Ο πραγματικός κόσμος είναι φτιαγμένος από βιβλία που διαβάστηκαν, όσο και από πίνακες που αγαπήθηκαν».
Η άποψη αυτή του Γκετζ σίγουρα βρίσκει σύμφωνους όλους εκείνους που αγάπησαν τον Προυστ και στο πρόσωπό του αναγνωρίζουν έναν από τους μεγάλους συγγραφείς τού πολιτισμού μας.

Λάρισα, 16/9/2019

Δεν υπάρχουν σχόλια