Breaking News

Τα θέλαμε και τα πάθαμε…



ΜΟΝΟΛΟΓΩΝΤΑΣ
(Δημοσιεύθηκε στην έντυπη Larissa net την Παρασκευή, 2-9-2016)

Αδυνατώ ν’ αντιληφθώ όλο και περισσότερα τελευταία. Τόσο που φοβούμαι ότι η ικανότητα κριτικής σκέψης μ’ εγκατέλειψε και νωρίς και οριστικά. Έτσι συχνά συλλαμβάνω τον εαυτό μου να παρακολουθεί τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων ανέκφραστα, να ενημερώνομαι από το διαδίκτυο χωρίς να θυμώνω ή να νιώθω κάποια ικανοποίηση, να πληροφορούμαι γεγονότα χωρίς ν’ αντιδρώ καν…

Και πώς ν’ αντιδράσω στον ΕΝΦΙΑ που καλούμαι να πληρώσω; Μην πληρώνοντας, όπως έλεγε άλλοτε ο πρωθυπουργός; Αυτό μου θυμίζει το τραγούδι «Πάμε σαν άλλοτε…»
Άλλοτε άλλα, άλλα τώρα…
Τώρα ένας σοφός, αλλά και άνθρωπος της πιάτσας, ο κ. Αλεξιάδης ξέρει να μαζεύει φόρους με το βαμβάκι και έτσι να παρηγορούνται οι άνεργοι, οι φτωχοί, οι αδικημένοι. Πώς ν’ αγανακτήσω μαζί του βολεμένος σ’ έναν καναπέ, αγκαλιά με την απραγία μου;
Κι αν εδώ τραγουδήσω το «Πάμε σαν άλλοτε…» τι θα θυμηθώ; Ότι ο ΕΝΦΙΑ κάθισε στο κεφάλι μας πρώτα σαν ΦΑΠ, μετά σαν χαράτσι μέσα από λογαριασμούς της ΔΕΗ και τελικά επί… αειμνήστου Σαμαρά ως ΕΝΦΙΑ; Με ποιον να θυμώσω, εν τέλει;
Βέβαια το να σου λέει ο οδοστρωτήρας των αντιλαϊκών συμπεριφορών «μην πληρώνεις ΕΝΦΙΑ» όταν είχε εκστρατεύσει κατά των αντιλαϊκών κυβερνήσεων, και τώρα να σου τον καθιερώνει ως την πλέον φυσιολογική φορολόγηση, είναι κάτι… αχώνευτο, κάτι εξόχως αντιλαϊκό, αλλά πια οι όροι «λαϊκό» και «αντιλαϊκό» έχουν γίνει τόσο… σούπα, που θυμώσεις, δεν θυμώσεις, ίδια γεύση.
Να θυμώσω πώς με όσα γίνονται στο τηλεοπτικό πεδίο; Δεκαετίες και δεκαετίες θύμωνα για όσα πληροφορούμουν ότι σύμβαιναν. Βγήκε κάτι; Διάβαζα για κάποιους μισθούς μαμούθ, διάβαζα για διαπλεκόμενα, μάθαινα για χρέη και για χαριστικά δάνεια, διάβαζα για συμφωνίες κάτω από το τραπέζι και για μεγιστάνες που πηδούσαν (όχι τον πήχη) κι έδερναν. Και θύμωνα. Χωρίς κάτι να βγει. Και για εκδότες μάθαινα. Σαπίλα, μπόχα κι εξουσία. Βγήκε κάτι; Κι αν το είχα συζητήσει με πολιτικούς. Αποτέλεσμα; Ουδέν.
Σύμφωνοι, να μπει μια τάξη. Πώς, πότε, από ποιους; Αφού οι διεκδικούντες είναι από χέρι γκρίζοι έως κατάμαυροι. Πιστεύει κανείς Έλληνας πως Καλογρίτσας, Ψυχάρης, Κοντομηνάς, Κυριακού, Αλαφούζος, Βρυώνης και άλλοι, είναι διαμάντια δημοκρατικής συνείδησης και υποδείγματα φορολογούμενου πολίτη; Όλοι διαισθάνονται ότι το παιγνίδι είναι στημένο και πως τίποτα δεν εμπεριέχει πρόθεση ακεραιότητας και δικαιοσύνης. Κανείς δεν θα πληρώσει παλιές αμαρτίες. Κανείς από τους νέους δεν θα υπηρετήσει την δημοκρατία. Ας λένε ένα βουνό θεωρίες και ρητορικές. Ψέματα λένε. Σε λίγα χρόνια η αλήθεια ξανά θα είναι οδυνηρή. Όπως με την περίπτωση Μαρινόπουλου. Η εταιρεία τινάχθηκε στον αέρα, αλλά οι ιδιοκτήτες ζουν και βασιλεύουν και τον κόσμο κυριεύουν. Προς τι η δική μου αγανάκτηση;
Είναι κι αυτήν η ομιλία του πρωθυπουργού, που περιμένουμε σήμερα, που θα έχει θέμα την ανάπτυξη… Ωτασπίδες και αυτόματη γαργαλιέρα. Γιατί η λέξη «ανάπτυξη» έχει γελοιοποιηθεί τόσο, που μόνο υστερικά γέλια μπορεί να προκαλέσει πια. Κάτι είναι κι αυτά, αφού κανέναν επιχειρηματία δεν μπορεί να προκαλέσει για να επιχειρήσει να επενδύσει, πια. Όσοι έχουν μάτια βλέπουν, όσοι έχουν αυτιά ακούν. Μια βόλτα σε ένα οποιονδήποτε δρόμο τα καταστήματα με τα λουκέτα δείχνουν την αλήθεια. Όπως την δείχνει και μια βόλτα στην βιομηχανική περιοχή. Δεν χρειάζεται να έχει κάποιος πτυχίο στα οικονομικά για να διαπιστώσει που κατοικοεδρεύει η ανάπτυξη. Άραγε, ούτε για την μη ανάπτυξη ωφελεί να θυμώσω. Ας μείνω απαθής και αγανακτισμένος, λοιπόν…

Λοιπόν… Μου μένει και η αποφράδα Παρασκευή, η μέρα σήμερα δηλαδή, που κάποιοι την χαρακτηρίζουν ως μαύρη Παρασκευή για τους συνταξιούχους. Κι εδώ βουβός… Νέες περικοπές, λένε, στις συντάξεις. Πάλι καλά που είναι μόνο περικοπές και όχι αναστολή ή διακοπή, ή κατάργηση. Ο άνθρωπος με το μαντηλάκι στο σακάκι, ο ευγενής κ. Κατρούγκαλος, θα μπορούσε να βρει κάποιον όρο γλυκύτατο και να είχε τελειώσει την υπόθεση με ένα γκρέμισμα. Τέρμα οι συντάξεις. Όταν έρθει άλλη κυβέρνηση, ο ίδιος ως αντιπολίτευση θα παίξει τον παλιό καλό του ρόλο. Ως δικηγόρος θα διεκδικεί απωλεσθέντα, ό,τι έκανε δηλαδή μια ζωή. Ιδού η παραφροσύνη που υπερψηφίστηκε πριν έναν χρόνο από τους Έλληνες. Προς τι εγώ να γκρινιάζω για 60 ή 80 ευρώ, που αύριο ίσως γίνουν και 200 ή 300, λιγότερη σύνταξη;

Ας γκρινιάξουν οι αστυνομικοί, καιρός είναι. Αυτοί τουλάχιστον έχουν ένα χειροπιαστό λόγο: Τρων ξύλο μέρα μεσημέρι και χαμογελούν ικανοποιημένοι μαζί με τον κ. Τόσκα. Ξέρει αυτός από πειθαρχία. Στρατιωτικός ήταν, άλλωστε. Εκτός αν δεν χαμογελούν και χαμογελά μόνο ο κ. Τόσκας. Βέβαια ο κ. Τόσκας δεν κατοικεί στα Εξάρχεια. Ό,τι φτάνει στ’ αυτιά του είναι πληροφόρηση, δεν είναι βίωμα…
Βίωμα για παράδειγμα είναι να φτάσεις με πόνους στα επείγοντα ενός νοσοκομείου. Αλλά γι’ αυτό υπάρχει η στρατηγική Πουλάκη. Προς τι να θυμώσω εγώ; Μήπως θα σταματήσει ν’ ανάβει κάθε πρωί το κερί στο εικόνισμα του Βελουχιώτη, που κατ’ ουσίαν τον οδήγησε στην αυτοκτονία το ίδιο το Κ.Κ.Ε. με τον Ζαχαριάδη του; Μήπως θα μετανιώσει για τον πρότερο βίο του; Μήπως θα σκεφτεί εθνικά και όχι κομματικά;
Προς τι η δική μου αγανάκτηση;
Προτιμώ να κουνάω βουβός το κεφάλι μου και να λέω: Τα θέλαμε και τα πάθαμε. Πάντα, όχι μόνο τώρα…
 Άγγελος Πετρουλάκη


Δεν υπάρχουν σχόλια