Breaking News

Σαράντα ένα χρόνια μετά



Μονολογώντας
Σαράντα ένα χρόνια μετά

Βράδυ Τετάρτης, λίγο πριν οι ωροδείχτες δείξουν μεσάνυχτα, απέναντι στη λευκή οθόνη πασχίζω να παραθέσω λέξεις, με τρόπο ώστε να συναποτελέσουν το κείμενο για την έκδοση της Παρασκευής και μέσα απ’ αυτό να κατατεθούν οι σκέψεις για κάποια απ’ αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, για κάποια απ’ αυτά που μας αφορούν, αλλά που παράγονται και διαμορφώνονται ερήμην μας.
Σε λίγες ώρες ξημερώνει η 13η Νοέμβρη και, θέλω δε θέλω, σταματώ σε ό,τι διατηρεί ακόμα ζωντανό η μνήμη.
Θυμάμαι, ρήμα παθητικής φωνής, τόσο παθητικής που αφήνει μόνο πόνο, πόνο για όσα δεν έγιναν, πόνο και για όσα έγιναν χωρίς να συναντηθούν με τη δικαίωση.
Θυμάμαι λοιπόν… 13 Νοέμβρη του 1973. Ο τότε υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης του Σπύρου Μαρκεζίνη, Παναγιώτης Σιφναίος επισκέπτεται το Πολυτεχνείο και προσπαθεί ματαίως να πείσει τους φοιτητές ν’ αναβάλουν τις προγραμματισθείσες για την 14η Νοεμβρίου Γενικές Συνελεύσεις. Οι φοιτητές δηλώνουν αποφασισμένοι να διεκδικήσουν τα νόμιμα δικαιώματά τους. Οι συνελεύσεις πραγματοποιούνται την 14η Νοεμβρίου και οι φοιτητές αποφασίζουν αποχή μέχρι τις 19 του μήνα, ενώ παράλληλα αρκετοί απ’ αυτούς εκδηλώνουν την πρόθεσή τους να μείνουν μέσα στο Πολυτεχνείο. Και μένουν… Κάτι που δεν άρεσε στους κυβερνώντες, κάτι που τρεις μέρες μετά γίνεται κραυγή, τρόμος και αίμα, γίνεται ιστορία. Το «εδώ Πολυτεχνείο… εδώ Πολυτεχνείο…» θα μείνει σύνθημα διεκδίκησης δίκαιων αιτημάτων. Σαράντα ένα χρόνια μετά θα επιστρέφει μέσα από το ρήμα «θυμάμαι…»
 Η πλέον αντιπροσωπευτική ημέρα της Δημοκρατίας ανάγλυφα επιστρέφει από το παρελθόν, για να επισημάνει σε όλους μας, πως ίσως όλα όσα πήραν σάρκα και οστά τότε, μπορεί και να εκποιήθηκαν αβασάνιστα στα χρόνια που ακολούθησαν ή και να λεηλατήθηκαν ευσχήμως. Ο Νοέμβρης του 1973 με το σύνθημα «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», σαράντα ένα χρόνια μετά, ίσως και να έχει εκπέσει σε κατάσταση πτωματικής αποσύνθεσης και πια να μη μένει άλλο παρά να τον μνημονεύουμε όπως τους εκλιπόντες.
Νοέμβριος 2014. Η χώρα ανάμεσα στον παραλογισμό και οι πολίτες της στον χορό του αποπροσανατολισμού. Η πολιτική ηγεσία της να δείχνει ως μόνο ένοχο των αμαρτημάτων το αμαρτωλό παρελθόν του κράτους, αλλά και τον πολίτη. Λες και ίδια να μην είναι συμμέτοχη σ’ αυτό το παρελθόν, λες και άλλοι άνθρωποι να νομοθετούσαν, να διοικούσαν, να εξουσίαζαν. Να προσπαθεί να πείσει ότι οι ικανότητές της δεν ευδοκίμησαν γιατί ο πολίτης υπήρξε λάθος. Να προσπαθεί να πείσει ότι η ίδια υπήρξε η στοργική μητέρα που κατάθεσε και την τελευταία ικμάδα της αντοχής και των δυνατοτήτων της για το καλό του τόπου. Μόνο που το καλό τού τόπου γι’ αυτούς που μας εξουσιάζουν έχει διαφορετική ερμηνεία. Γιατί, γι’ αυτούς, ο τόπος είναι οικόπεδο ιδιόκτητο που θέλουν να το ορίζουν χωρίς όρους, να το ξεπουλούν και να το καρπώνονται, να το ρευστοποιούν και να το ιδιοποιούνται. Έλεος…
Αυτός ο τόπος άξιζε καλύτερης μοίρας. Με την πικρή εμπειρία του παρελθόντος που έχει να θυμηθεί έναν εμφύλιο και μια δικτατορία, θα έπρεπε, αν μη τι άλλο, να έχαιρε διαφάνειας και δικαιοσύνης, να βίωνε την ισονομία και την κοινωνική πρόνοια, να απολάμβανε την πρόοδο και τη γαλήνη σε όλες τις δραστηριότητες της ζωής του. Όμως το αντίθετο δοξάζεται και το ανήθικο βιώνεται, με την αιδώ να έχει εκλείψει από τον δημόσιο βίο.
Μόνιμη επωδός στα χείλη των διοικούντων το αίτημα της ανάπτυξης. Ομιλούν με αριθμούς και υποθέσεις. Αναφέρονται σ’ έναν ανύπαρκτο κόσμο, σε μια πραγματικότητα σχεδιασμένη επί χάρτου από ανθρώπους που πιθανότατα το φόρο τους να τον πληρώνει ακόμα ο μπαμπάς τους. Δεν τους αρκεί η διαίσθηση του κόσμου ό,τι κάτι δεν πάει καλά. Δεν τους αρκούν οι κραυγές απόγνωσης από ανθρώπους που μένουν χωρίς τον επιούσιο, από ανθρώπους που ταλανίζονται από το σαθρό σύστημα υγείας, από ανθρώπους που δεν ελπίζουν πια. Αδιάφοροι απέναντι σ’ όλες αυτές τις κοινωνικές αδικίες, αλλά αδιάφοροι και απέναντι στη ραγδαία εξέλιξη των μορφωμάτων της διαφθοράς.
Μια σιγανή επίμονη βροχή ανήθικων συμπεριφορών που η αμαρτωλή υγρασία της διαπερνά τα κόκαλα του κοινωνικού σώματος και προκαλεί ανίατες ρευματοπάθειες.
Και σαν το γέλιο του τρελού έρχονται τα γκάλοπ. Να σαρκάσουν την… αισιοδοξία  τους που πηγάζει από τη λαϊκή απελπισία, να οικτίρουν την εγωπάθειά τους και να θυμίσουν πως όλα εδώ πληρώνονται. Το δραματικό, όμως, της υπόθεσης είναι ότι πολύ πριν πληρώσουν οι κατ’ εξοχήν υπεύθυνοι την ανευθυνότητά τους και την αμετροέπειά τους, θα έχει πληρώσει πολλά και ο πολίτης που δεν ευθύνεται για εκείνοι μηχανεύθηκαν για να μην αποκαλυφθεί η ανικανότητά τους. Πάντα πληρώνει ο ανώνυμος πολίτης τα εγκληματικά σφάλματα της εξουσίας. Ακόμα κι όταν οι υπεύθυνοι είναι ορατοί δια γυμνού οφθαλμού. Σ’ αυτόν τον τόπο η έκφραση «λαουτζίκος» έχει τις βαθιές της ερμηνείες.
«Ο λαουτζίκος πληρώνει τα σπασμένα», λοιπόν. Ήρεμα και απλά υπομένει και περιμένει μήπως και φανεί μια άσπρη μέρα στον ορίζοντα, μήπως και ξαφνικά γίνει το θαύμα και κάποιος πονέσει γι’ αυτόν κι έμπρακτα δείξει τη συμπάθειά του. Μα δε συμβαίνει κάτι τέτοιο ποτέ, ακόμα κι όταν περνούν οι χειμώνες κι έρχονται οι άνοιξες, ακόμα κι όταν ανθίζουν οι αμυγδαλιές και τα αποδημητικά πουλιά επιστρέφουν… Πόσο μάλλον όταν είμαστε στην αρχή του χειμώνα, με μια επικαιρότητα που θυμίζει ανταριασμένο ουρανό, γεμάτο μολυβένια σύννεφα, κεραυνούς και αδιέξοδα…

Άγγελος Πετρουλάκης
   
Δημοσιεύθηκε στην έντυπη Larissa net 14-11-2014

Δεν υπάρχουν σχόλια