ΛΟΓΟΣ τρίτος - Β15 - `Έτοιμος από καιρό...
`Έτοιμος από καιρό...
Φορτωμένος σπασμένους καθρέφτες,
χορτασμένος ραγισμένα τραγούδια,
ιδρωμένος στα χιόνια των ερώτων,
πανέτοιμος στους ανέμους τους τέσσερις
να σκορπίσω την ανάσα μου...
`Ετοιμος για το τελευταίο ταξίδι,
με το λευκό μαντήλι του αποχωρισμού στο λαιμό
κι ένα κλωνί βασιλικού στ’ αφτί,
τοκίζω στ’ αστέρια έναν έρωτα ανομολόγητο,
στ’ όνειρο τα μάτια με το χρώμα τ’ ουρανού,
καταθέτοντας στις μαρτυρίες των τρίτων
ένα μου πέταγμα στην άβυσσο.
Να χάσω δεν έχω πολλά
-εξόν από μάτια που βλέπουν πίσω από κουρτίνες, -εξόν από αφτιά που αφουγκράζονται στην ερημιά -εκτός από χείλια υπερπληρωμένα με στιφάδα αγρύπνιας.
Να χάσω δεν έχω πολλά
-εκτός από του στήθους μου τις χαρακιές,
που σκύβει και φιλά ανάβοντας κερί στις θύμισες
ο Δον Κιχώτης μου κάθε που λέει «καληνύχτα»...
Ο Δον Κιχώτης μου μόνος του απέναντι στο θάνατο,
να μιλάει με τους άταφους των αιώνων.
Μόνος του στην παγωνιά των εξόριστων ερώτων,
σφίγγει στη χούφτα του ματωμένα όνειρα,
κι ένα προσευχητάρι στα χέρια του
-ιστορημένο με πρόσωπα αγοριών
που στα χείλη τους κρέμασαν αγριολούλουδα,
-ιστορημένο με πρόσωπα κοριτσιών
που στα μαλλιά τους κάρφωσαν ανεμώνες...
-ιστορημένο με ραγισμένα πρόσωπα
που ανάμεσα στα δόντια τους κρατούν σπυρί ζωής...
Φορτωμένος σπασμένους καθρέφτες,
χορτασμένος ραγισμένα τραγούδια,
ιδρωμένος στα χιόνια των ερώτων,
πανέτοιμος στους ανέμους τους τέσσερις
να σκορπίσω την ανάσα μου...
`Ετοιμος για το τελευταίο ταξίδι,
με το λευκό μαντήλι του αποχωρισμού στο λαιμό
κι ένα κλωνί βασιλικού στ’ αφτί,
τοκίζω στ’ αστέρια έναν έρωτα ανομολόγητο,
στ’ όνειρο τα μάτια με το χρώμα τ’ ουρανού,
καταθέτοντας στις μαρτυρίες των τρίτων
ένα μου πέταγμα στην άβυσσο.
Να χάσω δεν έχω πολλά
-εξόν από μάτια που βλέπουν πίσω από κουρτίνες, -εξόν από αφτιά που αφουγκράζονται στην ερημιά -εκτός από χείλια υπερπληρωμένα με στιφάδα αγρύπνιας.
Να χάσω δεν έχω πολλά
-εκτός από του στήθους μου τις χαρακιές,
που σκύβει και φιλά ανάβοντας κερί στις θύμισες
ο Δον Κιχώτης μου κάθε που λέει «καληνύχτα»...
Ο Δον Κιχώτης μου μόνος του απέναντι στο θάνατο,
να μιλάει με τους άταφους των αιώνων.
Μόνος του στην παγωνιά των εξόριστων ερώτων,
σφίγγει στη χούφτα του ματωμένα όνειρα,
κι ένα προσευχητάρι στα χέρια του
-ιστορημένο με πρόσωπα αγοριών
που στα χείλη τους κρέμασαν αγριολούλουδα,
-ιστορημένο με πρόσωπα κοριτσιών
που στα μαλλιά τους κάρφωσαν ανεμώνες...
-ιστορημένο με ραγισμένα πρόσωπα
που ανάμεσα στα δόντια τους κρατούν σπυρί ζωής...
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου