Η πατρική αγάπη...
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
---------------------------------------
Από τον Άγγελο Πετρουλάκη
---------------------------------------
Μένιος Σακελλαρόπουλος:
«Τα δεκαέξι γράμματα»
Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ
Ένα χρόνο πριν (15/10/2019) έγραφα για το «Πικρό γάλα» του Μένιου Σακελλαρόπουλου, βιβλίο που αναπλάθει μυθιστορηματικά την ζωή ενός καλού Έλληνα, του φούρναρη Φώτη Ραπακούση, συλλέκτη και ιδρυτή ενός από τα πλέον σημαντικά ιστορικά μουσεία μας, του «Μουσείου των όπλων του αγώνα» στο Νησάκι τής Λίμνης τών Ιωαννίνων. Τότε, διαβάζοντας την λογοτεχνική μεταφορά τής ζωής τού Φώτη Ραπακούση από τον Μένιο Σακελλαρόπουλο, ο οποίος έδινε στο μυθιστόρημα την υπόσταση μιας αισιόδοξης ηθογραφίας, είχα διατυπώσει την άποψη πως η Λογοτεχνία δεν μπορεί να είναι όχημα μόνο ψυχοφθόρων καταστάσεων, αλλά ως χάρτης τής ίδιας της ζωής, χρέος έχει να παρουσιάζει κάθε εκδοχή της. Και ιδού: Ο εξαιρετικός Μένιος Σακελλαρόπουλος στο νέο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Τα δεκαέξι γράμματα», μας εμφανίζει μια ακόμα, άλλη, εκδοχή τής ζωής, όπως αυτή κινείται πίσω από την καθημερινότητά μας.
Το μυθιστόρημα εκφράζει καταλληλότερα και πληρέστερα την καθημερινότητα μας, τους ανθρώπινους χαρακτήρες και την περιπέτεια του ατόμου στην διαδρομή του μέχρι τον θάνατο. Ούτε η Μουσική, ούτε ο Εικαστικός χώρος, ούτε τα Φιλοσοφικά μελετήματα, μπορούν να αφηγηθούν τους άπειρους – μικρούς, ωστόσο σημαντικούς – Γολγοθάδες που ανηφορίζει ο άνθρωπος ως γονιός, ως γιος, ως σύζυγος, ως φίλος, ως νέος, ως υπερήλικας, ως…, ως…
Ο Μένιος Σακελλαρόπουλος, στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, μεταφέρει την σχέση ενός πατέρα με τον γιό του. Οδυνηρή σχέση, που κανείς πατέρας δεν θα ήθελε να βιώσει, αλλά που βιώνεται από πολλούς γονείς. Αιτία τού αφηγήματος υπήρξε – κατά ομολογία τού συγγραφέα – η συνάντησή του με έναν ιδιοκτήτη παραλιακού καφέ, ο οποίος σε κάποια στιγμή συνειδησιακής κρίσης, του εξομολογήθηκε:
«Ήμουν κακός γιος γιατί μ’ έφαγε η σκληράδα μου, η ανυποχώρητη τρέλα στο μυαλό μου, η σκέψη μου ότι μπορώ να νικήσω τα πάντα, ακόμα και τον πατέρα μου στις κόντρες μας. Το μετανιώνω κάθε μέρα, το σκυλομετανιώνω δηλαδή. Ότι άφησα τον εγωισμό να διαλύσει τα πάντα. Εκείνος είχε δώσει την ψυχή του σ’ εμένα κι εγώ τον είχα παρατημένο. Σαν να ήθελα να τον τιμωρήσω. Κι έπρεπε να τον δω πεθαμένο για να καταλάβω. Ο βλάκας! Μόνο όταν χάνουμε κάποιον καταλαβαίνουμε. Γιατί είμαστε έτσι;»
Μετά απ’ αυτήν την εξομολόγηση, ο συγγραφέας, σημειώνει:
«Δεν είχα να κάνω πολλά πράγματα. Μόνο να ακούσω τον εσωτερικό του λυγμό, να τον καταγράψω, ν’ αφήσω την ιστορία να τα πει όλα…»
Το ιδιαίτερα χαρακτηριστικό στοιχείο στην ζωή πατέρα και γιου είναι το κοινό ίχνος: Ο πατέρας έχει χάσει πρόωρα την σύζυγό του και αναγκάζεται να μεγαλώσει μόνος του τον γιό του. Στην συνέχεια, όταν ο γιος ενηλικιώνεται και νυμφεύεται, χάνει (εγκαταλείπεται) κι αυτός την σύζυγό του, πρόωρα, και αναγκάζεται, επίσης, να μεγαλώσει μόνος του τον γιο του. Αυτό είναι το μοναδικό κοινό στοιχείο. Οι διαφορές όμως είναι πολλές και σημαντικές…
Ο πατέρας – Αργύρης Φαρμάκης – είναι υπόδειγμα ανθρώπου αγωνιστή, τίμιου, ανθρωπιστή, γενναίου, αλτρουιστή. Ως αξιωματικός τής Πυροσβεστικής αποτελεί παράδειγμα ηρωισμού και αυτοθυσίας. Μένει πιστός στην μνήμη τής συζύγου του και ευγνώμων στους ανθρώπους που του συμπαραστάθηκαν. Αντιμετωπίζει την ζωή με σοφία και ταπεινότητα.
Ο γιος – Άρης Φαρμάκης - είναι το εντελώς αντίθετο. Εγωιστής, τυχοδιώκτης, νάρκισσος, ασταθής, αγνώμων. Το μοναδικό θετικό στοιχείο είναι η αφοσίωση προς τον γιό του. Ο γάμος του ατυχεί. Μια πανέμορφη σύζυγος αναζητεί αλλού την ευτυχία της. Κατάληξή της ο θάνατος· δολοφονείται με νοθευμένη δόση ναρκωτικών από τον εραστή της.
Ατυχεί, όμως, και η επαγγελματοποίησή του. Το μερίδιο της ευθύνης βαρύνει τον ίδιο, ο οποίος καταλύει εύκολα ηθικούς φραγμούς, συνάπτοντας ερωτική σχέση ακόμα και με την σύζυγο του σωτήρα του.
Το μέγιστο, όμως, αμάρτημά του είναι η αγνωμοσύνη και η σκληρότητα με την οποία αντιμετωπίζει τον πατέρα του, ο οποίος αντιμετωπίζει τα γηρατειά σε πλήρη εγκατάλειψη. «Αυτός κάνει τη ζωή του, κι εγώ μιλάω με τις γάτες, χαμένος στη μοναξιά μου», εξομολογείται ο πατέρας στον φίλο του Σταμάτη, μιλώντας για τον γιο του. Παρά ταύτα, ο πατέρας, ακόμα και όταν πεθαίνει, μεριμνά με απόλυτη στοργή για τον γιο, εκφράζοντας μια αγάπη χωρίς όρια.
Εδώ έγκειται και το μεγαλείο τής γραφής τού Μένιου Σακελλαρόπουλου. Ο λογοτέχνης επιλέγει μια ιστορία της καθημερινότητας – σαφώς δεν είναι η μοναδική, ούτε και σπάνια – και μας την παραδίνει ως λογοτέχνημα, με αρχή, μέση, τέλος, μέσα από αφηγηματικές που δίνουν ό,τι μπορεί να κυριεύσει ως πάθος, ή αντικοινωνική συμπεριφορά τούς ανθρώπινους χαρακτήρες.
Τεχνικά, η μυθιστορηματική αφήγηση ξεκινά από το καταληκτικό σημείο τής ιστορίας, όταν ο γιος πληροφορείται τον θάνατο του πατέρα του στο γηροκομείο. Η στιγμή για τον γιο δεν είναι ευχάριστη. Μια δυνατή βροχή έχει προκαλέσει ζημιές σε παραλιακό καφέ που διατηρεί στο Ξυλόκαστρο Κορινθίας. Η αγγελία τού θανάτου δεν προκαλεί την ελάχιστη θλίψη στον γιο, παρά μόνο θυμό γιατί φτάνει σε μια στιγμή δύσκολη γι’ αυτόν που πασχίζει ν΄ αντιμετωπίσει την αναστάτωση από την βροχόπτωση:
«Τώρα βρήκε να πεθάνει, γαμώτο; Αύγουστο μήνα, που προσπαθούμε να μαζέψουμε κάνα φράγκο; Τώρα, γαμώ την τρέλα μου; Καταραμένος είμαι; Τίποτα δεν μου πάει καλά…»
Αυτή η αντίδραση του γιου αποκαλύπτει έναν σκληρό χαρακτήρα, απ’ τον οποίο απουσιάζει κάθε ίχνος αγάπης για τον πατέρα, κάθε ίχνος λύπης για την απώλειά του. Γιατί;
Αυτό το «γιατί;» θα έρθει να το κάνει μυθιστόρημα ο Μένιος Σακελλαρόπουλος. Όλη η διαδρομή πατέρα και γιου θα περάσει μέσα από τις σελίδες, καθηλώνοντας τον αναγνώστη, για να φτάσει στο τέλος, όπου πλέον η λύτρωση θα έρθει μέσα από την μεταμέλεια.
Αφήνω στον αναγνώστη την παρακολούθηση της ιστορίας, μη θέλοντας να του στερήσω την χαρά τής περιήγησής του στις ζωές τών προσώπων, που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της μυθοπλασίας. Επισημαίνω, δε, πως ο συγγραφέας επιχείρησε μια καθαρή ηθογραφία, προσώπων και εποχής, απόλυτα επιτυχημένα.
Λάρισα, 12/10/2020
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου