Η ανθρώπινη τραγωδία μέσα από την λογοτεχνία...
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
---------------------------------------
Από τον Άγγελο Πετρουλάκη
---------------------------------------
«Πίσω από
κάθε κύμα
εγώ
εξακολουθώ να βλέπω ανθρώπους…»
«Ακόμα
και τα ψάρια
θ’
αρχίσουν να τρέφονται με ανθρώπινη σάρκα…»
Ντάβιντε Ενία:
Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ
Ανεπιφύλακτα
διατυπώνω την άποψη πως το «Σημειώσεις
για ένα ναυάγιο» είναι ένα από τα πλέον συγκλονιστικά βιβλία που διάβασα τα
τελευταία χρόνια. Το ίδιο θα έλεγα και για το «Τσέρνομπιλ» της Σβετλάνα
Αλεξίεβιτς (ΠΑΤΑΚΗΣ), μόνο που ο Ντάβιντε Ενία υπερτερεί, δίνοντάς του μια
ιδιαίτερη μυθιστορηματική υφή, καθώς εισάγει με λογοτεχνικό τρόπο κάποια
αυτοβιογραφικά στοιχεία, τα οποία αφορούν τις σχέσεις τού συγγραφέα με τον
ίσκιο τού πατέρα, αλλά και του αδελφού τού πατέρα του, του θείου Μπέμπε. συνταξιούχου
νεφρολόγου, που δίνει μια ηρωική μάχη με έναν προχωρημένο καρκίνο και τις
μεταστάσεις του.
Ο πατέρας τού Ντάβιντε, συνταξιούχος καρδιολόγος,
αναζητά την συνέχεια της ενεργητικότητάς του στην φωτογραφία, εντοπίζοντας την
ψυχή τών αντικειμένων στην ακίνητη στιγμή τού χρόνου, σ’ αυτό δηλαδή, που
καθιστά την φωτογραφία μαρτυρία:
«…ας πάρουμε για παράδειγμα κάποιες φωτογραφίες: ‘‘Ο
θάνατος του πολιτοφύλακα’’ του 1936, ή εκείνο το κορίτσι που το χτυπάει η βόμβα
ναπάλμ στον πόλεμο του Βιετνάμ, ή το νεκρό αγοράκι από τη Συρία στην παραλία.
Πώς μπορείς να μην εμπλακείς συναισθηματικά σε αυτές τις φωτογραφίες; Βέβαια,
έπειτα κάθεσαι και σκέφτεσαι: Και τι καταλάβαμε λοιπόν; Σε τι χρησίμευσε όλο
αυτό, από τη στιγμή που ο πόνος ξαναφουντώνει; Η φωτογραφία σε βάζει μπροστά σε
μια πραγματικότητα – το γυμνό κορίτσι που ουρλιάζει και κλαίει, ο πολιτοφύλακας
που πεθαίνει, το πνιγμένο αγόρι από τη Συρία, μια από τις πιο τρομερές
φωτογραφίες στην Ιστορία, που πολύ σωστά τραβήχτηκε και δημοσιεύθηκε – μια
πραγματικότητα βάναυση, εξαιρετικά επώδυνη. Και παρ’ όλη αυτή την επίδειξη του
πόνου, εμείς παραμένουμε ανίκανοι να κατανοήσουμε αυτό που συμβαίνει. Τελικά τι
έχει αλλάξει;»
Η
Λαμπεντούζα είναι το νησί τών πνιγμένων.
Είναι το σύμβολο των απεγνωσμένων προσφύγων που έφευγαν από τα παράλια της
Αφρικής για τον παράδεισο της Ευρώπης και ναυαγούσαν. Στις ακτές της
τοποθετούνταν στη σειρά τα πτώματα για να αφηγούνται στον πολιτισμένο κόσμο πως
η οδύνη συνεχίζεται παρά τα επιτεύγματα που τον χαρακτηρίζουν.
Ο Ντάβιντε Ενία, Ιταλός από το Παλέρμο, μας δίνει μια
κάποια εικόνα τού νησιού, στην αρχή τής συγκλονιστικής αφήγησης:
«Διαπίστωνα
για πολλοστή φορά πόσο έκπληκτος ένιωθα μπροστά στην ικανότητα της Λαμπεντούζα
να αποσταθεροποιεί τους επισκέπτες της, προκαλώντας τους ένα εξαιρετικό αίσθημα
αποξένωσης. Ο ουρανός τόσο κοντά, που σχεδόν φοβάσαι ότι θα σε πλακώσει. Η
πανταχού παρούσα φωνή του ανέμου. Το φως που σε χτυπάει ολούθε. Και μπροστά στα
μάτια σου πάντα η θάλασσα, αιώνιο στεφάνι από χαρά κι αγκάθια, που περιβάλει το
καθετί. Είναι ένα νησί όπου τα στοιχεία ορμάνε καταπάνω σου χωρίς τίποτα να τα
εμποδίζει. Δεν υπάρχουν καταφύγια. Το περιβάλλον σε πληγώνει, το φως κι ο
άνεμος σε διαπερνούν. Δεν μπορείς να προστατευτείς…»
Σε κάποιο άλλο σημείο, όμως, επίσης στην αρχή τής
αφήγησης, θα γράψει:
«…συλλογιζόμουν φωναχτά πως όσα συνέβαιναν στη
Λαμπεντούζα ήταν κάτι παραπάνω από ένα ναυάγιο, κάτι παραπάνω από μια
καταμέτρηση επιζώντων, κάτι παραπάνω από ένας αριθμός νεκρών.
»Είναι κάτι σημαντικότερο από το να διασχίσει κανείς
την έρημο ή ολόκληρη τη Μεσόγειο, αυτός ο βράχος καταμεσής στη θάλασσα έχει
γίνει πια ένα σύμβολο, πανίσχυρο μα ταυτόχρονα απατηλό, για το οποίο γίνονται
μελέτες και ομιλίες σε πολλές και διάφορες γλώσσες: ρεπορτάζ, ντοκιμαντέρ,
αφηγήσεις, ταινίες, βιογραφίες, μετά-αποικιακές μελέτες, εθνογραφικές έρευνες.
Η ίδια η Λαμπεντούζα είναι σήμερα μια λέξη – κοντέινερ: μετανάστευση, μεθόριος,
ναυάγια, αλληλεγγύη, τουρισμός, θερινή περίοδος, περιθωριοποίηση, θαύματα,
ηρωισμός, απελπισία, όλεθρος, θάνατος, αναγέννηση, εξαγορά, όλα αυτά μέσα σ’
ένα και μόνο όνομα, σ’ έναν πολτό που ακόμα δεν κατάφερε να έχει ούτε καθαρή
ερμηνεία ούτε αναγνωρίσιμο σχήμα».
Ο συγγραφέας,
μαζί με τον ηλικιωμένο πατέρα του,
φτάνουν στην Λαμπεντούζα, όπου διαμένουν στον ξενώνα μιας φίλης του, της Πάολα,
για να καταγράψει ζωντανά το δράμα τών προσφύγων. Ξέρει τι θα συναντήσει, όμως
δεν μπορεί να υποθέσει το μέγεθος του δράματος και της ανθρώπινης περιπέτειας.
Το σοκ ξεκινά από την αποσπασματική διήγηση ενός δύτη / ναυαγοσώστη, ο οποίος
του μιλά υπό έναν όρο: Να μην αναφερθούν στις 3 Οκτώβρη (2013). Μια ημερομηνία
φρικτό ορόσημο:
«Εδώ σώζουμε ζωές», του λέει ο δύτης και συμπληρώνει: «Στη θάλασσα κάθε ζωή είναι ιερή.
Αν κάποιος έχει ανάγκη από βοήθεια, εμείς τον σώζουμε. Δεν υπάρχουν
χρώματα, εθνικότητες, θρησκείες. Είναι ο νόμος της θάλασσας…»
Ο δύτης σταματά την αφήγησή του. Για τον συγγραφέα
είναι φανερό πως ό,τι ακολουθήσει θα είναι ιδιαίτερα σκληρό.
« ‘‘Και όταν σώζεις ένα μωρό στο ανοιχτό πέλαγος και
το κρατάς στην αγκαλιά σου…’’
»Ξέσπασε σ’ ένα βουβό κλάμα.
»Τα χέρια του παρέμειναν σταυρωμένα.
»Αναρωτήθηκα τι μπορεί να είχε δει, τι να είχε ζήσει,
πόσο θάνατο να είχε αντικρίσει αυτός ο γίγαντας που είχα μπροστά μου.
[…]
« ‘‘Αν έχεις μπροστά σου τρεις ανθρώπους που πηγαίνουν
στον πάτο και πέντε μέτρα πιο κει πνίγεται μια μάνα μ’ ένα μωρό, τι κάνεις; Πού
πας; Ποιον σώζεις πρώτα; Τους τρεις εδώ μπροστά ή τη μητέρα και το νεογέννητο
που βρίσκονται εκεί;’’
[…]
» ‘‘Το μωρό είναι πολύ μικρό, η μητέρα νεότατη.
Βρίσκονται εκεί, πέντε μέτρα μακριά μου. Και ακριβώς εδώ μπροστά πνίγονται
τρεις άνθρωποι. Ποιον να σώσεις, λοιπόν, άμα βυθίζονται όλοι την ίδια στιγμή;
Προς τα πού θα κατευθυνθείς; Τι θα κάνεις; Θα υπολογίσεις. Είναι το μόνο που
μπορείς να κάνεις σε κάποιες περιπτώσεις. Μαθηματικά. Το τρία είναι μεγαλύτερο
του δυο. Τρεις ζωές είναι μια ζωή παραπάνω από δυο’’».
Η Πάολα,
η φίλη, που έχει ενσωματωθεί με το νησί,
τον πόνο, τον θάνατο και την απόγνωση, είναι αυτή που θα φέρει τον Ενία σ’
επαφή με ανθρώπους οι οποίοι έχουν αφιερώσει την ζωή τους στη διάσωση των
ναυαγών. Ένας απ’ αυτούς είναι ο δόκτορ Μπάρτολο, γυναικολόγος, που κατά τον
συγγραφέα ίσως είναι ο γιατρός που έχει στο ενεργητικό του τον μεγαλύτερο
αριθμό αυτοψιών και αναγνωρίσεων πτωμάτων στον κόσμο, τουλάχιστον σε μια μη
εμπόλεμη ζώνη, θα καταγγείλει:
«Με τις γυναίκες είναι πάντα ένα μαρτύριο.
»Ούτε στα ζώα δεν κάνουν αυτά που κάνουν στις
γυναίκες…
»Για μια γυναίκα τα πράγματα είναι πάντα χειρότερα.
»Οι βιασμοί είναι συνεχείς και επαναλαμβανόμενοι,
ατομικοί ή ομαδικοί.
»Υπάρχουν μικρά κορίτσια που φτάνουν γκαστρωμένα.
»Υπάρχουν γυναίκες μεταμορφωμένες σε παιχνίδια, που τα
χρησιμοποιούν μέχρι να σπάσουν…
»Ύστερα ο γιατρός μίλησε για το ναυάγιο της 3ης
Οκτωβρίου του 2013, ένα γεγονός – ορόσημο.
»Ήταν η πρώτη μαρτυρία που άκουγα σχετικά μ’ εκείνη
την τραγωδία.
»Ο Μπάρτολο μας εξήγησε πως, λόγω του τεράστιου αριθμού
πτωμάτων που είχα περισυλλεχτεί από τη θάλασσα, χρησιμοποιήθηκε το υπόστεγο του
παλιού αεροδρομίου για τη φιλοξενία των νεκρών.
»Παντού υπήρχαν μαύρες σακούλες.
» ‘‘Θεέ μου. Σε παρακαλώ – προσευχήθηκε εκείνη τη μέρα
– κάνε η πρώτη σακούλα που ανοίγω να μην έχει μέσα παιδί. Σε παρακαλώ, Θεέ μου.
Σε ικετεύω’’.
»Έκανε κουράγιο, πήρε βαθιά ανάσα και την άνοιξε.
» ‘‘Ήταν ένα πιτσιρικάκι… Ένα πραγματάκι τόσο δα…’’»
Η φρίκη
που εισπράττει ο Ενία δεν έχει όρια.
Οι μαρτυρίες είναι κραυγές απέναντι στην ευαισθησία τής ανθρωπότητας η οποία
αναζητά υπόσταση στην Λαμπεντούζα, αλλά και στα ελληνικά νησιά, που έζησαν
παρόμοιες καταστάσεις, αν και σε μικρότερη κλίμακα.
Η καταγραφή τής μαρτυρίας μιας ιατροδικαστού, που
ξεκινά από τις αιτίες θανάτου, συγκλονίζει, επίσης:
«…Το σώμα είναι ένα ημερολόγιο όπου μπορεί κανείς να
διαβάσει ις τελευταίες μέρες της ζωής του. Η ακαμψία κάποιων μυών φανερώνει μια
αναγκαστική στέρηση νερού. Η παρουσία λίγης σάρκας μέσα στον θωρακικό κλωβό
μαρτυρά ελλιπή διατροφή για μεγάλες περιόδους. Στις καταγεγραμμένες πληγές
υπάρχουν ορατά σημάδια ανήκουστης βίας, που ασκήθηκε είτε πριν από την
αναχώρηση, στις λιβυκές φυλακές, είτε πάνω στην ίδια τη βάρκα, γιατί μερικές φορές
ορισμένα άτομα υφίστανται θανατηφόρους ραβδισμούς από τους δουλεμπόρους μπροστά
σε όλους κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, έτσι για παραδειγματισμό, είναι μάταιο
να ζητάς νερό, είναι μάταιο να διαμαρτύρεσαι, η ποινή είναι ο άμεσος ξυλοδαρμός
μέχρι θανάτου. Συνήθως όταν κάποιον τον σκοτώνουν πάνω στη βάρκα, τον πετούν
στη θάλασσα. Μερικές φορές, όποιος τολμάει να παραπονεθεί για τις συνθήκες του
ταξιδιού, πετιέται στα κύματα ζωντανός…
»Τα σώματα είναι ποτισμένα με νερό και αλάτι, μοιάζουν
με σφουγγάρια. Όλα είναι παραμορφωμένα: Οι μύες, το πρόσωπο, τα όργανα. Το
δέρμα αποκολλάται, αν δεν έχει εξαφανιστεί τελείως, και μερικές φορές
διακρίνονται σημάδια από δαγκώματα ψαριών. Όλα είναι λεία και γλοιώδη. Στο
άγγιγμα, θαρρείς πως δεν πρόκειται καν για ανθρώπινο πλάσμα.
[…]
»…θυμάμαι ιδιαίτερα τις διηγήσεις που αφορούσαν τν
κατάσταση των γυναικών που έφταναν στη Λαμπεντούζα. Μια φίλη μας γυναικολόγος
μου εξομολογήθηκε πως κάποιο απόγευμα επισκέφθηκε εδώ ακριβώς μια γυναίκα που
είχε υποστεί αγκτηριασμό (ακρωτηριασμός
των γυναικείων γεννητικών οργάνων), κι αυτό της προκάλεσε ισχυρό σοκ. Είχε
βέβαια μελετήσει για τον αγκτηριασμό, αλλά δεν είχε δει ποτέ τέτοιο πράγμα από
κοντά. Εκείνη ήταν η μοναδική φορά που είχε συγκλονιστεί από κάτι, και μιλάμε
για μια επαγγελματία με πάνω από τριάντα χρόνια στο επάγγελμα. Εκείνες τις αφηγήσεις
τις θυμάμαι όλες ως την παραμικρή λεπτομέρεια. Τους βιασμούς στη Λιβύη. Το
εξαιρετικό υψηλό ποσοστό σεξουαλικών επιθέσεων. Την υποψία πως ο μεγάλος
αριθμός εγκύων γυναικών που φτάνουν στη Λαμπεντούζα έχει να κάνει με το γεγονός
ότι, ακριβώς επειδή είναι έγκυοι, δεν μπορούν πια να χρησιμοποιηθούν.
[…]
Σ’ αυτά τα φουσκωτά οι γυναίκες τοποθετούνται στο
κέντρο καθιστές. Δεν κάθονται στις σαμπρέλες. Στον πάτο του σκάφους
δημιουργείται συχνά ένα ολέθριο μείγμα – θαλασσινό νερό, βενζίνη και ούρα –
εξαιρετικά εύφλεκτο. Έτσι οι γυναίκες φέρουν σοβαρά και σοβαρότατα εγκαύματα
ακόμα και σε πολύ ευαίσθητα σημεία του σώματος. Τα εγκαύματα στα γυναικεία
όργανα αναπαραγωγής είναι μια θλιβερή πάγια εικόνα στις αφίξεις…»
Όλες οι
αφηγήσεις οδηγούν στο τρομερό ναυάγιο
της 3ης Οκτωβρίου τού 2013, που ανάγκασε την διεθνή κοινότητα να
στρέψει τα μάτια της στην Λαμπεντούζα και στις τραγωδίες τών φυγάδων. Είναι
βιώματα ανθρώπων που πάλεψαν με τα κύματα, αλλά τους νίκησε ο θάνατος. Ο
διοικητής τής Ακτοφυλακής του νησιού, ήταν από εκείνους που ξεπέρασαν τα όρια της
ανθρώπινης αντοχής και είδε την ζωή του, από κάποια στιγμή και μετά, ως
ανεπιθύμητο αγαθό:
«…ήταν και ένα κοριτσάκι στη θάλασσα… φτυστό η κόρη
μου… επέπλεε στο νερό… την πήρα αγκαλιά… ήταν ολόιδια… εκείνη τη στιγμή έζησα
μια τρομερή εμπειρία… ήταν ίδια με την κόρη μου… το κόψιμο των μαλλιών… τα ίδια
χαρακτηριστικά… ταράχτηκα πάρα πολύ… έμεινα μαρμαρωμένος για ένα δυο λεπτά…
ίδια η κόρη μου… προσπαθώ να μην το σκέφτομαι πια… ποτέ πια…»
Το δράμα τών φυγάδων θα φέρει τον συγγραφέα αντιμέτωπο
και με άλλες, προσωπικές όμως, καταστάσεις. Είναι οι σχέσεις πατέρα – γιου. Είναι
οι σχέσεις γιατρού με την ασθένεια. Εσωτερικοί διάλογοι ιδιαίτερης βαρύτητας,
που από το ατομικό εκτείνονται στο συλλογικό. Ο θείος του, ο Μπέππε,
συνταξιούχος νεφρολόγος, με πληθώρα μαθητών, αρνείται να υποταχθεί στην
ηττοπάθεια που επιφυλάσσει ο επιθετικός καρκίνος του και στοχάζεται πάνω στη
σχέση γιατρού και ασθενή:
«Εγώ πάντα επέμεινα να κοιτάζω τον ασθενή στα μάτια.
Σήμερα, δυστυχώς, η σχέση με τον ασθενή δυσχεραίνεται από το γεγονός ότι,
προκειμένου να επισπευσθεί η διαδικασία, ο γιατρός ξοδεύει τον χρόνο του
μεταφέροντας σ’ ένα pc τις πληροφορίες που του
μεταφέρει ένας ασθενής. Στη διάρκεια μιας επίσκεψης, το εξήντα τοις εκατό του
χρόνου ο γιατρός το περνάει κοιτώντας μια οθόνη. Και αυτό νομίζω είναι ένα
πρόβλημα που πολλοί γιατροί δεν έχουν ακόμα αντιληφθεί. Εγώ, ακόμα και αν δεν
είναι αναγκαίο, εξετάζω στο παλιό στιλ: χρησιμοποιώ στηθοσκόπιο, του παίρνω την
πίεση – κάτι που σήμερα κάνουν αποκλειστικά και μόνο οι νοσοκόμοι – δημιουργώ αυτή
την εξ επαφής σχέση μεταξύ γιατρού και ασθενή που θεωρώ σημαντική…»
Καθοριστική για τον συγγραφέα είναι η συνάντηση με τον
Μπεμνέτ, ένα νεαρό από την Ερυθραία, που φτάνει στην Λαμπεντούζα για να παραστεί
στο μνημόσυνο της τραγικής 3ης Οκτωβρίου. Είναι από τους ελάχιστους
επιζώντες.
Φυγάδας από την πατρίδα του στα 17 του χρόνια, πέρασε
μέσα από το Σουδάν, πιστεύοντας όχι θα φτάσει στην Ευρώπη τής ελευθερίας. Ο
Μπεμνέτ έχει βιώσει μιαν απερίγραπτη κόλαση, η οποία ξεκίνησε από την στιγμή
που μπήκε στην έρημο:
«Η Σαχάρα είναι σαν τη Μεσόγειο, γεμάτη από κόκαλα
ανθρώπων που προσπάθησαν να το σκάσουν διασχίζοντάς την. Όποιος δεν έχει λεφτά,
αντιμετωπίζει την έρημο με τα πόδια, εφοδιασμένος με τα ρούχα του κι ένα
μπουκάλι νερό που, με μαθηματική ακρίβεια, τελειώνει πάρα πολύ γρήγορα. Η
πορεία γίνεται ομαδικά. Σαν ένα μωσαϊκό που ξεφτίζει, χάνονται οι ψηφίδες. Οι
ελάχιστοι που κατορθώνουν να περάσουν την έρημο πεζοί λένε πως το ταξίδι είναι
βουβό, η ομάδα αποτελείται από αγνώστους, οι γλώσσες είναι πολλές και διάφορες
και πρέπει να κάνεις οικονομία στο σάλιο σου. Πρόκειται για πομπές που αποτελούνται
από μια πολύ μεγάλη γκάμα ανθρώπων, από άτομα κάθε ηλικίας και κοινωνικής
τάξης. Όταν ένας πέφτει, αν είναι ζωντανός, τον βοηθούν να ξανασηκωθεί. Αν έχει
πεθάνει, οικειοποιούνται τα χρήματά του, αν τα έχει κρυμμένα πάνω του, τα
παπούτσια του, αν είναι σε καλύτερη κατάσταση από αυτά που φορούν ήδη, τα
ρούχα, γιατί ένα πουκάμισο τυλιγμένο γύρω από το κεφάλι μπορεί να προστατεύσει
από τον ήλιο και μια ζώνη μπορεί να πουληθεί στη Λιβύη για να μαζευτούν τα
απαραίτητα χρήματα για το ταξίδι. Συχνά στη άμμο εγκαταλείπονται γυμνά πτώματα…»
Για όσους επιζούσαν από τη Σαχάρα άρχιζε η περιπέτεια της
θάλασσας. Αδιανόητες καταστάσεις για τον άνθρωπο του 21ου αιώνα:
«Για να μην πεθάνουμε, αρχίσαμε να πίνουμε τα ούρα μας.
Κατουρούσαμε σ’ ένα πλαστικό μπουκάλι, σ’ ένα μπιτόνι και σ’ ένα πλαστικό
σακουλάκι. Φυλάγαμε τα ούρα. Τα μοιραζόμαστε…
[…]
»Μετά άρχισαν να πεθαίνουν…
[…]
»Πάνω στο φουσκωτό είμασταν έρμαια των παραισθήσεων.
Είχαμε χάσει τον λογαριασμό με τις μέρες και τους νεκρούς. Κανένα σκάφος δεν μας
εντόπιζε. Είχα παραλύσει από τη μέση και κάτω. Δεν ένιωθα πια τις γάμπες μου. Ο
ήλιος ήταν απίστευτα δυνατός. Δεν είχα δύναμη ούτε να βουτήξω το χέρι στη
θάλασσα και να βρέξω το κεφάλι μου. Γνώριζα τους πάντες σ’ εκείνο το πλεούμενο,
μα παρ’ όλα αυτά ένιωθα απελπιστικά μόνος. Οι πεθαμένοι παρέμεναν πάνω στο
φουσκωτό. Τα πτώματα άρχισαν να τουμπανιάζουν. Το κορμί αλλοιωνόταν. Το δέρμα
έσκαγε. Εμείς δεν καταλαβαίναμε πια τίποτα. Πόσοι ήταν οι νεκροί; Ποιος ήταν
ακόμα ζωντανός;
[…]
»Πάτησα στη στεριά στις 20 Αυγούστου. Αυτή η μέρα
έγινε τα δεύτερα γενέθλιά μου. Εδώ γεννήθηκα για δεύτερη φορά…»
Είκοσι μια μέρες ναυαγοί. Ξεκίνησαν ογδόντα. Πέθαναν οι
εβδομήντα πέντε. Η τραγωδία τών ναυαγίων, κόλαφος για την πολιτισμένη
ανθρωπότητα.
Δεν θέλω να συνεχίσω άλλο, παραθέτοντας αποσπάσματα
αφηγήσεων. Ο αναγνώστης πρέπει να παίρνει ατόφια την πρώτη γνώση και να
στοχάζεται. Ως κατακλείδα, θα γράψω ξανά, πως το «Σημειώσεις για ένα ναυάγιο»
είναι από τα συγκλονιστικότερα βιβλία, που έχει να δείξει η βιβλιοθήκη μου…
Αγιόκαμπος Λάρισας, 15 - 7 - 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου