Με μνήμες από την παλιά Λάρισα


Πατσατζίδικα της Λάρισας: 
Τέλος εποχής
----------------------------------------------------
Από τον Άγγελο Πετρουλάκη
Φωτογραφίες: Παναγιώτης Δομούζης
----------------------------------------------------


Η πινακίδα «ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ» είχε μια θλίψη, μια πίκρα. Τουλάχιστον για μένα που έζησα την εποχή τής ανθοφορίας τους. Τότε που τα πατσατζίδικα της πόλης δεν κυριαρχούσαν απλά στον χώρο της εστίασης, αλλά ήταν στοιχείο καλπάζουσας ανάπτυξης. Τότε που η πόλη είχε εργατιά και εργοστάσια. Αναφέρομαι στην αρχή τής δεκαετίας τού ’60.
Θυμάμαι την οδό Κύπρου (την έλεγαν και «Εξ» - υπενθυμίζοντας στους Λαρισαίους την πολύκροτη δίκη και καταδίκη εκείνων που θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για τη Μικρασιατική καταστροφή, δηλαδή τον διοικητή της στρατιάς Γεώργιο Χατζανέστη, τους πρώην πρωθυπουργούς Δημήτριο Γούναρη, Νικόλαο Στράτο και Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, και τους πρώην υπουργούς Γεώργιο Μπαλτατζή και Νικόλαο Θεοτόκη), αλλά και τη Βενιζέλου και άλλους κεντρικούς δρόμους, πλημμυρισμένους αξημέρωτα από σταθμευμένα εργατικά λεωφορεία, που περίμεναν να γεμίσουν με εργάτες που θα μετάφεραν στα εργοστάσια για την πρωινή βάρδια. Τα εργατικά λεωφορεία είχαν συγκεκριμένα σημεία στάθμευσης, προκαθορισμένα, και περίμεναν με τις πόρτες ανοιχτές…
Ήταν η εποχή που στη Λάρισα ανθούσε η… μετανάστευση. Τα γύρω χωριά άδειαζαν και η πόλη μεγάλωνε. Ένα οικοπεδάκι «εκτός σχεδίου» (με εξήντα δραχμές το τετραγωνικό μέτρο) και δυο δωμάτια σπίτι (παράνομο, σκεπασμένο σε μια νύχτα), ήταν το όνειρο των ανθρώπων που εγκατέλειπαν ομαδικά την ύπαιθρο, βρίσκοντας σίγουρη δουλειά σ’ ένα εργοστάσιο, αλλά και κάποιες εξυπηρετήσεις που πρόσφερε η πόλη. Η «αντιπαροχή» θα ήταν το νέο δεδομένο τής εποχής.
Οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους εργάτες, πριν μπουν στο λεωφορείο, κατευθύνονταν στα πατσατζίδικα. Έπρεπε να φάνε για ν’ αντέξουν το ωράριο. Πολλοί απ’ αυτούς είχαν σε καρό πετσέτα διπλωμένο το ψωμί από το σπίτι τους, γιατί η μερίδα δεν τους αρκούσε και δεν ήθελαν να πληρώσουν επιπλέον χρήματα για δυο φέτες, ακόμα, ψωμί. Επίσης, αρκετοί, συνόδευαν τον πρωινό πατσά τους, μ’ ένα «παπά», ένα νεροπότηρο κρασί.

Δεκάδες τα πατσατζίδικα της πόλης. Στη Φιλελλήνων δέσποζε το εστιατόριο «Ο Έλατος» του Θόδωρου Γκαπέτα, με τον αεικίνητο σερβιτόρο Μιχάλη, που ήξερε τα γούστα κάθε πελάτη και δεν έπαιρνε καν παραγγελία. Στην Πανός δέσποζαν το εστιατόριο «Ομόνοια» του Δούκα Γραβάνη και το πατσατζίδικο «Κεχαΐδης». Η μνήμη μου δεν με βοηθά να θυμηθώ άλλα ονόματα από τα δεκάδες που ήταν διάσπαρτα στους κεντρικούς δρόμους.
Όσα ήταν αποκλειστικά και μόνο πατσατζίδικα, το πρωί πρόσφεραν «πατσά» και το απόγευμα «σκεμπέ». Ο πατσάς κατά βάση αποτελούνταν από μοσχαροκεφαλή και ποδαράκια, ενός ο σκεμπές από κοιλιές. Νοστιμότατα και τα δυο. Τον πατσά τον έβαζαν να βράζει σε μεγάλες κατσαρόλες από βραδύς, σε σιγανή φωτιά. Έτσι, τα χαράματα, ήταν έτοιμος. Με μια κίνηση απογυμνώνονταν τα κόκκαλα. Έπειτα τον ψιλόκοβαν, προσθέτοντας στο πιάτο αρκετό ζουμί. Συνήθως πρόσθεταν και σκορδοσκούμπι. Κάποιοι, ελάχιστοι, ζητούσαν λεμόνι.

Όταν πια οι εργάτες έφευγαν, ερχόταν το δεύτερο κύμα τών πελατών. Ήταν οι μαγαζάτορες της πόλης και κάποιοι υπάλληλοι.
Ήταν η εποχή που δεν υπήρχε καφές σε πλαστικό, ούτε τοστ και σάντουιτς. Το «γκουρμέ» ήταν άγνωστη λέξη. Χρόνια μετά, κάποιοι φούρνοι, θα έβγαζαν την τυρόπιτα. Μια ακόμα… πολυτέλεια.
Τότε, ακόμα, οι φούρνοι έβγαζαν μόνο δυο τύπους ψωμιού, το λευκό και το μαύρο. Αργότερα… εξευγενίστηκε η παραγωγή, με το ημίλευκο. Για αρτοσκευάσματα ούτε λόγος. Κι αυτά ήρθαν αργότερα.

Αργότερα, όμως, τα πατσατζίδικα έγιναν μόδα για τους ανθρώπους τής νύχτας και όσους τους έβρισκε το ξημέρωμα διασκεδάζοντας σε νυχτερινά κέντρα.
Τραγουδίστριες, τραγουδιστές, ξενύχτηδες. Στον πατσά προστέθηκαν οι σούπες. Άλλη πελατεία αυτή, που μετά τα ποτά ήθελε να βάλει κάτι στο στόμα, «να στρώσει το στομάχι».
Και τα πατσατζίδικα πήραν τον δρόμο τού μαρασμού. Πλέον, απ’ ότι γνωρίζω, έμεινε μόνο ένα: «Η Ομόνοια», γωνία Λαπιθών και Βύρωνος, που κάποτε ήταν πασίγνωστη για τα μπορντέλα της. Κάποια πρωινά τού χειμώνα το επισκέπτομαι. Λιγοστή η πελατεία του. Το επισκέπτομαι και γιατί είμαι φίλος του πατσά, αλλά και γιατί μου αρέσει να θυμάμαι εκείνη την παλιά Λάρισα, όσο άσχημη κι αν ήταν (ήταν;).
Άλλωστε, εκείνη η Λάρισα, κρατά το κομμάτι τής παιδικής ηλικίας και της εφηβείας μου, αρκετά ζωντανό ακόμα, με μνήμες από τη βόλτα τής πλατείας (Πλατεία Σάπκα), τα ζαχαροπλαστεία της (Ολύμπιον, Έξαρχος, Κωνσταντινίδης, Ζίννα, Αστόρια, Πικαντίλυ κ. ά.), τα εστιατόριά της (Χαβάη, Ερμής, Έλατος, Ομόνοια, Λούκουλος), το διάσημο ψητοπωλείο της «Ο ΑΔΑΜΟΣ» (ευτυχώς ζει ακόμα με τη δραστηριοποίηση της 3ης γενιάς) και το «Βασίλης», τους ραφτάδες, τους αμαξάδες, τους γανωτήδες, το «Αλκαζάρ» και τον «Τζίμη», τα «Ψαράδικα», το χασάπικο του Πέτρου Μακρή, στη Φιλελλήνων, που έφερε πρώτος τα καταψυγμένα της Αργεντινής και χόρτασε η φτωχολογιά κρέας, τον «Νταχμίρη» και τη «Μουριά»…


Δεν υπάρχουν σχόλια