Αυτοί που αντιμάχονται τη μελαγχολία στον Αγιόκαμπο…
ΜΟΝΟΛΟΓΩΝΤΑΣ
---------------------------------------
Από τον Άγγελο Πετρουλάκη
---------------------------------------
(Δημοσιεύθηκε την Παρασκευή, 20-7-2018, στην έντυπη Larissa net)
Βραδιάζει στον Αγιόκαμπο…
Η θάλασσα χάνει αυτό το καθηλωτικό μπλε και κάπου
ενώνεται με τον ουρανό, απορροφώντας τις επιθυμίες, που ξυπνά το φως τού ηλίου,
σε ημίγυμνα σώματα που θέλουν να σμίγουν με τη φύση.
Φώτα ανάβουν. Παραθεριστές αδειάζουν την ακρογιαλιά
για να γεμίσουν πεζοδρόμια και δημόσιους χώρους.
Πολύχρωμα φώτα, που αλλάζουν την αισθητική και
σχηματίζουν άλλες εικόνες από εκείνες των προηγούμενων ωρών. Σκηνικά
διαφορετικά, με πρωταγωνιστές τα σημεία ψυχαγωγίας και εστίασης, κάποια απ’ τα
οποία δηλώνουν ξεκάθαρα πως οι ιδιοκτήτες τους και όραμα έχουν, και θέληση για
κάτι άλλο, διαφορετικό, ιδιαίτερα αισθητικό και προσεγμένο ποιοτικά.
Αν θυμάμαι καλά, την πρωτοπορία είχε κάνει το «Σπιτάκι». Απέναντι σ’ έναν Πλαταμώνα
που μονοπωλούσε τη διασκέδαση και την ξεγνοιασιά του καλοκαιριού, στην απέραντη
ακρογιαλιά τής Βελίκας «ξεφύτρωσε» το «Σπιτάκι» με τις τόσες δραστηριότητες,
για να προσελκύσει τους νέους (ή και αυτούς που ήθελαν να παραμείνουν νέοι).
Ακολούθησαν άλλοι ανήσυχοι επιχειρηματίες, με στόχο το
κέρδος βέβαια (άλλωστε οι επιχειρήσεις δεν είναι οργανισμοί κοινής ωφελείας),
αλλά δίδοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην αισθητική εμφάνιση και στην καλή παροχή
υπηρεσιών (όχι πάντα με επιτυχία, ίσως), ή έστω την καλύτερη από μέχρι τότε. Ο
ανταγωνισμός έφερε και την ποιότητα (τουλάχιστον για εκείνους που σέβονται τις
αρχές του υγιούς επαγγελματισμού).
Από την ξαπλώστρα, μέχρι τα τραπεζοκαθίσματα, από το
φλιτζάνι τού καφέ μέχρι το καλοψημένο ψάρι, από το «καλησπέρα σας» του
σερβιτόρου, μέχρι το «σας ευχαριστούμε που μας τιμήσατε» του αφεντικού.
Στον Αγιόκαμπο – Σωτηρίτσα – Βελίκα και μέχρι το
Κόκκινο Νερό, πλέον, οι επιλογές είναι πολλές και κάποιες αντέχουν και σε
αυστηρά κριτήρια. Απολαμβάνοντας τον πρωινό καφέ στο σεμνό «Μπλε κύμα» (1,70 ο ‘‘ελληνικός’’ με ξαπλώστρα και ομπρέλα) ή έναν
εύγεστο χυμό στο «Old School» με την εκπληκτική νυχτερινή ατμόσφαιρα, που δεν έχει
να φοβηθεί σε τίποτα τη σύγκριση με παραλιακά κέντρα της Γλυφάδας και της
Βουλιαγμένης, συλλογίζομαι πόσα βήματα τόλμησαν κι έκαναν
αυτοί οι επιχειρηματίες, προσδοκώντας το καλύτερο (για τον εαυτό τους,
βεβαίως), που το απολαμβάνουν οι πολλοί.
Από τους ‘‘αρχαίους’’, αλλά πάντα κλασικούς «Γούλα» και «Σκιαθά», μέχρι τη νεότατη «Όστρια»,
το αξιοπρεπές «Αμαντέους»,
ξεχωριστοί χώροι δίνουν το παρόν τους (κάποιοι επιμένουν δώδεκα μήνες τον
χρόνο, υπομένοντας και αντέχοντας τη μοναξιά και του χειμώνα), χωρίς να
υπολείπονται σε κάτι από επιχειρήσεις περιώνυμων τουριστικών θερέτρων.
Αλλά και στη γύρω περιοχή, στα χωριά που πνίγονται στο
πράσινο και έχοντας το καθένα τη δική του μικρή ιστορία, χώροι ιδιαίτερα
γραφικοί (έστω για την απλότητά τους), προσφέρουν τις νοστιμιές τους σ’ όλους
εμάς που αναζητούμε ακόμα περισσότερες νότες καλοκαιριού.
Στη μνήμη μου έχει εντυπωθεί ένα μεσημέρι με
ψιλόβροχο, λίγο έξω από το Μεταξοχώρι, κάτω από μια τέντα, πλάι στο ρέμα,
αντίκρυ στον μικρό καταρράκτη, που καταργούσε και την καλύτερη μουσική σύνθεση
με το άχρονο βουητό του.
Ίσως το κρέας, το μαγειρεμένο στη γάστρα, να ήταν το
αναμενόμενο, ίσως οι πατάτες αρκούντως γευστικές, απλά, ίσως το γαλοτύρι ένα
απλά αυθεντικό γαλοτύρι, όμως στο στόμα μου έφταναν ως τα πιο νόστιμα του
κόσμου και χαιρόμουν που είχα ευτυχίσει να ζω εκεί, εκείνες τις στιγμές. Καλή
του ώρα εκείνου του ανθρώπου, άγνωστου σ’ εμένα, που περιμένει υπομονετικά τον
καθένα μας.
Αδυνατώ ν’ αναφερθώ στις τόσες και τόσες ομορφιές
ξεχωριστά, άλλωστε το μόνο που ήθελα να καταθέσω ήταν ένας αντίλογος στη
μελαγχολία που μ’ επισκέπτεται κάθε φορά που βλέπω να ερημώνει η ακρογιαλιά.
Αντίλογος σ’ εμένα τον ίδιο, που ενίοτε αυστηρά κρίνω με πολλά ‘‘πρέπει’’,
χωρίς να μπω στη θέση τού μικροεπιχειρηματία που τον δέρνουν μπόρες και
χιονιάδες, από τις καιρικές αντιξοότητες μέχρι την αναλγησία τού κράτους, οι
εκπρόσωποι του οποίου τρέφονται σχεδόν πάντα με το γράμμα τού νόμου, αγνοώντας
πλήρως το πνεύμα του. Άλλωστε το πνεύμα τού νόμου απαιτεί κάποιες ευαισθησίες,
που είναι νεκρές από χρόνια…
Βράδυ Τετάρτης, 18 Ιουλίου…
Αποφασίζω μια βόλτα με το αυτοκίνητο. Στο ηχοσύστημα
του αυτοκινήτου κάποια τραγούδια της νιότης, που μένουν όχι μόνο ως ανάμνηση,
αλλά και ως παρόντες έρωτες, ζωντανοί: «Το καλοκαίρι εκείνο», με τον Νίκο
Αντωνίου, το «Εσένα που σε ξέρω τόσο λίγο» του Σταύρου Ζώρα, το «Σαν με κοιτάς»
με τη Δημητριάδη και τον Φέρτη, το «Το καλοκαίρι» με τους Ολύμπιανς και τον
Πασχάλη…
Επιστρέφοντας από Κουτσουπιά κοντοστέκομαι στο θρυλικό
«Σπιτάκι». Η αυλή του άδεια, η ατμόσφαιρα μαγική. Υπόσχομαι στον εαυτό μου ένα
ποτό (από τα απαγορευμένα, έστω). Ο Σταύρος Ζώρας τραγουδάει «Απόψε θυμήσου».
Θέλω να κρατήσω δυο τρία δάκρυα, σπονδή σε μια νεότητα που έφυγε, αλλά αδυνατώ.
Πιάνω τον εαυτό μου να θέλει να μιλήσει με τον τίτλο τού τελευταίου βιβλίου τού
Ίρβιν Γιάλομ: «Αυτό ήταν η ζωή; Τότε άλλη μια φορά!»
Ναι είναι
όμορφη η ζωή, εδώ σε τούτο το ακρογιάλι.
Μια στάση τελευταία στις «4εποχές». Δυο κομμάτια πίτσα
και λίγο δροσερό καρπούζι είναι αρκετά για να ξεκλειδώσουν ένα μπαλκονάκι στον
ελληνικό παράδεισο. «Αύριο», υπόσχομαι στον εαυτό μου, «θα επιστρέψουμε στον
Λακαριέ» και στο «Ελληνικό καλοκαίρι» και νοερά θα σφίξουμε το χέρι όλων
εκείνων που τολμούν, κόντρα στην σκουριασμένη κρατική γραφειοκρατία και τα
σάπια μυαλά των πολιτικάντηδων, να επενδύσουν και να καταθέσουν την ανησυχία
τους σ’ αυτόν τον αγαπημένο τόπο…
Καλό σας καλοκαίρι…
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου