Breaking News

-Μαρία Ευθυμίου, σ’ ευχαριστώ από καρδιάς…





--------------------------
ΜΟΝΟΛΟΓΩΝΤΑΣ
-------------------------- 
Από τον Άγγελο Πετρουλάκη

Είναι γεγονός – πάντα απαισιόδοξος - πως ποτέ δεν είχα προσδοκίες ότι στη δύση τής ζωής μου θα βίωνα μιαν πιο λαμπερή Ελλάδα, απ’ αυτήν που γεύομαι. Πίστευα, όμως, ότι θα ζούσα σ’ έναν κατά τι καλύτερο ‘‘παράδεισο’’, από εκείνον που είχα βρεθεί όταν έκανα τα πρώτα βήματα στη ζωή, στις γραφές που άρχισα να γνωρίζω κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ΄60, γυμνασιόπαις.
Ήταν ο Δημήτρης Κουνελάκης τότε, που παίρνοντάς με από το χέρι, μου γνώρισε τον Καραγάτση, τον Τερζάκη, τον Πολίτη, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Εγγονόπουλο και άλλους.
Και ήταν ο Βασίλης Λιαπής, ο φωτισμένος Δάσκαλος, που μου έμαθε να διαβάσω κάτω από τις λέξεις, πίσω από τις φράσεις.
Το ταξίδι, από τον Παλαμά ίσαμε τον Ανδρόνικο, όταν τον ακολούθησα στην τρύπα του τάφου τής Βεργίνας, από τον Ξενόπουλο ίσαμε τον Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο όταν τον ακολουθούσα στη Μαγούλα τής Σπάρτης στα μαθήματα της Σχολής Ελευθέρας Φιλοσοφίας, από τον Απόστολο Μελαχροινό ίσαμε τη Μαρία Ευθυμίου, που μόλις προχθές έκλεισα το βιβλίο της «Μόνο λίγα χιλιόμετρα», κράτησε δεκαετίες και ήταν συναρπαστικό.
Ενίοτε, τούτο το ταξίδι είχε ‘‘ελεγκτή’’ έναν ιδιαίτερα σοφό δάσκαλο, συγγενή εξ αγχιστείας, τον Σπύρο Θεοδωρόπουλο, ασκητή τής σκέψης και μύστη τής Ιστορίας.
Αλλά ο μέγας κλονισμός ήρθε από τη Μαρία Ευθυμίου…

Την οικογένεια τη γνώριζα ως μια εκ των παλαιότερων και σημαντικότερων οικογενειών τής πόλης. Όσο και την, εκ μητρός της οικογένεια, Βακάλη.
Όπως γνώριζα και την οικογένεια του συζύγου: Χατζηλάκου… Η αξιοσέβαστη Μαίρη Χατζηλάκου είχε αφήσει μέσα μου ζωηρή εκτίμηση. Βεβαίως και κρατούσα με σεβασμό στη μνήμη μου το «Οιδιπόδειο σε παραλλαγή» του Γιώργου Χατζηλάκου.
Για τη Μαρία Ευθυμίου ήξερα λίγα, αλλά σημαντικά. Τα περισσότερα εξ αιτίας τής παραίτησής της από τον Σύλλογο Μελών Δ.Ε.Π. της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, που συνοδεύτηκε από μια επιστολή – καταπέλτη για τον ευτελισμό τού συλλόγου και την κατάντια των πανεπιστημίων μας. Το βιβλίο της «Μόνο λίγα χιλιόμετρα – Ιστορίες για την Ιστορία» μ’ έσπρωξε να ψάξω και να μάθω αρκετά. Και να υποκλιθώ απέναντι στην εκπαιδευτικό – παιδαγωγό – ιστορικό – πανεπιστημιακό.
Με το βιβλίο της στο χέρι, ξεκινώ αντίστροφα. Από το τέλος δηλαδή. Αντιγράφω ένα συγκλονιστικό απόσπασμα, σχετικό με τις μνημειώδεις διαλέξεις της για θέματα ιστορίας:
«Τόσες χιλιάδες ώρες ομιλίας κατά τις διδασκαλίες μου, που δεν ήταν, στην πραγματικότητα, τίποτ’ άλλο παρά ενός λεπτού σιγή για την ελληνική γλώσσα, τη σπουδαία γλώσσα μου, που υποβαθμίζεται, τσαλακώνεται και πετιέται, για την ομορφιά των ασβεστωμένων τοίχων με το γιασεμί, που έχουν, πια, μετατραπεί σε χώρους ρύπων και μουτζούρας, για τη μέχρι προ τριακονταετίας κραταιά ελληνική δημόσια εκπαίδευση, που καταρρέει αυτοβυθιζόμενη στη βία και την αυθαιρεσία, οι οποίες έχουν, από πολλού, καταστεί κανονικότητες της καθημερινότητάς της…»
Το παραπάνω απόσπασμα ανήκει στη ομιλία της – ιστορική – κατά την τελετή απονομής σ’ αυτήν του «Βραβείου Εξαίρετης Πανεπιστημιακής Διδασκαλίας εις μνήμην Β. Ξανθόπουλου – Στ. Πνευματικού», τον Δεκέμβριο του 2013.
Στην αρχή τής ομιλίας της εντοπίζω ένα άλλο απόσπασμα: «Γεννιόμαστε εύθραυστα, θνησιγενή όντα, ωστόσο το παρελθόν που εμπεριέχεται μέσα μας, μας συνδέει με τον βαθύ χρόνο και μας εγκαθιστά στην αιωνιότητα… Ο χρόνος – η συνείδηση του χρόνου, άρα και του θανάτου – είναι αυτό που μας καθιστά συνειδητούς μετόχους της Ιστορίας…»
Πόση φιλοσοφία για το ποιοι είμαστε κρύβουν αυτές οι αράδες; Πόσες φιλοσοφικές απόψεις συνοψίζονται σ’ αυτήν τη σκέψη της Μαρίας Ευθυμίου;

Επιστρέφω στο βιβλίο, γιατί κάθε σελίδα του αποκαλύπτει σκέψεις ιδιαίτερης βαρύτητας. Η Μαρία Ευθυμίου παραδίδει μαθήματα προσωπικής αυτογνωσίας. Χωρίς την εσωτερική μας βύθιση, το ταξίδι μας στη ζωή, είναι απλά μια τουριστική βόλτα που δεν αφήνει την ελάχιστη σκόνη πίσω της. Και η αυτογνωσία είναι συνάρτηση της εσωτερικότητας. Γράφει, κλείνοντας το βιβλίο της και απαντώντας στην ερώτηση του Μάκη Προβατά για τους μεγάλους επαναστάτες της ανθρωπότητας.
«…η μεγαλύτερη επανάσταση συμβαίνει μέσα μας.
»Πιστεύω πως τίποτε δεν είναι πιο σημαντικό, πιο σαγηνευτικό, πιο ουσιαστικό από την ενδοσκόπηση, την εσωτερική αναζήτηση του ανθρώπου. Από αυτήν τη σιωπηλή, μοναχική, καθημερινή εσωτερική συζήτηση και μάχη του.
»Γιατί, τελικά, το μεγάλο ταξίδι είναι το εσωτερικό».
Κάτω από αυτήν τη ματιά, ο δρόμος όσων πραγματεύεται η συζήτηση για την Ιστορία δεν είναι παρά «μόνο λίγα χιλιόμετρα» στα «εκατομμύρια έτη φωτός που είναι μέσα μας».
Να λοιπόν πόσο ελάχιστοι είμαστε. Και πόσο ανάγκη έχουμε την αυτογνωσία.
Η Μαρία Ευθυμίου, σελίδα τη σελίδα, ξεδιπλώνει την κριτική ματιά της με ιδιαίτερη ευαισθησία, προσεγγίζοντας τα γεγονότα μέσα από τις ανθρώπινες συμπεριφορές, όπως αυτές διαμορφώθηκαν από τα ήθη και τις συνθήκες των συγκεκριμένων χρονικών σημείων.
Η ματιά της είναι τόσο διεισδυτική, όσο και περισκοπική. Εισχωρεί στα βάθη της ανθρώπινης ιστορίας, αναζητά τον πρώτο άνθρωπο, ερμηνεύει την διαμόρφωση των κοινωνιών, τις συνθήκες που δημιούργησαν τις θρησκείες, την οικονομία, τον πολιτισμό, αφήνοντας την κριτική ματιά της να προχωρήσει στον παγκόσμιο χάρτη και να εντοπίσει συμπτώσεις, ομοιότητες, διαφορές. Όλα αυτά με μια γλώσσα γοητευτική, σαγηνευτικά αφηγηματική.
«Η ιστορία θα είναι μονίμως υπό αναθεώρηση στο σκέλος της ερμηνείας, γιατί η κάθε εποχή, αναπόφευκτα προσεγγίζει τα γεγονότα του παρελθόντος μέσα από το πρίσμα των δικών της τρεχουσών εμπειριών…», μας λέει, ενώ συμπληρώνει τον Θουκυδίδη που είχε γράψει πως «Η Ιστορία είναι φιλοσοφία μέσω παραδειγμάτων» μ’ έναν «άλλο υπέροχο ορισμό: ‘‘Η Ιστορία είναι ασπίς και δόρυ’’, δηλαδή σου δίνει τον τρόπο να αντιμετωπίζεις τις επιθέσεις και τις δυσκολίες της ζωής, την ίδια στιγμή που σου παρέχει τη δύναμη να κινείσαι με ορμή και σθένος προς τα εμπρός».
Εξελίσσοντας το βιβλίο με τη μορφή τής συζήτησης, επισημαίνει τα γεγονότα που υπήρξαν σταθμοί στην εξέλιξη της ανθρώπινης πορείας και – βεβαίως – του πολιτισμού, εξετάζοντάς τα με την απόλυτη κατανόηση του ιστορικού που εισχωρεί βαθιά στις αιτίες που τα γέννησαν. Τη ματιά της πάνω στα ιστορικά γεγονότα θα τη χαρακτήριζα παρηγορητική, αφού όχι μόνο συμβάλει στην κατανόησή τους, αλλά και στην κατανόηση της προσωρινότητάς μας ως έμβια όντα.
«Σφυρίζουμε ανέμελα αλλά, στο βάθος του μυαλού μας, ξέρουμε ότι είμαστε αγκαζέ με τον θάνατο κάθε στιγμή. Κι αυτό είναι η βαρύτερη συντροφιά που έχουμε. Η πιο ανεξερεύνητη. Εξ αυτού, οι θρησκείες οργανώνουν αυτό το κομμάτι του ανθρώπου.
»Το άγνωστο επέκεινα».
Στο σημείο αυτό στρέφω το βλέμμα μου στην παγκόσμια λογοτεχνία. Από το μυθιστόρημα του Πολ Όστερ «Το βιβλίο των ψευδαισθήσεων» μεταφέρω ένα απόσπασμα των απομνημονευμάτων του Σατομπριάν: «Τούτη τη στιγμή, στην ιστορία, τα πάντα μαραίνονται σε μια μέρα  όποιος ζει πολύ, πεθαίνει ζωντανός. Καθώς διαβαίνουμε τη ζωή, αφήνουμε πίσω τρεις – τέσσερις εικόνες τού εαυτού μας, κάθε μια διαφορετική από τις άλλες. Τις διακρίνουμε μέσα από την ομίχλη τού παρελθόντος, σαν πορτρέτα των διαφόρων ηλικιών μας». Σ’ αυτές τις εικόνες του εαυτού μας αναζητούμε απαντήσεις για τα ερωτηματικά που γεννά η ίδια η Ιστορία. Γιατί, οι ίδιοι, είμαστε κομμάτι της.
Σχετικά με τη χώρα μας, οι θέσεις της είναι κάθετες και γενναίες. Δεν μασά τα λόγια της και δεν προσφέρει συγχωροχάρτια. Τη σχέση μας με τη Δύση τη χαρακτηρίζει σχιζοφρενική και με αδρές γραμμές παρουσιάζει τις αιτίες που τη διαμόρφωσαν. Όπως και δεν μασά τα λόγια της όταν αναφέρεται στην εθνική μας ταυτότητα: «Την εθνική ταυτότητα δεν την κάνει τόσο η συγγένεια του αίματος όσο η πολιτισμική και συναισθηματική ταύτιση με τον άλλον. Ακριβώς γι’ αυτό οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν ‘‘Έλληνες εισίν οι της παιδεύσεως της ημετέρας μετέχοντες’’».
Για δε τον δυτικό πολιτισμό πως «είναι ένας, κι ας έχει επιμέρους αποχρώσεις. Είναι παιδί του Χριστιανισμού, της Αναγέννησης, του Διαφωτισμού, του πολιτικού φιλελευθερισμού και της ελεύθερης αγοράς – μαζί».

Ειλικρινά, θεωρώ τη Μαρία Ευθυμίου από τις πιο θαρραλέες φωνές της χώρας μας. Τουλάχιστον αυτό αντιλαμβάνομαι μετά από μισόν αιώνα περιήγησης σε ιστορικά κείμενα που πασχίζουν να ερμηνεύσουν τα πώς και τα γιατί που διατρέχουν το σώμα μας σαν ιστορική οντότητα. Διαβάζω τον πικρό στοχασμό της: «Πληρώνουμε τον Εμφύλιο με μιαν υποβόσκουσα παρατεταμένη εκδίκηση εβδομήντα χρόνων, που οδήγησε σε αντιστροφή των ηθών και στη μετατροπή του φιλότιμου και φιλόπονου Έλληνα σε ον θρασύδειλο και στρεψόδικο. Που, με μονίμως υψωμένο το δάκτυλο και το φρύδι, κατηγορεί πάντα κάποιον ή κάτι, προκειμένου να μην παραδεχθεί, με εντιμότητα και γενναιότητα, πόσο και ο ίδιος φταίει για όσα του συμβαίνουν. Που μονίμως γκρινιάζει, ασχημονεί, υβρίζει, κατηγορεί, φυγοπονεί, διαμαρτύρεται και καταστρέφει. Και μάλιστα χωρίς αιδώ και χωρίς συνείδηση των επιπτώσεων – βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων».
Το ανωτέρω απόσπασμα με οδήγησε κατευθείαν στο «Μυθιστόρημα» του Σεφέρη:
«Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά
που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.
Δεν έχουμε ποτάμια δεν έχουμε πηγάδια δεν έχουμε πηγές,
μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές, που ηχούν και που
          τις προσκυνούμε…»
Να τες οι αλήθειες. Πριν από μας μίλησαν οι ποιητές, οι μεγάλοι. Μας τις ξεσκεπάζει και η Μαρία Ευθυμίου. Όσο κι αν η θέασή τους είναι οδυνηρή.
Μπορώ να συνεχίσω για πολύ να γράφω γι’ αυτό το βιβλίο που ανήκει στη Μαρία Ευθυμίου, αλλά και σε όλους τους σκεπτόμενους Έλληνες. Ένα βιβλίο από μια, Λαρισαία την καταγωγή, Δασκάλα Ιστορίας, που αφιέρωσε τη ζωή της στο να επιχειρεί να μας μαθαίνει Ιστορία ή να μας δείχνει τις οπτικές γωνιές απ’ τις οποίες να μελετούμε και να ερμηνεύουμε τα γεγονότα και την ίδια μας την ύπαρξη.
Θα ήθελα να βρεθώ απέναντί της και να της πω απλά και μόνο «Σ’ ευχαριστώ… Μου πρόσφερες τόσα και μάλιστα σε μια ηλικία που, ολοένα και περισσότερο, νιώθω φτωχός σε γνώσεις, φτωχότερος από ποτέ…»



Δεν υπάρχουν σχόλια