Breaking News

Ήταν μια φορά ένας μόνος…




 Ζωές στο κόκκινο - απόσπασμα - Εκδόσεις Γράφημα

Τη μέρα που άλλαζε ο χρόνος, το μεγάλο σπίτι της οικογένειας είχε κάθε λόγο να είναι καταστόλιστο και ολόλαμπρο. Ήταν μια ευκαιρία να γιορτάσουν την Πρωτοχρονιά και την επιτυχή έκβαση της εγχείρησης του κυρίου Θάνου μαζί με αγαπημένους φίλους. Η οικοδέσποινα Ευτυχία απογοητεύτηκε, όμως, όταν ένας από τους καλεσμένους της αρνήθηκε την πρόσκληση. Κι αυτός ήταν ο Πέτρος, τον οποίο από την ώρα που έπαθε το έμφραγμα ο άντρας της, η Ευτυχία δεν είχε δει ούτε μια φορά. Δυο τρεις φορές του είχε τηλεφωνήσει και του έχει μιλήσει περί ανέμων και υδάτων, δίνοντάς του να καταλάβει, έστω με μισόλογα, ότι τίποτε δεν ήταν όπως παλιά…
Του είχε ζητήσει πίστωση χρόνου. Του είχε δηλώσει πως ένιωθε κουρασμένη απ’ όλα όσα είχαν συμβεί. Αλλά, παρ’ όλα αυτά του τηλεφώνησε για να τον προσκαλέσει στο ρεβεγιόν. Κι εκείνος, αφού επιστράτευσε όση ψυχραιμία διέθετε, τη ρώτησε:
    Ως τι θα έρθω; Ως τέως εραστής σου ή ως φίλος της οικογένειας;
    Νομίζω πως μιλάς σαν να σου έχω κάνει το μεγαλύτερο κακό.
    Εσύ είσαι αυτή που ζήτησε πίστωση χρόνου. Εγώ είμαι αυτός που σου δήλωσα πως στις προθέσεις μου δεν ήταν ποτέ ν’ αποτελώ μια ενόχληση και μόνο.
    Δε μ’ ενοχλείς…
    Λυπάμαι… Έχεις αρκετούς γύρω σου που θα θέλουν να είσαι χαρούμενη. Είμαι απόλυτα σίγουρος πως θα είμαι μια ενόχληση και μόνο. Δε θα έρθω…
Το πρωί της τελευταίας μέρας τού χρόνου, του τηλεφωνεί και ο ίδιος ο Θάνος. Επιμένει πως τον θέλει ανάμεσα στους καλεσμένους του.
Αρνείται και πάλι. «Μα ποιος ο λόγος; Έχεις να πας κάπου καλύτερα;», τον ρωτά ιδιαίτερα φορτικά ο κύριος Θάνος.
Όχι.... Δεν έχει να πάει κάπου καλύτερα, αλλά θα μείνει στο σπίτι του. Άλλωστε, πριν χαράξει, θα φύγει για ταξίδι, δικαιολογείται. Καλύτερα να κοιμηθεί νωρίς, να μην το ξενυχτήσει.
Ο συνομιλητής του έχει μάθει να μην καταθέτει εύκολα τα όπλα. Συνεχίζει τις ερωτήσεις.
«Ταξιδεύουν χρονιάρες μέρες; Και με τη μοτοσικλέτα; Τελικά, θα μας πεις πού πηγαίνεις;» 
Στο διάβολο και ακόμα παραπέρα θέλει ν’ απαντήσει, αλλά λέει: «Στο Ναύπλιο... Υπάρχει μια φίλη εκεί που με περιμένει να φάμε μαζί το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς...»
Λέει ψέματα, όμως. Ούτε ο ίδιος ξέρει πού θα πάει. Αρκεί να φύγει. Να μην είναι στην ίδια πόλη μ’ εκείνη, που πλέον πνιγμένη από τις ενοχές, τον περιθωριοποιεί, λες κι έφταιγε η δική τους σχέση για το ότι κλώτσησε η καρδιά τού Θάνου. Και δεν ήταν μόνο η περιθωριοποίηση, αυτό που κόστιζε στον Πέτρο, αλλά το ότι μέσα στις χούφτες του στριφογύριζε δραματικότερη από κάθε άλλη φορά η μοναξιά, με την απώλεια της Ευτυχίας να στριφογυρίζει σαν μαχαίρι στα σωθικά του. Πλέον τίποτα δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως καταφυγή του. Από κείνο το πρωινό τού Νοέμβρη, ακόμα και οι φωτογραφικές μηχανές έμεναν απείραχτες στις τσάντες τους. Τα βράδια κυλούσαν βασανιστικά, έστω κι αν συχνά ο φίλος του, ο Αστέρης Λιθακιάς, επιχειρούσε να σπάσει τη φυλακή του και να εκμαιεύσει την αιτία τής απομόνωσής του. Η γυναίκα, που τόσο αιφνίδια είχε μπει στην ούτως ή άλλως μοναχική ζωή του, τον είχε πείσει πως εφεξής οι μέρες του θα ήταν γεμάτες όχι μόνο με την προσδοκία ενός χαμόγελου, αλλά και με αγγίγματα δακτύλων, με ψιθύρους, με την ήρεμη ανάσα και τη μυρωδιά ενός αγαπημένου σώματος. Η ανατροπή που ήρθε και η απομάκρυνση της Ευτυχίας, η οποία απέφευγε να ξεκαθαρίσει τη θέση της, ισχυριζόμενη πως για τη στάση της έφταιγαν αποκλειστικά και μόνο οι ενοχές της, είχε γίνει αιτία να κατρακυλήσει σε μια κατάσταση απόγνωσης και άρνησης. Η πρόσκληση για τη βραδιά της Πρωτοχρονιάς είχε ηχήσει στ’ αφτιά του ως εμπαιγμός. Το «όχι», που επέμενε να λέει, ήταν ίσως η πρώτη απόπειρα να γυρίσει σελίδα.     
Ο συνομιλητής του δεν επέμενε άλλο. Είναι γεγονός πως αυτός δεν καταλάβαινε τις ιδιορρυθμίες των καλλιτεχνών, αλλά δεν είχε νόημα να προσπαθήσει να τον πείσει αφού ο Πέτρος ήταν κάθετος στην απόφασή του.
Η Ευτυχία δεν έχει καιρό για να σκεφτεί τον Πέτρο και η απογοήτευσή της για τη δεύτερη άρνησή του κρατά μόνο κάποια λεπτά τής ώρας. Οι προετοιμασίες της γιορτής την απορροφούν εντελώς, θέλει να είναι όλα τέλεια. Όλα...
Και είναι. Ο άντρας της, φανερά αδυνατισμένος, αλλά δυνατός και κεφάτος, η Καίτη πανέμορφη, ο Στέφανος γοητευτικός. Αυτοί είναι η οικογένειά της, αυτοί την ενδιαφέρουν εκείνη τη συγκεκριμένη βραδιά, όλες τις βραδιές από εδώ και πέρα. Μ’ αυτούς έχει τάξει να ζήσει τη ζωή της. Πάνω απ’ όλα οι δικοί μου άνθρωποι, η οικογένειά μου, μονολογεί σε κάποια στιγμή.
Κι εκείνος; Εκείνος ήταν ένα μικρό διάλειμμα, μια νότα χαράς, αλλά και ένα μεγάλο λάθος, μια άτυχη στιγμή και κάτι που τη γέμισε ενοχές. Αν δεν είχε συμβεί ό,τι συνέβη με την υγεία τού άντρα της ίσως να ήταν διαφορετικά. Όμως, μετά απ’ αυτήν την περιπέτεια, μόνο ο Θάνος της είναι ο κόσμος της.
Τον Πέτρο θα τον θυμηθεί ξανά λίγο πριν τις δέκα το βράδυ. Ίσως γιατί ξαφνικά νιώθει πως κάτι της λείπει. Ίσως και κάποιο ίχνος ενοχής για υποσχέσεις που είχαν δοθεί παλιότερα. Ίσως γιατί κάπου σ’ έναν από τους καθρέφτες του σπιτιού της να είδε τα μάτια του. Όχι, δεν ήταν τα μάτια του στον καθρέφτη. Ήταν τα λευκώματά του που είδε σε κάποιο τραπεζάκι τού σαλονιού. Γιατί δεν τα μάζεψε; Γιατί δεν τα έβαλε σ’ ένα απ’ τα ψηλότερα ράφια της βιβλιοθήκης της; Τα λευκώματα ήταν που έφεραν μέσα στο σαλόνι του σπιτιού της τα μάτια του. Ό,τι υπήρχε σ’ αυτά ήταν επειδή το είχαν δει τα δικά του μάτια, τα γεμάτα θλίψη, ακόμα κι όταν έγερνε πάνω της για να την οδηγήσει στην ερωτική παραφορά.
Ανεβαίνει βιαστικά στο δωμάτιό της και του τηλεφωνεί. Παίρνει ώρα ν’ απαντήσει και το κινητό του δεν έχει καλή λήψη. «Πού βρίσκεσαι;», τον ρωτά.
    Στην Εθνική. Πλησιάζω στη Θήβα...
    Πού πας; Πότε έφυγες;
    Πάω στη Μάνη... Έφυγα στις επτά το απόγευμα...
    Είσαι τρελός; Είχες πει ότι θα έφευγες αύριο πρωί…    Είμαι ένας μόνος... Γι’ αυτό και φεύγω όποτε μου καπνίσει.
    Κατάλαβα… Στο Ναύπλιο πας. Στη Μαρίνα…
    Η Μαρίνα έχει τελειώσει πριν εφτά χρόνια… Και ό,τι τελειώνει για μένα, δεν ξαναρχίζει. Στη Μάνη πάω…
    Κάνε ό,τι θέλεις...
Κλείνει το τηλέφωνο εκνευρισμένη και κατεβαίνει στους καλεσμένους της. Αρκετά ασχολήθηκε μαζί του. Δε θα της χαλάσει αυτός τη βραδιά. Άλλωστε, τώρα, έχει χρήματα να πάει όπου θέλει και να περάσει κι   εκείνος καλά. Τι φταίει εκείνη αν αυτός είναι ιδιόρρυθμος και του κάπνισε να φύγει για τη Μάνη με τη μοτοσικλέτα μέσα στο καταχείμωνο; Δε θα σε λυπηθούμε κιόλας…
Οι καλεσμένοι της εκφράζονται με θαυμασμό για την ομορφιά της. Της μιλούν μ’ ενθουσιασμό για τη βραδιά που ετοίμασε. Εκείνη τους καλεί να περάσουν στα τραπέζια, γιατί με την αλλαγή τού χρόνου τους επιφυλάσσει εκπλήξεις. «Απόψε θα το κάψουμε. Θα το ξημερώσουμε...», τους λέει. Και το ξημέρωσαν…

Δεν υπάρχουν σχόλια